By Bernard Cassen and Χάρης Λογοθέτης (μετάφραση)
Βρυξέλλες και Λονδίνο ασφαλώς θα καταλήξουν σε μια
θεσμική διευθέτηση προκειμένου να οργανώσουν την αποχώρηση του Ηνωμένου
Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία αποφάσισαν οι Βρετανοί
πολίτες στις 23 Ιουνίου. Όμως, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το
«Brexit» υποχρεώνει τους Ευρωπαίους ηγέτες να επανεξετάσουν ριζικά ένα
κοινό εγχείρημα που περιορίστηκε σε μια «μεγάλη κοινή αγορά», κάτω από
την πίεση κυρίως του Ηνωμένου Βασιλείου.
Οι πολιτικές συζητήσεις παίρνουν συχνά τη μορφή μιας μάχης αριθμών, ακόμη κι όταν δεν περιορίζονται αποκλειστικά σε αυτό. Η εκστρατεία του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου, που ολοκληρώθηκε με τη νίκη του «Brexit» και την απόφαση των Βρετανών να αποχωρήσουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτέλεσε μία ακόμη απόδειξη. Και τα δύο στρατόπεδα κινητοποίησαν ειδικούς, ομάδες πίεσης και θεσμούς κάθε είδους για να παραγάγουν στοίβες μελετών και προβλέψεων –προφανώς αντικρουόμενων– σχετικά με τα πλεονεκτήματα ή τους, κυρίως οικονομικούς και χρηματοπιστωτικούς, κινδύνους της αποχώρησης. Αντίθετα, ο Βρετανός πολίτης ενημερώθηκε λιγότερο, ίσως και καθόλου, για τον τρόπο με τον οποίο η χώρα του συνέβαλε στη διαμόρφωση των κοινοτικών πρακτικών και πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όσοι, στις Βρυξέλλες και στις περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, είναι ικανοποιημένοι με την επιρροή αυτή, αποφεύγουν να την διατυμπανίσουν. Όσοι δυσφορούν, ιδιαίτερα στη Γαλλία, δεν θέλουν να αναφερθούν δημόσια στην αδυναμία τους να την περιορίσουν.
Με εξαίρεση τη Γαλλία, η οποία έχει εμπλακεί στρατιωτικά σε αρκετά μέτωπα εξωτερικών επεμβάσεων, τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν περιορίσει σε μεγάλο βαθμό τις διεθνείς στρατηγικές φιλοδοξίες τους στον ευρωπαϊκό ορίζοντα και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ (1). Εκφράζονται από το εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή και της Ευρωζώνης, έχοντας ενσωματώσει τους περιορισμούς και τα πλεονεκτήματά τους, και δεν επιχειρηματολογούν με όρους αντιπαράθεσης με την «Ευρώπη». Η Ελλάδα, που έχει υποκύψει στα τελεσίγραφα των εταίρων της και απειλείται με αποβολή από το κοινό νόμισμα, αποτελεί την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι βρετανικές πολιτικές ελίτ υιοθέτησαν μια τελείως διαφορετική στάση. Σε ομιλία του στις 5 Δεκεμβρίου 1962, ο Ντιν Άτσεσον, υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών μεταξύ 1949 και 1953 επί προεδρίας Χάρι Τρούμαν, είχε στηλιτεύσει τη στάση των Βρετανών με όρους που πολλοί χρησιμοποίησαν στη συνέχεια και, μάλιστα, ακόμη και στις πρόσφατες αντιπαραθέσεις γύρω από το «Brexit»: «Η Μεγάλη Βρετανία έχασε μια αυτοκρατορία και δεν έχει ακόμη βρει ρόλο. Η απόπειρα να παίξει τον ρόλο της ξεχωριστής δύναμης –δηλαδή έναν ρόλο στο περιθώριο της Ευρώπης που θα στηρίζεται σε μια “ειδική σχέση” με τις Ηνωμένες Πολιτείες και στη θέση της ως επικεφαλής μιας Κοινοπολιτείας που δεν έχει καμία δομή, ενότητα ή εξουσία (…)–, αυτός ο ρόλος έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του».
Η ορφανή «αγγλόσφαιρα»
Εκείνη την εποχή, οι συγκεκριμένες αναφορές προκάλεσαν σκάνδαλο στο βρετανικό κατεστημένο, πόσο μάλλον αφού αμφισβητούσαν ευθέως τον πυρήνα των δύο, εξίσου ιστορικών, λόγων που είχε εκφωνήσει ο Ουίνστον Τσόρτσιλ δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα (2). Στον πρώτο, στις 5 Μαρτίου 1946, στη Ζυρίχη, ο τότε Βρετανός πρωθυπουργός συνιστούσε τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης, την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο θα στήριζε καλοπροαίρετα, αλλά από έξω: «Είμαστε μαζί σας, αλλά δεν είμαστε δικοί σας». Στον δεύτερο λόγο του, το 1948, στο συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος, ο Τσόρτσιλ ανέπτυσσε τη θεωρία των «τριών κύκλων», στην τομή των οποίων βρισκόταν, σύμφωνα με τον ίδιο, το Ηνωμένο Βασίλειο: πρώτα οι αγγλόφωνες χώρες –δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι παλαιές «λευκές» κτήσεις (Καναδάς, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία)–, στη συνέχεια η Ευρώπη και, τέλος, η Κοινοπολιτεία. Ούτε σκέψη για ένταξη αποκλειστικά σε έναν από τους κύκλους αυτούς, ακόμη και στον πλησιέστερο: την Ευρώπη.
Το τελευταίο διάστημα, στα μέσα ενημέρωσης έχει επανέλθει μια έκφραση για να περιγράψει τις σχέσεις μεταξύ Λονδίνου και Ευρωπαϊκής Ένωσης: «semi–detached» («ημι-ανεξάρτητες»), έκφραση η οποία χρησιμοποιείται για τις κατοικίες των βρετανικών προαστίων που συνδέονται με μεσοτοιχία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μόνο μία οικία, αλλά δύο: μία που αριθμεί 28 δωμάτια –μεταξύ τους και το Ηνωμένο Βασίλειο– και μία δεύτερη που αποτελείται από ένα και μοναδικό δωμάτιο, το Ηνωμένο Βασίλειο. Ανάλογα με τις περιστάσεις, η Γηραιά Αλβιώνα κατοικεί στη μία από τις δύο οικίες. Οι παραχωρήσεις που απέσπασε ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στις 18 και 19 Φεβρουαρίου 2016, το επιβεβαιώνουν (3).
Η διεκδίκηση μιας «ειδικής σχέσης» με τις Ηνωμένες Πολιτείες αποδεικνύεται λιγότερο εύκολη. Η ψευδαίσθηση αυτή, η οποία συντηρείται για πολλά χρόνια, πήρε νέα παράταση ζωής το 2013, χάρη στις ανακαλύψεις του Έντουαρντ Σνόουντεν για το πλανητικό δίκτυο παρακολουθήσεων της αμερικανικής Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας (NSA). Εκείνο που κανείς δεν αγνοούσε στον κόσμο των μυστικών υπηρεσιών αναδύθηκε μεγαλόπρεπα σε δημόσια θέα: τα «μεγάλα αυτιά» που ακούν όλα τα μηνύματα του πλανήτη για λογαριασμό των Ηνωμένων Πολιτειών δεν είναι μόνο αμερικανικά, αλλά και αυστραλέζικα, βρετανικά, καναδικά και νεοζηλανδέζικα. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι στρατηγοί της Ουάσινγκτον δεν δείχνουν απόλυτη εμπιστοσύνη παρά μόνο στους αγγλόφωνους υπεργολάβους τους.
Η λέσχη των «πέντε ματιών» (five eyes) είχε ιδρυθεί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μέσω μυστικών συμφωνιών, με πρώτη την United Kingdom – United States Communication Intelligence Agreement (UKUSA), η οποία υπογράφηκε το 1946. Από το σημείο αυτό, όμως, μέχρι τη φαντασίωση ότι η «αγγλόσφαιρα» αποτελεί πόλο ισχύος στο περιθώριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω του οποίου το Λονδίνο θα μπορούσε να ασκεί διεθνή επιρροή, υπάρχει μία απόσταση την οποία ούτε ο Μπαράκ Ομπάμα ούτε οι προκάτοχοί του διανοήθηκαν ποτέ να διανύσουν. Στις 22 Απριλίου 2016, κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο, ο Αμερικανός πρόεδρος υπενθύμισε με σαφήνεια στους οικοδεσπότες του ότι η παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ζήτημα εθνικού συμφέροντος –το μόνο που μετράει– για τις ΗΠΑ. Ακόμη και αν η «αγγλόσφαιρα» εξακολουθεί να έχει πολύ ισχυρή συναισθηματική και πολιτιστική απήχηση στον Καναδά, στην Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει προτεραιότητα για τις κυβερνήσεις των κρατών αυτών, ίσως μάλιστα για γεωπολιτικούς λόγους: η Οτάβα πρέπει πρώτα να χειριστεί τη σχέση της με τον μεγάλο νότιο γείτονα, ενώ Καμπέρα και Ουέλινγκτον αναζητούν τη θέση τους στη ζώνη της Νοτιοανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού.
Οι φυγόκεντρες αυτές δυνάμεις μαρτυρούν τη δυσκολία συγκρότησης μιας πολιτικής κοινότητας με μοναδική συγκολλητική ουσία τους γλωσσικούς δεσμούς. Όμως, οι ένθερμοι οπαδοί της «αγγλόσφαιρας», οι οποίοι λυπούνται για τον κατακερματισμό της, δεν έχουν ακόμη αντιληφθεί ότι έχουν σημειώσει μια τεράστια νίκη. Υπάρχει ήδη μια άλλη «αγγλόσφαιρα», και μάλιστα σε φάση εξάπλωσης: η Ευρωπαϊκή Ένωση (4). Με καθαρά γλωσσικούς όρους, η Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται όλο και πιο αγγλική. Το διαπιστώνει κανείς στους περισσότερους επιστημονικούς και τεχνικούς κλάδους, στη διοίκηση επιχειρήσεων, στην ανώτατη εκπαίδευση, στα επαγγέλματα που συνδέονται με την επικοινωνία και το εμπόριο, όπου τα αγγλικά εκτοπίζουν τις υπόλοιπες γλώσσες.
Στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών θεσμών –οι οποίοι θα έπρεπε να δίνουν το παράδειγμα– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μολονότι καταστατικά αποτελεί τον θεματοφύλακα των συνθηκών και του «κοινοτικού κεκτημένου», αγνοεί ανοικτά τη γλωσσική διευθέτηση του 1958, η οποία παραχωρεί στις εθνικές γλώσσες των κρατών-μελών (24 σήμερα) καθεστώς επίσημης γλώσσας και γλώσσας εργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην πραγματικότητα, ευνοεί σκανδαλωδώς τα αγγλικά, όπως κάνει και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία για την Εξωτερική Δράση, αλλά ακόμη και οι θεσμοί του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (5). Το απόγειο της εθελοδουλείας καταγράφηκε όταν ο Πιέρ Μοσκοβισί, Ευρωπαίος επίτροπος γαλλικής εθνικότητας, απηύθυνε, τον Δεκέμβριο του 2014, επίσημη επιστολή στα αγγλικά στον Μισέλ Σαπέν, υπουργό Οικονομικών του Φρανσουά Ολάντ. Η ισχυρή αυτή κοινοτική τάση έχει οικονομικές επιπτώσεις: περιφρονώντας τον «ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό», ευνοεί τις επιχειρήσεις των αγγλόφωνων χωρών (Ιρλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο), οι οποίες δεν χρειάζεται να καταβάλουν τα σημαντικά μεταφραστικά έξοδα για τις, συχνά ογκώδεις, απαντήσεις στις προσκλήσεις ενδιαφέροντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (6).
Άλλος λόγος ικανοποίησης για το Λονδίνο; Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι αγγλική μόνο στις γλωσσικές πρακτικές της, αλλά και στη φιλοσοφία και στις πολιτικές της, και μάλιστα ήδη από την ίδρυσή της. Η Συνθήκη της Ρώμης, με την οποία ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) το 1957, τοποθέτησε τα φιλελεύθερα δόγματα του ανταγωνισμού και του ελεύθερου εμπορίου στην κορυφή του κοινοτικού οικοδομήματος. Οι μεταγενέστερες συνθήκες, και ιδιαίτερα η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1986), απλώς επιβεβαίωσαν το γεγονός. Η βρετανική ηγεσία, η οποία δεν υπέγραψε την ιδρυτική συνθήκη εφαρμόζοντας το δόγμα Τσόρτσιλ, συνειδητοποίησε αργότερα τις δυνατότητες που προσφέρει και προσπάθησε να διορθώσει το λάθος της. Μετά από δύο απόπειρες που συνάντησαν την άρνηση του στρατηγού ντε Γκολ, το Ηνωμένο Βασίλειο εντάχθηκε τελικά στην ΕΟΚ το 1973. Αυτός ο πραγματιστικός υπολογισμός του κόστους και του οφέλους της ένταξης βρισκόταν στον αντίποδα του ευρωπαϊστικού μυστικισμού των ηγετών της σοσιαλδημοκρατίας και της χριστιανοδημοκρατίας της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ, πρωθυπουργός από το 1979 μέχρι το 1990, διατύπωσε με μεγαλύτερη σαφήνεια τον στόχο του Ηνωμένου Βασιλείου: «Ολόκληρη τη μεγάλη αγορά και τίποτε πέραν αυτής». Από εκεί πήγαζε και μια μόνιμη πολιτική γραμμή, ανεξάρτητα από το χρώμα της κυβέρνησης στο Λονδίνο: εξάλειψη των εμποδίων για τις δυνάμεις της αγοράς, εάν χρειαστεί και μονομερώς, απαιτώντας εξαιρέσεις από την κοινοτική νομοθεσία, ιδιαίτερα σε κοινωνικά ζητήματα, πολλαπλασιασμός των εμποδίων σε οποιαδήποτε μορφή πολιτικής ή νομισματικής ένωσης, χωρίς δισταγμούς διεκδίκηση του μέγιστου των ωφελημάτων από τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μία από τις επιτυχίες της στρατηγικής αυτής –σε συνεργασία με τη Γερμανία– υπήρξε η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2004 και στη συνέχεια το 2007, προς τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, με την οποία αυξήθηκαν σημαντικά οι δυνατότητες ενδοκοινοτικού κοινωνικού αθέμιτου ανταγωνισμού (social dumping), ιδιαίτερα μέσω της χρησιμοποίησης «αποσπασμένων εργαζομένων» (7). Επρόκειτο για αριστοτεχνική κίνηση, τα αποτελέσματα της οποίας βεβαίως δεν διατυμπανίζει η βρετανική διπλωματία, έτσι ώστε να αποσπά όλο και περισσότερα από τους εταίρους της…
Διαρκής εμβάθυνση του φιλελευθερισμού
Το Λονδίνο είχε βρει έναν απρόσμενο συνοδοιπόρο: την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οπωσδήποτε, το εκτελεστικό όργανο των Βρυξελλών, το οποίο βλέπει τον εαυτό του ως την κυβέρνηση μιας υποθετικής ομοσπονδιακής Ευρώπης, υπήρξε τελείως εχθρικό προς την Ευρώπη των κρατών που υποστήριζαν οι περισσότεροι Βρετανοί ηγέτες. Από την άλλη πλευρά όμως, τους είχε θεωρήσει πολύτιμους σύμμαχους για τη διαρκή εμβάθυνση του φιλελευθερισμού. Η σύμπλευση αυτή είχε αποτυπωθεί στην τοποθέτηση Βρετανών σε νευραλγικές για τα συμφέροντά τους θέσεις στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών θεσμών. Έτσι, η Βίκι Φορντ, την ώρα που οργανώνεται η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι ακόμη πρόεδρος της επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την εσωτερική αγορά και την προστασία του καταναλωτή. Ακόμη σημαντικότερη ήταν η απόφαση του Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να ορίσει επίτροπο αρμόδιο για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες τον Τζόναθαν Χιλ, γνωστό κυρίως ως παράγοντα επιρροής για λογαριασμό του λονδρέζικου Σίτι και εκπρόσωπο του τραπεζικού λόμπι. Δεν είναι ο μοναδικός επίτροπος σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων, είναι όμως σίγουρα η πιο εμβληματική περίπτωση, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Γιουνκέρ, πρώην πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, ο οποίος, όπως έδειξαν οι αποκαλύψεις των «LuxLeaks», επεφύλαξε ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση σε αρκετές πολυεθνικές, όπως η Apple ή η Amazon (8).
Για τον Ντιν Άτσεσον, πριν από παραπάνω από μισό αιώνα, το Ηνωμένο Βασίλειο βρισκόταν σε αναζήτηση ρόλου. Εάν ο Άτσεσον μιλούσε σήμερα, θα μπορούσε να επικαλεστεί τον ρόλο του λαθρεπιβάτη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος (9). Έναν λαθρεπιβάτη που θριάμβευσε σιωπηλά, αφήνοντας σε άλλους να μιλούν για τα κατορθώματά του. Και κανείς δεν είναι πιο κατάλληλος για κάτι τέτοιο από τον Πίτερ Σάδερλαντ, πραγματικό ολιγάρχη της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (10). Πράγματι, ήξερε για τι πράγμα μιλούσε, όταν έγραφε: «Ένα από τα πιο λυπηρά παράδοξα ενός ενδεχόμενου “Brexit” είναι ότι το Λονδίνο έχει σημειώσει μεγάλη επιτυχία, διαμορφώνοντας μια Ευρωπαϊκή Ένωση του ελεύθερου εμπορίου στα δικά του πρότυπα» (11).
Οι πολιτικές συζητήσεις παίρνουν συχνά τη μορφή μιας μάχης αριθμών, ακόμη κι όταν δεν περιορίζονται αποκλειστικά σε αυτό. Η εκστρατεία του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου, που ολοκληρώθηκε με τη νίκη του «Brexit» και την απόφαση των Βρετανών να αποχωρήσουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτέλεσε μία ακόμη απόδειξη. Και τα δύο στρατόπεδα κινητοποίησαν ειδικούς, ομάδες πίεσης και θεσμούς κάθε είδους για να παραγάγουν στοίβες μελετών και προβλέψεων –προφανώς αντικρουόμενων– σχετικά με τα πλεονεκτήματα ή τους, κυρίως οικονομικούς και χρηματοπιστωτικούς, κινδύνους της αποχώρησης. Αντίθετα, ο Βρετανός πολίτης ενημερώθηκε λιγότερο, ίσως και καθόλου, για τον τρόπο με τον οποίο η χώρα του συνέβαλε στη διαμόρφωση των κοινοτικών πρακτικών και πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όσοι, στις Βρυξέλλες και στις περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, είναι ικανοποιημένοι με την επιρροή αυτή, αποφεύγουν να την διατυμπανίσουν. Όσοι δυσφορούν, ιδιαίτερα στη Γαλλία, δεν θέλουν να αναφερθούν δημόσια στην αδυναμία τους να την περιορίσουν.
Με εξαίρεση τη Γαλλία, η οποία έχει εμπλακεί στρατιωτικά σε αρκετά μέτωπα εξωτερικών επεμβάσεων, τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν περιορίσει σε μεγάλο βαθμό τις διεθνείς στρατηγικές φιλοδοξίες τους στον ευρωπαϊκό ορίζοντα και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ (1). Εκφράζονται από το εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή και της Ευρωζώνης, έχοντας ενσωματώσει τους περιορισμούς και τα πλεονεκτήματά τους, και δεν επιχειρηματολογούν με όρους αντιπαράθεσης με την «Ευρώπη». Η Ελλάδα, που έχει υποκύψει στα τελεσίγραφα των εταίρων της και απειλείται με αποβολή από το κοινό νόμισμα, αποτελεί την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι βρετανικές πολιτικές ελίτ υιοθέτησαν μια τελείως διαφορετική στάση. Σε ομιλία του στις 5 Δεκεμβρίου 1962, ο Ντιν Άτσεσον, υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών μεταξύ 1949 και 1953 επί προεδρίας Χάρι Τρούμαν, είχε στηλιτεύσει τη στάση των Βρετανών με όρους που πολλοί χρησιμοποίησαν στη συνέχεια και, μάλιστα, ακόμη και στις πρόσφατες αντιπαραθέσεις γύρω από το «Brexit»: «Η Μεγάλη Βρετανία έχασε μια αυτοκρατορία και δεν έχει ακόμη βρει ρόλο. Η απόπειρα να παίξει τον ρόλο της ξεχωριστής δύναμης –δηλαδή έναν ρόλο στο περιθώριο της Ευρώπης που θα στηρίζεται σε μια “ειδική σχέση” με τις Ηνωμένες Πολιτείες και στη θέση της ως επικεφαλής μιας Κοινοπολιτείας που δεν έχει καμία δομή, ενότητα ή εξουσία (…)–, αυτός ο ρόλος έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του».
Η ορφανή «αγγλόσφαιρα»
Εκείνη την εποχή, οι συγκεκριμένες αναφορές προκάλεσαν σκάνδαλο στο βρετανικό κατεστημένο, πόσο μάλλον αφού αμφισβητούσαν ευθέως τον πυρήνα των δύο, εξίσου ιστορικών, λόγων που είχε εκφωνήσει ο Ουίνστον Τσόρτσιλ δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα (2). Στον πρώτο, στις 5 Μαρτίου 1946, στη Ζυρίχη, ο τότε Βρετανός πρωθυπουργός συνιστούσε τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης, την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο θα στήριζε καλοπροαίρετα, αλλά από έξω: «Είμαστε μαζί σας, αλλά δεν είμαστε δικοί σας». Στον δεύτερο λόγο του, το 1948, στο συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος, ο Τσόρτσιλ ανέπτυσσε τη θεωρία των «τριών κύκλων», στην τομή των οποίων βρισκόταν, σύμφωνα με τον ίδιο, το Ηνωμένο Βασίλειο: πρώτα οι αγγλόφωνες χώρες –δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι παλαιές «λευκές» κτήσεις (Καναδάς, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία)–, στη συνέχεια η Ευρώπη και, τέλος, η Κοινοπολιτεία. Ούτε σκέψη για ένταξη αποκλειστικά σε έναν από τους κύκλους αυτούς, ακόμη και στον πλησιέστερο: την Ευρώπη.
Το τελευταίο διάστημα, στα μέσα ενημέρωσης έχει επανέλθει μια έκφραση για να περιγράψει τις σχέσεις μεταξύ Λονδίνου και Ευρωπαϊκής Ένωσης: «semi–detached» («ημι-ανεξάρτητες»), έκφραση η οποία χρησιμοποιείται για τις κατοικίες των βρετανικών προαστίων που συνδέονται με μεσοτοιχία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μόνο μία οικία, αλλά δύο: μία που αριθμεί 28 δωμάτια –μεταξύ τους και το Ηνωμένο Βασίλειο– και μία δεύτερη που αποτελείται από ένα και μοναδικό δωμάτιο, το Ηνωμένο Βασίλειο. Ανάλογα με τις περιστάσεις, η Γηραιά Αλβιώνα κατοικεί στη μία από τις δύο οικίες. Οι παραχωρήσεις που απέσπασε ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στις 18 και 19 Φεβρουαρίου 2016, το επιβεβαιώνουν (3).
Η διεκδίκηση μιας «ειδικής σχέσης» με τις Ηνωμένες Πολιτείες αποδεικνύεται λιγότερο εύκολη. Η ψευδαίσθηση αυτή, η οποία συντηρείται για πολλά χρόνια, πήρε νέα παράταση ζωής το 2013, χάρη στις ανακαλύψεις του Έντουαρντ Σνόουντεν για το πλανητικό δίκτυο παρακολουθήσεων της αμερικανικής Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας (NSA). Εκείνο που κανείς δεν αγνοούσε στον κόσμο των μυστικών υπηρεσιών αναδύθηκε μεγαλόπρεπα σε δημόσια θέα: τα «μεγάλα αυτιά» που ακούν όλα τα μηνύματα του πλανήτη για λογαριασμό των Ηνωμένων Πολιτειών δεν είναι μόνο αμερικανικά, αλλά και αυστραλέζικα, βρετανικά, καναδικά και νεοζηλανδέζικα. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι στρατηγοί της Ουάσινγκτον δεν δείχνουν απόλυτη εμπιστοσύνη παρά μόνο στους αγγλόφωνους υπεργολάβους τους.
Η λέσχη των «πέντε ματιών» (five eyes) είχε ιδρυθεί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μέσω μυστικών συμφωνιών, με πρώτη την United Kingdom – United States Communication Intelligence Agreement (UKUSA), η οποία υπογράφηκε το 1946. Από το σημείο αυτό, όμως, μέχρι τη φαντασίωση ότι η «αγγλόσφαιρα» αποτελεί πόλο ισχύος στο περιθώριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω του οποίου το Λονδίνο θα μπορούσε να ασκεί διεθνή επιρροή, υπάρχει μία απόσταση την οποία ούτε ο Μπαράκ Ομπάμα ούτε οι προκάτοχοί του διανοήθηκαν ποτέ να διανύσουν. Στις 22 Απριλίου 2016, κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο, ο Αμερικανός πρόεδρος υπενθύμισε με σαφήνεια στους οικοδεσπότες του ότι η παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ζήτημα εθνικού συμφέροντος –το μόνο που μετράει– για τις ΗΠΑ. Ακόμη και αν η «αγγλόσφαιρα» εξακολουθεί να έχει πολύ ισχυρή συναισθηματική και πολιτιστική απήχηση στον Καναδά, στην Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει προτεραιότητα για τις κυβερνήσεις των κρατών αυτών, ίσως μάλιστα για γεωπολιτικούς λόγους: η Οτάβα πρέπει πρώτα να χειριστεί τη σχέση της με τον μεγάλο νότιο γείτονα, ενώ Καμπέρα και Ουέλινγκτον αναζητούν τη θέση τους στη ζώνη της Νοτιοανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού.
Οι φυγόκεντρες αυτές δυνάμεις μαρτυρούν τη δυσκολία συγκρότησης μιας πολιτικής κοινότητας με μοναδική συγκολλητική ουσία τους γλωσσικούς δεσμούς. Όμως, οι ένθερμοι οπαδοί της «αγγλόσφαιρας», οι οποίοι λυπούνται για τον κατακερματισμό της, δεν έχουν ακόμη αντιληφθεί ότι έχουν σημειώσει μια τεράστια νίκη. Υπάρχει ήδη μια άλλη «αγγλόσφαιρα», και μάλιστα σε φάση εξάπλωσης: η Ευρωπαϊκή Ένωση (4). Με καθαρά γλωσσικούς όρους, η Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται όλο και πιο αγγλική. Το διαπιστώνει κανείς στους περισσότερους επιστημονικούς και τεχνικούς κλάδους, στη διοίκηση επιχειρήσεων, στην ανώτατη εκπαίδευση, στα επαγγέλματα που συνδέονται με την επικοινωνία και το εμπόριο, όπου τα αγγλικά εκτοπίζουν τις υπόλοιπες γλώσσες.
Στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών θεσμών –οι οποίοι θα έπρεπε να δίνουν το παράδειγμα– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μολονότι καταστατικά αποτελεί τον θεματοφύλακα των συνθηκών και του «κοινοτικού κεκτημένου», αγνοεί ανοικτά τη γλωσσική διευθέτηση του 1958, η οποία παραχωρεί στις εθνικές γλώσσες των κρατών-μελών (24 σήμερα) καθεστώς επίσημης γλώσσας και γλώσσας εργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην πραγματικότητα, ευνοεί σκανδαλωδώς τα αγγλικά, όπως κάνει και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία για την Εξωτερική Δράση, αλλά ακόμη και οι θεσμοί του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (5). Το απόγειο της εθελοδουλείας καταγράφηκε όταν ο Πιέρ Μοσκοβισί, Ευρωπαίος επίτροπος γαλλικής εθνικότητας, απηύθυνε, τον Δεκέμβριο του 2014, επίσημη επιστολή στα αγγλικά στον Μισέλ Σαπέν, υπουργό Οικονομικών του Φρανσουά Ολάντ. Η ισχυρή αυτή κοινοτική τάση έχει οικονομικές επιπτώσεις: περιφρονώντας τον «ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό», ευνοεί τις επιχειρήσεις των αγγλόφωνων χωρών (Ιρλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο), οι οποίες δεν χρειάζεται να καταβάλουν τα σημαντικά μεταφραστικά έξοδα για τις, συχνά ογκώδεις, απαντήσεις στις προσκλήσεις ενδιαφέροντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (6).
Άλλος λόγος ικανοποίησης για το Λονδίνο; Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι αγγλική μόνο στις γλωσσικές πρακτικές της, αλλά και στη φιλοσοφία και στις πολιτικές της, και μάλιστα ήδη από την ίδρυσή της. Η Συνθήκη της Ρώμης, με την οποία ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) το 1957, τοποθέτησε τα φιλελεύθερα δόγματα του ανταγωνισμού και του ελεύθερου εμπορίου στην κορυφή του κοινοτικού οικοδομήματος. Οι μεταγενέστερες συνθήκες, και ιδιαίτερα η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1986), απλώς επιβεβαίωσαν το γεγονός. Η βρετανική ηγεσία, η οποία δεν υπέγραψε την ιδρυτική συνθήκη εφαρμόζοντας το δόγμα Τσόρτσιλ, συνειδητοποίησε αργότερα τις δυνατότητες που προσφέρει και προσπάθησε να διορθώσει το λάθος της. Μετά από δύο απόπειρες που συνάντησαν την άρνηση του στρατηγού ντε Γκολ, το Ηνωμένο Βασίλειο εντάχθηκε τελικά στην ΕΟΚ το 1973. Αυτός ο πραγματιστικός υπολογισμός του κόστους και του οφέλους της ένταξης βρισκόταν στον αντίποδα του ευρωπαϊστικού μυστικισμού των ηγετών της σοσιαλδημοκρατίας και της χριστιανοδημοκρατίας της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ, πρωθυπουργός από το 1979 μέχρι το 1990, διατύπωσε με μεγαλύτερη σαφήνεια τον στόχο του Ηνωμένου Βασιλείου: «Ολόκληρη τη μεγάλη αγορά και τίποτε πέραν αυτής». Από εκεί πήγαζε και μια μόνιμη πολιτική γραμμή, ανεξάρτητα από το χρώμα της κυβέρνησης στο Λονδίνο: εξάλειψη των εμποδίων για τις δυνάμεις της αγοράς, εάν χρειαστεί και μονομερώς, απαιτώντας εξαιρέσεις από την κοινοτική νομοθεσία, ιδιαίτερα σε κοινωνικά ζητήματα, πολλαπλασιασμός των εμποδίων σε οποιαδήποτε μορφή πολιτικής ή νομισματικής ένωσης, χωρίς δισταγμούς διεκδίκηση του μέγιστου των ωφελημάτων από τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μία από τις επιτυχίες της στρατηγικής αυτής –σε συνεργασία με τη Γερμανία– υπήρξε η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2004 και στη συνέχεια το 2007, προς τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, με την οποία αυξήθηκαν σημαντικά οι δυνατότητες ενδοκοινοτικού κοινωνικού αθέμιτου ανταγωνισμού (social dumping), ιδιαίτερα μέσω της χρησιμοποίησης «αποσπασμένων εργαζομένων» (7). Επρόκειτο για αριστοτεχνική κίνηση, τα αποτελέσματα της οποίας βεβαίως δεν διατυμπανίζει η βρετανική διπλωματία, έτσι ώστε να αποσπά όλο και περισσότερα από τους εταίρους της…
Διαρκής εμβάθυνση του φιλελευθερισμού
Το Λονδίνο είχε βρει έναν απρόσμενο συνοδοιπόρο: την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οπωσδήποτε, το εκτελεστικό όργανο των Βρυξελλών, το οποίο βλέπει τον εαυτό του ως την κυβέρνηση μιας υποθετικής ομοσπονδιακής Ευρώπης, υπήρξε τελείως εχθρικό προς την Ευρώπη των κρατών που υποστήριζαν οι περισσότεροι Βρετανοί ηγέτες. Από την άλλη πλευρά όμως, τους είχε θεωρήσει πολύτιμους σύμμαχους για τη διαρκή εμβάθυνση του φιλελευθερισμού. Η σύμπλευση αυτή είχε αποτυπωθεί στην τοποθέτηση Βρετανών σε νευραλγικές για τα συμφέροντά τους θέσεις στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών θεσμών. Έτσι, η Βίκι Φορντ, την ώρα που οργανώνεται η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι ακόμη πρόεδρος της επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την εσωτερική αγορά και την προστασία του καταναλωτή. Ακόμη σημαντικότερη ήταν η απόφαση του Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να ορίσει επίτροπο αρμόδιο για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες τον Τζόναθαν Χιλ, γνωστό κυρίως ως παράγοντα επιρροής για λογαριασμό του λονδρέζικου Σίτι και εκπρόσωπο του τραπεζικού λόμπι. Δεν είναι ο μοναδικός επίτροπος σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων, είναι όμως σίγουρα η πιο εμβληματική περίπτωση, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Γιουνκέρ, πρώην πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, ο οποίος, όπως έδειξαν οι αποκαλύψεις των «LuxLeaks», επεφύλαξε ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση σε αρκετές πολυεθνικές, όπως η Apple ή η Amazon (8).
Για τον Ντιν Άτσεσον, πριν από παραπάνω από μισό αιώνα, το Ηνωμένο Βασίλειο βρισκόταν σε αναζήτηση ρόλου. Εάν ο Άτσεσον μιλούσε σήμερα, θα μπορούσε να επικαλεστεί τον ρόλο του λαθρεπιβάτη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος (9). Έναν λαθρεπιβάτη που θριάμβευσε σιωπηλά, αφήνοντας σε άλλους να μιλούν για τα κατορθώματά του. Και κανείς δεν είναι πιο κατάλληλος για κάτι τέτοιο από τον Πίτερ Σάδερλαντ, πραγματικό ολιγάρχη της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (10). Πράγματι, ήξερε για τι πράγμα μιλούσε, όταν έγραφε: «Ένα από τα πιο λυπηρά παράδοξα ενός ενδεχόμενου “Brexit” είναι ότι το Λονδίνο έχει σημειώσει μεγάλη επιτυχία, διαμορφώνοντας μια Ευρωπαϊκή Ένωση του ελεύθερου εμπορίου στα δικά του πρότυπα» (11).
- Από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μόνο έξι δεν είναι μέλη του ΝΑΤΟ (Φινλανδία, Σουηδία, Ιρλανδία, Αυστρία, Μάλτα, Κύπρος).
- Βλ. «“Brexit”: Ο Ντέιβιντ Κάμερον έπεσε στην παγίδα που είχε στήσει», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 6 Μαρτίου 2016, http://monde-diplomatique.gr/?p=1165
- Βλ. «Et si David Cameron avait ouvert la voie à “une autre Europe”?», Mémoire des luttes, 1η Μαρτίου 2016, medelu.org.
- Βλ. Benoît Duteurtre, «La langue de l’Europe», «Le Monde diplomatique», Ιούνιος
- Βλ. «Pour une ambition francophone», ενημερωτική έκθεση Νο 1723 που παρουσίασε ο Πουριά Αμιρσαχί, Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων, γαλλική Εθνοσυνέλευση, Παρίσι, Ιανουάριος 2014.
- Βλ. Dominique Hoppe, «Le coût du monolinguisme», «Le Monde diplomatique», Μάιος
- Βλ. Gilles Balbastre, «Travail détaché, travailleurs enchaînés», «Le Monde diplomatique», Απρίλιος
- Βλ. Eva Joly και Guillemette Faure, «Le loup dans la bergerie», Les Arènes, Παρίσι, 2016.
- Η έννοια του λαθρεπιβάτη (free rider), που χρησιμοποιείται στις κοινωνικές επιστήμες για να περιγράψει κάποιον που ωφελείται από μια συλλογική δράση χωρίς ο ίδιος να συμμετέχει σε αυτήν, έτυχε θεωρητικής επεξεργασίας από τον Αμερικανό οικονομολόγο Mancur Olson, στο «Logique de l’action collective», Presses universitaires de France, Παρίσι, 1978 (1η έκδοση, 1965).
- Πρώην μέλος της Τριμερούς Επιτροπής, πρώην Ευρωπαίος επίτροπος, πρώην γενικός διευθυντής της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT), πρώην πρόεδρος της Goldman Sachs και της ΒΡ.
- Peter Sutherland, «A year of magical thinking for the Brexiteers», «Financial Times», Λονδίνο, 31 Μαρτίου
Ομότιμος καθηγητής στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών του
πανεπιστημίου Paris-VIII και γενικός γραμματέας της ένωσης Mémoire des
luttes.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου