Καθώς η πανδημία της COVID-19 «πάγωσε» στη Γαλλία το εντυπωσιακό κίνημα του χειμώνα του 2019-2020 κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, ένα ερώτημα επανέρχεται: άραγε είναι εφικτή σήμερα μια γενική διεπαγγελματική απεργία; Η έκταση των διαμαρτυριών και ο σημαντικός βαθμός αποδοχής εκ μέρους της κοινής γνώμης αποτέλεσαν σημαντικές όψεις του κινήματος αυτού, που όμως συνάντησε σημαντικούς περιορισμούς, εξαιτίας της αδυναμίας του να συμπαρασύρει μεγάλα στρώματα μισθωτών του ιδιωτικού τομέα.
Αφού κηρύχθηκε κλινικά νεκρό μετά την κινητοποίηση των «κίτρινων γιλέκων», το γαλλικό συνδικαλιστικό κίνημα ανέκτησε λίγες δυνάμεις στη μάχη για την υπεράσπιση των συντάξεων, μεταξύ Δεκεμβρίου 2019 και Φεβρουαρίου 2020, πριν σταματήσει αναγκαστικά λόγω της υγειονομικής κρίσης. Μολαταύτα, ενώπιον μιας κυβέρνησης η οποία επιταχύνει (Σ.τ.Μ.: μέχρι τη στιγμή του «παγώματος» λόγω COVID-19) την πορεία των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, η απαραίτητη για την υποχώρησή της αντιπαράθεση δυνάμεων οφείλει να μεταφερθεί σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο –και ίσως, με βάση τις παρούσες συνθήκες, σε ένα επίπεδο απρόσιτο. Η γενική απεργία παραμένει παρούσα στις συλλογικές αγωνιστικές αναπαραστάσεις, φαίνεται ωστόσο ακατόρθωτη, ενώ η παρακώλυση της οικονομικής δραστηριότητας παραμένει το πιο αποφασιστικό μέσο άσκησης πίεσης στην εργοδοσία και, κατ’ επέκταση, στην κυβέρνηση.
Κατά τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια –το 1995, το 2003 και κατόπιν το 2010– μεγάλες κινητοποιήσεις, συνοδευμένες από μια σειρά εντυπωσιακών διαδηλώσεων, έλαβαν χώρα στη Γαλλία με σκοπό τη διασφάλιση των συντάξεων. Τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1995, η συμμετοχή στις πορείες διαμαρτυρίας συνδεόταν με ένα μεγάλο απεργιακό κίνημα σε πολλές επιχειρήσεις και δημόσιες υπηρεσίες: στους γαλλικούς σιδηροδρόμους (SNCF), στα παρισινά μέσα μεταφοράς (RATP), στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού της Γαλλίας (EDF), στα Ταχυδρομεία, στη France Télécom, στην Air France και στην Air Inter (σε μικρότερο βαθμό), στις εφορίες, στην τοπική δημόσια διοίκηση… Δεν απουσίαζε και ο ιδιωτικός τομέας, με στάσεις εργασίας κάποιων ημερών στην αυτοκινητοβιομηχανία (Renault, Peugeot, Ford) και στη βιομηχανία ηλεκτρονικών προϊόντων (Alcatel, Thompson), αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό.
Το 2003, η διάρκεια των κινητοποιήσεων αυξήθηκε στους πέντε μήνες, με εννέα εθνικές ημερίδες διεπαγγελματικής δράσης, τέσσερις διαδηλώσεις στις οποίες συμμετείχαν περίπου δύο εκατομμύρια άτομα και μία απεργία περίπου έξι εβδομάδων στην εθνική εκπαίδευση. Σε αυτόν τον τομέα, η εναντίωση στην αποκέντρωση του διοικητικού, τεχνικού και εργατικού προσωπικού, καθώς και του προσωπικού του κοινωνικού τομέα και του τομέα της υγείας (ATOSS), προστέθηκε στην απόρριψη της μεταρρύθμισης των συντάξεων, που ευθυγράμμιζε εν μέρει το καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων με εκείνο των ιδιωτικών.
Η έκταση των διαδηλώσεων στο σύνολο της γαλλικής επικράτειας, ακόμη και σε μικρούς οικισμούς, αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα εκείνης της περιόδου. Μολαταύτα, τότε αρχίζουμε να βλέπουμε υπαλλήλους που συμμετέχουν σε αυτές χρησιμοποιώντας ώρες ή ημέρες μειωμένης εργασίας (RTT), αποφεύγοντας έτσι την απεργία. Η κυβέρνηση είχε προνοήσει τότε να εξαιρέσει το ζήτημα των ειδικών καθεστώτων ώστε να μην παραλύσει η χώρα.
Πάρα πολλοί συνδικαλισμένοι σε απομόνωση
Θα κάνει τα ίδια το 2010. Εκείνη τη χρονιά η κινητοποίηση διαρκεί έξι μήνες με δεκατέσσερις διαδηλώσεις, αλλά με μια εξαιρετικά περιορισμένη απεργιακή βάση, εκτός από την περίπτωση των κυλικείων στη Μασσαλία. Μια κυλιόμενη απεργία μικρής έκτασης διεξάγεται στη SNCF. Μετά από μερικές εβδομάδες, η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT) και η Εργατική Δύναμη (FO) στρέφονται προς τα διυλιστήρια, ελπίζοντας ότι κάποιες κινητοποιημένες ομάδες θα αποκλείσουν τον ανεφοδιασμό σε βενζίνη, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια ενός από τα σημαντικά γεγονότα του Μάη του ’68. Τότε οι συνδικαλιστικοί φορείς είδαν τους περιορισμούς στη στρατηγική τους. Από μόνη της, η δύναμη των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας δεν ισοδυναμεί με εκδήλωση δύναμης.
Από το 2003, το ζήτημα της οργάνωσης κυλιόμενων απεργιών και της σύγκλισης των αγώνων είναι παρόν στις αγωνιστικές συζητήσεις. Καθόσον μάλιστα η κυβέρνηση πολλαπλασίασε τα μέτρα ενάντια στα μπλοκαρίσματα που προκαλούνται από μικρές ομάδες: άμεση αφαίρεση άδειας οδήγησης των επαγγελματιών οδηγών –που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις του 1995– από την αστυνομία όταν επιχειρούν να παρακωλύσουν την κυκλοφορία. Ή προσφυγή σε επιτάξεις στα διυλιστήρια και, από το 2010, πρόνοια για συγκρότηση αποθεμάτων. Η πολιτική του περιορισμού επεκτάθηκε στο δικαίωμα σε διαδηλώσεις, με την άσκηση σημαντικών πιέσεων κατά τη διάρκεια του κινήματος ενάντια στον εργασιακό νόμο το 2016, και προπάντων με την καταστολή των «κίτρινων γιλέκων» και των διαμαρτυριών. Στο πλαίσιο της τήρησης της τάξης υιοθετήθηκε μια τακτική έντασης, με δυσανάλογη χρήση βομβίδων και πανίσχυρων δακρυγόνων, όπως και με το στρατηγικό «στρίμωγμα» των διαδηλωτών.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες ώθησαν τις ομάδες των μαχητικών μελών να δημιουργήσουν κινήματα κυλιόμενων απεργιών σε διάφορους κλάδους, χωρίς να καταφέρουν να συμπαρασύρουν αποφασιστικά τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα.
Η αδυναμία των συνδικαλιστικών βάσεων είναι η πρώτη αιτία γι’ αυτό: στην πραγματικότητα, όταν το ζήτημα είναι η κινητοποίηση και όχι μόνο η συμμετοχή στους επίσημους φορείς της επιχείρησης, η δυνατότητα δράσης επηρεάζεται κυρίως από την παρουσία συνδικαλιστών στους κόλπους των εργαζομένων και από την ύπαρξη συλλογικοτήτων, χώρων συζήτησης και έμπνευσης. Ενώ το 2005 το 37,6% των εταιρειών του ιδιωτικού τομέα διέθετε τουλάχιστον έναν συνδικαλιστικό εκπρόσωπο, ο αριθμός αυτός μειώθηκε στο 30,6% το 2017 (1). Ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η συνδικαλιστική κάλυψη είναι διασφαλισμένη, τις περισσότερες φορές πρόκειται για μικρές ομάδες, ικανές να διεξαγάγουν την υποχρεωτική ετήσια διαπραγμάτευση, που σπάνια όμως είναι σε θέση να προχωρήσουν πέρα από την πληροφόρηση των εργαζομένων.
Η ευρεία πλειοψηφία των μελών των συνδικάτων βρίσκεται στους μεγάλους οργανισμούς, κι όσοι δραστηριοποιούνται πολύ γρήγορα απορροφούνται στις δραστηριότητες της εκπροσώπησης στους φορείς. Σύμφωνα με μια μελέτη της Διεύθυνσης Αναζωογόνησης Έρευνας, Μελετών και Στατιστικών (DARES), που διεξήχθη στο 11% των συνδικαλισμένων εργαζομένων στη Γαλλία, λιγότερο από το ένα τρίτο ανάμεσά τους συμμετέχει τακτικά στις δραστηριότητες του φορέα τους (2). Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ενεργές ομάδες περιορίζονται στον σκληρό πυρήνα των αιρετών και των εκπροσώπων, με ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο να εργαστούν για την ευαισθητοποίηση των υπόλοιπων εργαζομένων και τη συζήτηση μαζί τους.
Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε περαιτέρω με τα διατάγματα Μακρόν του 2017, τα οποία κατήργησαν τις παλιές επιτροπές επιχείρησης, τους εκπροσώπους του προσωπικού και τις Επιτροπές Υγιεινής, Ασφάλειας και Συνθηκών Εργασίας (CHSCT), προκειμένου να τις συγχωνεύσουν σε έναν νέο ενιαίο φορέα, τις Κοινωνικές και Οικονομικές Επιτροπές (CSE). Οι ενεργές ομάδες αναλώθηκαν σε παρατεταμένες διαπραγματεύσεις με σκοπό να καθοριστεί το πεδίο δράσης και η λειτουργία τους, γεγονός που τις εξουθένωσε. Σε αυτό συνέβαλε και το ότι τα διατάγματα αυτά είχαν συνέπεια τη μείωση του αριθμού των αιρετών και του χρόνου εκπροσώπησης των εργαζομένων (μείωση έως 30% ή 40% στις περισσότερες επιχειρήσεις).
Στις μικρότερες εταιρείες, ένα αυξανόμενο μερίδιο των ενεργών συνδικαλιστών είναι «απομονωμένοι», δηλαδή οι μόνοι συνδικαλισμένοι στην επιχείρησή τους. Αυτό συμβαίνει κυρίως στην περίπτωση των εκπροσώπων της CGT, ιδίως στον τομέα του εμπορίου και των υπηρεσιών, όπου υφίστανται περιορισμένης έκτασης αγωνιστικές κινητοποιήσεις αλλά η απουσία συνδικαλισμένης κοινότητας δυσχεραίνει τη συμμετοχή σε μακροπρόθεσμη δράση. Η απόφαση για απεργία λαμβάνεται ολοένα και πιο δύσκολα όταν είναι αυστηρά ατομική και η συμμετοχή σε αυτήν γίνεται, στην καλύτερη περίπτωση, αποσπασματικά.
Η απομόνωση αυτή θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από τον ενεργό ρόλο συγγενών οργανώσεων, όπως οι τοπικές ενώσεις (3). Όμως, αυτές οι διεπαγγελματικές δομές έχουν αποδυναμωθεί. Στις περιπτώσεις που παραμένουν ενεργές, έχουν συχνά μια πολύ περιορισμένη διάρκεια ζωής, καθώς στηρίζονται στην εμπλοκή μερικών συνταξιούχων.
Έτσι, γεννιούνται νέες πρωτοβουλίες. Στο Μαλακόφ, στην περιφέρεια του Παρισιού, η τοπική ένωση της CGT δημιούργησε ένα πολυεπιχειρησιακό συνδικάτο προκειμένου να οργανώσει τους απομονωμένους συνδικαλιστές, να τους παράσχει ένα πλαίσιο κοινού διαλόγου και λήψης αποφάσεων, να επιτρέψει την ανάπτυξη της οργάνωσης στα συνδικάτα και να προσφέρει ενέργεια και σθένος σε αυτά τα διάσπαρτα μέλη. Εντούτοις, τέτοιες περιπτώσεις είναι πολύ σπάνιες ακόμη.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, δημιουργήθηκαν βάσεις σε τομείς ελάχιστα εξοικειωμένους με τους κοινωνικούς αγώνες, όπως στην κατ’ οίκον βοήθεια, στους Ξενώνες Μη Αυτοεξυπηρετούμενων Ηλικιωμένων Ατόμων (EHPAD) και στον κλάδο των διανομών μεγάλης κλίμακας. Ωστόσο, στους τομείς αυτούς οι μισθοί είναι πολύ χαμηλοί και η καταπίεση πολύ ισχυρή. Η μακροχρόνια κινητοποίηση μέσω κυλιόμενων απεργιών παραμένει μια ασυνήθιστη πρακτική.
Ταυτόχρονα, στα παλιά συνδικαλιστικά οχυρά –στη βιομηχανία ή στη δημόσια διοίκηση– η ανάπτυξη της υπεργολαβίας είχε ως συνέπεια την εξωτερική ανάθεση των χειρωνακτικών θέσεων εργασίας σε μικρές επιχειρήσεις στερούμενες εργατικών ενώσεων. Όσο για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, υφίστανται συνεχείς αναδιοργανώσεις που οδηγούν σε διάσπαση των εργατικών συλλογικοτήτων, ενώ υπάρχει και σημαντική προσφυγή στη χρήση υπαλλήλων σε διαθεσιμότητα, προσωρινά απασχολούμενων ή με επισφαλείς συμβάσεις. Έτσι, στην EDF (Σ.τ.Μ.: δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού), οι αναδιαρθρώσεις συνέβαλαν στην αποδυνάμωση της επαγγελματικής αλληλεγγύης και της αλληλεγγύης μεταξύ εργαζομένων. Και για ποιο λόγο να απεργήσει κάποιος στην αυτοκινητοβιομηχανία όταν οι γραμμές παραγωγής, όπου το 30% με 50% και άνω των εργαζομένων είναι προσωρινά απασχολούμενοι, δεν σταματούν τη λειτουργία τους;
Πάνω απ’ όλα, τα συνδικάτα δεν έχουν πλέον αρκετή δύναμη ώστε να παρακωλύσουν τη λειτουργία της καρδιάς του γαλλικού καπιταλισμού, δηλαδή των εταιρειών του χρηματιστηριακού δείκτη CAC 40: είναι σε μεγάλο βαθμό διεθνοποιημένες και έχουν πλέον μια αρκετά αποστασιοποιημένη σχέση με την εθνική επικράτεια και τις διενέξεις της. Η Renault μετέφερε τις γραμμές παραγωγής της στην Ισπανία, στην Τουρκία, στη Σλοβενία και στο Μαρόκο: οι απεργίες στη Γαλλία επηρεάζουν ολοένα και λιγότερο τα εμβληματικά προϊόντα της. Ομοίως, σε περίπτωση διακοπής της παραγωγής σιδήρου στη Γαλλία, ο Λάκσμι Μιτάλ είναι μάλλον πρόθυμος να ανακατανείμει τις παραγγελίες του σε άλλα εργοστάσια του γιγαντιαίου ομίλου ArcelorMittal, στην Ευρώπη ή και εκτός αυτής.
Μια σταθερή βάση παραμένει στις μεταφορές. Εξάλλου, η κυβέρνηση ήταν αρκετά σοφή ώστε να υποκύψει πολύ γρήγορα στις διεκδικήσεις των εναέριων πληρωμάτων –τα οποία, στην Air France, το 2018, απέδειξαν την ικανότητά τους να υποστηρίξουν μια μακροχρόνια απεργία. Παρεμπιπτόντως, οι απεργίες θα επηρέαζαν λιγότερο τις μετακινήσεις της ελίτ από εκείνες των μεσαίων και λαϊκών τάξεων…
Όμως, οι τροχοπέδες στη μακρόχρονη δράση προέρχονται και από γενικότερους παράγοντες. Οι μορφές ατομισμού και αξιολόγησης της εργασίας και η διοίκηση μέσω του στρες και της υποβάθμισης των συνθηκών εργασίας οδηγούν έναν μεγάλο αριθμό εργαζομένων να φοβούνται τον αντίκτυπο της απεργίας, που θα αφήσει τα καθήκοντά τους να συσσωρεύονται ή θα αυξήσει τις ήδη βεβαρυμμένες υποχρεώσεις συναδέλφων. Η πίεση αυτή είναι ακόμη πιο ισχυρή σε εκείνους που παρέχουν υπηρεσίες προς τρίτους (εκπαίδευση, υγεία, παροχή προσωπικής φροντίδας) (4). Επιπλέον, υποχρεώνοντας μέρος των στελεχών να αναλάβουν τα καθήκοντα των απεργών –όπως στην RATP ή στην SNCF, όπου ορισμένοι έμαθαν να οδηγούν τα τρένα– ή καταφεύγοντας σε προσωρινά απασχολούμενους, οι διευθύνσεις χρησιμοποιούν κλασικές μεθόδους πλαγιοκόπησης των κινητοποιήσεων, που αναιρούν το δικαίωμα στην απεργία και στιγματίζουν εκείνους που κάνουν χρήση του.
Τέλος, η ισχνότητα του υπολειπόμενου εισοδήματος στον προϋπολογισμό των νοικοκυριών καταδείχθηκε με τα «κίτρινα γιλέκα». Επηρεάζει μεγάλο μέρος των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν βρίσκονται στην κατώτερη βαθμίδα της κλίμακας. Τα χρέη και η υπερχρέωση των οικογενειών έχουν γίνει πλέον μέρος της πραγματικότητας του κόσμου της εργασίας: σύμφωνα με την Τράπεζα της Γαλλίας, το 2018, ενώ το 25,7% των υπερχρεωμένων ήταν άνεργοι, το 28,6% ήταν οικονομικά ενεργοί με σύμβαση αορίστου χρόνου (CDI) (5). Η απουσία ή η ανεπάρκεια των συνδικαλιστικών συλλογικοτήτων στους χώρους εργασίας δεν επιτρέπει να υπερπηδηθούν αυτά τα εμπόδια.
Επιπροσθέτως, ο τόπος κατοικίας συμπίπτει όλο και σπανιότερα με τον τόπο εργασίας. Αυτό συμβάλλει στην αποδυνάμωση όποιας τοπικής αλληλεγγύης (εκ μέρους των κοινοτήτων, των αγροτών, των εμπόρων…) εξακολουθεί να υπάρχει κατά τη διάρκεια διενέξεων σε συγκεκριμένες περιοχές εναντίον του κλεισίματος επιχειρήσεων. Η επιτυχία των απεργιακών ταμείων που συγκροτήθηκαν μέσω διαδικτύου αναβιώνει μια μακρά παράδοση υποστήριξης των απεργών, με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να αντικαθιστούν τις κοινότητες αλληλεγγύης βασίζονταν στην εγγύτητα (6).
Μια κοινότητα που διαμαρτύρεται
Παρά τα μειονεκτήματα αυτά –ή εξαιτίας τους– το κοινωνικό κίνημα του περασμένου χειμώνα αποδείχθηκε εξαιρετικά δυναμικό και ικανό να διευρύνει το παραδοσιακό ρεπερτόριο δράσης. Η ζωντάνια των διαδηλώσεων, τα flashmob, οι «παλίρροιες γυναικών», οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, τα ατομικά λάβαρα και οι αφίσες του κάθε διαδηλωτή μαρτυρούν μια εντυπωσιακή δημιουργικότητα, παρότι το φαινόμενο δεν είναι εντελώς καινούργιο: οι θορυβώδεις διαμαρτυρίες και τα καρναβάλια του παρελθόντος συνοδεύονταν συχνά από γκροτέσκες αναπαραστάσεις της εξουσίας των αρχόντων.
Το διαπιστώνουμε από το 1995: τα συνδικάτα δεν είναι στρατοί που προελαύνουν μετακινώντας στρατεύματα κατά βούληση και οι κινητοποιήσεις επιδεικνύουν έναν μεγάλο βαθμό αυτονομίας όσον αφορά τα συνθήματά τους. Το κίνημα του χειμώνα του 2019-2020 ενισχύει περαιτέρω αυτό το χαρακτηριστικό. Φαίνεται πως δημιουργήθηκαν κοινότητες σαν να υπήρξε άμεση έλξη ανάμεσα στα δομικά στοιχεία τους, όπως για παράδειγμα τα γυμνάσια και τα λύκεια της ίδιας περιοχής, ή ακόμη εκείνες οι φεμινιστικές συλλογικότητες που έδωσαν τόσο χρώμα στις πορείες. Συχνά οι συνδικαλιστές ήταν εκείνοι που προώθησαν τα τοπικά σχήματα αυτοοργάνωσης, δεν μπορούμε όμως να αποδώσουμε αυτές τις μορφές διεκδίκησης στον κλασικό συνδικαλιστικό αγώνα. Το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» είχε δείξει τον δρόμο για τρόπους δράσης απαλλαγμένους από κάθε μορφή εκπροσώπησης: το κίνημα του χειμώνα που ακολούθησε πήρε και εκείνο τη μορφή μια κινητοποίησης τόσο των πολιτών όσο και των συνδικάτων.
Βεβαίως, οι κινητοποιήσεις δεν οδήγησαν σε κάποια γενική απεργία, μια έννοια εξάλλου με μυθικές διαστάσεις (7), ωστόσο συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας διαμαρτυρόμενης κοινότητας πέρα από τις καταστατικές διαφορές και τις ανισότητες που ενυπάρχουν στη δομή του υπαλληλικού κόσμου: νοσοκομειακοί γιατροί και δικηγόροι πορεύθηκαν δίπλα σε εργάτες των υπονόμων, δημοτικούς υπαλλήλους και πολλούς άλλους, με τη σύγκλιση να είναι διασφαλισμένη από την απόρριψη του Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία τους συσπείρωνε.
Υπό αυτό το φως, αποδείχθηκε ότι οι διαδηλώσεις είχαν τόσο πολιτικό και ιδεολογικό όσο και συνδικαλιστικό χαρακτήρα. Εντούτοις, βρισκόμαστε μακριά από μια διαδικασία πολιτικοποίησης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, όπως είχε συμβεί το 2005 κατά το δημοψήφισμα για το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης, όταν οι μαχητικοί εκπρόσωποι οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, συνδικαλιστικών και πολιτικών φορέων είχαν καταφέρει να διαπεράσουν το τείχος των μέσων ενημέρωσης και της εξουσίας. Το θέμα των συντάξεων είναι εξίσου πολιτικό και, αν εξεταστούν ξεχωριστά, τα συνδικάτα δεν είχαν έλλειψη εναλλακτικών προτάσεων. Ωστόσο, δεν κατάφεραν να τις κάνουν να ακουστούν και να γνωστοποιήσουν τις ιδέες τους στον δημόσιο χώρο. Και το θέμα της πραγματικής πίεσης στην εξουσία ή στην οικονομία παραμένει ανοικτό.
(1) Έρευνες Reponse, έτη 1999 έως 2017, Διεύθυνση Έρευνας, Μελετών και Στατιστικών (DARES).
(2) Maria-Teresa Pignoni, «De l’adhérent au responsable syndical. Quelles évolutions dans l’engagement des salariés syndiqués ?», «DARES Analyses», αρ. 15, Παρίσι, Μάρτιος 2017.
(3) Σ.τ.Μ.: Στη Γαλλία, ο όρος τοπική ένωση (union locale) σημαίνει το τοπικό παράρτημα της συνομοσπονδίας εργασίας. Το ανάλογο στην Ελλάδα θα ήταν ένα τοπικό παράρτημα της ΓΣΕΕ.
(4) Πρβλ. Danièle Linhart, «La Comédie humaine du travail. De la déshumanisation taylorienne à la surhumanisation managériale», Érès, Τουλούζη, 2015.
(5) «Le surendettement des ménages», ετήσια έκθεση, Τράπεζα της Γαλλίας, Παρίσι, Ιανουάριος 2019.
(6) Βλ. Xavier Vigna, «Tenir une grève longue», «Le Monde diplomatique», Φεβρουάριος 2020. Πρβλ. επίσης Nicolas Delalande, «La Lutte et l’Entraide. L’âge des solidarités ouvrières», Seuil, συλλ. «L’univers historique», Παρίσι, 2019.
(7) Πρβλ. Xavier Vigna, «La grève générale introuvable. France, 1968-1995», στο Anne Morelli και Daniel Zamora (επιμ.), «Grève générale, rêve général. Espoir de transformation sociale», L’Harmattan, συλλ. «Logiques sociales», Παρίσι, 2016.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου