ΕΛΛΟΓΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ
Αν κάποιος επιχειρούσε να ορίσει πολιτικά την έννοια της σοσιαλδημοκρατίας, μάλλον, θα θυμόταν εκείνο το παλιό αστείο: Η σοσιαλδημοκρατία είναι σαν το ραπανάκι. Κόκκινη απ’ έξω, άσπρη από μέσα και πάντα δίπλα στο ψητό…
Όμως, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Στις 10 Απριλίου 1947, στο Mont Pelerin της Ελβετίας , ιδρύθηκε, καθ’ υπόδειξη της Credit Suisse, η «Mont Pelerin Society». Στη συνάντηση που έλαβε χώρα παρευρέθησαν τριάντα εννέα καθηγητές πανεπιστημίου έπειτα από πρόσκληση του Φρίντριχ Χάγιεκ προκειμένου να θέσουν τις βάσεις του νεοφιλελεύθερου δόγματος.
Ποιες ήταν αυτές;
Η πλήρης απελευθέρωση των αγορών, παράλληλα με τη θέσπιση από πλευράς κράτους κανονιστικού πλαισίου εντός του οποίου θα διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία του ελεύθερου ανταγωνισμού τους και το πέρασμα των στρατηγικής σημασίας κρατικών δομών στις επιχειρήσεις, οι οποίες, με γνώμονα το κέρδος, θα προσφέρουν βασικές υπηρεσίες στους πολίτες.
Ο κύριος στόχος των Καβαλάρηδων της νεοφιλελεύθερης Αποκάλυψης, όπως, πολύ εύστοχα, σημειώνει ο σπουδαίος Γερμανός κοινωνιολόγος Βόλφγκανγκ Στρεκ, ήταν η διάσπαση του κοινωνικού «συμβολαίου συμβίωσης» με την αστική δημοκρατία και η άνοδος μιας αυταρχικής πλουτοκρατίας με δημοκρατικό προσωπείο. « Η φιλοσοφία του- Χάγιεκ- που αργότερα έγινε γνωστή ως φιλελευθερισμός», ανέφερε η Καθημερινή στις 2/9/2007, «εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των πάμπλουτων και συνεπώς οι πάμπλουτοι θα πλήρωναν γι’ αυτήν». Ήταν επιβεβλημένη ανάγκη, λοιπόν, για μια μεγάλη μερίδα του κεφαλαίου να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για την «καταπολέμηση της κρατικίστικης υπεροχής και της μαρξιστικής –κεϋνσιανής αντίληψης περί του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας που εξαπλωνόταν στην υφήλιο».
Πρόκειται, ουσιαστικά, για έναν «αυταρχικό λαϊκισμό», εξηγούσε ο διανοούμενος Στιούαρτ Χολ, ο οποίος προωθούσε τη σύμφυση χρήματος και εξουσίας.
Ωστόσο, σε μια εποχή που η πολιτική σκηνή κυριαρχούνταν από «φιλολαϊκές» προσωπικότητες όπως ο Τρούμαν, ο Άττλη και ο Ντε Γκάσπερι , ο Χάγιεκ και οι γραφειοκράτες «φίλοι» του, σαν τον Φρίντμαν, γνώριζαν ότι έπρεπε να περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να αναπτύξουν σε πρακτικό επίπεδο το κοινωνικά κανιβαλιστικό σχέδιό τους.
Αυτή η στιγμή ήρθε. Ήταν το πραξικόπημα της Χιλής στις 11/9/1973. «Το πρώτο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα που εφαρμόστηκε ποτέ, ήταν στη Χιλή μετά το πραξικόπημα του Πινοσέτ, το οποίο στήριξε η αμερικανική κυβέρνηση και οι οικονομολόγοι τούς οποίους είχε διδάξει ο Μίλτον Φρίντμαν.(…) Εκεί ήταν εύκολο να εξασφαλίσουν υποστηρικτές για το πείραμα αυτό: όποιος είχε αντίθετη γνώμη τον πυροβολούσαν»*.
Λίγα χρόνια μετά το χιλιανό πραξικόπημα, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η μείωση των φόρων για τις μεγάλες επιχειρήσεις, η αύξηση του συναλλαγματικού ελέγχου, ο περιορισμός ή η απαγόρευση της συνδικαλιστικής δράσης , η απίσχναση των κοινωνικών δομών του κράτους και η πλήρης απελευθέρωση των χρηματαγορών βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής (και) στη Δύση. Είναι η εποχή, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, κατά την οποία η μεγάλη κερδισμένη του Β’ΠΠ, η βιομηχανία, δίνει τη θέση της στη Γουόλ Στριτ και το Σίτι του Λονδίνου. Όπως έλεγε παλιότερα ο Νόαμ Τσόμσκι, είναι η εποχή που Θάτσερ και Ρέιγκαν από κοινού είπαν στους εργοδότες: «Μπορείτε να παραβείτε τους νόμους. Εμείς δεν πρόκειται να σας σταματήσουμε».
Σ’ αυτή τη μετάβαση απ’ το «New Deal» των ‘30s στο τραπεζικό «Βig Bang» του ‘86, δεν πρωταγωνίστησε, όμως, μόνο η δεξιά παράταξη. Διάφοροι πρόθυμοι «αριστεροί», όπως ο Γάλλος πρώην Υπ. Οικ. και πρωθυπουργός των κυβερνήσεων Μιτεράν, Πιερ Μπερεγκοβουά, ο Βρετανός πρώην πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ και ο Υπ. Οικ. του, Γκόρντον Μπράουν· ο Γερμανός πρώην καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο Ιταλός πρώην πρωθυπουργός Ρομάνο Πρόντι και ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον, εφάρμοσαν με θρησκευτική ευλάβεια το μονεταρισμό και διαμόρφωσαν το λεγόμενο «ακραίο Κέντρο», το οποίο στεγάζει τη φιλοεπιχειρηματική Αριστερά και τη φιλοεργοδοτική Δεξιά στην υπηρεσία του «1%», της ολιγαρχικής ελίτ των πολύ πλούσιων.**
Αναφορικά με τον πρώτο, στα έργα και στις ημέρες του ως Υπουργού Οικονομικών καταγράφονται:
- Η χαλάρωση των όρων πίστωσης.
- H κατάργηση του συναλλαγματικού ελέγχου καθώς και των τιμών για τις επιχειρήσεις.
- Η κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου ανταλλακτηρίων συναλλάγματος.
- Η νομοθέτηση για τη διανομή μετοχικού μεριδίου στα ανώτερα στελέχη (stock options).
- Η αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου.
Στη Μ. Βρετανία, η αιμοσταγής κυβέρνηση του «κεντροαριστερού» , νυν στελέχους της «JP Morgan» και πρόσφατα ανανήψαντα στην πολιτική σκηνή, Τόνι Μπλερ, δεν χαρακτηρίστηκε έτσι, μόνο, εξαιτίας της ιμπεριαλιστικής επέμβασης στο Ιράκ, αλλά και λόγω της επιδείνωσης των συνθηκών ζωής του βρετανικού λαού. Αξίζει να αναφερθεί ότι το 2003, στη Μ. Βρετανία, στην 3η πιο πλούσια χώρα της ΕΕ τότε, 1/3 παιδιά ζούσε σε συνθήκες φτώχειας ή και κοινωνικού αποκλεισμού.
Σημειώστε ακόμη ότι, την ώρα που ο Μπλερ τραγουδούσε μαζί με τους υπόλοιπους Νέους Εργατικούς το «Red Flag»:
- Βάσει των επίσημων κρατικών στοιχείων, το 2005, τα ιδιωτικά χρέη των νοικοκυριών ξεπερνούσαν το ΑΕΠ της χώρας, αγγίζοντας σχεδόν τα 2 τρισ. λίρες, κάτι το πρωτοφανές για τη Μ. Βρετανία.
- Αυξήθηκε το συνταξιοδοτικό όριο στα 68 χρόνια.
- Επεκτάθηκε η εκμετάλλευση του αγαθού της Υγείας μέσω των ΣΔΙΤ. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η αύξηση του αριθμού των θανάτων στα νοσοκομεία συνεπεία των τεράστιων περικοπών και της κερδοσκοπικής στάσης απέναντι στους ασθενείς.
Στην γειτονική μας Ιταλία, ήταν οι κυβερνήσεις του Ρ. Πρόντι που άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες στον τραπεζικό ανταγωνισμό- κάνοντας παράλληλα πιο… ευέλικτους τους κανόνες λειτουργίας των κεφαλαιαγορών. Φευ! Ο κ. Πρόντι, μεταξύ άλλων, έγινε ευρύτερα γνωστός για το ρόλο του μεσάζοντα στην συγχώνευση της γερμανικής «SIEMENS» -πάντα η «SIEMENS»!- με την ιταλική εταιρεία «STET» το 1994. Μια, όχι και τόσο «καθαρή» υπόθεση, καθώς φάνηκε. Όπως γράφει ο δημοσιογράφος Μαρκ Ρος, «η Goldman Sachs, της οποίας ο Πρόντι ήταν σύμβουλος από το 1990 έως το 1993, είναι εκείνη που βοήθησε την ιταλική πλευρά. Κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες, ο φάκελος – της υπόθεσης- θάφτηκε (…) την εποχή-μάλιστα- που ο Πρόντι ήταν πρόεδρος του – ιταλικού- Συμβουλίου».
Στη Γερμανία, ο καγκελάριος Γκ. Σρέντερ, αποτέλεσε το δούρειο ίππο των αγορών για το ολοκληρωτικό ξεχαρβάλωμα του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους. Αφού συγκέντρωσε τον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα-άνευ επιτηρήσεως, στη συνέχεια:
- Έθεσε σε ισχύ την «Ατζέντα 2010», τον καταστατικό χάρτη πλείστων αντεργατικών μεταρρυθμίσεων, που περιλάμβανε περικοπές κοινωνικών δαπανών ύψους 21 δισ. ευρώ σε νευραλγικούς κρατικούς τομείς, όπως η Υγεία, Παιδεία, η Πρόνοια , πάγωμα συντάξεων για 2 χρόνια κ.ά.
- Κατέστησε την Ασφάλιση «ατομική υπόθεση».
- Μετέτρεψε το γλίσχρο επίδομα ανεργίας σε ισοδύναμο με το βοήθημα απορίας, μειωμένο μάλιστα σε διάρκεια.
- Θεσμοθέτησε την παροχή «ευελιξίας» προς τους εργοδότες, όσον αφορά τις ομαδικές απολύσεις.
- Αύξησε τη συμμετοχή των ασφαλισμένων στην τιμή των χορηγούμενων φαρμάκων – ενώ αυστηροποίησε τα κριτήρια πρόωρης συνταξιοδότησης.
- Από το 2004, μέσω της «χαλάρωσης του ωραρίου λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων», επέτρεψε, κυρίως στις μεγάλες επιχειρήσεις, να λειτουργούν 7 μέρες τη βδομάδα και 24 ώρες το εικοσιτετράωρο.
Στη συνέχεια, έγινε μέλος του ρωσοαγγλικού πετρελαϊκού ομίλου «TNK-BP», μέλη του οποίου- όσον αφορά το ρωσικό μέρος- ήταν άτομα του στενού περιβάλλοντος του Βλ. Πούτιν. Σήμερα, η επιτυχημένη του καριέρα συνεχίζεται από το πόστο του συμβούλου της τράπεζας «Rothschild».
Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, ο πολυτάλαντος Μπιλ Κλίντον που ακόμη και τώρα παίζει ενεργό ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή, όπως φάνηκε με την παρέμβασή του στο ελληνικό ζήτημα το 2015, ήταν εκείνος που, από το 1992-2000, προώθησε ακόμη περισσότερο τη φιλελευθεροποίηση της αμερικανικής οικονομίας.
Εκτός της εφαρμογής της -υπογεγραμμένης το 1992 επί Μπους – εμπορικής συμφωνίας «NAFTA» -την ισχύ της οποίας τελικά επέκτεινε ο Τράμπ- που ουσιαστικά έλυσε τα χέρια των εργοδοτών αναφορικά με την υπονόμευση του εργατικού συνδικαλισμού, ο Κλίντον αποτέλεσε το αγαπημένο παιδί της Γουόλ Στριτ και του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος των ΗΠΑ. Διορίζοντας αρχικά στη θέση του Υπ. Οικ. τον πρώην συμπρόεδρο της «Goldman Sachs», Ρόμπερτ Ρούμπιν, τον άνθρωπο που το φθινόπωρο του 2008 έριξε τη Citigroup στα βράχια της χρεοκοπίας- η τράπεζα σώθηκε χάρις στην παρέμβαση του Υπ. Οικ., πρώην προέδρου της «Goldman Sachs» και προσωπικού φίλου του Ρούμπιν, Χένρι Πόλσον, με δημόσιο χρήμα!!!- ο Κλίντον έδωσε αμέσως το στίγμα του «έμπιστου» για τις αγορές προέδρου. Κι αυτό γιατί, ο Ρούμπιν ,μαζί με τον Λάρι Σάμερς, διάδοχό του στο Οικονομικών και άγρυπνο προστάτη των οffshore, και τον Άλαν Γκρίνσπαν, τον πρώην επικεφαλής της ΚΤ των ΗΠΑ και θιασώτη του ελεύθερου ανταγωνισμού των αγορών, αποτέλεσαν τους πιο θερμούς υποστηρικτές των παράγωγων προϊόντων, κάτι που οδήγησε στην κρίση των subprimes (ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου) το 2008.
Ο «φιλάνθρωπος» Μπιλ, που τάισε το «αμερικανικό όνειρο» των μειονοτήτων και των εργατών μέσω κρατικοδίαιτων ιδρυμάτων, όπως η “Fannie Mae” και η “Freddie Mac” τα οποία μάλιστα διαμέσου της φούσκας της αγοράς ακινήτων είχαν αποκτήσει λόγο μέσα στο Κογκρέσο, φορτώθηκε άλλη μια αγαθοεργία προς τα άπορα της Γουόλ Στριτ στο τέλος της θητείας του. Στις 20 Ιανουαρίου 2001, έδωσε αμνηστία στον φυγόδικο δισεκατομμυριούχο Μαρκ Ριτς. Ο συγκεκριμένος είχε επικηρυχθεί από το FBI για παράνομη διάδοση πληροφοριών επένδυσης, σκόπιμη πώληση subprime, παραβίαση των όρων σε δημόσιες προσφορές εξαγοράς κ.ά.
Ταξική μεροληψία; Κακεντρέχεια και κόμπλεξ των φτωχών είναι αυτά…
Ο Κλίντον ολοκλήρωσε τη θητεία του το 2001, έφυγε, όμως, από το Λευκό Οίκο;
Ο «γιος» Μπιλ Κλίντον, όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί ο μπαμπάς Μπους στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις τους, συνέχιζε να μπαινοβγαίνει στο Λευκό Οίκο, ακόμη και μετά το πέρας της θητείας του. Ασπάστηκε με θέρμη το, ναζιστικής εμπνεύσεως, δόγμα της «Νέας Τάξης Πραγμάτων» κι όχι τυχαία μάλλον. Είναι γνωστό ότι ο Μπους ο νεότερος, τόσο προεκλογικά, όσο και στη συνέχεια, στηρίχθηκε στους μεγάλους πετρελαϊκούς ομίλους, όπως η «Εnron». Ωστόσο, ο αντιπρόεδρός του, Ντικ Τσένι, και ο υπουργός Άμυνας, Ντόναλντ Ράμσφελντ, είχαν κάτι παραπάνω από απλές συνομιλίες με τους εκπροσώπους της οπλικής βιομηχανίας. Όσο να ‘ναι, η υποστήριξη Κλίντον στο κράτος- «αστακό» και τη νέα ιμπεριαλιστική «σταυροφορία» στην μετά την 11/9 περίοδο δεν μπορεί να πέρασε απαρατήρητη…
Όχι ότι, τόσο ο ίδιος, όσο και η Χίλαρι, είχαν ανάγκη τα χρήματα. Γιατί, μπορεί να υποστηρίζουν ότι έφυγαν «ταπί και ψύχραιμοι» απ’ τον Λευκό Οίκο, ωστόσο, μόνο την επταετία 2000-2007, αποκόμισαν από τις ομιλίες τους- ως ειδήμονες φυσικά- σε συνέδρια και πανεπιστήμια 109 εκατομμύρια ευρώ.
***
Ποιοι είναι οι φίλου του λαού και πώς καταπολεμούν τους σοσιαλδημοκράτες;
Β. Ι. Λένιν.
Ιστορικά η συμβολή της σοσιαλδημοκρατίας στην εδραίωση του νεοφιλελευθερισμού υπήρξε καθοριστική. Εκτός του ότι, εντέχνως, καμουφλάρισε τη στυγνότητα της καπιταλιστικής αναλγησίας, κατάφερε να απαξιώσει πλήρως ιδέες και έννοιες- λάβαρα στον αγώνα για την ανατροπή αυτού του δυσώδους εκμεταλλευτικού συστήματος.
Προσέφερε, για να παραφράσουμε τα λόγια του Λένιν, «το καλύτερο κέλυφος» για τους τσαρλατάνους της παγκοσμιοποίησης.
Είναι τεράστια η ευθύνη των σοσιαλδημοκρατών και των «αριστερών» αβανταδόρων τους για την κατάσταση αφασίας στην οποία έχει περιέλθει το εργατικό κίνημα τις τελευταίες (τουλάχιστον δύο) δεκαετίες.
Απόρροια (και) του διεθνούς «πασοκικού» τσαρλατανισμού αποτελεί το γεγονός ότι στη Γαλλία οι πολίτες κλήθηκαν να επιλέξουν ανάμεσα στη θατσερική Σκύλα και τη (σοβαρή) ακροδεξιά Χάρυβδη.
Ωστόσο, όπως σημειώναμε πρόσφατα, το παιχνίδι μπορεί να είναι «στημένο». Ο αγώνας να έχει προδοθεί. Όμως, το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν τη χαραυγή.
Δεν πρόκειται για ένα πνευματικό καταπραϋντικό «χάπι» προκειμένου να αντέξει κάποιος το βάρβαρο παρόν, αλλά για ιστορική νομοτέλεια. Η πρόοδος της ανθρωπότητας είναι αναπόφευκτη.
*Αναδημοσιευμένο κείμενο του «Guardian» στην «Καθημερινή» στις 2/9/2007 με τίτλο: «Πώς αλώθηκε ο πλούτος των λαών»
** «Το λυκόφως του «ακραίου Κέντρου», Αυγή – Monde Diplomatique, 18/12/2016
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου