Της Ιωάννας Μπισκιτζή – Λέκτορας κλασικής φιλολογίας
Το 1525, ο Νικολό Μακιαβέλι, συγγράφοντας την ιστορία για την πόλη του, την Φλωρεντία, λέει: «όταν συντρέχουν ομοειδείς γενεσιουργοί παράγοντες, τότε αναδύονται στο διάβα του χρόνου, φαινόμενα που τα χαρακτηρίζει μια εσωτερική αλληλουχία, η ιστορική αναλογία».[1] Ό,τι δηλαδή συμβαίνει σήμερα, αντανακλά το χθες και η Έξοδος του Μεσολογγίου, αυτή η κορυφαία συλλογική πράξη αυτοθυσίας, αναδεικνύει τους «ελεύθερους πολιορκημένους» σε αιώνιο σύμβολο για τον αγώνα υπέρ της ελευθερίας, αλλά ταυτόχρονα η αδυναμία της τότε Ελληνικής Διοίκησης να συνδράμει και να αποτρέψει τον χαμό του Μεσολογγίου, παρουσιάζει μια ιστορική αναλογία με την σημερινή τραγική πραγματικότητα.
Το Μεσολόγγι προδόθηκε. Πιθανόν να υπήρξε ”θύμα” της εξωτερικής πολιτικής της Αγγλίας, που ως ελεύθερο Ελληνικό κράτος σχεδίαζε μόνο τον Μοριά και τις Κυκλάδες, απορρίπτοντας την Ρούμελη. Τα …δάνεια της Αγγλίας, πάντως, δεν περίσσεψαν για την ενίσχυση του Μεσολογγίου σε τροφές και πολεμοφόδια. Αναλώθηκαν στις εμφύλιες διαμάχες ανάμεσα σε καπεταναίους και προεστούς που ”κατέτρωγαν” την Ελληνική Επανάσταση. Ψαριανοί, Υδραίοι, Σπετσιώτες, κ. ά., ήθελαν μετρητά για να κινήσουν τα πλοία, γιατί τα στόματα που τάιζαν ήταν πολλά. Η κυβέρνηση του Γεωργίου Κουντουριώτη, προχώρησε σε εκποίηση “έκτατης ανάγκης” γόνιμων εθνικών γαιών του Ναυπλίου. Αλλά κι αυτά τα γόνιμα εδάφη περιήλθαν στους “ημετέρους” με πρώτο τον Κουντουριώτη κι έτσι στο δημόσιο κορβανά δεν “έμβη ούτε γρόσι’’…
Το Μεσολόγγι γνώρισε δύο πολιορκίες. Η πρώτη στις 25 Οκτωβρίου 1822, από τους Ομέρ Βρυώνη και Κιουταχή, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία τους στις 31 Δεκεμβρίου 1822, μετά την σθεναρή αντίσταση των πολιορκημένων, υπό τις διαταγές των οπλαρχηγών, Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, Μάρκου Μπότσαρη, Αθανασίου Ραζή-Κότσικα, κ. ά..
Η δεύτερη πολιορκία ξεκίνησε στις 15 Απριλίου 1825, από τον Κιουταχή, με 10.000 άνδρες, οι οποίοι ενισχύθηκαν με άλλους 15.250 του Ιμπραήμ, στις 12 Δεκεμβρίου 1825.Οι φρικτές μέρες της πολιορκίας, καταγράφονταν με λεπτομέρειες στην εφημερίδα του Ελβετού φιλέλληνα Ιωάννη-Ιάκωβου Μάγερ, «Ελληνικά Χρονικά»[2], με κυριότερους αρθρογράφους τους Αρτέμιο Μίχο και Σπυρομήλιο, αγωνιστές στο πολιορκημένο Μεσολόγγι.
Στις αρχές όμως του 1826 η ελληνική κυβέρνηση ήταν απασχολημένη με την προετοιμασία της Γ’ Εθνοσυνέλευσης και έτσι δεν έδειξε την προσοχή που έπρεπε στην πολιορκημένη πόλη. Ο Αρτέμιος Μίχος γράφει στο ημερολόγιο της πολιορκίας που κρατούσε: «Αλλ’ αφού αι Αγγλικαί του δανείου στερλίναι, δι’ ων και τα πάθη εις την Ελλάδα διαιωνίσθησαν, είχον καταναλωθεί δια την κατάπαυσιν της ανταρσίας, ευρέθη νυν εις απορίαν περί του πρακτέου[…] ‘Εκτοτε, μ΄όλην την ανωτέρω εκτεθείσαν απορίαν του Εθνικού Ταμείου, η Κυβέρνησις δεν έλειπεν από καιρού εις καιρόν να προμηθεύη το Μεσολόγγι με τας αναγκαίας τροφάς».[3]
Η τραγικότητα των συνθηκών των τελευταίων ημερών της πολιορκίας, διαγράφεται ολοκάθαρα στην αναφορά προς τη Διοίκηση, δύο μέρες μετά την Έξοδο, 12 Απριλίου 1826. Την αναφορά υπογράφουν εννέα οπλαρχηγοί, ανάμεσά τους ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Νότης Μπότσαρης, ο Φωτομάρας, και ο Δημήτρης Μακρής[4]:
«Με την ελπίδα να μας καταφθάσουν τα καράβια εφθάσαμεν εις την αθλιωτάτην κατάστασιν. Εφάγαμεν όλα τα άλογα, μολάρια, γομάρια, σκύλους και γάτες, τα οποία ετελείωσαν και αυτά. Τα καράβια δε τα ελληνικά μίαν φοράν εφάνησαν εις τον λιμένα μας και επειδή ήταν ολίγα, όχι[μόνο] δεν έβλαψαν τον εχθρόν, αλλά και εκδιώχθησαν. Και περιμέναμεν οκτώ μέρες τρώγοντας θαλάσσια χόρτα και πλέον δεν τα ματαείδαμεν.Έφθασε να πεθαίνουν και εκατόν και εκατόν πενήντα την ημέραν, ώσπου οπού έμειναν ανάθαφτοι, διότι οι άλλοι δεν είχαν την δύναμιν να τους θάφτουν.
Δια να μην χαθεί όμως με την ολότητα το στρατιωτικόν απεφασίσαμεν να εβγούμεν με την έξοδον με τα σπαθιά εις τας χείρας, να εβγάλωμεν και όλον το αδύνατον μέρος και όποιος γλυτώσει, πράγμα οπού δεν έγινε ποτέ εις τον κόσμον. Λοιπόν εις τας 10 του παρόντος, το βράδυ τας τρείς ώρας της νυκτός, εκάμαμεν την έξοδον, μέσον τα γεφύρια, και επέσαμεν εις τα εχθρικά περιχαρακώματα[…]Εβάσταξεν ο πόλεμος εξ ώρας. Όλες οι φαμίλιες και αδύνατοι εχάθησαν και από τους δυνατούς πολλά ολίγοι, όσους έπιασε το βόλι και το μυσδράλι[…]Δεν λυπούμεθα τόσον δια τον χαμόν του Μεσολογγίου, δια το οποίον εχύσαμεν τόσα αίματα, αλλά μας θλίβει περισσότερον ότι ο χαμός του έγινε εις ένα καιρόν οπού είχαμεν καταστήσει τον εχθρόν εις τόσην αδυναμίαν[…] διότι τρεις φορές του εκάμαμεν έφοδον από το κάστρον, του εκόψαμεν μέσα εις τες τάπιες περίπου από δύο χιλιάδας».
Και τελείωναν: « Το Μεσολόγγι η πείνα το επαρέδωσεν. Αλλά μη φοβάσθε. Εκείνοι οπού εβαστούσαν το Μεσολόγγι, οι περισσότεροι, εγλύτωσαν με το σπαθί εις το χέρι. Διό παρακαλούμεν να μας καταφθάσουν αι αναγκαίαι διαταγαί τι έχομεν να κάμωμεν, και κάθε καλή κυβέρνησιν από τροφάς, πολεμοφόδια και λοιπά. Ημείς με το να είμεθα αδύνατοι από την πείναν και τον κόπον και με το να μην ευρίσκεται εις τούτα τα μέρη τίποτε, απερνούμεν εις τα Σάλωνα, όπου και περιμένομεν τας ανωτέρω διαταγάς».
Το γεγονός της αδυναμίας της ναυτικής δύναμης να στηρίξει την άμυνα και να εφοδιάσει το Μεσολόγγι, είναι εμφανές σε γράμμα του Μιαούλη, στις 27 Ιανουαρίου 1826:
« Προς την Σεβαστήν Διοίκησιν της Ελλάδος
Το ψωμί μας ετελείωσε προ ημερών και αν από τότε ανεχωρούσαμεν ηθέλαμεν αφήσει το άθλιον Μεσολόγγι πάλιν στερημένον ως πρότερον[…] Ιδού η κατάστασίς μας! Ιδού ο Ελληνικός στόλος από τον οποίον ζητείτε τα πάντα και όλον το Έθνος προσμένει την σωτηρίαν του. Ω, της αθλιότητός μας! Αλοίμονον εις το Έθνος μας! Και μη γαρ είναι τούτο μόνον ή το μεγαλύτερον κακόν; Γνωρίζετε, λέγετε, την κατάστασιν του στόλου. Ποία μέτρα λοιπόν, παρακαλώ ελάβατε δια την οικονομίαν του, δια την ευταξίαν του, δια την ενέργειάν του; Ποίον οργανισμόν εδιωρίσετε; Διατί δεν φαίνεσθε ότι φροντίζετε οπωσούν και δια τούτο το άθλιον ναυτικόν της Πατρίδος; Απεφασίσθη τάχα πλέον ο αφανισμός μας;»
Ο Μιαούλης δεν έλαβε απαντήσεις αλλά στις 10 Απριλίου 1826, η Διοίκηση απαντά σε γράμμα των προκρίτων της Ύδρας, οι οποίοι ζητούσαν «να πράξη η Κυβέρνησις ό,τι αι περιστάσεις υπαγορεύουν».
« Η Διοίκησις με λύπην της μανθάνει τον επικείμενον κίνδυνον του Μεσολογγίου, πλην εις την στενοχωρίαν εις την οποίαν ευρίσκεται και την παντελή έλλειψη των χρηματικών μέσων αμηχανεί, μη δυναμένη οποίαν βοήθειαν να δώση εις μίαν τοιαύτην ανέλπιστον κατάστασιν, ενώ ήλπιζεν ότι έπρεπεν όλα τα πλοία, όσων τα μηνιαία επληρώθησαν να παρευρίσκωνται εις τον στόλον».
Και ο Μιαούλης στις 15 Απριλίου ανακοινώνοντας την πτώση του Μεσολογγίου γράφει:
« Ιδού πώς, με την αδιαφορίαν μας, εφέραμεν τον εχθρόν μέσα εις τους κόλπους μας[…]πάλιν με την αδιαφορίαν μας ημπορεί αυτός να μας χαλάσει δια μιας και να τελειώσει, φευ, με τον εξολοθρευμόν του Έθνους τον ιερόν τούτον πόλεμον[…] ενεργήσετε ειλικρινώς με όλους τους τρόπους και τάχιστα, εις το να τον προλάβωμεν και να τον απαντήσωμεν»[5].
Η πτώση του Μεσολογγίου αν και υπήρξε βαρύτατο πλήγμα για την Επανάσταση, δημιούργησε τις προϋποθέσεις να ενισχυθεί ο αγώνας, με την αναζωπύρωση του φιλελληνισμού και την προώθηση του ελληνικού ζητήματος. Ο Καποδίστριας γράφει στον αδελφό του Βιάριο, στις 18 Απριλίου 1826, ότι το θλιβερό γεγονός του Μεσολογγίου δεν πρέπει να απελπίσει τους έλληνες γιατί σ’ αυτό βλέπει την αρχή της σωτηρίας τους.[6] Η Κεντρική Διοίκηση αδιαφόρησε για τους πολιορκημένους, πιθανότατα γιατί οι Μεσολογγίτες δεν έπαιζαν κάποιο ρόλο στο πολιτικό παιχνίδι για τις εκλογές της Γ’ Εθνοσυνέλευσης. Η ιστορική αναλογία του χθες στο σήμερα είναι η πικρή διαπίστωση, πως τα περισσότερα και τα μεγαλύτερα δεινά μας προέρχονται από την αδράνεια και την απροβλεψία μας, καθώς και από την ανεπάρκεια των κυβερνήσεών μας. Οι μελετητές της θυσίας του Μεσολογγίου, αλλά και όλοι οι Νεοέλληνες θα πρέπει, πέρα από την θλίψη που μας καταλαμβάνει για την καταστροφή της ιερής πόλης, η οποία θα μπορούσε να αποφευχθεί, να ακουμπάμε τη σκέψη μας με απόλυτο σεβασμό και ευγνωμοσύνη στους γενναίους Ελεύθερους Πολιορκημένους.
Ο Διονύσιος Σολωμός, που γνώριζε τις λεπτομέρειες της πολιορκίας από τα «Ελληνικά Χρονικά», που στέλνονταν στη Ζάκυνθο, γράφει στο Σχεδίασμα Α’ των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» : « Τα μάτια μου ποτέ δεν είδαν τόπον ενδοξότερο από τούτο το αλωνάκι”
[1] Τάκης Κονδύλης, Φλωρεντινές ιστορίες, εκδ. Κάλβος, Αθήνα, 1984.
[2] Την εφημ. «Ελληνικά Χρονικά», την αποκαλούσαν και «Εφημερίδα της Πολιορκίας», αφού μεγάλο μέρος της ύλης της αφιερώθηκε στην περίοδο της πολιορκίας του Μεσολογγίου.
[3] Αρτέμιος Ν. Μίχος, Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου 1825-1826, εκδ. Σ. Π. Αραβαντινού, Αθήναι 1883, σσ. 11, 13-14.
[4] Εμμ. Πρωτοψάλτης, Αλληλογραφία Φρουράς Μεσολογγίου, 1825-1826, εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1963, σ. 353.
[5] Πρωτοψάλτης, το ίδιο ό.π..
[6] Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Ζ’, Θεσσαλονίκη, 1986, σσ. 461-62.
[1] Πρωτοψάλτης, το ίδιο ό.π..
[1] Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Ζ’, Θεσσαλονίκη, 1986, σσ. 461-62.
http://www.anogi.gr/p21900
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου