Η ιδέα για την «εκκαθάριση» των σωματικά και ψυχικά ανεπιθύμητων ασθενών
δεν ήταν βέβαια καινούρια, αλλά ήταν η ακραία απόληξη του κύματος
ευγονικής που σάρωνε ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα πολλές χώρες της
Ευρώπης καθώς και τις ΗΠΑ.
Ενδεικτικό των προτεραιοτήτων της ναζιστικής δολοφονικής μηχανής ήταν πως την 1η
Σεπτέμβρη 1939, μαζί με την κήρυξη του φονικότερου καταγεγραμμένου
πολέμου στην ιστορία, υπογράφηκε προσωπικά από το Χίτλερ ένα έγγραφο με
το οποίο εγκαινιαζόταν η συστηματική επιχείρηση «ευθανασίας» χιλιάδων
ΑμεΑ και ανθρώπων με ψυχικές διαταραχές, στο όνομα της διατήρησης της
φυλετικής καθαρότητας του γερμανικού έθνους.
Ο Φύρερ, με το εν λόγω έγγραφο, το οποίο δεν είχε τυπική νομική ισχύ,
ακριβώς επειδή οι ναζί δεν ήθελαν να δημοσιοποιήσουν το νέο τους
έγκλημα, εξουσιοδοτούσε τον επικεφαλής της καγκελαρίας του Ράιχ Φίλιπ
Μπούλερ, καθώς και τον προσωπικό του γιατρό, Καρλ Μπραντ, «να διευρύνουν
τις αρμοδιότητες ιατρών που θα καθοριστούν ονομαστικά, ώστε όσοι έχουν
στα ανθρωπίνως δυνατά όρια εκτίμησης κριθεί ανίατα ασθενείς να λάβουν
έναν ελεήμονα θάνατο».
Επρόκειτο για την αρχή της Επιχείρησης Τ4, που πρόσθεσε άλλη μια
σελίδα φρίκης και ντροπής στο μακρύ κατάλογο των ναζιστικών
ανοσιουργημάτων. Η ιδέα για την «εκκαθάριση» των σωματικά και ψυχικά
ανεπιθύμητων ασθενών δεν ήταν βέβαια καινούρια, αλλά ήταν η ακραία
απόληξη του κύματος ευγονικής που σάρωνε ήδη από τις αρχές του 20ου
αιώνα πολλές χώρες της Ευρώπης καθώς και τις ΗΠΑ, με γνωστότερο
παράδειγμα τη Σουηδία, όπου οι υποχρεωτικές στειρώσεις ψυχικά ασθενών,
αναπήρων, αλλά και «αντικοινωνικών» ατόμων, ήταν πρακτική που σταμάτησε
μόλις τη δεκαετία του ’70.
Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα την ευθανασία της «ανάξιας ζωής», η ιδέα
ανήκε στον αυστριακό ψυχολόγο Άντολφ Γιοστ, που το 1895 κυκλοφόρησε τη
μπροσούρα «Το δικαίωμα στο θάνατο». Σε αυτή όριζε πως η αξία της ζωής
ενός ανθρώπου ορίζεται από την αξία που έχει για το ίδιο το άτομο,
δηλαδή την αναλογία χαράς και πόνου που βιώνει, καθώς και από το κόστος
και τα οφέλη που συνεπάγεται για το κοινωνικό σύνολο η ύπαρξή του. Σε
περίπτωση που το «ισοζύγιο» ήταν αρνητικό, ο θάνατος πρόβαλε ως θετική
εναλλακτική. Κατά μία ειρωνεία της τύχης, ο ίδιος ο Γιοστ πέθανε
πάμφτωχος σε ηλικία μόλις 34 ετών σε ψυχιατρείο του Ζόραου.
Παρόλα αυτά, οι ιδέες του δεν ξεχάστηκαν, και στη δεκαετία του ’20
άρχισαν να προπαγανδίζονται εκ νέου στη Γερμανία από το νομικό Καρλ
Μπίντινγκ και τον ψυχίατρο και νευρολόγο Άλφρεντ Χόχε, με το έργο «Η
νομιμοποίησης εξόντωσης της ανάξιας ζωής».
Οι ναζί υιοθέτησαν με ενθουσιασμό τις ιδέες των συγγραφέων και το
1929, πριν ακόμα έρθουν στην εξουσία δηλαδή, ο Χίτλερ διακήρυσσε στο
ετήσιο κομματικό συνέδριο της Νυρεμβέργης πως «Ο παραμερισμός 700.000 –
800.000 των πιο αδύναμων ανάμεσα σε ένα εκατομμύριο νεογνά κάθε χρόνο
σημαίνει ενδυνάμωση κι όχι αποδυνάμωση του έθνους». Στην ίδια
διοργάνωση, μερικά χρόνια αργότερα, το 1935, ο Χίτλερ ανακοίνωσε στον
επικεφαλής των ιατρών του Ράιχ, Γκέρχαρντ Βάγκνερ πως σκόπευε να «κάνει
στην άκρη τους ανίατα ψυχικά ασθενείς, το αργότερο στην περίπτωση ενός
μελλοντικού πολέμου».
Πρόδρομος της επιχείρησης Τ4 ήταν η λεγόμενη «ευθανασία των παιδιών».
Σύμφωνα με έγγραφο του υπουργείου εσωτερικών του Ράιχ στις 18 Αυγούστου
1939, που έφερε την ένδειξη «αυστηρά απόρρητο», μαιευτήρες και μαίες,
όπως και τα νοσοκομεία στα οποία εργάζονταν υποχρεούνταν να ενημερώνουν
το κράτος αν υπήρχαν νεογέννητα που έφεραν «ύποπτα» χαρακτηριστικά
σωματικής ή νοητικής στέρησης. Αρχικά το όριο ηλικίας θεσπίστηκε στα 3
έτη, σύντομα όμως περιέλαβε και ασθενείς ως 16 ετών. Μετά την αποστολή
των φακέλων, μια επιτροπή αποφάσιζε ποια παιδιά θα κατέληγαν στο
πρόγραμμα ευθανασίας και ποια θα επιζούσαν.
Υπήρχαν και περιπτώσεις όπου το μέλλον των παιδιών θα καθορίζονταν
από τους γιατρούς σε μεταγενέστερο χρόνο, ανάλογα με την εξέλιξη της
αναπηρίας ή της ασθένειάς τους στο μέλλον.
Αλλά και τα καταδικασμένα σε θάνατο παιδιά χρησίμευαν επί μήνες ως
πειραματόζωα κλινικών μελετών, ενώ οι εγκέφαλοί τους αφαιρούνταν μετά
θάνατο για περαιτέρω εξέταση. Οι ιθύνοντες προσπαθούσαν να αποδίδουν
τους θανάτους σε φυσικά αίτια, υποσιτίζοντας τα παιδιά και κρατώντας τα
σε χώρους χωρίς θέρμανση, με αποτέλεσμα να θερίζουν οι πνευμονίες, ο
τύφος και η φυματίωση. Σε πολλές ακόμα περιπτώσεις η εξόντωση
επέρχονταν με σταδιακή χορήγηση υπερδοσολογίας βαρβιτουρικών και
μορφίνης, που έμπαιναν στο φαγητό ή χορηγούνταν ενέσιμα ως δήθεν
«φάρμακα κατά του τύφου».
Το ξέσπασμα του πολέμου πράγματι ριζοσπαστικοποίησε, όπως είχε
προαναγγείλει ο Χίτλερ, τη δολοφονική διάθεση του καθεστώτος έναντι των
ΑμεΑ και των ψυχικά ασθενών, έτσι ώστε από τον Οκτώβρη του 1939 ξεκίνησε
η εφαρμογή του προγράμματος και σε βάρος ενηλίκων, οι οποίοι είχαν
καθοριστεί κατ’ αρχάς σε 70.000. Η υπηρεσία που ανέλαβε το καθήκον αυτό
στεγαζόταν στην οδό Τίργκαρτεν 4 στο Βερολίνο, εξού και στην
ιστοριογραφία επικράτησε ο όρος Τ4 για ολόκληρη τη βιομηχανία εξόντωσης
ασθενών.
Στόχος ήταν η «εξάλειψη των ανίατων κληρονομικών ασθενειών και η
μείωση του κόστους περίθαλψης των ασθενών». Όλα τα νοσοκομεία,΄άσυλα και
παρεμφερείς δομές υποχρεούνταν να καταγράψουν όλους τους ασθενείς που
έπασχαν από σχιζοφρένεια, επιληψία, εγκεφαλίτιδα, νοητική στέρηση,
παράλυση, νόσο Χάντιγκτον, άνοια, επίσης όλους όσοι διέμεναν πάνω από 5
χρόνια σε ένα ίδρυμα ή είχαν διαπράξει ποινικά αδικήματα, όπως και τους
αλλοδαπούς και τους μη άριους τρόφιμους. Ακολουθούσε και πάλι η
αξιολόγηση μιας επιτροπής, που έκρινε τη ζωή, το θάνατο ή την αναμονή
για διεξαγωγή τελικών συμπερασμάτων στο μέλλον.
Οι μελλοθάνατοι μεταφέρονταν αρχικά σε «ενδιάμεσα ιδρύματα», κυρίως
ψυχιατρεία, για να καθησυχάζονται οι συγγενείς, αλλά και να αποφεύγεται ο
συνωστισμός σε αυτά καθεαυτά τα «Ιδρύματα θανάτου». Όταν οι ασθενείς
κατέφθαναν στον προορισμό τους, γδύνονταν, ζυγίζονταν, μετριούνταν και
φωτογραφίζονταν, πριν εξεταστούν για τελευταία φορά από τους γιατρούς,
που στόχο είχαν να εφεύρουν μια αληθοφανή αιτία θανάτου για το
πιστοποιητικό που θα εκδιδόταν αργότερα. Οι ασθενείς στέλνονταν τάχα για
μπάνιο, σε θαλάμους αερίων, που τότε χρησιμοποιήθηκαν πιλοτικά για
πρώτη φορά, όπου διοχετεύονταν μονοξείδιο του άνθρακα. Στη συνέχεια τα
πτώματα καίγονταν σε κρεματόρια, ενώ νωρίτερα τους αφαιρούνταν τα χρυσά
δόντια.
Στις 31 Γενάρη 1941, ο Γκέμπελς σημείωνε στο ημερολόγιο του:
«Συζήτηση με το Μπούλερ για τη σιωπηλή εκκαθάριση ψυχασθενών. 40.000
έφυγαν, 60.000 ακόμα πρέπει να φύγουν. Είναι μια σκληρή, αλλά αναγκαία
δουλειά. Και πρέπει να γίνει τώρα. Ο Μπούλερ είναι ο κατάλληλος άνθρωπος
γι’ αυτό.»
Στις 24 Aυγούστου 1944 ο Χίτλερ έδωσε προφορικά την εντολή στους
Μπούλερ και Μπραντ να ανασταλλεί η επιχείρηση Τ4, συνεχίστηκε όμως
κανονικά το πρόγραμμα παιδικής ευθανασίας, καθώς και μεμονωμένες
θανατώσεις ενήλικων ασθενών σε ιδρύματα. Επίσης, τρία από τα επίσημα
ιδρύματα θανάτου παρέμειναν εν λειτουργία ως το τέλος του πολέμου, για
τη θανάτωση αιχμαλώτων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που ήταν πλέον
πολλοί άρρωστοι για να εργαστούν. Κατά μία άλλη εκδοχή, ο πρόωρος
τερματισμός της Τ4 οφείλεται περισσότερο στο γεγονός πως την ίδια
περίπου εποχή κορυφώθηκε η επιχείρηση εξόντωσης των Εβραίων και άλλων
“μιασμάτων” στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, με αποτέλεσμα οι “σπεσιαλίστες
του θανάτου” να είναι πλέον απαραίτητοι σε άλλες δομές. Ο τελικός
αριθμός των θυμάτων είναι δύσκολο να υπολογιστεί, εκτιμάται όμως πως
πέρα από τους 70.000 βεβαιωμένους νεκρούς της Τ4, οι συνολικές
θανατώσεις όλων των συστηματικών και μεμονωμένων ευθανασιών μπορεί να
ανέρχονται και περί τις 300.000.
Ο λόγος που περιορίστηκε το πρόγραμμα ευθανασίας αποδίδεται συνήθως
στις εκτεταμένες για τα δεδομένα του Γ’ Ράιχ αντιδράσεις.Γεγονός που
είχε να κάνει πως εν προκειμένω η εγκληματική δράση δεν στοχοποιούσε
«μόνο» Εβραίους, κομμουνιστές, ομοφυλόφιλους και γενικά α πριόρι
δαιμονοποιημένους αντιπάλους και μειονότητες, αλλά και τα παιδιά, τους
συγγενείς και τους φίλους, «άριων» και κατά τα λοιπά απόλυτα νομοταγών
πολιτών. Δεν είναι τυχαίο που στις αντιδράσεις πρωτοστάτησαν επίσκοποι
κυρίως της καθολικής, αλλά και της – ακόμα πιο στενά συνδεδεμένης με το
κράτος – προτεσταντικής εκκλησίας, μαζί με συγγενείς θυμάτων, αλλά και
μεμονωμένους διευθυντές κι εργαζόμενους στα ιδρύματα όπου γινόταν η
διαλογή των προς εξόντωση ασθενών.
Παρά την εξόφθαλμη παρανομία της υπόθεσης, ακόμα και με βάση το
δίκαιο της ναζιστικής Γερμανίας, ένας και μόνο δικαστής τόλμησε να
ορθώσει το ανάστημά του στη θεσμική ορθότητα της διαδικασίας. Επρόκειτο
για το δικαστή Λόταρ Κρέισιγκ, από το Βραδεμβούργο του Χάβελ, που
αναλάμβανε συστηματικά κηδεμονίες παιδιών με αναπηρία ή ψυχικές
παθήσεις, τα οποία είχαν εγκαταλείψει ή αδυνατούσαν να κρατήσουν οι
γονείς τους. Ο Κράισιγκ θορυβήθηκε όταν διαπίστωσε πως αυξανόμενος
αριθμός των παιδιών υπό την ευθύνη του δηλώνονταν ως νεκρά. Το 1940
διαβίβασε την υποψία του για μαζικές δολοφονίες των ασθενών αυτών στο
υπουργείο δικαιοσύνης, απ’ όπου προσπάθησαν να τον φιμώσουν,
ενημερώνοντάς τον πως η επιχείρηση γινόταν υπό την αιγίδα του Μπούλερ. Ο
Κράισιγκ τότε δε δίστασε να υποβάλλει μήνυση κατά του διευθυντή της
καγκελαρίας για φόνο, ενώ εξέδωσε διαταγές απαγόρευσης μεταφοράς παιδιών
υπό την κηδεμονία του από τα ιδρύματα στα οποία φιλοξενούνταν. Προς
μεγάλη του έκπληξη, ο Κράισιγκ δε συνελήφθη, ωστόσο βγήκε σε αναγκαστική
σύνταξη ώστε να ανακοπεί η ενοχλητική του δράση.
Σε ό,τι αφορά την τύχη των γιατρών, νοσηλευτών και υπόλοιπων
συμμετεχόντων στην εξόντωση των ανεπιθύμητων ασθενών, η μεταπολεμική
αστική δικαιοσύνη αντιμετώπισε με εξαιρετική επιείκια την περίπτωσή
τους. Από τις 438 συνολικά ποινικές διώξεις που ασκήθηκαν, κυρίως σε
βάρος γιατρών και δευτερευόντως δικαστών για το θέμα, μόλις το 6,8%
έφτασε τελικά στα δικαστήρια, με τη συντριπτική πλειονότητα των
υποθέσεων να λήγει με χαμηλές ποινές, αλλά και αρκετές αθωώσεις. O μόνος
που λογοδότησε για τα εγκλήματά του (που δεν περιλάμβαναν μόνο την
επιχείρηση Τ4), ήταν ο Καρλ Μπραντ, στη λεγόμενη Δίκη των Γιατρών, όπου
καταδικάστηκε και εκτελέστηκε το 1948. Όσο για το βασικό διοργανωτή της
επιχείρησης, το Φίλιπ Μπούλερ, είχε προλάβει να αυτοκτονήσει λίγες μέρες
μετά τη συνθηκολόγηση της ναζιστικής Γερμανίας, στις 19 Μαΐου 1945.
Σήμερα υπάρχουν πολλά μνημεία διάσπαρτα σε διάφορες περιοχές της
Γερμανίας που υπενθυμίζουν το έγκλημα, χρειάστηκε όμως να περάσουν 65
δεκαετίες από το τέλος του πολέμου, ώστε η Γερμανική Ψυχιατρική Εταιρεία
να ζητήσει το 2010 επίσημα συγγνώμη για τα “δεινά και την αδικία που
προκάλεσαν στα θύματα και τους συγγενείς τους Γερμανοί και Γερμανίδες
ψυχίατροι στο όνομα της ψυχιατρικής και για την υπερβολικά μακροχρόνια
σιωπή, ωραιοποίηση και απώθηση των γεγονότων που ακολούθησε μετέπειτα”.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου