Ανεπιτήδευτα μεγάλη. Δεν διεκδικούσε την προβολή της, δεν νοιαζόταν
για την «υστεροφημία» της, δεν κλείστηκε σε καλούπια, δεν χώραγε στα
κυκλώματα. Αν «κυνηγούσε τ’ όνειρό της», με την έννοια που έχει
επικρατήσει στην κοινωνία που θεοποιεί το κέρδος, θα μπορούσε να έχει τα
πάντα. Ίσως όμως να μην κατακτούσε ποτέ την αγάπη του απλού κόσμου.
«Ψηλή, λιγνή. Βαθιά χαρακωμένο πρόσωπο. Δάχτυλα κυρτά, γεμάτα κάλους
μαύρους απ’ το τσιγάρο. Μέσα απ’ τους καπνούς το βλέμμα της: Άλλοτε
απέραντα νοσταλγικό. Άλλοτε ανήσυχος προβολέας που ψάχνει στα βάθη της
ψυχής σου. Όλα σ’ αυτήν είναι ακατάστατα εκτός απ’ το αγκομαχητό που
ρυθμικά πάει κι έρχεται μες στα ασθματικά πνεμόνια της. Άλλοτε δε σου
φαίνεται παρά σαν μια απλή γριούλα κι άλλοτε πάλι θαρρείς πως έχεις
μπροστά σου κάποια μάγισσα. Κάποια μάγισσα χωμένη σε παλιά τριμμένα
αποφόρια»… *
Με τους στίχους της μίλησε στην καρδιά μας, μας έκανε να συγκινηθούμε, να χαμογελάσουμε, ν’ αναλογιστούμε. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου άφησε τ’ αγγίγματά της βαθιά αποτυπωμένα στο σώμα του λαϊκού μας τραγουδιού και στις ψυχές μας και πριν ακόμα φύγει απ’ τη ζωή (7 του Γενάρη 1972) είχε ήδη πάρει τη θέση της δίπλα στους μεγάλους αθάνατους του λαϊκού μας πολιτισμού.
Χειμώνας του 1962. Ο Γιάννης Θεοδωράκης συντάκτης του περιοδικού Δρόμοι της Ειρήνης κατηφορίζει προς την πλατεία Κλαυθμώνος, όταν τη συναντά τυχαία μπροστά σ’ ένα περίπτερο. Κοντεύει τα εβδομήντα.
«Σας παρακαλώ κύριε, μου δίνετε τη φωτιά σας»…
Ανάβουν τσιγάρο. Όταν τον αναγνωρίζει χαμηλώνει το βλέμμα της. Πιάνουν την κουβέντα μέσα στο κρύο και τη βροχή. Η Ευτυχία είναι μόνη. Πριν λίγες μέρες έχει πεθάνει η μια από τις δυο της κόρες. Χωρίς φράγκο στην τσέπη ντρέπεται να ζητήσει φιλοξενία από την άλλη της κόρη.
«Δεν είναι από τους ανθρώπους που θα ζητήσουν οίκτο. Αντίθετα. Προσπαθεί πάντα να κρύβει τις φτώχειες και τα βάσανά της».
Ίσως γιατί προτιμάει να τα κάνει στίχους… Στιχουργός πολλών μεγάλων τραγουδιών με απήχηση στο λαό, που ακριβώς γι’ αυτό έγιναν και μεγάλες εμπορικές επιτυχίες. Κανονικά, όπως συνέβη με άλλους του σιναφιού της, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου με τις τόσες επιτυχίες θα έπρεπε όχι μόνο να έχει εξασφαλίσει οικονομικά τα γηρατειά της, μα και τα παιδιά της και τα εγγόνια της, αλλά…
Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας το 1893 ή 1896. Ήρθε στην Ελλάδα με τη μικρασιατική καταστροφή, κυνηγημένη και πάμφτωχη. Απ’ τη Σμύρνη με μια καραβιά ξεριζωμένους θα βρεθεί στον Πειραιά, απ’ όπου θ’ αρχίσει ο αγώνας για την επιβίωση. Σαν απόφοιτη γυμνασίου η προσφυγοπούλα Ευτυχία παραδίδει μαθήματα σε παιδιά και ταυτόχρονα παρακολουθεί μαθήματα Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο. Όμως η ζωή είναι απρόβλεπτη.
«Σε μια φιλανθρωπική παράσταση έπαιξα κάποιο ρόλο. Με είδαν ο Βέλμος κι ο Βεάκης και με πήγαν στη Μαρίκα Κοτοπούλη. Κι από τότε ρίχτηκα με τα μούτρα στο θέατρο…»
Η Ευτυχία θα δουλέψει για χρόνια στο σανίδι. Στο μεταξύ θα παντρευτεί και θα γεννήσει τις δυο κόρες της. Έχει ήδη αρχίσει να γράφει στίχους, όταν η επίσης «τουρκομερίτισσα» Μαρίκα Νίνου την προτρέπει να γνωρίσει τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ο μεγάλος Τσιτσάνης θα διαβάσει τα ποιήματά της και θα μελοποιήσει το πασίγνωστο «Στα σκαλοπάτια σου εγώ γυρίζω». Το τραγούδι γίνεται επιτυχία, ανοίγει την πόρτα σε μια τακτικότερη συνεργασία τους και ταυτόχρονα την κάνει γνωστή στο πανελλήνιο.
Της ζητάνε στίχους. Η Ευτυχία γράφει χωρίς σταματημό. Συνεργάζεται με τους μεγαλύτερους και τους καλύτερους συνθέτες (Τσιτσάνης, Καλδάρας, Χατζιδάκις, Χιώτης Ξαρχάκος κ.ά.) και φωνές (Καζαντζίδης, Γκρέυ, Μπιθικώτσης, Λίντα, Λύδια, Αγγελόπουλος, Μοσχολιού, Ρεπάνης και πολλοί ακόμα). Η μια επιτυχία διαδέχεται την άλλη: Αντιλαλούνε τα βουνά, Δυο πόρτες έχει η ζωή, Είμαι αητός χωρίς φτερά, Ηλιοβασιλέματα, Τα καβουράκια, Γυάλινος κόσμος, Όνειρο απατηλό, Σε τούτο το παλιόσπιτο, Συρματοπλέγματα βαριά, Περασμένες μου αγάπες, Ρίξε στο γυαλί φαρμάκι και πολλά πολλά ακόμα.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία περίπου 400 από τα τραγούδια της φέρουν την υπογραφή Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ενώ εκατοντάδες είναι αυτά που ηχογραφήθηκαν χωρίς τ’ όνομά της να βρίσκεται στη θέση του στιχουργού. Για να είμαστε ακριβείς, στη θέση της βρισκόταν τ’ όνομα κάποιου άλλου…
Ζει φτωχικά και με στερήσεις και θ’ αναγκαστεί να γράφει τραγούδια μέχρι λίγο πριν το θάνατό της. «Μεγάλα» της όνειρα ένα «ζεστό σπίτι, το καλό μολύβι, οι γελαστές κόρες και τα ξένοιαστα εγγόνια…». Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου πορεύτηκε στην πολυτάραχη ζωή της αναμετρούμενη με τις κακουχίες, τα βάσανα, αλλά και τα πάθη της. Σε αντίθεση όμως με άλλους που συμπαρασύρουν στον κυκεώνα των «δαιμόνων» τους τους γύρω τους, η ίδια με το πάθος της δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Απεναντίας, η Ευτυχία δεν αρνιόταν ποτέ να μοιραστεί ή και να προσφέρει ακέραιο το έχω της σ’ αυτόν που το είχε ανάγκη. Ήταν πολλοί αυτοί που την εκμεταλλεύτηκαν αισχρά πατώντας στις δικές της οικονομικές ανάγκες.
«(…) η Ευτυχία δε εισέπραξε ποτέ το ελάχιστο απ’ αυτό που της ανήκει. Γιατί στον ωραίο και «ελεύθερο» κόσμο που ζούμε ―μέσα στα τόσα άλλα― ανθίζει κι ένα περίεργο είδος εκμετάλλευσης, από τα κυνικότερα ίσως: (…)Σε αγοράζω όσο – όσο κι από πάνω απαιτώ να μη φαίνεσαι, να μην υπάρχεις. Και προπάντων να μη διεκδικείς.Όσο – όσο πουλούσε τους στίχους της η Κα Ευτυχία, γιατί είχε πάντα ανάγκη από χρήματα, έστω κι από ελάχιστα χρήματα. Και βρίσκονταν «λαϊκοί συνθέται» που όχι μόνο καταδέχονταν να τους αγοράσουν αλλά και την υποχρέωναν να υπογράψει χαρτιά ότι δεν έχει… «ουδεμίας σχέσιν» με τους στίχους του τραγουδιού της. Οι «συνθέται» αυτοί είχαν και έχουν το θράσος να παρουσιάζουν τους ξένους στίχους σαν δικά τους πνευματικά δημιουργήματα. Ακριβώς όπως παρουσιάζουν σαν δικές τους τις μελωδίες που κλέβουν χώνοντας μαγνητόφωνα στους κινηματογράφους που προβάλουν ινδικά φιλμ. Πόσα είναι τα θύματα αυτού του είδους της εκμετάλλευσης; Κανείς δεν ξέρει, Πάντως χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι το τραγούδι της Παπαγιαννοπούλου που έκανε «τζίρο» 120.000 [δίσκους] από τους οποίους, κανονικά, θα έπρεπε να είχε εισπράξει 40 – 50.000 δραχμές. εισέπραξε μόνο 80 δραχμές, δηλαδή όσο το πούλησε στο «συνθέτη»…
Δεν θα συμβεί το ίδιο με όλους. Ο Μάνος Χατζιδάκις μελοποιεί στίχους της και της παραχωρεί το ποσοστό που της αναλογεί. Το «Είμαι αητός χωρίς φτερά» γίνεται μεγάλη επιτυχία. Η Ευτυχία ανασαίνει οικονομικά και μπορεί να πληρώνει χωρίς άγχος το νοίκι της.
Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και Γιάννης Θεοδωράκης δίπλα – δίπλα, σαν μάνα και γιος, θα φτάσουν κουβεντιάζοντας στο σπίτι της. Εκεί, όπου μέσα σε μια μεγάλη παλιά βαλίτσα κρατάει κλεισμένη όλη την «περιουσία» της. «Μια βαλίτσα στουμπηγμένη δυστυχία και πόνο». Είναι γεμάτη με στίχους γραμμένους σε σκόρπια κομμάτια χαρτί. Η Ευτυχία την ανοίγει χαϊδεύοντάς τη στοργικά:
«Ναι, παιδί μου… Δεν είμαι στιχουργός. Γράφω τραγούδια «εξ αριστεράς χειρός». Γιατί έχω ανάγκη…»
Η Ευτυχία ήταν ανεπιτήδευτα μεγάλη. Δεν διεκδικούσε την προβολή της, δεν νοιαζόταν για την «υστεροφημία» της, δεν κλείστηκε σε καλούπια, δεν χώραγε στα κυκλώματα. Αν «κυνηγούσε τ’ όνειρό της», με την έννοια που έχει επικρατήσει στην κοινωνία που θεοποιεί το κέρδος, θα μπορούσε να έχει τα πάντα. Ίσως όμως να μην κατακτούσε ποτέ την αγάπη του απλού κόσμου, των λαϊκών ανθρώπων με το αλάνθαστο κριτήριο, που ξέρουν ν’ αναγνωρίζουν τον αυθεντικό λαϊκό δημιουργό και να κάνουν κτήμα το δημιούργημά του.
Καμιά «μάγισσα», λοιπόν, καμιά «αγαθή γριούλα». Αυτή ήταν η στιχουργός Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Η σεμνή λαϊκή ποιήτρια με την άδολη καρδιά και τη νοσταλγία στο βλέμμα, που με το μολύβι της ψυχής της χάραξε στο χαρτί τους καημούς, τον πόνο, την αγωνία, τον πόθο, τα βάσανα των ανθρώπων του λαού, «χαράζοντας» μαζί και τις ψυχές του, τις ψυχές μας.
…Και, όπως έλεγε η ίδια, αν «με χαρακτηρίσατε κιόλας απαισιόδοξη… Τι να γίνει; Αυτά ζούσα, αυτά έβλεπα. Αυτά έγραφα»…
– «Εξ αριστεράς χειρός»: Η έκφραση δηλώνει συμβιβασμό.
* Τα αποσπάσματα, από ρεπορτάζ-παρουσίαση του Γιάννη Θεοδωράκη, που δημοσιεύτηκε στο μηνιάτικο περιοδικό της ΕΕΔΥΕ «Δρόμοι της Ειρήνης», τ. 80, Αύγουστος 1964. (Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας – ΑΣΚΙ).
Με τους στίχους της μίλησε στην καρδιά μας, μας έκανε να συγκινηθούμε, να χαμογελάσουμε, ν’ αναλογιστούμε. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου άφησε τ’ αγγίγματά της βαθιά αποτυπωμένα στο σώμα του λαϊκού μας τραγουδιού και στις ψυχές μας και πριν ακόμα φύγει απ’ τη ζωή (7 του Γενάρη 1972) είχε ήδη πάρει τη θέση της δίπλα στους μεγάλους αθάνατους του λαϊκού μας πολιτισμού.
Χειμώνας του 1962. Ο Γιάννης Θεοδωράκης συντάκτης του περιοδικού Δρόμοι της Ειρήνης κατηφορίζει προς την πλατεία Κλαυθμώνος, όταν τη συναντά τυχαία μπροστά σ’ ένα περίπτερο. Κοντεύει τα εβδομήντα.
«Σας παρακαλώ κύριε, μου δίνετε τη φωτιά σας»…
Ανάβουν τσιγάρο. Όταν τον αναγνωρίζει χαμηλώνει το βλέμμα της. Πιάνουν την κουβέντα μέσα στο κρύο και τη βροχή. Η Ευτυχία είναι μόνη. Πριν λίγες μέρες έχει πεθάνει η μια από τις δυο της κόρες. Χωρίς φράγκο στην τσέπη ντρέπεται να ζητήσει φιλοξενία από την άλλη της κόρη.
«Δεν είναι από τους ανθρώπους που θα ζητήσουν οίκτο. Αντίθετα. Προσπαθεί πάντα να κρύβει τις φτώχειες και τα βάσανά της».
Ίσως γιατί προτιμάει να τα κάνει στίχους… Στιχουργός πολλών μεγάλων τραγουδιών με απήχηση στο λαό, που ακριβώς γι’ αυτό έγιναν και μεγάλες εμπορικές επιτυχίες. Κανονικά, όπως συνέβη με άλλους του σιναφιού της, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου με τις τόσες επιτυχίες θα έπρεπε όχι μόνο να έχει εξασφαλίσει οικονομικά τα γηρατειά της, μα και τα παιδιά της και τα εγγόνια της, αλλά…
Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας το 1893 ή 1896. Ήρθε στην Ελλάδα με τη μικρασιατική καταστροφή, κυνηγημένη και πάμφτωχη. Απ’ τη Σμύρνη με μια καραβιά ξεριζωμένους θα βρεθεί στον Πειραιά, απ’ όπου θ’ αρχίσει ο αγώνας για την επιβίωση. Σαν απόφοιτη γυμνασίου η προσφυγοπούλα Ευτυχία παραδίδει μαθήματα σε παιδιά και ταυτόχρονα παρακολουθεί μαθήματα Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο. Όμως η ζωή είναι απρόβλεπτη.
«Σε μια φιλανθρωπική παράσταση έπαιξα κάποιο ρόλο. Με είδαν ο Βέλμος κι ο Βεάκης και με πήγαν στη Μαρίκα Κοτοπούλη. Κι από τότε ρίχτηκα με τα μούτρα στο θέατρο…»
Η Ευτυχία θα δουλέψει για χρόνια στο σανίδι. Στο μεταξύ θα παντρευτεί και θα γεννήσει τις δυο κόρες της. Έχει ήδη αρχίσει να γράφει στίχους, όταν η επίσης «τουρκομερίτισσα» Μαρίκα Νίνου την προτρέπει να γνωρίσει τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ο μεγάλος Τσιτσάνης θα διαβάσει τα ποιήματά της και θα μελοποιήσει το πασίγνωστο «Στα σκαλοπάτια σου εγώ γυρίζω». Το τραγούδι γίνεται επιτυχία, ανοίγει την πόρτα σε μια τακτικότερη συνεργασία τους και ταυτόχρονα την κάνει γνωστή στο πανελλήνιο.
Της ζητάνε στίχους. Η Ευτυχία γράφει χωρίς σταματημό. Συνεργάζεται με τους μεγαλύτερους και τους καλύτερους συνθέτες (Τσιτσάνης, Καλδάρας, Χατζιδάκις, Χιώτης Ξαρχάκος κ.ά.) και φωνές (Καζαντζίδης, Γκρέυ, Μπιθικώτσης, Λίντα, Λύδια, Αγγελόπουλος, Μοσχολιού, Ρεπάνης και πολλοί ακόμα). Η μια επιτυχία διαδέχεται την άλλη: Αντιλαλούνε τα βουνά, Δυο πόρτες έχει η ζωή, Είμαι αητός χωρίς φτερά, Ηλιοβασιλέματα, Τα καβουράκια, Γυάλινος κόσμος, Όνειρο απατηλό, Σε τούτο το παλιόσπιτο, Συρματοπλέγματα βαριά, Περασμένες μου αγάπες, Ρίξε στο γυαλί φαρμάκι και πολλά πολλά ακόμα.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία περίπου 400 από τα τραγούδια της φέρουν την υπογραφή Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ενώ εκατοντάδες είναι αυτά που ηχογραφήθηκαν χωρίς τ’ όνομά της να βρίσκεται στη θέση του στιχουργού. Για να είμαστε ακριβείς, στη θέση της βρισκόταν τ’ όνομα κάποιου άλλου…
Ζει φτωχικά και με στερήσεις και θ’ αναγκαστεί να γράφει τραγούδια μέχρι λίγο πριν το θάνατό της. «Μεγάλα» της όνειρα ένα «ζεστό σπίτι, το καλό μολύβι, οι γελαστές κόρες και τα ξένοιαστα εγγόνια…». Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου πορεύτηκε στην πολυτάραχη ζωή της αναμετρούμενη με τις κακουχίες, τα βάσανα, αλλά και τα πάθη της. Σε αντίθεση όμως με άλλους που συμπαρασύρουν στον κυκεώνα των «δαιμόνων» τους τους γύρω τους, η ίδια με το πάθος της δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Απεναντίας, η Ευτυχία δεν αρνιόταν ποτέ να μοιραστεί ή και να προσφέρει ακέραιο το έχω της σ’ αυτόν που το είχε ανάγκη. Ήταν πολλοί αυτοί που την εκμεταλλεύτηκαν αισχρά πατώντας στις δικές της οικονομικές ανάγκες.
«(…) η Ευτυχία δε εισέπραξε ποτέ το ελάχιστο απ’ αυτό που της ανήκει. Γιατί στον ωραίο και «ελεύθερο» κόσμο που ζούμε ―μέσα στα τόσα άλλα― ανθίζει κι ένα περίεργο είδος εκμετάλλευσης, από τα κυνικότερα ίσως: (…)Σε αγοράζω όσο – όσο κι από πάνω απαιτώ να μη φαίνεσαι, να μην υπάρχεις. Και προπάντων να μη διεκδικείς.Όσο – όσο πουλούσε τους στίχους της η Κα Ευτυχία, γιατί είχε πάντα ανάγκη από χρήματα, έστω κι από ελάχιστα χρήματα. Και βρίσκονταν «λαϊκοί συνθέται» που όχι μόνο καταδέχονταν να τους αγοράσουν αλλά και την υποχρέωναν να υπογράψει χαρτιά ότι δεν έχει… «ουδεμίας σχέσιν» με τους στίχους του τραγουδιού της. Οι «συνθέται» αυτοί είχαν και έχουν το θράσος να παρουσιάζουν τους ξένους στίχους σαν δικά τους πνευματικά δημιουργήματα. Ακριβώς όπως παρουσιάζουν σαν δικές τους τις μελωδίες που κλέβουν χώνοντας μαγνητόφωνα στους κινηματογράφους που προβάλουν ινδικά φιλμ. Πόσα είναι τα θύματα αυτού του είδους της εκμετάλλευσης; Κανείς δεν ξέρει, Πάντως χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι το τραγούδι της Παπαγιαννοπούλου που έκανε «τζίρο» 120.000 [δίσκους] από τους οποίους, κανονικά, θα έπρεπε να είχε εισπράξει 40 – 50.000 δραχμές. εισέπραξε μόνο 80 δραχμές, δηλαδή όσο το πούλησε στο «συνθέτη»…
Δεν θα συμβεί το ίδιο με όλους. Ο Μάνος Χατζιδάκις μελοποιεί στίχους της και της παραχωρεί το ποσοστό που της αναλογεί. Το «Είμαι αητός χωρίς φτερά» γίνεται μεγάλη επιτυχία. Η Ευτυχία ανασαίνει οικονομικά και μπορεί να πληρώνει χωρίς άγχος το νοίκι της.
Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και Γιάννης Θεοδωράκης δίπλα – δίπλα, σαν μάνα και γιος, θα φτάσουν κουβεντιάζοντας στο σπίτι της. Εκεί, όπου μέσα σε μια μεγάλη παλιά βαλίτσα κρατάει κλεισμένη όλη την «περιουσία» της. «Μια βαλίτσα στουμπηγμένη δυστυχία και πόνο». Είναι γεμάτη με στίχους γραμμένους σε σκόρπια κομμάτια χαρτί. Η Ευτυχία την ανοίγει χαϊδεύοντάς τη στοργικά:
«Ναι, παιδί μου… Δεν είμαι στιχουργός. Γράφω τραγούδια «εξ αριστεράς χειρός». Γιατί έχω ανάγκη…»
Η Ευτυχία ήταν ανεπιτήδευτα μεγάλη. Δεν διεκδικούσε την προβολή της, δεν νοιαζόταν για την «υστεροφημία» της, δεν κλείστηκε σε καλούπια, δεν χώραγε στα κυκλώματα. Αν «κυνηγούσε τ’ όνειρό της», με την έννοια που έχει επικρατήσει στην κοινωνία που θεοποιεί το κέρδος, θα μπορούσε να έχει τα πάντα. Ίσως όμως να μην κατακτούσε ποτέ την αγάπη του απλού κόσμου, των λαϊκών ανθρώπων με το αλάνθαστο κριτήριο, που ξέρουν ν’ αναγνωρίζουν τον αυθεντικό λαϊκό δημιουργό και να κάνουν κτήμα το δημιούργημά του.
Καμιά «μάγισσα», λοιπόν, καμιά «αγαθή γριούλα». Αυτή ήταν η στιχουργός Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Η σεμνή λαϊκή ποιήτρια με την άδολη καρδιά και τη νοσταλγία στο βλέμμα, που με το μολύβι της ψυχής της χάραξε στο χαρτί τους καημούς, τον πόνο, την αγωνία, τον πόθο, τα βάσανα των ανθρώπων του λαού, «χαράζοντας» μαζί και τις ψυχές του, τις ψυχές μας.
…Και, όπως έλεγε η ίδια, αν «με χαρακτηρίσατε κιόλας απαισιόδοξη… Τι να γίνει; Αυτά ζούσα, αυτά έβλεπα. Αυτά έγραφα»…
– «Εξ αριστεράς χειρός»: Η έκφραση δηλώνει συμβιβασμό.
* Τα αποσπάσματα, από ρεπορτάζ-παρουσίαση του Γιάννη Θεοδωράκη, που δημοσιεύτηκε στο μηνιάτικο περιοδικό της ΕΕΔΥΕ «Δρόμοι της Ειρήνης», τ. 80, Αύγουστος 1964. (Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας – ΑΣΚΙ).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου