Εκστρατεία ενημέρωσης πολιτών και φορέων για τη Διατλαντική
Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP), μια συμφωνία που
βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης κάτω από
άκρα μυστικότητα, ανέλαβε το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ και το Ινστιτούτο
Νίκος Πουλαντζάς.
Στόχος είναι να αναδειχθεί το μείζον θέμα που παραμένει μακριά από τα
φώτα της δημοσιότητας στη χώρα μας, αν και αφορά το μέλλον των χωρών
της Ευρώπης σε όλα τα επίπεδα. Ένα θέμα που έχει προκαλέσει πλείστες
αντιδράσεις και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, με χιλιάδες πολίτες και
οργανώσεις να κινητοποιούνται προκειμένου να αποτελέσουν την άλλη πηγή
ενημέρωσης για ένα ζήτημα που χτυπάει την καρδιά της δημοκρατίας και
τοποθετεί στην κορυφή της πυραμίδας της διακυβέρνησης τις πολυεθνικές.
Όπως επισήμανε η Γερμανίδα δημοσιογράφος Ούρλικε Χέρμαν στο ειδικό
σεμινάριο που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα με πρωτοβουλία του Ιδρύματος
Ρόζα Λούξεμπουργκ και του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, η TTIP δεν αφορά
την ανάπτυξη, δεν αφορά τη ρύθμιση των εμπορικών σχέσεων μέσα από την
κατάργηση δασμών, αλλά την αποθέωση των επενδυτών μέσα από την κατάργηση
κανόνων και νόμων που διέπουν όλους τους τομείς, από την ασφάλεια
τροφίμων και το περιβάλλον έως τα φάρμακα, τα προσωπικά δεδομένα, την
προστασία των επενδυτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι επιχειρείται η
υιοθέτηση παγκόσμιων προτύπων, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε νέα νομοθεσία,
πριν φθάσει στο Κοινοβούλιο μιας χώρας, να πρέπει πρώτα να εξετάζεται
εάν είναι σύμφωνη με τις επιταγές της TTIP.
Ειδικά για τη χώρα μας, όπως επισήμανε η Ούρλικε Χέρμαν, οι ρήτρες
προστασίας των επενδυτών θα αποτελούν το πιο σοβαρό πρόβλημα, αφού επί
της ουσίας τα προνόμια των πολυεθνικών θα αποκτήσουν την ισχύ νόμου και
οι πολυεθνικές θα μπορούν ανά πάσα στιγμή να σύρουν κράτη στη διεθνή
διαιτησία για διαφυγόντα κέρδη στην περίπτωση που τα κράτη ψηφίζουν
νόμους για την προστασία της δημόσιας υγείας, του περιβάλλοντος ή του
χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Για αργό αλλά σταθερό πραξικόπημα που δίνει το δικαίωμα σε μια
πολυεθνική να αλλάξει την πορεία των συναλλαγών έκανε λόγο η Ντέμπι
Μπάρκερ, διευθύντρια διεθνούς προγράμματος στο Center for Food Safety
της Ουάσιγκτον, υπογραμμίζοντας ιδιαίτερα την πρωτοφανή μυστικότητα που
διέπει τις διαπραγματεύσεις. Όπως χαρακτηριστικά είπε, σε κάθε συμφωνία
τέτοιου είδους μετά την ολοκλήρωση κάθε κύκλου δίνονται στη δημοσιότητα
κάποια στοιχεία. Η TTIP είναι η μοναδική συμφωνία που, αν και έχει
ολοκληρωθεί ο 5ος κύκλος διαβουλεύσεων, δεν έχει δοθεί τίποτε στη
δημοσιότητα. Πρωτοφανές είναι επίσης το γεγονός ότι, αν και περίπου
500-600 σύμβουλοι επιχειρήσεων έχουν πρόσβαση στα κείμενα, δεν έχουν
πρόσβαση τα μέλη του Κογκρέσου όπως επίσης οι ευρωβουλευτές ή οι
βουλευτές των εθνικών Κοινοβουλίων των κρατών – μελών.
Το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, στην προσπάθεια ενημέρωσης και
ευαισθητοποίησης πολιτών και φορέων κυκλοφόρησε και στην ελληνική γλώσσα
την ειδική έκδοση του Τζον Χίλαρι, εκτελεστικού διευθυντή της οργάνωσης
War on Want, για το τι είναι η συμφωνία ΤΤΙΡ, ποιους τομείς αφορά,
ποιους κινδύνους κρύβει αλλά και το κύμα αντίστασης που μεγαλώνει και
στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Το «Π» παρουσιάζει από την ειδική
έκδοση τις επισημάνσεις για την απορρύθμιση στον τομέα της ασφάλειας
τροφίμων, την απορρύθμιση στον τομέα του περιβάλλοντος και την απειλή
για τη δημοκρατία που συνεπάγεται η ειδική ρύθμιση για τις διαφορές
επενδυτών – κρατών.
Ασφάλεια τροφίμων
Η κατάργηση των ευρωπαϊκών κανονισμών για την ασφάλεια των τροφίμων
αποτελεί προτεραιότητα των επιχειρηματικών λόμπι στις διαπραγματεύσεις
για το ΤΤΙΡ. Από τη λίστα τους δεν λείπουν και οι περιορισμοί που
αφορούν τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς (ΓΤΟ), τα φυτοφάρμακα,
το βοδινό κρέας με ορμόνες και τις αυξητικές ουσίες. Οι Αμερικανοί
παραγωγοί τροφίμων δεν υποχρεούνται να τηρούν τα ίδια πρότυπα για το
περιβάλλον και για τη μεταχείριση των ζώων με τους Ευρωπαίους ομολόγους
τους, και προσπαθούν εδώ και καιρό να καταργήσουν τους ελέγχους της Ε.Ε.
που περιορίζουν την πώληση των προϊόντων τους στις ευρωπαϊκές αγορές.
Από την πρώτη στιγμή, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δήλωσε ρητά ότι θα
χρησιμοποιήσει τις διαπραγματεύσεις του ΤΤΙΡ για να βάλει στο στόχαστρο
τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς που θέτουν φραγμούς στις αμερικανικές
εξαγωγές τροφίμων και ειδικά τους κανονισμούς για την ασφάλεια των
τροφίμων, τους οποίους υπερασπίστηκαν επί δεκαετίες οι Ευρωπαίοι πολίτες
με τους αγώνες τους.
Στο επίκεντρο αυτής της διαμάχης βρίσκεται η χρήση της «αρχής της
προφύλαξης» εκ μέρους της Ε.Ε. για τον καθορισμό των προτύπων στον τομέα
της ασφάλειας τροφίμων. Δυνάμει αυτής της αρχής, είναι δυνατόν να
αποσυρθεί ένα προϊόν από την αγορά αν υπάρχει πιθανότητα να αποτελεί
κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, ακόμη και χωρίς επαρκή επιστημονικά
στοιχεία που να επιτρέπουν την πλήρη αξιολόγηση του κινδύνου.
Το κρίσιμο στοιχείο ωστόσο στην αρχή της προφύλαξης είναι ότι
μεταφέρει το βάρος της απόδειξης στην εταιρεία που θέλει να κυκλοφορήσει
στην αγορά ένα εν δυνάμει επικίνδυνο προϊόν. Αντί, δηλαδή, οι κρατικές
αρχές να αποδείξουν ότι το προϊόν είναι επικίνδυνο, υποχρεώνεται η
εταιρεία να αποδείξει ότι είναι ασφαλές.
Η αμερικανική κυβέρνηση δεν εφαρμόζει την αρχή της προφύλαξης και
τα επιχειρηματικά συμφέροντα έχουν κατορθώσει να επιβάλουν στις ΗΠΑ
πρότυπα ασφάλειας τροφίμων πολύ κατώτερα από εκείνα της Ευρώπης. Καθώς
όμως η ατζέντα «ρυθμιστικής σύγκλισης» του ΤΤΙΡ έχει στόχο να φέρει τα
πρότυπα της Ε.Ε. κοντά σ’ εκείνα των ΗΠΑ, ας δούμε μερικά παραδείγματα
ενδεικτικά του κινδύνου:
ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΑ: Περίπου το 70% όλων των μεταποιημένων τροφίμων που
πωλούνται στα αμερικανικά σουπερμάρκετ περιέχουν πλέον γενετικά
τροποποιημένα συστατικά. Αντιθέτως, λόγω της σθεναρής αντίστασης εκ
μέρους των πολιτών, τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα απουσιάζουν σχεδόν
ολοκληρωτικά από τα ευρωπαϊκά σουπερμάρκετ, ενώ τα τρόφιμα που
περιέχουν κάποιο γενετικά τροποποιημένο συστατικό πρέπει να φέρουν σαφές
διακριτικό σήμα. Οι αμερικανικές εταιρείες βιοτεχνολογίας χρησιμοποιούν
το ΤΤΙΡ για να επιτεθούν στους κανονισμούς της Ε.Ε. και η κυβέρνηση των
ΗΠΑ προσπαθεί να εξουδετερώσει την πολιτική υποχρεωτικής σήμανσης της
Ε.Ε. Η ευρωπαϊκή βιομηχανία βιοτεχνολογίας συνεργάζεται στενά με την
αμερικανική για την περαιτέρω εξάπλωση των γενετικά τροποποιημένων
οργανισμών στην Ευρώπη μέσω του ΤΤΙΡ.
ΦΥΤΟΦΑΡΜΑΚΑ: Για τους παραγωγούς τροφίμων των ΗΠΑ, το ευρωπαϊκό
σύστημα ελέγχου για τη χρήση των φυτοφαρμάκων είναι ένα από τα βασικά
πρότυπα προς υποβάθμιση στο πλαίσιο του ΤΤΙΡ. Με τους κανονισμούς του
2009, η αρχή της προφύλαξης τέθηκε στον πυρήνα του ευρωπαϊκού συστήματος
για τον έλεγχο των φυτοφαρμάκων προκειμένου να προστατευτεί η ανθρώπινη
υγεία και το περιβάλλον.
Ωστόσο, οι κορυφαίοι διαπραγματευτές αποκάλυψαν ότι έχουν ήδη βάλει
τους συγκεκριμένους κανονισμούς στην ατζέντα του ΤΤΙΡ: σκοπός τους
είναι να προκαλέσουν ακόμη μεγαλύτερη απορρύθμιση απ’ ό,τι με τους
κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και να περιορίσουν τους
υφιστάμενους ευρωπαϊκούς κανονισμούς στην ελάχιστη δυνατή επιβάρυνση για
τις επιχειρήσεις.
Νέες αλλαγές στις δικλίδες ασφαλείας της Ε.Ε. για ενδοκρινικούς
διαταράκτες (χημικά που αποδεδειγμένα διαταράσσουν το ορμονικό σύστημα
του ανθρώπου) θέτουν ανώτατα επιτρεπτά επίπεδα μόλυνσης που μπλοκάρουν
το 40% όλων των εξαγωγών τροφίμων των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Τα αμερικανικά
βιομηχανικά λόμπι επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν το ΤΤΙΡ για να
καταργήσουν αυτές τις δικλίδες ασφαλείας.
ΟΡΜΟΝΕΣ, ΚΟΤΟΠΟΥΛΑ ΜΕ ΧΛΩΡΙΟ: Πάνω από το 90% του βοδινού κρέατος
στις ΗΠΑ παράγεται με τη χρήση βόειων αυξητικών ορμονών, οι οποίες έχουν
συνδεθεί με διάφορα είδη καρκίνων στον άνθρωπο. Οι περιορισμοί της Ε.Ε.
στην εισαγωγή τέτοιου κρέατος υπάρχουν από το 1988. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ
έχει ήδη αμφισβητήσει αυτούς τους περιορισμούς στον ΠΟΕ και τα
επιχειρηματικά λόμπι ζητούν την άρση τους μέσω του ΤΤΙΡ χαρακτηρίζοντάς
τους «περιττούς» φραγμούς για τις εμπορικές συναλλαγές.
Στις ΗΠΑ οι παραγωγοί κοτόπουλου και γαλοπούλας επεξεργάζονται
τακτικά με χλώριο τα σφάγια των πουλερικών προτού τα πουλήσουν στους
καταναλωτές - μια πρακτική απαγορευμένη από το 1997 στην Ε.Ε. Και πάλι, η
κυβέρνηση των ΗΠΑ εναντιώθηκε σε αυτήν την απαγόρευση μέσω του ΠΟΕ, και
οι αμερικανικές εταιρείες ζητούν τώρα την άρση της μέσω του ΤΤΙΡ. Η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσπάθησε στο παρελθόν να άρει την απαγόρευση, αλλά
σταμάτησε όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με την αντίσταση που προέβαλαν
κτηνίατροι και ευρωβουλευτές.
Περιβάλλον
Το απορρυθμιστικό πρόγραμμα του ΤΤΙΡ απειλεί αρκετούς σημαντικούς
περιβαλλοντικούς κανονισμούς. Οι απαιτήσεις αειφορίας της Ευρωπαϊκής
Οδηγίας για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας μπήκαν στο στόχαστρο των
Αμερικανών παραγωγών αγροκαυσίμων, οι οποίοι επιθυμούν διακαώς να
«εναρμονίσουν» τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς με τα χαμηλότερα πρότυπα των
ΗΠΑ. Η αμερικανική κυβέρνηση χρησιμοποιεί επίσης το ΤΤΙΡ για να
αποδυναμώσει την Ευρωπαϊκή Οδηγία για την Ποιότητα των Καυσίμων: σκοπός
της είναι να διευκολύνει τα αμερικανικά διυλιστήρια να εξάγουν στην
Ευρώπη καναδικό πετρέλαιο που εξορύσσεται από κοιτάσματα ασφαλτούχας
άμμου, με ολέθριες συνέπειες για το περιβάλλον. Επιπλέον, η εφαρμογή του
ΤΤΙΡ θα ανοίξει την πόρτα στις μαζικές εξαγωγές σχιστολιθικού φυσικού
αερίου από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη, οδηγώντας στην επέκταση της υδραυλικής
ρωγμάτωσης (γνωστής ως «fracking») στις ΗΠΑ και δίνοντας παράλληλα τη
δυνατότητα στις αμερικανικές εταιρείες να κινηθούν ενάντια σε ευρωπαϊκές
χώρες που έχουν απαγορεύσει αυτήν την τεχνική - ακριβώς με τον ίδιο
τρόπο που η αμερικανική εταιρεία ενέργειας Lone Pine Resources
χρησιμοποιεί τώρα τους κανόνες της NAFTA για να προσφύγει κατά της
κυβέρνησης του Καναδά με αφορμή την απόφαση του Κεμπέκ να απαγορεύσει
προσωρινά τις εργασίες υδραυλικής ρωγμάτωσης.
Υπόκλιση στον επενδυτή
Η μεγαλύτερη ίσως απειλή του ΤΤΙΡ είναι ότι επιδιώκει να δώσει στις
υπερεθνικές επιχειρήσεις την εξουσία να προσφεύγουν κατά συγκεκριμένων
χωρών για ζημιές τις οποίες υπέστησαν κατόπιν αποφάσεων δημόσιας
πολιτικής. Η πρόβλεψη για ένα σύστημα Επίλυσης Διαφορών Επενδυτή –
Κράτους (Investor – State Dispute Settlement, ISDS) έχει πρωτοφανείς
επιπτώσεις διότι αποδίδει στο υπερεθνικό κεφάλαιο νομική υπόσταση
ισοδύναμη με εκείνη του έθνους – κράτους. Έτσι, στο πλαίσιο του ΤΤΙΡ, οι
αμερικανικές και ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αποκτούν τη δυνατότητα να
αμφισβητούν τις δημοκρατικές αποφάσεις κυρίαρχων κρατών και να
διεκδικούν αποζημίωση όταν αυτές οι αποφάσεις επηρεάζουν αρνητικά τα
κέρδη τους.
Οι ΗΠΑ επέμειναν να συμπεριληφθεί το ISDS σε όλες σχεδόν τις
διμερείς συνθήκες επενδύσεων που έχουν υπογράψει μέχρι στιγμής, και μόνο
η Αυστραλία κατόρθωσε να εξασφαλίσει την εξαίρεσή της από τον κανόνα.
Με το σύστημα ISDS, οι εταιρείες έχουν τη δυνατότητα να καταθέτουν
αγωγές για αποζημιώσεις κατά της χώρας υποδοχής, ακόμα και αν δεν έχουν
συνάψει σύμβαση με την κυβέρνησή της.
Επιπλέον, επιτρέπεται στους επενδυτές να παρακάμπτουν τα τοπικά
δικαστήρια και να καταθέτουν τις αγωγές τους απευθείας σε διεθνή
διαιτητικά δικαστήρια, παραβιάζοντας τη συνήθη απαίτηση εξάντλησης των
τοπικών ένδικων μέσων πριν από την προσφυγή σε διεθνή όργανα. Σε
ορισμένες περιπτώσεις, οι εγχώριες εταιρείες «μεταμφιέστηκαν» σε ξένους
επενδυτές προκειμένου να επωφεληθούν των προνομίων του ISDS και να
κινήσουν διαδικασία διαιτησίας ενάντια στη δική τους κυβέρνηση.
Τα διαιτητικά δικαστήρια αυτά καθαυτά λίγο διαφέρουν από δικαστήρια
– παρωδία. Οι δικαστές δεν είναι μόνιμοι δημόσιοι λειτουργοί, όπως στα
εθνικά δικαστικά συστήματα, αλλά μια μικρή κλίκα δικηγόρων εταιρικού
δικαίου, οι οποίοι διορίζονται κατά περίπτωση και έχουν ίδιο συμφέρον να
αποφανθούν υπέρ των επιχειρήσεων.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου