Ο Ντάριο Φο αποτελεί μία από τις σημαντικότερες θεατρικές μορφές εν ζωή σε παγκόσμιο επίπεδο ενώ φέτος η Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου τον τίμησε διαβάζοντας σε όλα τα θέατρα ένα δικό του κείμενο.
Γεννημένος στις 24 Μαρτίου του 1926 στο Λεγκιούνο –Σαντζιάνο του Βαρέζε, ο Φο βρέθηκε σε μία οικογένεια που αγαπούσε τις τέχνες και τη μυθοπλασία. Ο πατέρας του Φελίτσε αν και διευθυντής στους ιταλικούς σιδηροδρόμους ήταν και ερασιτέχνης ηθοποιός, ενώ οι συχνές μετακινήσεις όλης της οικογένειας λόγω επαγγέλματος θα χάριζαν στον νεαρό Ντάριο μία πλούσια φαντασία. Μάλιστα από τη γιαγιά του έμαθε και την τέχνη της διήγησης ιστοριών, η οποία φρόντιζε να εξάπτει τον μικρό της εγγονό με πλήθος ονειρικών εικόνων.
Το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου θα έβρισκε τον Φο στο Μιλάνο θέλοντας να σπουδάσει αρχιτεκτονική. Αναγκαστικά οι σπουδές του αναβλήθηκαν προσωρινά μέχρι να κοπάσει η πολεμική καταιγίδα, η ανάγκη όμως για δημοκρατία και οι σοσιαλιστικές απόψεις που είχε κληρονομήσει από την οικογένειά του δεν θα τον άφηναν αμέτοχο σε όσα λάμβαναν χώρα στον αντιφασιστικό αγώνα. Οι γονείς του είχαν βοηθήσει πολλές φορές στρατιώτες και πρόσφυγες να διαφύγουν στην Ελβετία για να σωθούν από την φασιστική λαίλαπα. Λίγο πριν το τέλος του πολέμου, ο νεαρός Φο θα καλείτο να λάβει μέρος στον αγώνα αλλά θα διέφευγε και θα κρυβόταν από τις αρχές μέχρι το πέρας του πολέμου.
Οι μέρες μετά τον πόλεμο θα τον έβρισκαν πίσω στα φοιτητικά έδρανα της αρχιτεκτονικής στο Μιλάνο. Η αγάπη του όμως για τον κόσμο του θεάτρου θα τον οδηγούσε σε νέες αναζητήσεις. Άρχισε να ασχολείται με τα teatri piccoli δοκιμάζοντας μονολόγους ενώ το 1950 θα ξεκινούσε να εργάζεται στο θέατρο του Φράνκο Παρέντι ως βοηθός αρχιτέκτονα αρχικά, για να το αφήσει λίγο αργότερα για χάρη της ηθοποιίας, της συγγραφής και της σκηνοθεσίας.
Μοιραία θα ήταν η συνάντησή του με την Φράνκα Ράμε με την οποία γνωρίστηκαν στην παραγωγή της επιθεώρησης ‘Εφτά μέρες στο Μιλάνο’. Ο έρωτάς τους θα ήταν καθοριστικής σημασίας, όχι μόνο προσωπικά αλλά και επαγγελματικά. Αρχικά, αρραβωνιάστηκαν για να παντρευτούν τελικά το 1954. Παράλληλα, ο Φο συνεργάζεται με τη RAI αλλά τα σκανδαλιστικά του κείμενα θα έχουν ως αποτέλεσμα να απαγορευτεί η εκπομπή του.
Ο Φο απολαμβάνει από τη μία μεγάλη δημοτικότητα όμως η δουλειά του συνεχώς λογοκρίνεται. Μαζί με την Ράμε δουλεύουν σε παραγωγές στη Ρώμη και συνεργάζεται με τους Ντίνο ντε Λαουρέντις και Κάρλο Λιτσάνι, ενώ το 1955 γεννιέται και ο γιος τους Τζάκοπο.
Το 1959 το ζευγάρι θα επιστρέψει στο Μιλάνο ιδρύοντας τη θεατρική ομάδα Ντάριο Φο-Φράνκα Ράμε με τον Φο να γράφει, να σκηνοθετεί, να παίζει και να δημιουργεί τα σκηνικά και τα κοστούμια.
Το έργο τους Οι Αρχάγγελοι δεν Παίζουν Φλίπερ που ανέβηκε το 1960 στο Μιλάνο τους χαρίζει εθνική αναγνώριση.
Η επιτυχία που σημειώνουν στο θέατρο ταξιδεύει και εκτός των συνόρων της Ιταλίας σε χώρες όπως η Σουηδία και η Πολωνία, ενώ όταν η παράσταση παρουσιάζεται στο Ζάγκρεμπ, η διεθνής αναγνώριση θα είναι πια γεγονός.
Ωστόσο, οι πολιτικές πεποιθήσεις του συγγραφέα και οι ξεκάθαρες αριστερές του ιδέες θα τον έβαζαν σε αρκετές περιπέτειες. Οι ακροδεξιές ομάδες τον είχαν απειλήσει ουκ ολίγες φορές με αποτέλεσμα για ένα διάστημα να δεχτεί να κυκλοφορεί υπό την προστασία της αστυνομίας ενώ με το έργο του ‘La Signora e dabuttare’ θα κατάφερνε να προκαλέσει ακόμα και την αμερικανική κυβέρνηση η οποία για πολλά χρόνια δεν του παρείχε βίζα για να ταξιδέψει στις ΗΠΑ.
Παράλληλα, τα έργα του δεν σταματούσαν να λογοκρίνονται μεν αλλά να έχουν τεράστια ανταπόκριση από το κοινό. Μάλιστα, το 1968 θα ίδρυε μαζί με τη γυναίκα του την θεατρική κολλεκτίβα Νέα Σκηνή με την οποία θα ανέβαζαν και το εξαιρετικό του έργο ‘Μίστερο Μπούφο’, το οποίο κατάφερε να ανέβει περισσότερο από 5000 παραστάσεις.
Η δεκαετία του 1970 θα αποτελέσει μία από τις πιο δυναμικές εποχές για τον Ντάριο Φο καθώς ιδρύει τη νέα του ομάδα μαζί με τη Ράμε, CollettivoTeatrale La Comune και γράφει μερικά από τα πιο σημαντικά έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου όπως ‘Ο τυχαίος Θάνατος ενός Αναρχικού’, ‘Δεν πληρώνω, Δεν πληρώνω’, και πλήθος αντιφασιστικών μονολόγων ειδικά μετά την απαγωγή και τον βιασμό της συζύγου του από μία νεοφασιστική οργάνωση της εποχής.
Η έντονη πολιτικοποιημένη τέχνη του Φο του έδινε όσα ακριβώς του έπαιρνε αλλά δεν ήταν ικανή για να τον σταματήσει να υπερασπίζεται όλα όσα πίστευε ότι πρέπει να προστατεύονται σε πολιτισμένες κοινωνίες.
Οι δράσεις του θα τον φέρουν το 1975 πρώτη φορά υποψήφιο για το βραβείο Νόμπελ, χωρίς να καταφέρει ωστόσο να το κερδίσει.
Το 1981 η πρόσκληση του America Repertory Theater του Κέμπριτζ για συμμετοχή του στο Φεστιβάλ Ιταλικού Θεάτρου στη Νέα Υόρκη, θα γεφυρώσει τις κάκιστες σχέσεις του Φο με τις ΗΠΑ. Αν και αρχικά το υπουργείο εξωτερικών αρνήθηκε να του δώσει βίζα τελικά του παραχωρήθηκε μία ελάχιστης διάρκειας το 1984 ύστερα από διαμαρτυρίες λογοτεχνών και άλλη μία το 1985 όπου ανέβηκαν έργα του στη Μασαχουσέτη, στην Ουάσιγκτον, στη Βαλτιμόρη αλλά και στη Νέα Υόρκη.
Το 1997, ο Ντάριο Φο θα προταθεί και πάλι για το Νόμπελ Λογοτεχνίας και αυτή τη φορά θα καταφέρει να το πάρει, ενώ έχει αποσπάσει και πλήθος άλλων τιμητικών διακρίσεων, ανάμεσα στις οποίες το βραβείο Όμπι και το βραβείο Premio Eduardo.
Ο Ντάριο Φο βρίσκετε ακόμα εν ζωή αν και το 1995 υπέστει ένα σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο από το οποίο έχασε σχεδόν ολόκληρη την όρασή του. Η σύζυγός του στάθηκε στο πλευρό του με αποτέλεσμα ο Φο να καταφέρει να επανέλθει.
Τα έργα του αποτέλεσαν μια πηγή έντονου κοινωνικού σχολιασμού πολλές φορές με σατιρικά στοιχεία αλλά και στοιχεία από την commedia dell’arte, ενώ τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται και πολλές φορές τον είχαν φέρει μπροστά σε αντιδράσεις όσων διαφωνούσαν ασχολούνται με θέματα γύρω από την Καθολική Εκκλησία, τη διαφθορά της πολιτικής εξουσίας, την κατάχρηση εξουσίας, το οργανωμένο έγκλημα αλλά και τα καθημερινά προβλήματα της κοινωνίας.
Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες ενώ το 2006 ο Φο θέλησε να μπει ενεργά και στην πολιτική ζωή της Ιταλίας θέτοντας υποψηφιότητα για την δημαρχεία του Μιλάνου χωρίς ωστόσο αν και το αξιόλογο ποσοστό που απέσπασε να καταφέρει να εκλεγεί τελικά δήμαρχος.
Στις μέρες μας ο Ντάριο Φο μαζί με την σύζυγό του Ράμε αποτελούν ένα από τα πιο σημαντικά θεατρικά ζευγάρια που έχουν εμπνεύσει μία ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών μέσα από τη δουλειά τους και τη στάση τους απέναντι στη ζωή.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου