20 Απρ 2017

Έριχ Φρομ – Η ψυχολογία του ναζισμού


Εξετάζοντας την ψυχολογία του ναζισμού πρέπει πρώτα να θεωρήσουμε σαν εισαγωγή το θέμα της δυνατότητας εφαρμογής των ψυχολογικών παραγόντων στην κατανόηση του ναζισμού. Κατά την επιστήμη και ακόμη περισσότερο κατά την εκλαϊκευτική εξέταση του ναζισμού προβάλλονται συνήθως δυο αντίθετες απόψεις: σύμφωνα με την πρώτη, η ψυχολογία δεν είναι ικανή να εξηγήσει ένα οικονομικό και πολιτικό φαινόμενο όπως ο φασισμός και σύμφωνα με τη δεύτερη, ο φασισμός αποτελεί πέρα για πέρα ψυχολογικό πρόβλημα.

Η πρώτη άποψη θεωρεί το ναζισμό είτε σαν αποτέλεσμα ενός αποκλειστικά οικονομικού δυναμισμού — των επεκτατικών τάσεων του γερμανικού ιμπεριαλισμού — είτε σαν ουσιαστικά πολιτικό φαινόμενο— της κατάκτησης του κρατικού μηχανισμού από ένα πολιτικό κόμμα υποστηριζόμενο από τούς βιομηχάνους και τούς Γιουνγκερς. Με δύο λόγια, η νίκη του ναζισμού θεωρείται σαν αποτέλεσμα της εξαπάτησης και του εκβιασμού της πλειοψηφίας του πληθυσμού από μια μειοψηφία.
Η δεύτερη άποψη, εξάλλου, υποστηρίζει πώς ο ναζισμός μπορεί να εξηγηθεί μόνο με βάση την ψυχολογία ή μάλλον με βάση την ψυχοπαθολογία. Θεωρούν το Χίτλερ σαν τρελό ή σα «νευρωτικό» και τούς οπαδούς του επίσης τρελούς και πνευματικά ανισόρροπους. Σύμφωνα με την εξήγηση αυτή, όπως την παρουσιάζει ο Λ. Μάμφορντ, οι αληθινές πηγές του φασισμού πρέπει να αναζητηθούν «στην ανθρώπινη ψυχή και όχι στην οικονομία». Και συνεχίζει:
«Στην ακαταμάχητη έπαρση, την ευχαρίστηση της ωμότητας, τη νευρωτική αποσύνθεση — σε όλα αυτά βρίσκεται η εξήγηση του φασισμού και όχι στη συνθήκη των Βερσαλλιών ή την ανικανότητα της γερμανικής δημοκρατίας.»
Κατά τη γνώμη μας, καμιά απ’ αυτές τις εξηγήσεις που τονίζουν τους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες και αποκλείουν τούς ψυχολογικούς — ή αντίστροφα — είναι ορθή. Ο ναζισμός είναι ψυχολογικό πρόβλημα, άλλα οι ψυχολογικοί παράγοντες αυτοί καθ αυτοί θα πρέπει να θεωρείται πώς διαμορφώθηκαν από κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες. Ο ναζισμός είναι οικονομικό και πολιτικό πρόβλημα, άλλα η εξάπλωση του σ’ έναν ολόκληρο λαό θα πρέπει να γίνει κατανοητή πάνω σε ψυχολογική βάση.
Αυτό πού μας ενδιαφέρει στο κεφάλαιο αυτό είναι η ψυχολογική αυτή άποψη του ναζισμού, η ανθρώπινη βάση του. Το θέμα αυτό προβάλλει δύο προβλήματα: τη διαμόρφωση χαρακτήρα των ανθρώπων εκείνων προς τούς όποιους απευθυνόταν και τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά της ιδεολογίας πού τον κατέστησε ένα τόσο αποτελεσματικό όργανο σχετικά με τους ίδιους αυτούς ανθρώπους.
Θεωρώντας την ψυχολογική βάση της επιτυχίας του ναζισμού, θα πρέπει να κάνουμε, πριν ακόμη ξεκινήσουμε, τον εξής διαφορισμό: ένα μέρος του πληθυσμού υποτάχθηκε στο ναζιστικό καθεστώς χωρίς μεγάλη αντίσταση, αλλά και χωρίς να γίνουν οι άνθρωποι αυτοί θαυμαστές της ναζιστικής ιδεολογίας και πολιτικής πρακτικής. Ένα άλλο μέρος ένοιωσε να έλκεται ισχυρά από τη νέα ιδεολογία και αφοσιώθηκε με φανατισμό στους κήρυκές της.
Την πρώτη ομάδα αποτελούσε κατά κύριο λόγο η εργατική τάξη και η φιλελεύθερη και καθολική αστική τάξη. Παρά την εξαίρετη οργάνωση, Ιδιαίτερα της εργατικής τάξης, οι ομάδες αυτές, μολονότι τηρούσαν συνέχεια εχθρική στάση απέναντι στο ναζισμό» από την εμφάνιση του μέχρι το 1933, δεν πρόβαλαν την εσωτερική αντίσταση πού θα ανέμενε κανείς σαν αποτέλεσμα των πολιτικών τους πεποιθήσεων. Η θέλησή τους να αντισταθούν κατέρρευσε γρήγορα καί από τότε πολύ λίγο ενόχλησαν το καθεστώς (εκτός φυσικά μιας μικρής μειοψηφίας, πού αγωνίστηκε ηρωικά κατά του ναζισμού όλα αυτά τα χρόνια)·
Ψυχολογικά, αυτή η προθυμία υποταγής στό ναζιστικό καθεστώς φαίνεται πώς οφειλόταν κατά κύριο λόγο σε μια κατάσταση εσωτερικής κόπωσης και μοιρολατρίας, ή οποία, όπως θα δείξουμε στο επόμενο κεφάλαιο, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής μας, ακόμη και στις δημοκρατικές χώρες. Στη Γερμανία υπήρχε μια ακόμη συνθήκη πού αφορούσε την εργατική τάξη αυτής της χώρας : ή ήττα πού είχε υποστεί μετά τις πρώτες νίκες της επανάστασης του 1918. Ή εργατική τάξη είχε εισέλθει στη μεταπολεμική περίοδο με πολλές ελπίδες πραγματοποίησης του σοσιαλισμού ή τουλάχιστο θετικής ανόδου της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής της θέσης. Όμως, ανεξάρτητα από τις αίτιες, δοκίμασε μια σειρά από συνεχείς ήττες, οι όποιες διέψευσαν όλες τις ελπίδες της. Στις αρχές του 1930 τα οφέλη των πρώτων επιτυχιών είχαν εκμηδενιστεί σχεδόν ολότελα, με αποτέλεσμα ένα βαθύ αίσθημα απογοήτευσης και παραίτησης, δυσπιστίας προς την ηγεσία της, αμφιβολίας σχετικά με την άξια κάθε μορφής πολιτικής οργάνωσης και πολιτικής δραστηριότητας. Οι εργάτες και εργαζόμενοι της Γερμανίας εξακολούθησαν να είναι μέλη των διαφόρων κομμάτων τους και συνέχισαν νά πιστεύουν στις πολιτικές θεωρίες τους. Όμως βαθιά μέσα τους πολλοί άπ αυτούς είχαν πάψει νά πιστεύουν στην αποτελεσματικότητα τής πολιτικής δράσης.
Ένα ακόμη κίνητρο νομιμότητας της πλειονότητας τού πληθυσμού προς τη ναζιστική κυβέρνηση δημιουργήθηκε μετά την άνοδο του Χίτλερ στήν εξουσία. Για  εκατομμύρια ατόμων η κυβέρνηση του Χίτλερ έγινε ταυτόσημη με τη «Γερμανία». Από τη στιγμή πού κατέλαβε ο Χίτλερ την κρατική εξουσία, ο αγώνας εναντίον του σήμαινε πώς αυτοί που θα τον έκαναν αποκλείονταν μόνοι τους από τη γερμανική κοινότητα.
Μετά την κατάργηση των πολιτικών κομμάτων, οπότε το ναζιστικό κόμμα «έγινε» ή Γερμανία, η αντιπολίτευση προς το κόμμα αυτό σήμαινε αντιπολίτευση προς τη Γερμανία. Φαίνεται πώς τίποτε δεν ήταν πιο δύσκολο για το μέσο άνθρωπο από το να υποφέρει το αίσθημα πώς δεν ταυτιζόταν με ένα ευρύτερο σύνολο. Όσο κι αν ο Γερμανός πολίτης μπορεί να διαφωνούσε με τις αρχές του ναζισμού, από τη στιγμή που είχε να διαλέξει μεταξύ του να μείνει μόνος ή να ανήκει στη Γερμανία, τα περισσότερα άτομα θα διάλεγαν το δεύτερο. Και υπάρχουν πολλές περιπτώσεις πού πρόσωπα τα όποια δεν ήταν ναζιστές υπεραμύνθηκαν το ναζισμό από την κριτική των ξένων, γιατί ένοιωθαν πώς ή επίθεση κατά του ναζισμού ήταν επίθεση κατά της Γερμανίας. Ο φόβος της απομόνωσης και ή σχετική αδυναμία των ηθικών αρχών, βοηθά κάθε κόμμα να κερδίσει τη νομιμοφροσύνη ενός μεγάλου τομέα του πληθυσμού, όταν το κόμμα αυτό καταλάβει την κρατική εξουσία.
Η άποψη αυτή οδηγεί σ’ ένα πολύ σπουδαίο για τα προβλήματα της πολιτικής προπαγάνδας αξίωμα: κάθε επίθεση κατά της Γερμανίας αυτής καθαυτής, κάθε προπαγάνδα δυσφήμισης σχετικά με τους Γερμανούς» (όπως ή προσωνυμία «Ούννοι» του τελευταίου πολέμου), απεναντίας βοηθούσε στο να γίνεται μεγαλύτερη ή νομιμοφροσύνη αυτών πού είχαν ολοκληρωτικά ταυτιστεί με το ναζιστικό σύστημα. Αλλά το πρόβλημα αυτό δεν μπορεί να λυθεί βασικά με την κατάλληλη προπαγάνδα, παρά μόνο με την επικράτηση σε όλες-τις χώρες μιας θεμελιώδους αλήθειας: ότι οι ηθικές αρχές πρέπει να τίθενται υπεράνω του έθνους και ότι με την προσήλωση στις αρχές αυτές ένα άτομο ανήκει στην κοινότητα όλων εκείνων πού ασπάζονται, ασπάστηκαν ή θα ασπάζονται τις αρχές αυτές.
Αντίθετα από την αρνητική ή παθητική στάση της εργατικής τάξης και της φιλελεύθερης και καθολικής αστικής τάξης, ή ναζιστική ιδεολογία έγινε με φλογερό ενθουσιασμό δεκτή από τα κατώτερα στρώματα της μεσαίας αστικής τάξης, πού τα αποτελούσαν μικροεπαγγελματίες, βιοτέχνες και υπάλληλοι.
Τα μέλη της παλιάς γενιάς της τάξης αυτής αποτέλεσαν την πιο παθητική μαζική βάση. Οι γιοί τους και οι κόρες τους έγιναν πιο δραστήριοι μαχητές. Σ’ αυτούς η ναζιστική ιδεολογία — το πνεύμα τυφλής υπακοής σε έναν ηγέτη και το μίσος κατά των φυλετικών και πολιτικών μειονοτήτων, η δίψα για κατακτήσεις και κυριαρχία, ο εκθειασμός του γερμανικού λαού και της «βόρειας φυλής» — βρήκε τρομαχτική απήχηση στο συναισθηματικό τους κόσμο και ήταν ακριβώς η απήχηση αυτή που τους μετέτρεψε σε φλογερούς οπαδούς και μαχητές της ναζιστικής υπόθεσης απάντηση στο ερώτημα γιατί η ναζιστική ιδεολογία βρήκε τέτοια απήχηση στην κατώτερη μεσαία τάξη πρέπει να αναζητηθεί στον κοινωνικό χαρακτήρα της κατώτερης μεσαίας τάξης.Ο κοινωνικός χαρακτήρας της τάξης αυτής διαφέρει σημαντικά από τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργατικής τάξης, των ανώτερων στρωμάτων της μεσαίας τάξης και της προ του πολέμου του.

*****

Από το βιβλίο του Εριχ  Φρομ «Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία»
Αντικλείδι , http://antikleidi.com

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More