Ένα λογοτεχνικό κείμενο για το θάνατο του Πάμπλο Νερούδα (23 του
Σεπτέμβρη 1973) από το βιβλίο του Αντόνιο Σκάρμετα, Ο Ταχυδρόμος του
Νερούδα (αυτό που έγινε ταινία).
…Γύρω από το σπίτι του Νερούδα,
μερικοί στρατιώτες είχαν φτιάξει ένα οδόφραγμα και πιο πίσω το
περιστρεφόμενο φως ενός στρατιωτικού φορτηγού άστραφτε σιωπηλά. Έπεφτε
ψιλή βροχή. Μια κρύα παραλιακή ψιχάλα, που περισσότερο ενοχλούσε παρά
ύγραινε τα γύρω. Ο ταχυδρόμος πήρε το μονοπάτι και, από την κορυφή του
μικρού λόφου, σερνάμενος με το μάγουλο ν’ αγγίζει σχεδόν τη λάσπη,
συνόψισε στο μυαλό του την κατάσταση: ο δρόμος του ποιητή ήταν
μπλοκαρισμένος προς τα βόρεια και κοντά στο φούρνο τον φρουρούσαν τρεις
νεοσύλλεκτοι που έκαναν έρευνα σε όσους ήταν αναγκασμένοι να διασχίσουν
αυτό το κομμάτι. Όλα τα χαρτιά από τα πορτοφόλια τους διαβάζονταν,
μάλλον για να ξεγελάνε την πλήξη τους οι φρουροί, ξάγρυπνοι σ’ ένα
ασήμαντο ψαροχώρι, παρά από αντιανατρεπτική σχολαστικότητα. Αν ο
περαστικός κουβαλούσε μια τσάντα, τον ανάγκαζαν χωρίς βία να δείξει ένα
ένα τα περιεχόμενά της: το απορρυπαντικό, το χάρτινο πακέτο με τα
μακαρόνια, το κουτάκι με το τσάι, τα μήλα, το κιλό τις πατάτες. Έπειτα,
του επέτρεπαν να περάσει, με μια βαριεστημένη κίνηση του χεριού. Αν και
όλα αυτά τού ήταν πρωτόγνωρα, ο Μάριο είχε την αίσθηση ότι η συμπεριφορά
των στρατιωτών έδειχνε ρουτίνα. Μόνο οι νεοσύλλεκτοι σκλήραιναν τη
στάση τους και επιτάχυναν τις έρευνές τους, όταν, σε τακτά διαστήματα,
εμφανιζόταν κάποιος υπολοχαγός με μουστάκια και απειλητική αγριοφωνάρα.
Ο Μάριο παρακολούθησε μέχρι το μεσημέρι τις μανούβρες. Ύστερα κατέβηκε προσεκτικά από το λόφο και, χωρίς να πάρει τη βέσπα του, έκανε μια μεγάλη βόλτα πίσω από τις ψαράδικες παράγκες, έφτασε στο μόλο και, παρακάμπτοντας τα απότομα βράχια, προχώρησε μέχρι το σπίτι του Νερούδα, ξυπόλυτος πάνω στην άμμο.
Σε μια σπηλιά, κοντά στους αμμότοπους, έβαλε το σάκο του σε σίγουρη μεριά, πίσω από έναν κοφτερό βράχο, και με όση σύνεση του επέτρεπαν τα ελικόπτερα, που περνούσαν κάθε τόσο ξυστά από πάνω, ξετύλιξε το ρολό με τα τηλεγραφήματα κι έμεινε μια ώρα να τα διαβάζει. Τότε μόνο τσαλάκωσε το χαρτί με τις χούφτες του και το έβαλε κάτω από μια πέτρα. Ο δρόμος ήταν ανηφορικός, αλλά η απόσταση ως το καμπαναριό δεν ήταν μεγάλη. Παρ’ όλα αυτά, τον συγκράτησε, για μια ακόμη φορά, το πηγαινέλα των αεροπλάνων και των ελικοπτέρων, που είχαν ήδη διώξει τους γλάρους και τους πελεκάνους. Τα ελικόπτερα, που οι έλικες τους επιτρέπανε να μένουν ξαφνικά κρεμασμένα στον αέρα πάνω από το σπίτι του ποιητή, του φαίνονταν σαν θηρία που οσμίζονταν κάτι ή σαν αδηφάγα προδοτικά μάτια. Ο Μάριο έπνιξε λοιπόν την παρόρμησή του να σκαρφαλώσει στο λόφο, γιατί θα κινδύνευε ή να γκρεμιστεί ή να τον αρπάξει ο φρουρός του δρόμου. Αναζήτησε την παρηγοριά της σκιάς, για να μετακινηθεί. Δεν είχε ακόμα σκοτεινιάσει, και οι προεξοχές των βράχων από πάνω του εξασφάλιζαν κάποια προστασία. Εκεί δεν έφτανε ο ήλιος, που ξέσκιζε πότε πότε τα μεγάλα σύννεφα, φανερώνοντας ακόμα και τα σπασμένα μπουκάλια ή τα λεία βότσαλα της ακτής.
Όταν έφτασε στο καμπαναριό, αναζήτησε μια πηγή για να ξεπλύνει τα μάγουλά του και κυρίως στα χέρια του, που ήταν γεμάτα γρατσουνιές, αίμα και χώματα ανακατωμένα με ιδρώτα.
Σκύβοντας προς τη βεράντα, είδε τη Ματίλντε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και τη ματιά της να χάνεται πέρα στη θάλασσα. Όταν εκείνη ένιωσε την παρουσία του ταχυδρόμου, γύρισε το κεφάλι, αλλά εκείνος της έκανε νόημα και, με το δάχτυλο στα χείλη του, την παρακάλεσε να σωπάσει. Η Ματίλντε περίμενε πότε το τμήμα μέχρι το δωμάτιο του ποιητή δεν θα έπεφτε στο οπτικό πεδίο του φρουρού του δρόμου, και τότε μ’ ένα βλεφάρισμα κάλεσε τον Μάριο να περάσει μέσα.
Για μια στιγμή που η πόρτα έμεινε μισάνοιχτη, ο Μάριο διέκρινε στο μισόφωτο τον Νερούδα ανάμεσα σε οσμές από φάρμακα, αλοιφές και υγρό ξύλο. Προχώρησε πάνω στο χαλί μέχρι το κρεβάτι του με την ευσέβεια επισκέπτη ενός ναού, σοκαρισμένος από τη δύσκολη ανάσα του ποιητή, κι από τον αέρα που, πριν βγει, έμοιαζε να του πληγώνει το λαρύγγι.
«Δον Πάμπλο», ψιθύρισε σιγά, λες και συντόνιζε την ένταση της φωνής του με το αδύναμο φως της λάμπας, που ήταν τυλιγμένη με μια μπλε πετσέτα. Του φάνηκε ότι εκείνος που μίλησε ήταν ο ίδιος ο ίσκιος του. Η σιλουέτα του Νερούδα ανασηκώθηκε με δυσκολία πάνω στο κρεβάτι, ενώ τα θολά του μάτια προσπαθούσαν να διαπεράσουν το μισόφωτο.
«Μάριο;»
«Ναι, δον Πάμπλο».
Παρ’ όλο που ο ποιητής τού άπλωνε το κάτισχνο χέρι του, ο ταχυδρόμος δεν πρόσεξε την κίνησή του μέσα στο παιχνίδισμα αυτών των άυλων, θαρρείς, περιγραμμάτων.
«Πλησίασε, αγόρι μου».
Δίπλα στο κρεβάτι, ο ποιητής τού έπιασε τον καρπό του χεριού, με μια πίεση που ο Μάριο την ένιωσε πυρετική, και του είπε να καθίσει στο προσκέφαλό του.
«Το πρωί θέλησα να μπω μέσα, αλλά δεν μπόρεσα. Το σπίτι είναι περικυκλωμένο από στρατιώτες. Μόνο το γιατρό άφησαν να περάσει».
Ένα αδύναμο χαμόγελο έκανε τα χείλια του ποιητή να μισανοίξουν.
«Τώρα πια δεν χρειάζομαι γιατρό, παιδί μου. Θα ήταν καλύτερα να μου στείλουν κατευθείαν το νεκροθάφτη».
«Μη λέτε τέτοια λόγια, ποιητή».
«Νεκροθάφτης είναι καλό επάγγελμα, Μάριο. Μαθαίνεις να φιλοσοφείς. Θυμάσαι, στον Άμλετ, όταν ο νεκροθάφτης λέει: “Δεν υπάρχουν αρχαίοι τζέντλεμεν, αλλά κηπουροί, σκαφτιάδες και νεκροθάφτες· αυτοί συνεχίζουν το επάγγελμα του Αδάμ”».
Ο Μάριο μπόρεσε να διακρίνει ένα φλιτζάνι πάνω στο κομοδίνο και, όταν ο Νερούδα του έδωσε με μια κίνηση τη σχετική εντολή, του το πήγε κοντά στα χείλια.
«Πώς νιώθετε, δον Πάμπλο;»
«Ετοιμοθάνατος. Κατά τα άλλα, τίποτα σοβαρό».
«Ξέρετε τι συμβαίνει;»
«Η Ματίλντε προσπαθεί να μου τα κρύψει όλα. Εγώ όμως έχω ένα πολύ μικρό γιαπωνέζικο ραδιοφωνάκι κάτω από το μαξιλάρι μου». Ο Νερούδα ρούφηξε λίγο αέρα κι έπειτα τον έβγαλε τρέμοντας. «Παιδί μου, με αυτό τον πυρετό νιώθω σαν ψάρι στο τηγάνι».
«Θα φύγει ο πυρετός, ποιητή».
«Όχι, παιδί μου. Δεν θα φύγει ο πυρετός. Θα φύγω εγώ μαζί του».
Με την άκρη του σεντονιού, ο ταχυδρόμος σκούπισε τον ιδρώτα, που του έπεφτε από το μέτωπο μέχρι τα βλέφαρα του ποιητή.
«Είναι σοβαρό αυτό που έχετε, δον Πάμπλο;»
«Μια και μιλήσαμε για τον Σαίξπηρ, θα σου απαντήσω όπως ο Μερκούριο, την ώρα που ο Τιμπάλντο του μπήγει το ξίφος. “Η πληγή δεν είναι τόσο βαθιά σαν πηγάδι, ούτε τόσο πλατιά σαν πόρτα εκκλησίας, αλλά αυτό φτάνει. Ρώτησε αύριο το πρωί για μένα και θα σου πουν πως είμαι πεθαμένος”».
«Σας παρακαλώ, ξαπλώστε».
«Βοήθησέ με να φτάσω ως το παράθυρο».
«Δεν μπορώ. Η δόνια Ματίλντε με άφησε να μπω μέσα, επειδή…»
«Είμαι ο προξενητής σου και ο νονός του γιου σου. Χάρη σ’ αυτούς τους τίτλους, που κέρδισα με τον ιδρώτα της πένας μου, απαιτώ να με πας μέχρι το παράθυρο».
Ο Μάριο θέλησε να ελέγξει το σφυγμό του ποιητή σφίγγοντάς του τους καρπούς. Η φλέβα του λαιμού του χοροπηδούσε σαν ζώο.
«Φυσάει κρύο αεράκι, δον Πάμπλο».
«Το κρύο αεράκι είναι σχετικό! Αν ήξερες τι παγωμένος άνεμος φυσάει στα κόκαλά μου! Το τελικό μαχαίρι είναι πρωτόγονο και μυτερό, παιδί μου. Πήγαινέ με ως το παράθυρο».
«Μείνετε εδώ, ποιητή».
«Τι θέλεις να μου κρύψεις; Μήπως όταν ανοίξει το παράθυρο δεν θα βρίσκεται από κάτω η θάλασσα; Μήπως την πήραν κι αυτή και την έβαλαν σε κλουβί;»
Ο Μάριο ένιωσε ότι η φωνή του γινόταν βραχνή και η υγρασία άρχιζε ν’ αναβρύζει από τα μάτια του. Σκούπισε με τρόπο το μάγουλό του, κι ύστερα έβαλε στο στόμα τα δάχτυλά του, σαν μωρό.
«Η θάλασσα είναι εδώ, δον Πάμπλο», είπε.
«Τότε τι σου συμβαίνει;» αναστέναξε ο Νερούδα με μάτια ικετευτικά. «Πήγαινέ με μέχρι το παράθυρο».
Ο Μάριο έχωσε τα δάχτυλά του κάτω από τα μπράτσα του ποιητή και τον σήκωσε σιγά σιγά μέχρι που στάθηκε όρθιος δίπλα του. Επειδή φοβόταν μήπως λιποθυμήσει, τον έσφιξε με τόση δύναμη, ώστε ένιωσε στο ίδιο του το δέρμα το ρίγος που τράνταζε τον άρρωστο. Σαν ένας μόνος άνθρωπος, προχώρησαν κι οι δυο τρικλίζοντας ως το παράθυρο και παρ’ όλο που ο Μάριο τράβηξε τη βαριά μπλε κουρτίνα, δεν θέλησε να κοιτάξει αυτό που καθρεφτιζόταν στα μάτια του ποιητή. Κατά διαστήματα, το περιστρεφόμενο κόκκινο φως της σειρήνας χτυπούσε με δύναμη τα μάγουλά του.
«Ασθενοφόρο», είπε ο ποιητής γελώντας και ταυτόχρονα συγκρατώντας τα δάκρυά του. «Γιατί όχι και φέρετρο;»
«Θα σας πάνε σ’ ένα νοσοκομείο του Σαντιάγο. Η δόνια Ματίλντε ετοιμάζει τα πράγματά σας».
«Στο Σαντιάγο δεν υπάρχει θάλασσα. Υπάρχουν μόνο ράφτρες και χειρουργοί».
Ο Νερούδα άφησε το κεφάλι του ν’ ακουμπήσει στο τζάμι, θολώνοντάς το με την ανάσα του.
«Μα εσείς καίγεστε, δον Πάμπλο».
Ξαφνικά, ο ποιητής ύψωσε τα μάτια προς το ταβάνι και φάνηκε να παρατηρεί κάτι που ξεκολλούσε από τα δοκάρια μαζί με τα ονόματα των νεκρών του φίλων. Ένα καινούργιο ρίγος πληροφόρησε τον ταχυδρόμο ότι ο πυρετός ανέβαινε. Ήταν έτοιμος να το φωνάξει στη Ματίλντε, αλλά τον σταμάτησε η παρουσία του στρατιώτη, που ερχόταν να παραδώσει ένα χαρτί στον οδηγό του ασθενοφόρου. Ο Νερούδα έβαλε τα δυνατά του για να προχωρήσει ως ένα άλλο παράθυρο, αλλά φάνηκε σαν να τον έπιασε ξαφνικά κρίση από άσθμα. Στηρίζοντάς τον, ο Μάριο κατάλαβε πως η μοναδική δύναμη αυτού του σώματος βρισκόταν τώρα πια στο κεφάλι. Το χαμόγελο και η φωνή του ποιητή ήταν ασθενικά, όταν μίλησε στον Μάριο, χωρίς να τον κοιτάξει.
«Πες μου μια καλή μεταφορά για να πεθάνω ήσυχος, παιδί μου».
«Δεν μου περνάει από το νου καμιά, ποιητή, αλλά ακούστε αυτό που έχω να σας πω».
«Σε ακούω».
«Λοιπόν: σήμερα, ήρθαν περισσότερα από είκοσι τηλεγραφήματα για σας. Ήθελα να σας τα φέρω, αλλά επειδή το σπίτι ήταν περικυκλωμένο, αναγκάστηκα να μην τα πάρω μαζί μου. Συγχωρήστε με γι’ αυτό που έκανα, αλλά δεν είχα άλλη λύση».
«Τι έκανες;»
«Διάβασα όλα τα τηλεγραφήματα και τα έμαθα απέξω, για να μπορώ να σας τα πω».
«Από πού έρχονται;»
«Από πολλά μέρη. Ν’ αρχίσω από αυτό της Σουηδίας;»
«Εμπρός, λέγε».
Ο Μάριο έκανε μια παύση για να καταπιεί το σάλιο του, ενώ ο Νερούδα ελευθερώθηκε για μια στιγμή και αναζήτησε στήριγμα στο χερούλι του παραθύρου. Πάνω στα τζάμια, θολά από αλάτι και σκόνη, φυσούσε δυνατός άνεμος, και τα έκανε να τρίζουν. Ο Μάριο κοίταξε επίμονα ένα λουλούδι που έγερνε από την άκρη ενός πήλινου βάζου, και είπε το πρώτο κείμενο, φροντίζοντας να μην μπερδέψει το περιεχόμενο των διαφόρων τηλεγραφημάτων.
«Οδύνη και αγανάκτηση για τη δολοφονία του Προέδρου Αλιέντε. Η κυβέρνηση και ο λαός προσφέρουν άσυλο στον ποιητή Πάμπλο Νερούδα, Σουηδία».
«Άλλο», είπε ο ποιητής, νιώθοντας πως ανέβαιναν ίσκιοι στα μάτια του και πως, σαν καταρράχτες ή καλπασμοί φαντασμάτων, προσπαθούσαν να σπάσουν τα τζάμια για να ενωθούν με κάποια θολά σώματα, που αναδύονταν από την άμμο.
«Το Μεξικό θέτει στη διάθεση του ποιητή Νερούδα και της οικογένειάς του ένα αεροπλάνο για γρήγορη μετάβαση εκεί», είπε ο Μάριο, σίγουρος πια ότι ο ποιητής δεν τον άκουγε.
Το χέρι του Νερούδα έτρεμε πάνω στο πόμολο του παραθύρου, θέλοντας, φαίνεται, να το ανοίξει. Ταυτόχρονα όμως έδειχνε σαν να ψηλάφιζε, ανάμεσα στα συσπασμένα δάχτυλά του, το ίδιο βαρύ υλικό, που κυλούσε στις φλέβες του γεμίζοντάς του το στόμα με σάλιο. Νόμιζε πως είδε – από τον μεταλλικό κυματισμό, που κατάστρεφε την αντανάκλαση των ελίκων, των ελικοπτέρων σκορπίζοντας ασημένια ψάρια από σπινθηροβόλο κουρνιαχτό – να χτίζεται με νερό ένα σπίτι από βροχή, ένα υγρό άπιαστο ξύλο, που αν και ήταν μόνο ένα κέλυφος, ήταν ταυτόχρονα οικείο. Το σφυροκόπημα του αίματός του (αυτού του μαύρου νερού της κυοφορίας) του αποκάλυπτε τώρα την ύπαρξη ενός μάγματος, στο οποίο ανήκαν τα πάντα, αυτού που όλα τα λόγια αναζητούσαν, καραδοκούσαν, γυρόφερναν, χωρίς να το κατονομάζουν ή το κατονόμαζαν σιωπώντας (το μόνο βέβαιο είναι ότι αναπνέουμε και παύουμε ν’ αναπνέουμε, είχε πει ο νεαρός ποιητής του Νότου αποχαιρετώντας και δείχνοντας με το ίδιο χέρι ένα κάνιστρο γεμάτο μήλα κάτω από το μακάβριο κομοδίνο): το σπίτι του μπροστά στη θάλασσα και το υδάτινο σπίτι, που τώρα μεταρσιωνόταν πίσω από αυτά τα τζάμια, που ήταν επίσης νερό. Τα μάτια του, που ήταν και σπίτι των πραγμάτων, τα χείλια του που ήταν και σπίτι των λόγων, που αφήνονταν να υγραίνονται μακάρια από αυτό το ίδιο νερό. Το νερό που πότισε μια μέρα το φέρετρο του πατέρα του, αφού είχε περάσει από άλλα κρεβάτια κι από άλλους νεκρούς, για να φωτίσει τη ζωή και το θάνατο του ποιητή, σαν ένα μυστικό που αποκαλυπτόταν μόλις τώρα. Και με αυτή τη σύμπτωση, που κάνει την ομορφιά ένα με το τίποτα, κάτω από μια λάβα νεκρών με μάτια κλεισμένα και καρπούς αιμόφυρτους, του έβαζε ένα ποίημα στα χείλια, που αυτός ο ίδιος δεν ήξερε αν το είχε πει. Ωστόσο ο Μάριο το άκουσε, όταν ο ποιητής άνοιξε το παράθυρο, αφήνοντας τον άνεμο ν’ αποκαλύψει το μισόφωτο:
Ξαναγυρνώ στη θάλασσα τυλιγμένος με τον ουρανό,
η σιωπή ανάμεσα σε δυο κύματα
προκαλεί μια επικίνδυνη αιώρηση:
πεθαίνει η ζωή, καταλαγιάζει το αίμα,
ώσπου να διαφανεί η καινούργια κίνηση
και ν’ αντηχήσει η φωνή του απείρου.
Από πίσω του, ο Μάριο τον αγκάλιασε και, σηκώνοντας τα χέρια για να του σκεπάσει τις γεμάτες παραισθήσεις κόρες των ματιών, είπε:
«Μην πεθάνεις, ποιητή».
Το ασθενοφόρο μετέφερε τον Πάμπλο Νερούδα στο Σαντιάγο. Στο δρόμο αναγκάστηκε να παρακάμψει οδοφράγματα της αστυνομίας και στρατιωτικούς ελέγχους.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1973, ο ποιητής πέθανε στην Κλινική Σάντα Μαρία.
Ενώ ψυχορραγούσε, το σπίτι του στην πρωτεύουσα, σε μια πλαγιά του λόφου Σαν Κριστόμπαλ, λεηλατήθηκε. Τα τζάμια καταστράφηκαν και το νερό από τους ανοιχτούς σωλήνες προκάλεσε πλημμύρα.
Τον ξενύχτησαν ανάμεσα στα ερείπια.
Η ανοιξιάτικη νύχτα ήταν κρύα και αυτοί που έμειναν άγρυπνοι δίπλα στο φέρετρο ήπιαν απανωτά φλιτζάνια καφέ ως το ξημέρωμα. Γύρω στις τρεις το πρωί, έφτασε εκεί και μια μαυροφορεμένη κοπέλα, αφού σύρθηκε στο λόφο, παραβαίνοντας την απαγόρευση της κυκλοφορίας.
Την άλλη ημέρα, ανάτειλε ένας διακριτικός ήλιος.
Από το Σαν Κριστόμπαλ μέχρι το κοιμητήρι, η πομπή μεγάλωνε, ώσπου, περνώντας μπροστά από τα ανθοπωλεία του σταθμού του Μαπότσο, ένα σύνθημα τίμησε το νεκρό ποιητή και ένα άλλο τον Πρόεδρο Αλιέντε. Οι στρατιώτες κύκλωναν την πομπή με προτεταμένες τις λόγχες.
Γύρω από τον τάφο οι παριστάμενοι τραγούδησαν τη Διεθνή. (απόσπασμα)
Αντόνιο Σκάρμετα, Ο Ταχυδρόμος του Νερούδα, Μετάφρ. Λήδα Παλλαντίου, Εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 1996.
Ο Μάριο παρακολούθησε μέχρι το μεσημέρι τις μανούβρες. Ύστερα κατέβηκε προσεκτικά από το λόφο και, χωρίς να πάρει τη βέσπα του, έκανε μια μεγάλη βόλτα πίσω από τις ψαράδικες παράγκες, έφτασε στο μόλο και, παρακάμπτοντας τα απότομα βράχια, προχώρησε μέχρι το σπίτι του Νερούδα, ξυπόλυτος πάνω στην άμμο.
Σε μια σπηλιά, κοντά στους αμμότοπους, έβαλε το σάκο του σε σίγουρη μεριά, πίσω από έναν κοφτερό βράχο, και με όση σύνεση του επέτρεπαν τα ελικόπτερα, που περνούσαν κάθε τόσο ξυστά από πάνω, ξετύλιξε το ρολό με τα τηλεγραφήματα κι έμεινε μια ώρα να τα διαβάζει. Τότε μόνο τσαλάκωσε το χαρτί με τις χούφτες του και το έβαλε κάτω από μια πέτρα. Ο δρόμος ήταν ανηφορικός, αλλά η απόσταση ως το καμπαναριό δεν ήταν μεγάλη. Παρ’ όλα αυτά, τον συγκράτησε, για μια ακόμη φορά, το πηγαινέλα των αεροπλάνων και των ελικοπτέρων, που είχαν ήδη διώξει τους γλάρους και τους πελεκάνους. Τα ελικόπτερα, που οι έλικες τους επιτρέπανε να μένουν ξαφνικά κρεμασμένα στον αέρα πάνω από το σπίτι του ποιητή, του φαίνονταν σαν θηρία που οσμίζονταν κάτι ή σαν αδηφάγα προδοτικά μάτια. Ο Μάριο έπνιξε λοιπόν την παρόρμησή του να σκαρφαλώσει στο λόφο, γιατί θα κινδύνευε ή να γκρεμιστεί ή να τον αρπάξει ο φρουρός του δρόμου. Αναζήτησε την παρηγοριά της σκιάς, για να μετακινηθεί. Δεν είχε ακόμα σκοτεινιάσει, και οι προεξοχές των βράχων από πάνω του εξασφάλιζαν κάποια προστασία. Εκεί δεν έφτανε ο ήλιος, που ξέσκιζε πότε πότε τα μεγάλα σύννεφα, φανερώνοντας ακόμα και τα σπασμένα μπουκάλια ή τα λεία βότσαλα της ακτής.
Όταν έφτασε στο καμπαναριό, αναζήτησε μια πηγή για να ξεπλύνει τα μάγουλά του και κυρίως στα χέρια του, που ήταν γεμάτα γρατσουνιές, αίμα και χώματα ανακατωμένα με ιδρώτα.
Σκύβοντας προς τη βεράντα, είδε τη Ματίλντε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και τη ματιά της να χάνεται πέρα στη θάλασσα. Όταν εκείνη ένιωσε την παρουσία του ταχυδρόμου, γύρισε το κεφάλι, αλλά εκείνος της έκανε νόημα και, με το δάχτυλο στα χείλη του, την παρακάλεσε να σωπάσει. Η Ματίλντε περίμενε πότε το τμήμα μέχρι το δωμάτιο του ποιητή δεν θα έπεφτε στο οπτικό πεδίο του φρουρού του δρόμου, και τότε μ’ ένα βλεφάρισμα κάλεσε τον Μάριο να περάσει μέσα.
Για μια στιγμή που η πόρτα έμεινε μισάνοιχτη, ο Μάριο διέκρινε στο μισόφωτο τον Νερούδα ανάμεσα σε οσμές από φάρμακα, αλοιφές και υγρό ξύλο. Προχώρησε πάνω στο χαλί μέχρι το κρεβάτι του με την ευσέβεια επισκέπτη ενός ναού, σοκαρισμένος από τη δύσκολη ανάσα του ποιητή, κι από τον αέρα που, πριν βγει, έμοιαζε να του πληγώνει το λαρύγγι.
«Δον Πάμπλο», ψιθύρισε σιγά, λες και συντόνιζε την ένταση της φωνής του με το αδύναμο φως της λάμπας, που ήταν τυλιγμένη με μια μπλε πετσέτα. Του φάνηκε ότι εκείνος που μίλησε ήταν ο ίδιος ο ίσκιος του. Η σιλουέτα του Νερούδα ανασηκώθηκε με δυσκολία πάνω στο κρεβάτι, ενώ τα θολά του μάτια προσπαθούσαν να διαπεράσουν το μισόφωτο.
«Μάριο;»
«Ναι, δον Πάμπλο».
Παρ’ όλο που ο ποιητής τού άπλωνε το κάτισχνο χέρι του, ο ταχυδρόμος δεν πρόσεξε την κίνησή του μέσα στο παιχνίδισμα αυτών των άυλων, θαρρείς, περιγραμμάτων.
«Πλησίασε, αγόρι μου».
Δίπλα στο κρεβάτι, ο ποιητής τού έπιασε τον καρπό του χεριού, με μια πίεση που ο Μάριο την ένιωσε πυρετική, και του είπε να καθίσει στο προσκέφαλό του.
«Το πρωί θέλησα να μπω μέσα, αλλά δεν μπόρεσα. Το σπίτι είναι περικυκλωμένο από στρατιώτες. Μόνο το γιατρό άφησαν να περάσει».
Ένα αδύναμο χαμόγελο έκανε τα χείλια του ποιητή να μισανοίξουν.
«Τώρα πια δεν χρειάζομαι γιατρό, παιδί μου. Θα ήταν καλύτερα να μου στείλουν κατευθείαν το νεκροθάφτη».
«Μη λέτε τέτοια λόγια, ποιητή».
«Νεκροθάφτης είναι καλό επάγγελμα, Μάριο. Μαθαίνεις να φιλοσοφείς. Θυμάσαι, στον Άμλετ, όταν ο νεκροθάφτης λέει: “Δεν υπάρχουν αρχαίοι τζέντλεμεν, αλλά κηπουροί, σκαφτιάδες και νεκροθάφτες· αυτοί συνεχίζουν το επάγγελμα του Αδάμ”».
Ο Μάριο μπόρεσε να διακρίνει ένα φλιτζάνι πάνω στο κομοδίνο και, όταν ο Νερούδα του έδωσε με μια κίνηση τη σχετική εντολή, του το πήγε κοντά στα χείλια.
«Πώς νιώθετε, δον Πάμπλο;»
«Ετοιμοθάνατος. Κατά τα άλλα, τίποτα σοβαρό».
«Ξέρετε τι συμβαίνει;»
«Η Ματίλντε προσπαθεί να μου τα κρύψει όλα. Εγώ όμως έχω ένα πολύ μικρό γιαπωνέζικο ραδιοφωνάκι κάτω από το μαξιλάρι μου». Ο Νερούδα ρούφηξε λίγο αέρα κι έπειτα τον έβγαλε τρέμοντας. «Παιδί μου, με αυτό τον πυρετό νιώθω σαν ψάρι στο τηγάνι».
«Θα φύγει ο πυρετός, ποιητή».
«Όχι, παιδί μου. Δεν θα φύγει ο πυρετός. Θα φύγω εγώ μαζί του».
Με την άκρη του σεντονιού, ο ταχυδρόμος σκούπισε τον ιδρώτα, που του έπεφτε από το μέτωπο μέχρι τα βλέφαρα του ποιητή.
«Είναι σοβαρό αυτό που έχετε, δον Πάμπλο;»
«Μια και μιλήσαμε για τον Σαίξπηρ, θα σου απαντήσω όπως ο Μερκούριο, την ώρα που ο Τιμπάλντο του μπήγει το ξίφος. “Η πληγή δεν είναι τόσο βαθιά σαν πηγάδι, ούτε τόσο πλατιά σαν πόρτα εκκλησίας, αλλά αυτό φτάνει. Ρώτησε αύριο το πρωί για μένα και θα σου πουν πως είμαι πεθαμένος”».
«Σας παρακαλώ, ξαπλώστε».
«Βοήθησέ με να φτάσω ως το παράθυρο».
«Δεν μπορώ. Η δόνια Ματίλντε με άφησε να μπω μέσα, επειδή…»
«Είμαι ο προξενητής σου και ο νονός του γιου σου. Χάρη σ’ αυτούς τους τίτλους, που κέρδισα με τον ιδρώτα της πένας μου, απαιτώ να με πας μέχρι το παράθυρο».
Ο Μάριο θέλησε να ελέγξει το σφυγμό του ποιητή σφίγγοντάς του τους καρπούς. Η φλέβα του λαιμού του χοροπηδούσε σαν ζώο.
«Φυσάει κρύο αεράκι, δον Πάμπλο».
«Το κρύο αεράκι είναι σχετικό! Αν ήξερες τι παγωμένος άνεμος φυσάει στα κόκαλά μου! Το τελικό μαχαίρι είναι πρωτόγονο και μυτερό, παιδί μου. Πήγαινέ με ως το παράθυρο».
«Μείνετε εδώ, ποιητή».
«Τι θέλεις να μου κρύψεις; Μήπως όταν ανοίξει το παράθυρο δεν θα βρίσκεται από κάτω η θάλασσα; Μήπως την πήραν κι αυτή και την έβαλαν σε κλουβί;»
Ο Μάριο ένιωσε ότι η φωνή του γινόταν βραχνή και η υγρασία άρχιζε ν’ αναβρύζει από τα μάτια του. Σκούπισε με τρόπο το μάγουλό του, κι ύστερα έβαλε στο στόμα τα δάχτυλά του, σαν μωρό.
«Η θάλασσα είναι εδώ, δον Πάμπλο», είπε.
«Τότε τι σου συμβαίνει;» αναστέναξε ο Νερούδα με μάτια ικετευτικά. «Πήγαινέ με μέχρι το παράθυρο».
Ο Μάριο έχωσε τα δάχτυλά του κάτω από τα μπράτσα του ποιητή και τον σήκωσε σιγά σιγά μέχρι που στάθηκε όρθιος δίπλα του. Επειδή φοβόταν μήπως λιποθυμήσει, τον έσφιξε με τόση δύναμη, ώστε ένιωσε στο ίδιο του το δέρμα το ρίγος που τράνταζε τον άρρωστο. Σαν ένας μόνος άνθρωπος, προχώρησαν κι οι δυο τρικλίζοντας ως το παράθυρο και παρ’ όλο που ο Μάριο τράβηξε τη βαριά μπλε κουρτίνα, δεν θέλησε να κοιτάξει αυτό που καθρεφτιζόταν στα μάτια του ποιητή. Κατά διαστήματα, το περιστρεφόμενο κόκκινο φως της σειρήνας χτυπούσε με δύναμη τα μάγουλά του.
«Ασθενοφόρο», είπε ο ποιητής γελώντας και ταυτόχρονα συγκρατώντας τα δάκρυά του. «Γιατί όχι και φέρετρο;»
«Θα σας πάνε σ’ ένα νοσοκομείο του Σαντιάγο. Η δόνια Ματίλντε ετοιμάζει τα πράγματά σας».
«Στο Σαντιάγο δεν υπάρχει θάλασσα. Υπάρχουν μόνο ράφτρες και χειρουργοί».
Ο Νερούδα άφησε το κεφάλι του ν’ ακουμπήσει στο τζάμι, θολώνοντάς το με την ανάσα του.
«Μα εσείς καίγεστε, δον Πάμπλο».
Ξαφνικά, ο ποιητής ύψωσε τα μάτια προς το ταβάνι και φάνηκε να παρατηρεί κάτι που ξεκολλούσε από τα δοκάρια μαζί με τα ονόματα των νεκρών του φίλων. Ένα καινούργιο ρίγος πληροφόρησε τον ταχυδρόμο ότι ο πυρετός ανέβαινε. Ήταν έτοιμος να το φωνάξει στη Ματίλντε, αλλά τον σταμάτησε η παρουσία του στρατιώτη, που ερχόταν να παραδώσει ένα χαρτί στον οδηγό του ασθενοφόρου. Ο Νερούδα έβαλε τα δυνατά του για να προχωρήσει ως ένα άλλο παράθυρο, αλλά φάνηκε σαν να τον έπιασε ξαφνικά κρίση από άσθμα. Στηρίζοντάς τον, ο Μάριο κατάλαβε πως η μοναδική δύναμη αυτού του σώματος βρισκόταν τώρα πια στο κεφάλι. Το χαμόγελο και η φωνή του ποιητή ήταν ασθενικά, όταν μίλησε στον Μάριο, χωρίς να τον κοιτάξει.
«Πες μου μια καλή μεταφορά για να πεθάνω ήσυχος, παιδί μου».
«Δεν μου περνάει από το νου καμιά, ποιητή, αλλά ακούστε αυτό που έχω να σας πω».
«Σε ακούω».
«Λοιπόν: σήμερα, ήρθαν περισσότερα από είκοσι τηλεγραφήματα για σας. Ήθελα να σας τα φέρω, αλλά επειδή το σπίτι ήταν περικυκλωμένο, αναγκάστηκα να μην τα πάρω μαζί μου. Συγχωρήστε με γι’ αυτό που έκανα, αλλά δεν είχα άλλη λύση».
«Τι έκανες;»
«Διάβασα όλα τα τηλεγραφήματα και τα έμαθα απέξω, για να μπορώ να σας τα πω».
«Από πού έρχονται;»
«Από πολλά μέρη. Ν’ αρχίσω από αυτό της Σουηδίας;»
«Εμπρός, λέγε».
Ο Μάριο έκανε μια παύση για να καταπιεί το σάλιο του, ενώ ο Νερούδα ελευθερώθηκε για μια στιγμή και αναζήτησε στήριγμα στο χερούλι του παραθύρου. Πάνω στα τζάμια, θολά από αλάτι και σκόνη, φυσούσε δυνατός άνεμος, και τα έκανε να τρίζουν. Ο Μάριο κοίταξε επίμονα ένα λουλούδι που έγερνε από την άκρη ενός πήλινου βάζου, και είπε το πρώτο κείμενο, φροντίζοντας να μην μπερδέψει το περιεχόμενο των διαφόρων τηλεγραφημάτων.
«Οδύνη και αγανάκτηση για τη δολοφονία του Προέδρου Αλιέντε. Η κυβέρνηση και ο λαός προσφέρουν άσυλο στον ποιητή Πάμπλο Νερούδα, Σουηδία».
«Άλλο», είπε ο ποιητής, νιώθοντας πως ανέβαιναν ίσκιοι στα μάτια του και πως, σαν καταρράχτες ή καλπασμοί φαντασμάτων, προσπαθούσαν να σπάσουν τα τζάμια για να ενωθούν με κάποια θολά σώματα, που αναδύονταν από την άμμο.
«Το Μεξικό θέτει στη διάθεση του ποιητή Νερούδα και της οικογένειάς του ένα αεροπλάνο για γρήγορη μετάβαση εκεί», είπε ο Μάριο, σίγουρος πια ότι ο ποιητής δεν τον άκουγε.
Το χέρι του Νερούδα έτρεμε πάνω στο πόμολο του παραθύρου, θέλοντας, φαίνεται, να το ανοίξει. Ταυτόχρονα όμως έδειχνε σαν να ψηλάφιζε, ανάμεσα στα συσπασμένα δάχτυλά του, το ίδιο βαρύ υλικό, που κυλούσε στις φλέβες του γεμίζοντάς του το στόμα με σάλιο. Νόμιζε πως είδε – από τον μεταλλικό κυματισμό, που κατάστρεφε την αντανάκλαση των ελίκων, των ελικοπτέρων σκορπίζοντας ασημένια ψάρια από σπινθηροβόλο κουρνιαχτό – να χτίζεται με νερό ένα σπίτι από βροχή, ένα υγρό άπιαστο ξύλο, που αν και ήταν μόνο ένα κέλυφος, ήταν ταυτόχρονα οικείο. Το σφυροκόπημα του αίματός του (αυτού του μαύρου νερού της κυοφορίας) του αποκάλυπτε τώρα την ύπαρξη ενός μάγματος, στο οποίο ανήκαν τα πάντα, αυτού που όλα τα λόγια αναζητούσαν, καραδοκούσαν, γυρόφερναν, χωρίς να το κατονομάζουν ή το κατονόμαζαν σιωπώντας (το μόνο βέβαιο είναι ότι αναπνέουμε και παύουμε ν’ αναπνέουμε, είχε πει ο νεαρός ποιητής του Νότου αποχαιρετώντας και δείχνοντας με το ίδιο χέρι ένα κάνιστρο γεμάτο μήλα κάτω από το μακάβριο κομοδίνο): το σπίτι του μπροστά στη θάλασσα και το υδάτινο σπίτι, που τώρα μεταρσιωνόταν πίσω από αυτά τα τζάμια, που ήταν επίσης νερό. Τα μάτια του, που ήταν και σπίτι των πραγμάτων, τα χείλια του που ήταν και σπίτι των λόγων, που αφήνονταν να υγραίνονται μακάρια από αυτό το ίδιο νερό. Το νερό που πότισε μια μέρα το φέρετρο του πατέρα του, αφού είχε περάσει από άλλα κρεβάτια κι από άλλους νεκρούς, για να φωτίσει τη ζωή και το θάνατο του ποιητή, σαν ένα μυστικό που αποκαλυπτόταν μόλις τώρα. Και με αυτή τη σύμπτωση, που κάνει την ομορφιά ένα με το τίποτα, κάτω από μια λάβα νεκρών με μάτια κλεισμένα και καρπούς αιμόφυρτους, του έβαζε ένα ποίημα στα χείλια, που αυτός ο ίδιος δεν ήξερε αν το είχε πει. Ωστόσο ο Μάριο το άκουσε, όταν ο ποιητής άνοιξε το παράθυρο, αφήνοντας τον άνεμο ν’ αποκαλύψει το μισόφωτο:
Ξαναγυρνώ στη θάλασσα τυλιγμένος με τον ουρανό,
η σιωπή ανάμεσα σε δυο κύματα
προκαλεί μια επικίνδυνη αιώρηση:
πεθαίνει η ζωή, καταλαγιάζει το αίμα,
ώσπου να διαφανεί η καινούργια κίνηση
και ν’ αντηχήσει η φωνή του απείρου.
Από πίσω του, ο Μάριο τον αγκάλιασε και, σηκώνοντας τα χέρια για να του σκεπάσει τις γεμάτες παραισθήσεις κόρες των ματιών, είπε:
«Μην πεθάνεις, ποιητή».
Το ασθενοφόρο μετέφερε τον Πάμπλο Νερούδα στο Σαντιάγο. Στο δρόμο αναγκάστηκε να παρακάμψει οδοφράγματα της αστυνομίας και στρατιωτικούς ελέγχους.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1973, ο ποιητής πέθανε στην Κλινική Σάντα Μαρία.
Ενώ ψυχορραγούσε, το σπίτι του στην πρωτεύουσα, σε μια πλαγιά του λόφου Σαν Κριστόμπαλ, λεηλατήθηκε. Τα τζάμια καταστράφηκαν και το νερό από τους ανοιχτούς σωλήνες προκάλεσε πλημμύρα.
Τον ξενύχτησαν ανάμεσα στα ερείπια.
Η ανοιξιάτικη νύχτα ήταν κρύα και αυτοί που έμειναν άγρυπνοι δίπλα στο φέρετρο ήπιαν απανωτά φλιτζάνια καφέ ως το ξημέρωμα. Γύρω στις τρεις το πρωί, έφτασε εκεί και μια μαυροφορεμένη κοπέλα, αφού σύρθηκε στο λόφο, παραβαίνοντας την απαγόρευση της κυκλοφορίας.
Την άλλη ημέρα, ανάτειλε ένας διακριτικός ήλιος.
Από το Σαν Κριστόμπαλ μέχρι το κοιμητήρι, η πομπή μεγάλωνε, ώσπου, περνώντας μπροστά από τα ανθοπωλεία του σταθμού του Μαπότσο, ένα σύνθημα τίμησε το νεκρό ποιητή και ένα άλλο τον Πρόεδρο Αλιέντε. Οι στρατιώτες κύκλωναν την πομπή με προτεταμένες τις λόγχες.
Γύρω από τον τάφο οι παριστάμενοι τραγούδησαν τη Διεθνή. (απόσπασμα)
Αντόνιο Σκάρμετα, Ο Ταχυδρόμος του Νερούδα, Μετάφρ. Λήδα Παλλαντίου, Εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 1996.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου