Όσοι κάνουν όλο και λιγότερο βαθύ ύπνο, εμφανίζουν αυξημένα επίπεδα τοξικών πρωτεϊνών στο εγκέφαλό τους, πράγμα που αποτελεί πρώιμη ένδειξη για τη νόσο Αλτσχάιμερ. Αυτό αποκαλύπτει μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Γενικότερα, ο κακός ύπνος αποτελεί σύμπτωμα του Αλτσχάιμερ και οι ασθενείς τείνουν να ξυπνούν κουρασμένοι, χωρίς να έχουν ανανεωθεί στη διάρκεια της νύχτας. Η νέα μελέτη δίνει μια εξήγηση γι' αυτό, καθώς βρήκε ότι οι ηλικιωμένοι που έχουν στον εγκέφαλό τους λιγότερα βραδέα κύματα, τα οποία συμβαίνουν στο πιο βαθύ στάδιο του ύπνου και βοηθούν στη μνήμη, συσσωρεύουν επίσης την τοξική πρωτεΐνη ταυ, αλλά και την επίσης τοξική πρωτεΐνη βήτα αμυλοειδές. Τα αυξημένα επίπεδα αυτών των παθολογικών πρωτεϊνών έχουν συσχετισθεί με τις εγκεφαλικές βλάβες και την έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών.
Για την έρευνα μελέτησαν 119 ανθρώπους άνω των 60 ετών, από τους οποίους οι 80 ήσαν γνωστικά υγιείς, ενώ οι υπόλοιποι είχαν ήπια γνωστικά προβλήματα. «Το κλειδί δεν είναι πόσο κοιμάται κανείς, αλλά η ποιότητα του ύπνου του. Οι άνθρωποι με αυξημένη παθολογία της πρωτεΐνης ταυ στην πραγματικότητα κοιμούνται περισσότερο τη νύχτα και παίρνουν επίσης τον υπνάκο τους τη μέρα, αλλά δεν έχουν καλής ποιότητας ύπνο», ανέφερε ο δρ. Λούσι.
Αν αυτό επιβεβαιωθεί από μελλοντικές έρευνες, τότε η παρακολούθηση της ποιότητας του ύπνου μπορεί να αποτελέσει ένα εύκολο και φθηνό τρόπο για την έγκαιρη διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ, σύμφωνα με τους ερευνητές. Όπως είπαν, από μόνος του ο υπνάκος μέσα στη μέρα σχετίζεται σε σημαντικό βαθμό με τα αυξημένα επίπεδά της.
«Δεν
αναμένεται η παρακολούθηση του ύπνου να αντικαταστήσει την
απεικονιστική εξέταση του εγκεφάλου ή την ανάλυση του εγκεφαλονωτιαίου
υγρού, όμως μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά για τον εντοπισμό πρώιμων σημαδιών της νόσου Αλτσχάιμερ.
Είναι κάτι που εύκολα μπορεί να παρακολουθήσει κανείς διαχρονικά και αν
οι συνήθειες του ύπνου κάποιου αλλάζουν, τότε αυτό ίσως είναι ένδειξη
για τους γιατρούς ότι θα πρέπει να ψάξουν περισσότερο τον εγκέφαλο αυτού
του ανθρώπου», δήλωσε ο Λούσι.
«Μετρώντας πώς οι άνθρωποι κοιμούνται, πιθανώς αποτελεί ένα μη επεμβατικό τρόπο για διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ, προτού ή μόλις οι άνθρωποι αρχίζουν να αναπτύσσουν προβλήματα με τη μνήμη και τη σκέψη τους», πρόσθεσε ο Αμερικανός νευρολόγος.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή νευρολογίας Μπρένταν Λούσι της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό "Science Translational Medicine”.
Γενικότερα, ο κακός ύπνος αποτελεί σύμπτωμα του Αλτσχάιμερ και οι ασθενείς τείνουν να ξυπνούν κουρασμένοι, χωρίς να έχουν ανανεωθεί στη διάρκεια της νύχτας. Η νέα μελέτη δίνει μια εξήγηση γι' αυτό, καθώς βρήκε ότι οι ηλικιωμένοι που έχουν στον εγκέφαλό τους λιγότερα βραδέα κύματα, τα οποία συμβαίνουν στο πιο βαθύ στάδιο του ύπνου και βοηθούν στη μνήμη, συσσωρεύουν επίσης την τοξική πρωτεΐνη ταυ, αλλά και την επίσης τοξική πρωτεΐνη βήτα αμυλοειδές. Τα αυξημένα επίπεδα αυτών των παθολογικών πρωτεϊνών έχουν συσχετισθεί με τις εγκεφαλικές βλάβες και την έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών.
Για την έρευνα μελέτησαν 119 ανθρώπους άνω των 60 ετών, από τους οποίους οι 80 ήσαν γνωστικά υγιείς, ενώ οι υπόλοιποι είχαν ήπια γνωστικά προβλήματα. «Το κλειδί δεν είναι πόσο κοιμάται κανείς, αλλά η ποιότητα του ύπνου του. Οι άνθρωποι με αυξημένη παθολογία της πρωτεΐνης ταυ στην πραγματικότητα κοιμούνται περισσότερο τη νύχτα και παίρνουν επίσης τον υπνάκο τους τη μέρα, αλλά δεν έχουν καλής ποιότητας ύπνο», ανέφερε ο δρ. Λούσι.
Αν αυτό επιβεβαιωθεί από μελλοντικές έρευνες, τότε η παρακολούθηση της ποιότητας του ύπνου μπορεί να αποτελέσει ένα εύκολο και φθηνό τρόπο για την έγκαιρη διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ, σύμφωνα με τους ερευνητές. Όπως είπαν, από μόνος του ο υπνάκος μέσα στη μέρα σχετίζεται σε σημαντικό βαθμό με τα αυξημένα επίπεδά της.
«Μετρώντας πώς οι άνθρωποι κοιμούνται, πιθανώς αποτελεί ένα μη επεμβατικό τρόπο για διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ, προτού ή μόλις οι άνθρωποι αρχίζουν να αναπτύσσουν προβλήματα με τη μνήμη και τη σκέψη τους», πρόσθεσε ο Αμερικανός νευρολόγος.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή νευρολογίας Μπρένταν Λούσι της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό "Science Translational Medicine”.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου