5 Οκτ 2020

 

Και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού υψώνονται φωνές αντίθετες σε κάθε συμβιβασμό με τη Μόσχα, με το επιχείρημα ότι το Κρεμλίνο υπονομεύει το διεθνές δίκαιο. Υποστηρίζοντας έναν πολυπολικό κόσμο, η Ρωσία ανταπαντά ότι οι ΗΠΑ οφείλουν να μοιραστούν τη δύναμή τους και να σεβαστούν την αρχή της εθνικής κυριαρχίας των κρατών. Μεταξύ της Ευρώπης, με την οποία αισθάνεται πολιτισμικά κοντά, και της Κίνας, που συμμερίζεται τις θέσεις της, η Ρωσία ψάχνει τον δρόμο της.


Τι θέλει η Ρωσία; Κατά τη γνώμη πολλών δυτικών σχολιαστών είναι αγκιστρωμένη σε ένα ξεπερασμένο πρότυπο παγκόσμιας τάξης: στο σύστημα της Γιάλτας της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, τότε που το Κρεμλίνο διέθετε μια σφαίρα επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη. Η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 φανερώνει, κατά τη γνώμη τους, την άρνησή της να χάσει την Ουκρανία. Έτσι, η σχετική έκθεση για τη στρατηγική εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, δημοσιευμένη στις 18 Δεκεμβρίου 2017, χαρακτηρίζει τη Ρωσία «αναθεωρητική δύναμη», υπαινισσόμενη ότι θέλει να καταστρέψει το υπάρχον διεθνές σύστημα1. Σύμφωνα με την έκθεση, πρόκειται για ένα αυταρχικό καθεστώς που προσπαθεί, επιδεικνύοντας τυχοδιωκτισμό στο εξωτερικό, να στρέψει την προσοχή μακριά από τα εσωτερικά ζητήματά του. Ακόμη χειρότερα, η Μόσχα φέρεται να επιδιώκει να εξαγάγει το πρότυπο της πολιτικής της, δημιουργώντας μια συμμαχία αυταρχικών καθεστώτων με την Κίνα.

Κάποια εποχή, οι προκλήσεις της Μόσχας προς τη Δύση είχαν ενισχύσει την πολιτική συνοχή της χώρας. Ωστόσο, θα είχαμε άδικο εάν εξηγούσαμε τη συμπεριφορά της λαμβάνοντας υπόψη μόνο αυτό. Τι θέλει πραγματικά το Κρεμλίνο και ποιον ρόλο διαδραματίζει η προσέγγιση με την Κίνα στην επιδίωξη των στόχων του;

Η βασική απαίτηση της ρωσικής ηγεσίας είναι να καταστεί συνδιαχειρίστρια των διεθνών υποθέσεων και να αναγνωριστεί ως τέτοια: μια πικρά διαψευσμένη φιλοδοξία. Στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Σοβιετική Ένωση και στη συνέχεια η Ρωσία προσπάθησαν να μεταμορφώσουν εκείνο που αρέσκονταν να αποκαλούν «Ιστορική Δύση» με την ενσωμάτωσή τους σε αυτήν, σφυρηλατώντας έτσι μια «Μεγάλη Δύση»2. Η Μόσχα ήλπιζε ότι αυτό το σχήμα θα απελευθέρωνε την Ευρώπη από το ατλαντιστικό θεσμικό και ιδεολογικό πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου: θα επέτρεπε να αναπτυχθεί μια κουλτούρα πολιτικού διαλόγου και αλληλεπίδρασης με αμοιβαίο όφελος. Εντούτοις, το μόνο που παραχώρησε η Δύση ήταν μια επέκταση του ισχύοντος συστήματος. Απελευθερωμένη από την ιδεολογική και στρατιωτική απειλή της Σοβιετικής Ένωσης, η φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων έλαβε τη μορφή ενός διεθνούς δόγματος Μόνροε3 υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ: η αμερικανική σφαίρα επιρροής άρχισε να επεκτείνεται σε όλον τον κόσμο, χωρίς να αφήνει περιθώρια για υποσύνολα ανεξάρτητα από το κέντρο ηγεμονίας.

Προς μια «Μεγάλη Ευρασία»

Η Μόσχα κατέληξε να αντιτεθεί σε αυτόν ακριβώς τον οικουμενισμό, τον οποίον θεωρούσε εργαλειοποιημένο. Ως υπουργός Εξωτερικών (1996-1998) και κατόπιν ως πρωθυπουργός (1998-1999), ο Γεβγκένι Πριμακόφ υπήρξε ο πρώτος ηγέτης που απέδωσε στη χώρα του την ιδιότητα της ανθεκτικής δύναμης. Όταν έγινε εμφανές ότι το NATO θα συνέχιζε να προσαρτά νέα μέλη και να προετοιμάζει επέμβαση στο Κόσοβο χωρίς να υπολογίζει τα συμφέροντα της Ρωσίας, έβαλε και πάλι στο παιχνίδι την έννοια του πολυπολισμού. Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στην Ινδία, τον Δεκέμβριο του 1998, ανέπτυξε την ιδέα ενός αντίβαρου στην αμερικανική μονομέρεια. Βάσει αυτού, πρότεινε μια συμμαχία μεταξύ μη ατλαντικών δυνάμεων, ένα «στρατηγικό τρίγωνο» Ρωσίας-Ινδίας-Κίνας το οποίο, εν συνεχεία, θα γινόταν η καρδιά της ένωσης των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική). Η πολιτική του Πριμακόφ εμπνεόταν από το δόγμα της ειρηνικής συνύπαρξης του Νικίτα Χρουστσόφ, πρώην γενικού γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο δόγμα, τα κοινωνικά και τα πολιτικά συστήματα είναι σε θέση να ανταγωνίζονται μεταξύ τους, χωρίς να έρχονται απαραίτητα σε σύγκρουση4.

Όταν αναλαμβάνει την εξουσία το 2000, ο Βλαντίμιρ Πούτιν αποπειράται να συνδυάσει τον ατλαντισμό των αρχών της μετακομμουνιστικής περιόδου με τη στρατηγική του Πριμακόφ. Το 2001 δημιουργείται ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), αποτελούμενος τότε από την Κίνα, το Καζακστάν, το Κιργιστάν, τη Ρωσία, το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν –η Ινδία και το Πακιστάν θα προστεθούν σε αυτές το 2017. Η γέννησή του σηματοδοτεί ένα επιπλέον βήμα στη δημιουργία ενός μη-δυτικού συστήματος συμμαχιών. Παράλληλα, ο Πούτιν επιχειρεί να συνάψει στενότερους δεσμούς με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπάρχει ακόμη και η προοπτική η Ρωσία να προσχωρήσει στο NATO. Όμως, με την πάροδο των ετών, τις αμερικανικές επεμβάσεις στο Ιράκ, την απόφαση του Τζορτζ Μπους του νεότερου να απορρίψει, το 2002, τη συνθήκη αντιβαλλιστικών πυραύλων (ABM) του 1972, και με τις «χρωματιστές επαναστάσεις» να υποστηρίζονται από ιδρύματα που είχαν στενούς δεσμούς με το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, ο Πούτιν παύει να έχει αυταπάτες. Στο συνέδριο για την ασφάλεια του Μονάχου, τον Φεβρουάριο του 2007, καταδικάζει απερίφραστα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Προειδοποιεί για τους κινδύνους «ενός μονοπολικού κόσμου (…) στον οποίον υπάρχει μόνο ένας άρχοντας, μόνο ένας κυρίαρχος» και κλείνει την ομιλία του επισημαίνοντας ότι η Ρωσία, «με τη χιλιόχρονη ιστορία της», δεν έχει καμία ανάγκη υποδείξεων για τη συμπεριφορά της στον τομέα των διεθνών υποθέσεων.

Τον καιρό εκείνο, το Κρεμλίνο πίστευε ακόμη ότι μπορούσε να συνεργάζεται με τις ατλαντικές δυνάμεις για συγκεκριμένα ζητήματα κοινού συμφέροντος, και ειδικότερα τη μάχη κατά της τρομοκρατίας. Τα πάντα καταρρέουν στον απόηχο της επέμβασης του ΝΑΤΟ στη Λιβύη το 2011. Και, το 2014, η σθεναρή αντίδραση ενάντια σε εκείνο που η Μόσχα εξέλαβε ως αυθαίρετη απόπειρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εντάξει την Ουκρανία στην ατλαντική σφαίρα επιρροής πυροδοτεί τη σοβαρότερη κρίση στη μετά τον Ψυχρό Πόλεμο εποχή.

Συνώνυμη με απόρριψη της αμερικανικής ηγεμονίας, πανταχού παρούσα στις ομιλίες των Ρώσων ηγετών, η πολυπολικότητα παραμένει μια ασαφής έννοια. Είναι άραγε ένας στόχος που πρέπει να επιτευχθεί, ως στοιχείο μιας ενεργού στρατηγικής –δηλαδή να δίνεται μεγαλύτερη σημασία σε δευτερεύουσας βαρύτητας δυνάμεις, όπως η Ρωσία– ή πρόκειται για απτή πραγματικότητα, αποτέλεσμα μιας επανεξισορρόπησης στην παγκόσμια σκηνή; Στις 19 Σεπτεμβρίου 2013, κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης της λέσχης Βαλντάι (η οποία δημιουργήθηκε το 2004 και συγκεντρώνει στους κόλπους της Ρώσους και δυτικούς ειδήμονες και αρμόδιους για τη λήψη αποφάσεων), ο Πούτιν καταδίκασε «τις απόπειρες που κατά κάποιον τρόπο αποσκοπούν να επαναφέρουν το τυποποιημένο μοντέλο του μονοπολικού κόσμου», υπονοώντας ότι ο τελευταίος αντικειμενικά ανήκε στο παρελθόν. «Ένας τέτοιος κόσμος», πρόσθετε, «δεν χρειάζεται κυρίαρχα κράτη, χρειάζεται υποτελείς. Κάτι τέτοιο, ιστορικά, καταλήγει στην απόρριψη της ίδιας της ταυτότητάς σου και της πολυμορφίας του κόσμου που μας έδωσε ο Θεός». Στο πλαίσιο μιας άλλης συνάντησης, στις 27 Οκτωβρίου 2016, εξέφρασε την ελπίδα ότι «ο κόσμος [θα γίνει] πολυπολικότερος», βλέποντας σε κάτι τέτοιο την προϋπόθεση ώστε μια μέρα «οι καθολικά αποδεκτοί κοινοί κανόνες (…) θα διασφαλίζουν την εθνική κυριαρχία και τα συμφέροντα των λαών», κυρίως μέσω του ΟΗΕ.

Όταν πρόκειται για την περιγραφή των φιλοδοξιών της Ρωσίας, ο όρος «νεοαναθεωρητισμός» μοιάζει να είναι ο πιο ταιριαστός5. Ο όρος αυτός, κατάλληλος και για την Κίνα, αντικατοπτρίζει μια δυσαρέσκεια για τον τρόπο με τον οποίο γίνεται στην παρούσα φάση ο χειρισμός των διεθνών υποθέσεων. Το ζήτημα για αυτές τις χώρες δεν έγκειται τόσο στη δημιουργία των δικών τους σφαιρών επιρροής όσο στην επανεπιβεβαίωση της αρχής –που τυπικά διατυπώνεται με όρους εθνικής κυριαρχίας– σύμφωνα με την οποία τα κράτη έχουν την υποχρέωση να διαμορφώνουν τις σχέσεις τους με τη «γειτονιά» τους (πράγμα που δεν λαμβάνει απαραίτητα την παραδοσιακή μορφή της ένταξης σε κάποιον συνασπισμό). Για το θέμα της Ουκρανίας, η αντίδραση της Ρωσίας εξηγείται με την αίσθηση απειλής για τα ζωτικά συμφέροντά της και όχι από κάποια αξίωση να διαχειριστεί τις εσωτερικές υποθέσεις αυτής της χώρας. Όπως απέδειξαν οι διάφορες επαναστάσεις στην Κιργιζία ή, πιο πρόσφατα, στην Αρμενία, εάν δεν αμφισβητούνται τα συμφέροντα της ασφάλειάς της, η Μόσχα δέχεται κάθε είδους πολιτική μεταστροφή στα σύνορά της.

Απλή επιστροφή στο μοντέλο της Βεστφαλίας (17ος-19ος αιώνας), κατά το οποίο τα κράτη αλληλεπιδρούν σαν το καθένα τους να είναι μια μπάλα του μπιλιάρδου, στηριγμένο σε κάποια προκειμένου να πλησιάσει τα άλλα; Η Μόσχα και το Πεκίνο αντιλαμβάνονται την πολυπολικότητα με πιο οξυδερκή τρόπο. Παρά το ότι η εθνική κυριαρχία παραμένει στα μάτια τους η κεντρική αξία, μετριάζεται από την ευνοϊκή στάση που επιμένουν να τηρούν προς τους πολυμερείς οργανισμούς. Στάση που εκφράζεται είτε με τη δημιουργία καινούργιων σε περιφερειακό επίπεδο είτε με την υπεράσπιση οργανισμών οικουμενικής εμβέλειας, που προέκυψαν από τις συμφωνίες του Μπρέτον Γουντς του 1944, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ). Το θέμα είναι οι δεύτεροι να απελευθερωθούν από την υποταγή τους στο ατλαντικό σύστημα που διευθύνουν οι ΗΠΑ, με την κατασκευή ενός πολυφωνικού διεθνούς συστήματος.

Η Ρωσία και η Κίνα αποτελούν τον πυρήνα μιας εκκολαπτόμενης αντι-ηγεμονικής ευθυγράμμισης6. Σε μια περίοδο που η Ρωσία λυγίζει από τις οικονομικές κυρώσεις και η Κίνα πιέζεται στρατιωτικά από τους Αμερικανούς στον Ειρηνικό, οι ηγέτες των δύο χωρών συναντήθηκαν πέντε φορές το 2017 και τέσσερις το 2018. Σε διαφορετικό βαθμό, όλοι οι Ρώσοι ηγέτες επεδίωξαν μια ευρασιατική οικονομική ολοκλήρωση, ωστόσο ο Πούτιν την ενέταξε σε μια βαθύτερη γεωπολιτική λογική. Με την Ευρασιατική Οικονομική Ένωση (EAEU), που δημιουργήθηκε επίσημα την 1η Ιανουαρίου 2015, εξέφρασε σαφώς τη θέληση να οικοδομήσει τα δικά του δίκτυα ένταξης στην περιοχή. Πράγμα που επιβεβαιώθηκε τον Μάιο του 2015, όταν υπέγραψε με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ μια συμφωνία «εναρμόνισης» (sopryazhenie) της EAEU με την απόφαση σχετικά με τους νέους κινέζικους «Δρόμους του Μεταξιού» (Belt and Road Initiative, BRI). Επίσης, η Ρωσία προωθεί το σχέδιο της «Μεγάλης Ευρασίας», που θα αντικαταστήσει το θνησιγενές σχέδιο της «Μεγάλης Ευρώπης» (από τη Λισαβόνα ώς το Βλαδιβοστόκ), που καλόπιανε τον τελευταίο σοβιετικό ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Το σχέδιο φιλοδοξεί να περικλείσει το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής σε ένα σύνολο διασυνδεόμενων δικτύων με μεταβλητή γεωμετρία, που θα συμπεριλαμβάνει ήδη υπάρχουσες οντότητες, όπως την Ένωση Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN).

Ο μηχανισμός αυτός εκφράζει τη λεγόμενη στρατηγική της «ενδοχώρας» (heartland), κλασική έννοια της γεωπολιτικής –θεωρητική σύλληψη του Χάλφορντ Τζον Μακίντερ (1861-1947), με επανερμηνεία από τον Αμερικανό πολιτικό επιστήμονα Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι– που καθιστά την Ευρασία γεωγραφικό άξονα του κόσμου και, κατά συνέπεια, αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Στις 9 Ιουλίου 2015, ανοίγοντας μια συνάντηση μεταξύ BRICS και SCO, παρουσία των υπόλοιπων ηγετών της EAEU στην Ούφα της Ρωσίας, ο Πούτιν δήλωνε: «Για εμάς, αυτός ο ευρασιατικός ηπειρωτικός συνασπισμός δεν είναι σκακιέρα, δεν είναι γήπεδο γεωπολιτικού παιχνιδιού. Είναι το σπίτι μας. Όλοι θέλουμε να είναι ειρηνικός, να ευημερεί και να μην παραδοθεί στον εξτρεμισμό ή στις απόπειρες να προστατευτούν τα συμφέροντα κάποιων εις βάρος κάποιων άλλων»7.

Πιο σίγουρο για τη δύναμή του το Πεκίνο

Σκοπός: η μέριμνα ώστε να μην μεταμορφωθεί η Ευρασία σε μια εκτεταμένη ζώνη ρήξεων κατά τη σύγκρουση μεταξύ ενός διευρυμένου ατλαντικού συστήματος και των ανερχόμενων ασιατικών δυνάμεων, ιδιαίτερα της Κίνας. Το 2018, για εικοστή τέταρτη συνεχή χρονιά, το Πεκίνο αύξησε τις στρατιωτικές δαπάνες του, οι οποίες ωστόσο αντιπροσωπεύουν μόλις το 40% εκείνων της Ουάσινγκτον (649 δισεκατομμύρια δολάρια). Ο στρατιωτικός προϋπολογισμός της Ρωσίας βαίνει μειούμενος από το 2016, παραμένει όμως ο έκτος στον κόσμο8. Η Ευρασία βρίσκεται παγιδευμένη μεταξύ μιας πολύ ισχυρής ακόμη Δύσης και ενός ανατολικού μετώπου σε πλήρη άνοδο. Ανάμεσά τους, η Ρωσία κατέχει μια ιδανική, αλλά επικίνδυνη θέση.

Ανάμεσα στη στάση της Μόσχας και του Πεκίνου εξακολουθούν να υφίστανται θεμελιώδεις διαφορές. Η Ρωσία αναγνωρίζει την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στον στρατιωτικό και στον οικονομικό τομέα. Στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης, στις 17 Ιουνίου 2016, ο Πούτιν δήλωνε: «Η Αμερική είναι μια μεγάλη δύναμη, ίσως η μόνη υπερδύναμη σήμερα. Αποδεχόμαστε αυτό το γεγονός». Αντίθετα, η Κίνα, αισθανόμενη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην οικονομική ισχύ της, αρχίζει να καταρτίζει ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο. Το Πεκίνο προωθεί μια σειρά ιδεών όπως η «κοινότητα πεπρωμένου», βασισμένη σε αμοιβαία επωφελείς σχέσεις. Οι σκεπτικιστές είναι ειρωνικοί, ωστόσο το γεγονός ότι οι ιδέες αυτές στηρίζονται στις μεγαλοπρεπείς επενδύσεις των νέων Δρόμων του Μεταξιού και στη δημιουργία μιας πολυμερούς τράπεζας μας καλεί να δώσουμε κάποια προσοχή.

Η σινο-ρωσική συναντίληψη δεν επεκτείνεται απαραίτητα μέχρι το θεμελιώδες ζήτημα της πολιτισμικής ταυτότητας. Ενώ απομακρύνεται όλο και περισσότερο από το ατλαντικό σύστημα, ιδιαίτερα μετά τις εβδομήντα οκτώ ημέρες βομβαρδισμού της Σερβίας από το ΝΑΤΟ το 1999, η Ρωσία ποτέ δεν αποκήρυξε τη δυτική ταυτότητά της. Ο Πούτιν την επιβεβαίωνε και πάλι, έμμεσα, ακόμη κι όταν επέκρινε την παρακμή της Δύσης κατά τη διάρκεια της συνάντησης της λέσχης Βαλντάι τον Σεπτέμβριο του 2013: «Βλέπουμε ότι πολλές ευρωατλαντικές χώρες πραγματικά απαρνούνται τις ρίζες τους, συμπεριλαμβανομένων των χριστιανικών αξιών που αποτελούν το θεμέλιο του δυτικού πολιτισμού». Προς το παρόν, οι πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη που βεβαιώνουν ότι θέλουν να κάνουν τη Δύση να ξαναβρεί αυτή της την ταυτότητα έχουν αποκλίνουσες απόψεις για το θέμα της Ρωσίας. Τι κοινό υπάρχει ανάμεσα στη ρωσοφιλία της Μαρίν Λεπέν και του Ματέο Σαλβίνι, στην καλοπροαίρετη ουδετερότητα του Ούγγρου Βίκτορ Όρμπαν και στην απροκάλυπτη εχθρότητα του κυβερνώντος κόμματος Νόμος Και Δικαιοσύνη της Πολωνίας; Παρ’ όλα αυτά, το Πεκίνο υποψιάζεται, ενδεχομένως δικαιολογημένα, ότι η Ρωσία εξακολουθεί να ονειρεύεται πως θα πρωτοστατήσει σε μια επανεφεύρεση της Δύσης σε περίπτωση που το ευνοήσουν οι συνθήκες. Τι θα απέμενε σε τέτοια περίπτωση από το σχέδιο της «Μεγάλης Ευρασίας»;

  1. «National Security Strategy of the United States», Λευκός Οίκος, Ουάσινγκτον, Δεκέμβριος 2017.
  2. Βλ. Hélène Richard, «Quand la Russie rêvait d’Europe», «Le Monde diplomatique», Σεπτέμβριος 2018.
  3. Το δόγμα της εξωτερικής πολιτικής, ο ορισμός του οποίου διατυπώθηκε το 1823 από τον πρόεδρο Τζέιμς Μόνροε, μεταμόρφωνε τη Λατινική Αμερική σε «πίσω αυλή» των ΗΠΑ.
  4. Yevgeny Primakov, «The world on the eve of the 21st century: Problems and prospect», «International Affairs», τόμος 42, αρ. 5-6, Μόσχα, 1996.
  5. Βλ. «Russia Against the Rest: The Post-Cold War Crisis of World Order», Cambridge University Press, 2017.
  6. Βλ. Isabelle Facon, «Pékin et Moscou, complices mais pas alliés», «Le Monde diplomatique», Αύγουστος 2018.
  7. «Interfax: Putin says Eurasia’s not a chessboard, it’s our home», Johnson’s Russia List, 9 Ιουλίου 2015.
  8. «World military expenditure grows to $1.8 trillion in 2018», Διεθνές Ίδρυμα Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI), Σόλνα (Σουηδία), 29 Απριλίου 2019.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More