By Cédric Gouverneur and Βασίλης Παπακριβόπουλος (μετάφραση)
Στον σουηδικό «Μεγάλο Βορρά», αυξάνονται οι εντάσεις ανάμεσα στους υπέρμαχους της δημιουργίας νέων ορυχείων και στους πληθυσμούς των αυτοχθόνων Σαάμι. Ολόψυχα αφοσιωμένοι στην προστασία της φύσης, φιλοδοξούν να κατακτήσουν την αυτοδιάθεσή τους. Το σουηδικό νομικό πλαίσιο δεν προσέφερε ώς τώρα αυτή τη δυνατότητα όμως μια πρόσφατη δικαστική απόφαση ενδέχεται να αλλάξει τα δεδομένα.
Μερικοί τάρανδοι βόσκουν στις παρυφές ενός δασικού δρόμου. «Αυτοί εδώ είναι αργοπορημένοι», εξηγεί ο Τορ Λούντμπεργκ Τουόρντα κόβοντας ταχύτητα. «Άνοιξη είναι, πηγαίνουν να συναντήσουν το κοπάδι, ψηλά στο βουνό [στα σύνορα Σουηδίας και Νορβηγίας]. Κάθε χρόνο, τα θηλυκά έρχονται να γεννήσουν στο ίδιο βουνό. Είναι στα γονίδιά τους». Ο ίδιος δεν έχει ταράνδους: μονάχα το 10% των Σαάμι εξακολουθούν να επιδίδονται στην κτηνοτροφία. Ωστόσο, στα 55 του, γνωρίζει πολύ καλά τούτα τα ημι-εξημερωμένα ελαφοειδή, τόσο στενά συνδεδεμένα με την ύπαρξη αυτού του αυτόχθονα ευρωπαϊκού λαού (βλ. ένθετο). Μας διηγείται ότι, στο παρελθόν, για το σουηδικό ληξιαρχείο ήταν απλώς ο Τορ Λούντμπεργκ: «Οι παππούδες μου ήταν αυτό που αποκαλώ “αόρατοι Σαάμι”. Είχαν αφομοιωθεί και έφεραν σουηδικά ονόματα. Στο σχολείο έμαθα μονάχα σουηδικά. Όταν ενηλικιώθηκα, προχώρησα σε αυτό που αποκαλώ “προσωπική απόρριψη της αποικιοκρατίας”: έμαθα την γλώσσα των Σαάμι και ξαναπήρα το όνομα των προγόνων μου.»
Ο Λούντμπεργκ Τουόρντα σταματάει το αυτοκίνητο και συνεχίζουμε με τα πόδια στο δασικό μονοπάτι. «Αυτό εδώ δεν είναι δάσος», διευκρινίζει. «Πρόκειται για μονοκαλλιέργεια πεύκων και σημύδων. Λίγα είδη, μικρή βιοποικιλότητα και συνεπώς λιγοστή τροφή για τους τάρανδους.» Παρακάτω, αστράφτει μια λίμνη περιτριγυρισμένη από βάλτους. Ο οδηγός μας μάς δείχνει ό,τι έχει απομείνει από μερικές καλύβες: κάποια σανίδια με καρφιά πάνω τους. «Ορίστε, φτάσαμε στο Καλάκ. Εδώ είχαμε στήσει την κατασκήνωσή μας ενάντια στο μεταλλείο σιδήρου, πριν μας διώξει η αστυνομία.» Πιο πέρα, μας δείχνει κομμάτια κορμών καλυμμένα από βρύα: τα απομεινάρια μιας πολύ παλιάς καλύβας. Τριγύρω, στα δέντρα είναι κρεμασμένες γαλαζοκίτρινες κορδέλες, σημάδι ότι έχουν καταγραφεί από τις σουηδικές υπηρεσίες. «Αυτή είναι η απόδειξη ότι εμείς, οι Σαάμι, ζούμε εδώ από αμνημονεύτων χρόνων. Στην πανάρχαια θρησκεία μας, κάθε δέντρο, κάθε ρυάκι είχε ψυχή. Ανέκαθεν ζούσαμε σε αρμονία με τη φύση, σχεδόν χωρίς να αφήνουμε ίχνη πάνω της. Αντίθετα, το μόνο που βλέπει η βιομηχανία είναι το βραχυπρόθεσμο κέρδος. Λεηλατεί τα πάντα.»
«Οι υπέρμαχοι του ορυχείου σκέφτονται μονάχα βραχυπρόθεσμα»
Το Νορμπότεν, η βορειότερη και μεγαλύτερη κομητεία της Σουηδίας (έκτασης σχεδόν 100.000 τ.χλμ.), είναι μια περιοχή όπου ζουν εκτροφείς ταράνδων και μεταλλωρύχοι. Σχεδόν το 90% του σιδήρου που καταναλώνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση προέρχεται από το υπέδαφός της. Η δημόσια επιχείρηση LKAB υπερηφανεύεται ότι εξορύσσει καθημερινά το «ισοδύναμο έξι Πύργων του Άιφελ». Στη συνέχεια, το σιδηρομετάλλευμα μεταφέρεται σιδηροδρομικώς μέχρι τα λιμάνια του Λούλεο στον Βοθνιακό Κόλπο και του Νάρβικ στη Νορβηγία: πρόκειται για τον διάσημο «δρόμο του σιδήρου», για τον έλεγχο του οποίου δόθηκαν σκληρές μάχες κατά τα πρώτα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. «Δεκαπέντε φράγματα έχουν κατασκευαστεί στον ποταμό Λούλε, κυρίως για να τροφοδοτούν τα τραίνα με ηλεκτρισμό. Για μας, όλες αυτές οι βιομηχανικές δραστηριότητες σημαίνουν αποικιοκρατία. Το Καλάκ ήταν το ορυχείο με το οποίο ξεχείλισε το ποτήρι.» Το καλοκαίρι του 2013, δεκάδες Σαάμι κατασκήνωσαν εδώ για να εμποδίσουν τη βρετανική εξορυκτική εταιρία Beowolf να πραγματοποιήσει γεωτρήσεις. Υποστηρίχθηκαν από ακτιβιστές της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης (1) και του οικολογικού χώρου, που ήρθαν από ολόκληρη τη χώρα αλλά και από το εξωτερικό, καθώς και από αντιπροσώπους άλλων αυτόχθονων λαών, κυρίως των Μαπούτσε της Χιλής. Προκειμένου να μπλοκάρουν τα έργα, υιοθέτησαν μια τεχνική του γερμανικού αντιπυρηνικού κινήματος: αλυσοδένονταν πάνω σε τσιμεντοκολώνες που είχαν μεταφέρει καταμεσής του δρόμου.
Η αστυνομία τους έδιωξε, οι γεωτρήσεις για τον εντοπισμό των κοιτασμάτων πραγματοποιήθηκαν, αλλά η διεκδίκηση συνεχίζεται. Στην κωμόπολη Γιοκμόκ, σαράντα χιλιόμετρα παραπέρα, συναντάμε τον Καρλ-Γιόχαν Ούτσι. Αυτός ο τριαντάρης είναι ο εκπρόσωπος του Sirjes, ενός από τα δύο σαμεμπύ (2) που θίγονται άμεσα από το σχέδιο για τη δημιουργία ορυχείου: «Εκπροσωπούμε μια εκατοντάδα κτηνοτρόφων με περίπου 16.000 ζώα που βόσκουν, ανάλογα με την εποχή, από τα βουνά της Νορβηγίας έως τις ακτές της Βαλτικής». Το σαμεμπύ έχει μόνο το δικαίωμα χρήσης αυτών των εκτάσεων, οι οποίες παραμένουν κρατική ιδιοκτησία. Απορρίπτει όμως κατηγορηματικά τα πλάνα εξόρυξης: «Ήμασταν ξεκάθαροι με την Beowolf. Υπάρχουν ήδη τα φράγματα, οι δρόμοι, οι σιδηροδρομικές γραμμές, οι δασικές φυτείες, ο τουρισμός, οι ανεμογεννήτριες και οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Δεν υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω εκμετάλλευση. Αρκετά μέχρι εδώ, αρκετά. Το ορυχείο έκοβε στα δύο τα βοσκοτόπια των ταράνδων μας. Οι υπέρμαχοι του ορυχείου μάς κατηγορούν ότι είμαστε εγωιστές, ότι σκεφτόμαστε μονάχα τον δικό μας τρόπο ζωής και τους ταράνδους μας. Απεναντίας: εδώ και χιλιετίες ζούμε όσο πιο κοντά γίνεται στη φύση, την καταλαβαίνουμε καλύτερα απ’ όσο οι περισσότεροι άνθρωποι. Αναλαμβάνουμε σε μεγαλύτερο βαθμό τις ευθύνες μας και σκεφτόμαστε σε βάθος χρόνου: λαμβάνουμε υπ’ όψη το μέλλον του πλανήτη. Οι υπέρμαχοι του ορυχείου δεν σκέφτονται παρά μόνο βραχυπρόθεσμα: μια θέση εργασίας ή τα κέρδη που θα αποκομίσουν». Πράγματι, η Beowolf υπόσχεται «250 άμεσες θέσεις εργασίας και άλλες τόσες έμμεσες».
Κάθε χρόνο, τον Φεβρουάριο, το Γιοκμόκ υποδέχεται αρκετές δεκάδες χιλιάδες τουρίστες που έρχονται για την εμποροπανήγυρη χειροτεχνίας των Σαάμι, που διοργανώνεται εδώ και τετρακόσια χρόνια. Όμως, εκτός της τουριστικής εποχής, η ζωή σε αυτήν την κωμόπολη με τα ξύλινα σπίτια, βαμμένα με το κόκκινο του Φαλούν (3) είναι εξαιρετικά υποτονική. Ορισμένοι θεωρούν ότι το ορυχείο θα αναζωογονήσει την οικονομία της. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά δύσκολο να συναντήσεις κάποιον που να τάσσεται ανοιχτά υπέρ του έργου. Ο (σοσιαλδημοκράτης) δήμαρχος δηλώνει υπερβολικά «απασχολημένος» για να μας δεχτεί, όπως επίσης και ο (Σαάμι) πρόεδρος του συνεταιρισμού των ιδιοκτητών δασικών εκτάσεων, μερικοί από τους οποίους σκέπτονται να υποκύψουν στον πειρασμό να πουλήσουν την ιδιοκτησία τους στην Beowolf. Οι περισσότεροι περαστικοί που πλησιάσαμε «δεν έχουν χρόνο» για να μας μιλήσουν. Πλησιάσαμε μια οικογένεια που καθόταν στον κήπο του σπιτιού της για να μας διαφωτίσει σχετικά με αυτή τη σιωπή. Μια πενηντάχρονη γυναίκα μάς εξήγησε: «Είμαστε υπέρ του ορυχείου. Δεν μπορούμε όμως να πούμε αυτό που πιστεύουμε. Η πόλη είναι μικρή και όλοι γνωρίζονται. Μην γράψετε τίποτα που να προδίδει την ταυτότητά μας: δεν θέλουμε να τσακωθούμε με τους Σαάμι φίλους και συναδέλφους μας. Κατανοούμε την άποψή τους, ωστόσο έχουμε και εμείς τη δική μας».
Πρόκειται για δύο απόψεις, ή μάλλον για δύο αντιλήψεις του κόσμου, ασυμβίβαστες. Η συνομιλήτριά μας διηγείται ότι οι παππούδες της θεωρούσαν τον εαυτό τους «πιονιέρο». Ήρθαν από τον Νότο την δεκαετία του 1920, όταν η Vattenfall, η δημόσια εταιρία ηλεκτρισμού, «κατασκεύαζε φράγματα στον ποταμό Λούλε και έδινε δουλειά σε όλους». Εδώ και είκοσι χρόνια, το Γιοκμόκ έχει πάρει την κάτω βόλτα: «Ο πληθυσμός μειώνεται και ο τουρισμός δεν αρκεί για να ζήσει η πόλη. Οι νέοι μεταναστεύουν στον Νότο. Με το ορυχείο θα μπορούσαμε να κρατήσουμε τον κόσμο». Η παρουσία στο Καλάκ ακτιβιστών που δεν έχουν σχέση με την περιοχή την εκνεύρισε: «Είδαμε στα μέσα ενημέρωσης ότι υπήρχαν άτομα από τη Στοκχόλμη, ακόμα και Άγγλοι και Γερμανοί. Πήραν το δικό μας πρόβλημα, το έκαναν δικό τους και αποφάσισαν για λογαριασμό μας! Εμείς χρειαζόμαστε μια μεγάλη επιχείρηση που θα επενδύσει. Φυσικά, θα προτιμούσαμε να ανοίξει κανένα κατάστημα Ikea», λέει ξεκαρδισμένη, προκαλώντας τα γέλια και των υπολοίπων. «Τα ορυχεία όμως είναι που θέλουν να εγκατασταθούν. Τι να κάνουμε, παίρνουμε ό,τι μας δίνουν. Πολύ θα το θέλαμε να προστατεύσουμε τη φύση, έχουμε όμως άλλη επιλογή;»
Λίγο αργότερα, σε ένα καφέ συναντάμε μερικούς νεαρούς, περιστασιακά απασχολούμενους, που συμφωνούν με αυτή την άποψη. Ένας από αυτούς αναστενάζει: «Δουλεύουμε μια στο τόσο για τη Vattenfall. Όμως, ένα ορυχείο θα μας προσέφερε περισσότερα μεροκάματα». Όσο για τους τάρανδους, συνεχίζει εκνευρισμένος, «μπορούν ωραιότατα να παρακάμπτουν το ορυχείο!». Ένας άλλος διορθώνει τους φίλους του όταν κάνουν λόγο για «Σαάμι» και χρησιμοποιεί με επιμονή τον όρο «Λάπωνες», γνωρίζοντας φυσικά την απαξιωτική του σημασία (4)…
Θα υλοποιηθεί άραγε το σχέδιο δημιουργίας ορυχείου στο Καλάκ, το οποίο έχει τύχει μεγάλης προβολής από τα σουηδικά μέσα ενημέρωσης; Τον Οκτώβριο του 2015, η Εθνική Επιθεώρηση Ορυχείων έδωσε την έγκρισή της. Έκτοτε όμως, η Στοκχόλμη τηρεί μια σώφρονα σιωπή, προς μεγάλη δυσαρέσκεια της Beowolf, που της έχει απευθύνει δύο επιστολές (τον Νοέμβριο του 2015 και τον Μάρτιο του 2016). Σύμφωνα με αρκετές πηγές, η κυβέρνηση χρονοτριβεί, αμφιταλαντευόμενη ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατική εκλογική πελατεία της στον Μεγάλο Βορρά (5) και στους οικολόγους συμμάχους της. Πόσο μάλλον που, από τις πρώτες διερευνητικές γεωτρήσεις ώς την έναρξη της εξορυκτικής δραστηριότητας, θα μεσολαβήσουν περίπου δεκαπέντε χρόνια (6).
Μεταφορά του κέντρου της πόλης για να αποφευχθεί η καθίζηση
Διακόσια χιλιόμετρα βορειότερα βρίσκεται η Κιρούνα (7), το μεγαλύτερο υπόγειο μεταλλείο σιδήρου στον κόσμο. Στις αρχές του 20ού αιώνα, αυτή η πόλη που δημιουργήθηκε εκ του μηδενός προσέλκυσε εποίκους από ολόκληρη τη Σουηδία. Σήμερα, η LKAB απασχολεί 2.000 από τους 18.000 κατοίκους, χωρίς να συνυπολογίζονται οι έμμεσες θέσεις εργασίας. Οι στοές του ορυχείου φτάνουν σε βάθος 1.400 μέτρων, κάτω από τα σπίτια. Προκειμένου να αποφευχθεί η καθίζηση –όπως έχει ήδη συμβεί στη γειτονική πόλη Μαλμβέγιετ– το κέντρο της πόλης θα μεταφερθεί σε απόσταση τριών χιλιομέτρων! Απ’ ό,τι φαίνεται, οι κάτοικοι αποδέχονται με στωικότητα την προοπτική αυτής της φαραωνικής μετακόμισης: «Η πόλη δεν μπορεί να υπάρξει δίχως το ορυχείο», συνοψίζει ένα νεαρό ζευγάρι που εργάζεται στην LKAB. «Άρα, αν πρέπει να μετακινήσουμε την πόλη για να συνεχίσουμε να δουλεύουμε…».
Ο υπερβολικά φιλόδοξος χαρακτήρας του εγχειρήματος φανερώνει τη σημασία που έχει για το βασίλειο της Σουηδίας ο εξορυκτικός τομέας. Ο Αντρέας Λιντ, διευθυντής επιχειρηματικότητας και ανάπτυξης της κομητείας του Νορμπότεν, μας εξηγεί: «Ανέκαθεν, αυτό συνέβαινε. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Λούλεο-Νάρβικ [για την εξαγωγή του σιδηρομεταλλεύματος] απορροφούσε το 13% του προϋπολογισμού της χώρας». Το 1992, ο συντηρητικός πρωθυπουργός Καρλ Μπιλντ προώθησε την ψήφιση του νόμου για τα μεταλλεύματα (Minerallagen), που άνοιγε τον τομέα στον ανταγωνισμό, ενθαρρύνοντας τις ξένες εταιρείες να πραγματοποιήσουν έρευνες για τον εντοπισμό κοιτασμάτων. Έκτοτε, οι άδειες χορηγούνται από την Εθνική Επιθεώρηση Ορυχείων (Bergsstaten), που βρίσκεται υπό την εποπτεία του Σουηδικού Ινστιτούτου Γεωλογικών Ερευνών (SGU). Οι πολέμιοι αυτού του νόμου καταγγέλλουν τα προνόμια που παραχωρούνται στους βιομηχάνους (8). Η Σουηδία, η χώρα με τον μεγαλύτερο εξορυκτικό τομέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι αποφασισμένη να ενισχύσει τη θέση της. Αυτό επιβεβαιώνεται από μια πρόσφατη κυβερνητική έκθεση: το 2030, τα ενεργά μεταλλεία ενδέχεται να φθάσουν τα 50, έναντι 16 σήμερα (9), ενώ οι ποσότητες των εξορυσσόμενων μεταλλευμάτων ενδέχεται να φτάσουν τους 150 εκατομμύρια τόνους (το μισό των οποίων αφορά σιδηρομεταλλεύματα), έναντι 68 εκατομμυρίων το 2011.
Ο Λιντ δικαιολογεί αυτήν την πολιτική: «Η Ευρώπη καταναλώνει το 20% της παγκόσμιας παραγωγής σιδήρου, αλλά παράγει μονάχα το 4%, εκ των οποίων τα εννέα δέκατα εξορύσσονται εδώ. Καλύτερα λοιπόν να προέρχεται αυτός ο σίδηρος από τη Σουηδία και όχι από χώρες όπου οι κανόνες σχετικά με το περιβάλλον, τα εργασιακά και τα ανθρώπινα δικαιώματα βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο. Σας διαβεβαιώνω ότι η κυβέρνηση λαμβάνει υπ’ όψη το περιβάλλον, το οποίο έχει μεγαλύτερη προτεραιότητα από την κερδοφορία του ορυχείου. Βεβαίως, θα υπάρξουν επιπτώσεις στο περιβάλλον, έστω κι αν είναι ελάχιστες. Δυστυχώς, αυτό είναι το τίμημα που οφείλουμε να πληρώσουμε για τον τρόπο ζωής μας». Αναγνωρίζει ότι «ορισμένοι Σαάμι» είναι αντίθετοι με αυτό το σχέδιο, αλλά ποντάρει στον συμβιβασμό: «Η Σουηδία είναι μια χώρα συναίνεσης. Αυτό που συμβαίνει στο Καλάκ είναι απογοητευτικό, με όλους αυτούς τους επαγγελματίες διαδηλωτές που ήρθαν από αλλού, πόλωσαν την κατάσταση και προσπάθησαν να μετατρέψουν το Νορμπότεν σε πεδίο μάχης. Οφείλουμε να βρούμε μια λύση που να ικανοποιεί τα συμφέροντα όλων: των εκτροφέων ταράνδων, των μεταλλωρύχων, της βιομηχανίας και της χώρας»,
Η Κιρούνα είναι επίσης η έδρα του Κοινοβουλίου των Σαάμι της Σουηδίας. Το Σαμετίνγκετ, το οποίο ιδρύθηκε το 1993, μερικά χρόνια μετά το νορβηγικό και το φινλανδικό ομόλογό του, αποτελεί ταυτόχρονα εκλεγμένη εθνοσυνέλευση και κυβερνητική υπηρεσία. Για την ακρίβεια, πρόκειται κυρίως για κυβερνητική υπηρεσία, όπως διευκρινίζει με λύπη η Μαρί Ένοκσον, η εκπρόσωπος Τύπου του: «Μην ξεγελιέστε: το Σαμετίνγκετ είναι ένα Κοινοβούλιο χωρίς πραγματική εξουσία. Οι 31 αιρετοί εκπρόσωποί μας συνεδριάζουν τρεις φορές τον χρόνο. Μπορούν να εκφράσουν την γνώμη τους, όμως το κράτος δεν είναι υποχρεωμένο να τους ακούσει». Εξάλλου, ο νόμος είναι σαφής: «Παρά το γεγονός ότι ονομάζεται “Κοινοβούλιο”, δεν πρόκειται για θεσμό που θα μπορούσε είτε να ενεργήσει στη θέση της Δίαιτας (σουηδική Βουλή) ή του δημοτικού συμβουλίου είτε να ανταγωνιστεί αυτούς τους θεσμούς».
Όπως μας πληροφορεί η Ένοκσον, «περίπου 9.000 ενήλικες Σαάμι είναι εγγεγραμμένοι εδώ ως ψηφοφόροι. Οφείλουν να αποδείξουν ότι μιλούν τη γλώσσα των Σαάμι ή ότι ένας από τους γονείς ή τους παππούδες τους την μιλάει. Πρόκειται για παραδοξολογία, αν σκεφτείς ότι στο παρελθόν το σουηδικό κράτος έκανε τα πάντα για να εξαφανιστεί η γλώσσα μας…». Αυτός ο αριθμός αντιστοιχεί κάπου ανάμεσα στο ήμισυ και στο τέταρτο των 20-40.000 Σαάμι που ζουν στη χώρα (10). «Δεδομένου ότι είμαστε και κυβερνητική υπηρεσία, ορισμένοι δεν μας εμπιστεύονται», συνεχίζει η Ένοκσον. Ως υπηρεσία, το Σαμετίνγκετ διαχειρίζεται «έναν προϋπολογισμό 38,5 εκατομμυρίων κορόνων [4,1 εκατομμύρια ευρώ], που διατίθεται κυρίως για πολιτιστικές και γλωσσικές δραστηριότητες, καθώς και για την ενίσχυση της εκτροφής ταράνδων».
Η Χάνα Σόφι Ούτσι θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι «το κράτος δεν μας έχει δώσει το δικαίωμα να νομοθετούμε, αλλά μονάχα να γνωμοδοτούμε». Μέλος του Σαάμι οικολογικού κόμματος Min Geaidnu («Ο Δρόμος μας»), είναι πρώην αντιπρόεδρος του Σαμετίνγκετ: «Είμαι υπέρ της αυτοδιάθεσης του λαού μας. Αποτελούμε τμήμα αυτής της χώρας, είμαστε Σουηδοί πολίτες, αλλά δεν είμαστε Σουηδοί. Επιθυμώ συνεπώς να αποφασίζουμε για το μέλλον μας και για τις υποθέσεις μας, όπως κάνουν για παράδειγμα οι Ινουίτ (11)». Ωστόσο δεν θεωρεί ότι το Σαμετίνγκετ είναι περιττό: «Το έχουμε μετατρέψει σε ένα εργαλείο πιο ισχυρό απ’ ό,τι το επιθυμούσε το κράτος. Έχουμε επιτύχει προόδους, ιδίως στο ζήτημα της γλώσσας των Σαάμι».
Η Σουηδία έχει υπογράψει τη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων λαών (UNDRIP, 2007), το άρθρο 3 της οποίας εμμένει στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης: αυτό το κείμενο όμως δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα. Κυρίως, η Σουηδία δεν έχει κυρώσει την σύμβαση 169 του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO 169, 1989), που αφορά τα δικαιώματα των αυτόχθονων λαών, τον έλεγχο της γης τους και… του υπεδάφους τους: συνεπώς, ο φάκελος Καλάκ βρίσκεται εκτός των αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου των Σαάμι. Η Ένοκσον επιβεβαιώνει: «Το Σαμετίνγκετ δεν έχει λόγο στην υπόθεση του Καλάκ. Δεν μπορούμε να παρέμβουμε στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. “Συμβουλεύονται” μονάχα τα δύο ενδιαφερόμενα σαμεμπύ, το Sirjes και το Jåhkågasska.»
Ο Ρίκαρντ Λάντα, με μαλλί «μοϊκάνα» και ατσάλινο βλέμμα, είναι ένας από τους εκπροσώπους του σαμεμπύ του Jåhkågasska. Τον συναντάμε στο συνέδριο της Εθνικής Ένωσης Σουηδών Σαάμι (Svenska Samermas Riksförbund, SSR), όπου συμμετέχουν οι εκτροφείς ταράνδων, ντυμένοι για την περίσταση με τις αστραφτερές παραδοσιακές φορεσιές τους. Αυτή την εποχή, στα τέλη Μαΐου, το SSR και το Σαμετίνγκετ οργανώνουν τις συνεδριάσεις τους στις ίδιες ακριβώς ημερομηνίες, στην Κιρούνα και στο Όστερσουντ, που απέχουν μεταξύ τους οκτακόσια χιλιόμετρα. Κάτι που λέει πολλά για την αρκτική ψυχρότητα που επικρατεί στις μεταξύ τους σχέσεις… Συνοπτικά, το Κοινοβούλιο των Σαάμι προσάπτει στο SSR ότι επικεντρώνεται αποκλειστικά στα συμφέροντα των εκτροφέων ταράνδων (του 10% των Σαάμι), ενώ το SSR κατηγορεί το Κοινοβούλιο για διπλό παιχνίδι. Όσον αφορά το Καλάκ, ο Λάντα δεν δηλώνει διόλου αισιόδοξος, ιδίως από τη στιγμή που και άλλα σαμεμπύ (Semisjaur Njarg, Vapsten, Voernese …) βρέθηκαν αντιμέτωπα με σχέδια εξόρυξης. «Αυτοί [το κράτος και οι βιομήχανοι] έχουν τον χρόνο με το μέρος τους. Θα το ανοίξουν το ορυχείο. Κι όταν ανεβούν οι τιμές του σίδηρου, ο κόσμος δεν θα βλέπει πια τίποτα, παρά μόνο το χρήμα. Ακόμα και μερικοί Σαάμι». Επιμένει ότι γι’ αυτόν το χρήμα δεν είναι αυτοσκοπός: «Οι τάρανδοι είναι τρόπος ζωής. Η ελευθερία μας!».
Ο Μάτι Μπεργκ, ένας επιβλητικός άντρας με αλογοουρά, είναι πρόεδρος του σαμεμπύ του Girjas. Το όνομα και το πρόσωπό του είναι γνωστά σε ολόκληρη την Σουηδία. Στις 3 Φεβρουαρίου του 2016, μετά από έξι χρόνια δικαστικών αγώνων, το σαμεμπύ του και το SSR πέτυχαν μια πρωτοφανή νίκη εναντίον του σουηδικού κράτους: «Μέχρι το 1986, οι Σαάμι είχαν το δικαίωμα να αποφασίζουν ποιος μπορεί να ψαρεύει και να κυνηγήσει στα εδάφη τους. Ανακτήσαμε αυτό το δικαίωμα. Θα αποφασίζουμε για το κυνήγι και το ψάρεμα στην περιοχή μας. Κι ίσως αυτό να αποτελέσει το πρώτο βήμα για την αυτοδιάθεσή μας. Για τον έλεγχο της γης μας, για να αρνηθούμε τα ορυχεία. Στην περιοχή του δικού μου σαμεμπύ, πολλές εταιρείες επιθυμούν να πραγματοποιήσουν έρευνες για τον εντοπισμό νέων κοιτασμάτων. Πρέπει να μπορούμε να πούμε “όχι”. Εσείς, οι υπόλοιποι Δυτικοί, μετράτε τα πάντα με οικονομικούς όρους. Για μας όμως, ένα βουνό έχει μεγαλύτερη αξία όταν είναι άθικτο, παρά όταν είναι παραμορφωμένο από ένα ορυχείο». Η δικαστική διαμάχη προκάλεσε σφοδρές διαμάχες: στις 11 Ιουνίου 2015, πενήντα εννέα Σουηδοί πανεπιστημιακοί και ερευνητές, ανησυχώντας για την τροπή που έπαιρνε ο δημόσιος διάλογος γύρω από τη δίκη η οποία έφερε αντιμέτωπους το σουηδικό κράτος και το σαμεμπύ του Girjas, δημοσίευσαν μια ανοιχτή επιστολή στην εφημερίδα «Dagens Nyheter», όπου κατηγορούσαν το κράτος ότι χρησιμοποιεί επιχειρήματα που μας γυρίζουν στην «εποχή της φυλετικής βιολογίας».
Υπερθέρμανση του πλανήτη: η άλλη απειλή
Αυτή η δικαστική νίκη αναζωπυρώνει τις εντάσεις: στο κατάστημα ειδών αλιείας της Κιρούνα, μερικοί νεαροί πελάτες δηλώνουν «ανακουφισμένοι επειδή το κράτος άσκησε έφεση». Γκρινιάζουν: «Το ψάρεμα και το κυνήγι είναι ο κυριότερος λόγος για να εγκατασταθεί κάποιος εδώ. Έτσι, αν κερδίσουν οι Σαάμι και δημιουργηθεί νομολογία, θα καθορίζουν οι ίδιοι την τιμή των αδειών κυνηγιού και ψαρέματος» (οι οποίες για την ώρα είναι φτηνές). «Ποιος υφίσταται τελικά διακρίσεις;», σχολιάζουν με τη σειρά τους άλλοι, ηλικιωμένοι ψαράδες και κυνηγοί. «Γιατί δηλαδή οι Σαάμι να έχουν περισσότερα δικαιώματα από μας; Επειδή οι πρόγονοί τους ήταν εδώ πριν από τους δικούς μας; Όλοι μας εδώ έχουμε γεννηθεί!».
Όμως, οι κτηνοτρόφοι έχουν έναν ακόμα αντίπαλο: την υπερθέρμανση του πλανήτη. Όπως εξηγεί ο Λάντα, «πλέον, τον χειμώνα βρέχει. Έτσι, το νερό παγώνει, μετά χιονίζει και το χιόνι συσσωρεύεται πάνω στον πάγο κι ύστερα ξαναβρέχει. Οι τάρανδοι σκάβουν το χιόνι για να βρουν την τροφή τους. Δεν μπορούν όμως να σπάσουν τον πάγο. Έτσι, αναγκαζόμαστε να αγοράσουμε ζωοτροφές… Προσθέστε σε όλα αυτά τις απώλειες από τους θηρευτές [λύγκες, αρκούδες και κυρίως αδηφάγους (12)] και τις συγκρούσεις με αυτοκίνητα ή με τραίνα… Για να ζήσει μια οικογένεια, θα πρέπει να έχει κοπάδι τουλάχιστον 600 ζώων. Εάν χάσεις το 30%, οι γεννήσεις δεν αρκούν για να καλύψεις τις απώλειες και τότε την έβαψες. Όταν δεν θα υπάρχει πλέον η εκτροφή ταράνδων, οι Σαάμι θα χαθούν. Όπως οι Ινδιάνοι της Αμερικής όταν χάθηκαν οι βίσωνες. Τα παιδιά μου θέλουν να ζήσουν όπως κι εγώ, δεν ξέρω όμως αν θα μπορούν».
Ο ήλιος του μεσονυκτίου λάμπει πάνω από την Κιρούνα. Ο Όλαφ πίνει το ποτό του στην παμπ μετά από μια ημέρα κοπιαστικής δουλειάς. Με καταγωγή από οικογένεια εκτροφέων ταράνδων, ο νεαρός Σαάμι μάς δείχνει γεμάτος υπερηφάνεια στο κινητό του ένα βίντεο όπου, καβάλα σε ένα σκούτερ χιονιού, οδηγεί το κοπάδι της οικογένειας. «Τετρακόσια ζώα!», διευκρινίζει. «Όμως, είναι πια δύσκολο να ζήσεις από την κτηνοτροφία. Άρα…». Μας δείχνει και άλλες φωτογραφίες: αυτή την φορά, οδηγεί έναν εκσκαφέα μέσα σε μια σήραγγα. «Μόλις γύρισα από το μεταλλείο. Δουλεύω εκεί με μερική απασχόληση», εξομολογείται με μια υποψία ενόχλησης στη φωνή του. «Δεν έχω άλλη επιλογή. Ωστόσο, όταν είμαι στα έγκατα της γης, ένα μόνο σκέφτομαι: τα βουνά και τους ταράνδους μου». Οι πιέσεις που ασκούν η κλιματική αλλαγή και οι ορέξεις της εξορυκτικής βιομηχανίας ενδέχεται να σημάνουν το τέλος μιας μορφής κτηνοτροφίας που ασκείται εδώ και χιλιετίες.
ΕΝΘΕΤΟ
Ο μοναδικός «αυτόχθονας» λαός της Ευρώπης
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Κέντρου ενημέρωσης Σαάμι του Όστερσουντ (Samer), υπάρχουν 50-65.000 Σαάμι στη Νορβηγία, 20-40.000 στη Σουηδία, περίπου 8.000 στην Φινλανδία και 2.000 στη Ρωσία. Πρόκειται για τον τελευταίο αυτόχθονα λαό της Ευρώπης (1): εγκαταστάθηκαν στο βόρειο τμήμα της Σκανδιναβίας και στη χερσόνησο Κόλα της Ρωσίας την εποχή της τήξης των παγετώνων, πριν από 10.000 χρόνια περίπου. Ο Τάκιτος είναι ο πρώτος που αναφέρει στο έργο του «Germania» (98 μ.Χ.) τους νομάδες του Μεγάλου Βορρά, εκφράζοντας την έκπληξή του για το γεγονός ότι οι γυναίκες συμμετέχουν στο κυνήγι. Ο Ρωμαίος ιστορικός θα μπορούσε επίσης να είχε προσθέσει ότι καθεμία από τις οκτώ εποχές του ημερολογίου των Σαάμι αντιστοιχεί σε έναν κύκλο της ζωής του ταράνδου. Και ότι στην γλώσσα τους δεν υπάρχει η λέξη «πόλεμος».
Μόλις τον 17ο αιώνα άρχισαν τα κράτη να ενδιαφέρονται για τις παγωμένες εκτάσεις της Λαπωνίας, τις γούνες της και τους ψαρότοπούς της. Ο σουηδικός αποικισμός εντάθηκε μετά το 1634, όταν ανακαλύφθηκαν κοιτάσματα αργύρου. Οι φοροεισπράκτορες του βασιλιά επιβάλλουν φόρους στους «Λάπωνες», ενώ η Λουθηρανική Εκκλησία προσπαθεί να προσηλυτίσει τους ανιμιστές, ρίχνοντας στις φλόγες τα ιερά τους τύμπανα …και μερικές φορές και τους σαμάνους τους, όπως τον Λαρς Νίλσον, που εκτελέστηκε το 1693. Επειδή οι ακραίες καιρικές συνθήκες αποθάρρυναν τους επίδοξους εποίκους, η διακήρυξη του Λάπμαρκ (1673) τους απάλλασσε από φορολογία και στράτευση. Για τη βασιλική εξουσία, οι έποικοι και οι εκτροφείς ταράνδων μπορούσαν κάλλιστα να συνυπάρξουν, χωρίς η μία κοινότητα να ενοχλεί την άλλη. Όμως, καθώς σε αυτό το γεωγραφικό πλάτος είναι αδύνατον μια κοινότητα να επιβιώσει μονάχα χάρη στη γεωργία, οι έποικοι αναγκάστηκαν να στραφούν στο κυνήγι και στην αλιεία… Εντούτοις, όταν προέκυπταν διενέξεις μεταξύ των εποίκων και των Σαάμι, οι τελευταίοι συχνά κέρδιζαν στα δικαστήρια, καθώς το Βασιλικό Θησαυροφυλάκιο εκτιμούσε ιδιαίτερα τις γούνες τους.
Όμως, στα τέλη του 19ου αιώνα, με την εμφάνιση του βιολογικού ρατσισμού, οι αντιλήψεις για τους Σαάμι άρχισαν να αλλάζουν. Όπως μας υπενθυμίζει η Άννα-Κάριν Νίια, εκτροφέας ταράνδων και δημοσιογράφος στο Sámi Radio, δημόσιο ραδιόφωνο που εκπέμπει στη γλώσσα Σαάμι, «τη δεκαετία του 1920 ήρθαν ερευνητές του Κέντρου Φυλετικής Βιολογίας και άρχισαν να μετρούν τα κρανία των Σαάμι, μεταξύ άλλων και των παππούδων μου: μια μέθοδος που πρόσφερε έμπνευση στη ναζιστική Γερμανία. Αυτή η ταπείνωση παραμένει ένα τραύμα για τον λαό μου». Επιπλέον, το κλείσιμο των συνόρων μεταξύ Σουηδίας, Νορβηγίας (απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1905), ΕΣΣΔ και Φινλανδίας (έπαψε να αποτελεί τμήμα της Ρωσίας το 1917) κατέστησε αδύνατες τις εκτεταμένες μετακινήσεις των νομάδων. Στη Σουηδία, κατά τη δεκαετία του 1920, αρκετές χιλιάδες Σαάμι εκτοπίστηκαν διά της βίας νοτιότερα. Η Σουηδία επιδίωξε εκείνη την εποχή την αφομοίωση των Σαάμι. Στα σχολεία, τα παιδιά που μιλούν τη γλώσσα τους τιμωρούνται και περιθωριοποιούνται. Όπως αφηγείται η Νίια, «οι γονείς μου δεν καταλάβαιναν καν τι τους έλεγε ο δάσκαλος». Οι νομάδες βλέπουν τα παιδιά τους να αποσπώνται από την οικογένεια και να κλείνονται σε οικοτροφεία. Στην προσπάθειά τους να ενταχθούν στο σουηδικό «καλούπι», πολλοί Σαάμι αλλάζουν όνομα και δεν διδάσκουν τη γλώσσα τους στα παιδιά τους.
Η πολιτική χειραφέτησή τους ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970. Στη Νορβηγία, οι Σαάμι αντιτάχθηκαν με σφοδρότητα στο σχέδιο για την κατασκευή ενός φράγματος στον ποταμό Άλτα. Αυτός ο αγώνας οδήγησε το Όσλο να ιδρύσει το 1989 το πρώτο Κοινοβούλιο των Σαάμι, από το οποίο θα εμπνευστεί η Φινλανδία και στη συνέχεια η Σουηδία. Η Νορβηγία είναι το μοναδικό εμπλεκόμενο κράτος που έχει κυρώσει τη σύμβαση 169 του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO), η οποία προβλέπει την εκχώρηση περισσότερων δικαιωμάτων στους αυτόχθονες λαούς. Το Όσλο έχει παραχωρήσει ευρύτατη αυτονομία στο 95% της βορειότερης κομητείας του, του Φίνμαρκ (46.000 τ.χλμ., 73.000 κάτοικοι): από το 2005, υπάρχει συνδιαχείριση από το Κοινοβούλιο των Σαάμι και τις αρχές της κομητείας. «Ο αγώνας των Σαάμι της Νορβηγίας αποτέλεσε για μας πηγή έμπνευσης. Οι νέες γενιές έμαθαν τη γλώσσα μας», συνεχίζει η Άννα-Κάριν Νίια καθώς ετοιμάζεται να παραλάβει τον γιο από το σχολείο των Σαάμι της Κιρούνα, ένα από τα πέντε που υπάρχουν στη σουηδική Λαπωνία. «Μεγάλωσα στον Νότο και στο σχολείο έμαθα μονάχα σουηδικά», μας λέει η Τζένυ Βικ-Κάρλσον, δικηγόρος της Εθνικής Ένωσης Σουηδών Σαάμι (SSR), συνήγορος υπεράσπισης του σαμεμπύ του Girjas. «Εδώ και δέκα χρόνια μαθαίνω τη γλώσσα μου, περήφανη που επανοικειοποιούμαι κάτι που είχε αφαιρεθεί από την οικογένειά μου». Το Samer εκτιμά ότι πλέον το 40-45% των Σαάμι μιλούν τη γλώσσα τους.
Στον σουηδικό «Μεγάλο Βορρά», αυξάνονται οι εντάσεις ανάμεσα στους υπέρμαχους της δημιουργίας νέων ορυχείων και στους πληθυσμούς των αυτοχθόνων Σαάμι. Ολόψυχα αφοσιωμένοι στην προστασία της φύσης, φιλοδοξούν να κατακτήσουν την αυτοδιάθεσή τους. Το σουηδικό νομικό πλαίσιο δεν προσέφερε ώς τώρα αυτή τη δυνατότητα όμως μια πρόσφατη δικαστική απόφαση ενδέχεται να αλλάξει τα δεδομένα.
Μερικοί τάρανδοι βόσκουν στις παρυφές ενός δασικού δρόμου. «Αυτοί εδώ είναι αργοπορημένοι», εξηγεί ο Τορ Λούντμπεργκ Τουόρντα κόβοντας ταχύτητα. «Άνοιξη είναι, πηγαίνουν να συναντήσουν το κοπάδι, ψηλά στο βουνό [στα σύνορα Σουηδίας και Νορβηγίας]. Κάθε χρόνο, τα θηλυκά έρχονται να γεννήσουν στο ίδιο βουνό. Είναι στα γονίδιά τους». Ο ίδιος δεν έχει ταράνδους: μονάχα το 10% των Σαάμι εξακολουθούν να επιδίδονται στην κτηνοτροφία. Ωστόσο, στα 55 του, γνωρίζει πολύ καλά τούτα τα ημι-εξημερωμένα ελαφοειδή, τόσο στενά συνδεδεμένα με την ύπαρξη αυτού του αυτόχθονα ευρωπαϊκού λαού (βλ. ένθετο). Μας διηγείται ότι, στο παρελθόν, για το σουηδικό ληξιαρχείο ήταν απλώς ο Τορ Λούντμπεργκ: «Οι παππούδες μου ήταν αυτό που αποκαλώ “αόρατοι Σαάμι”. Είχαν αφομοιωθεί και έφεραν σουηδικά ονόματα. Στο σχολείο έμαθα μονάχα σουηδικά. Όταν ενηλικιώθηκα, προχώρησα σε αυτό που αποκαλώ “προσωπική απόρριψη της αποικιοκρατίας”: έμαθα την γλώσσα των Σαάμι και ξαναπήρα το όνομα των προγόνων μου.»
Ο Λούντμπεργκ Τουόρντα σταματάει το αυτοκίνητο και συνεχίζουμε με τα πόδια στο δασικό μονοπάτι. «Αυτό εδώ δεν είναι δάσος», διευκρινίζει. «Πρόκειται για μονοκαλλιέργεια πεύκων και σημύδων. Λίγα είδη, μικρή βιοποικιλότητα και συνεπώς λιγοστή τροφή για τους τάρανδους.» Παρακάτω, αστράφτει μια λίμνη περιτριγυρισμένη από βάλτους. Ο οδηγός μας μάς δείχνει ό,τι έχει απομείνει από μερικές καλύβες: κάποια σανίδια με καρφιά πάνω τους. «Ορίστε, φτάσαμε στο Καλάκ. Εδώ είχαμε στήσει την κατασκήνωσή μας ενάντια στο μεταλλείο σιδήρου, πριν μας διώξει η αστυνομία.» Πιο πέρα, μας δείχνει κομμάτια κορμών καλυμμένα από βρύα: τα απομεινάρια μιας πολύ παλιάς καλύβας. Τριγύρω, στα δέντρα είναι κρεμασμένες γαλαζοκίτρινες κορδέλες, σημάδι ότι έχουν καταγραφεί από τις σουηδικές υπηρεσίες. «Αυτή είναι η απόδειξη ότι εμείς, οι Σαάμι, ζούμε εδώ από αμνημονεύτων χρόνων. Στην πανάρχαια θρησκεία μας, κάθε δέντρο, κάθε ρυάκι είχε ψυχή. Ανέκαθεν ζούσαμε σε αρμονία με τη φύση, σχεδόν χωρίς να αφήνουμε ίχνη πάνω της. Αντίθετα, το μόνο που βλέπει η βιομηχανία είναι το βραχυπρόθεσμο κέρδος. Λεηλατεί τα πάντα.»
«Οι υπέρμαχοι του ορυχείου σκέφτονται μονάχα βραχυπρόθεσμα»
Το Νορμπότεν, η βορειότερη και μεγαλύτερη κομητεία της Σουηδίας (έκτασης σχεδόν 100.000 τ.χλμ.), είναι μια περιοχή όπου ζουν εκτροφείς ταράνδων και μεταλλωρύχοι. Σχεδόν το 90% του σιδήρου που καταναλώνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση προέρχεται από το υπέδαφός της. Η δημόσια επιχείρηση LKAB υπερηφανεύεται ότι εξορύσσει καθημερινά το «ισοδύναμο έξι Πύργων του Άιφελ». Στη συνέχεια, το σιδηρομετάλλευμα μεταφέρεται σιδηροδρομικώς μέχρι τα λιμάνια του Λούλεο στον Βοθνιακό Κόλπο και του Νάρβικ στη Νορβηγία: πρόκειται για τον διάσημο «δρόμο του σιδήρου», για τον έλεγχο του οποίου δόθηκαν σκληρές μάχες κατά τα πρώτα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. «Δεκαπέντε φράγματα έχουν κατασκευαστεί στον ποταμό Λούλε, κυρίως για να τροφοδοτούν τα τραίνα με ηλεκτρισμό. Για μας, όλες αυτές οι βιομηχανικές δραστηριότητες σημαίνουν αποικιοκρατία. Το Καλάκ ήταν το ορυχείο με το οποίο ξεχείλισε το ποτήρι.» Το καλοκαίρι του 2013, δεκάδες Σαάμι κατασκήνωσαν εδώ για να εμποδίσουν τη βρετανική εξορυκτική εταιρία Beowolf να πραγματοποιήσει γεωτρήσεις. Υποστηρίχθηκαν από ακτιβιστές της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης (1) και του οικολογικού χώρου, που ήρθαν από ολόκληρη τη χώρα αλλά και από το εξωτερικό, καθώς και από αντιπροσώπους άλλων αυτόχθονων λαών, κυρίως των Μαπούτσε της Χιλής. Προκειμένου να μπλοκάρουν τα έργα, υιοθέτησαν μια τεχνική του γερμανικού αντιπυρηνικού κινήματος: αλυσοδένονταν πάνω σε τσιμεντοκολώνες που είχαν μεταφέρει καταμεσής του δρόμου.
Η αστυνομία τους έδιωξε, οι γεωτρήσεις για τον εντοπισμό των κοιτασμάτων πραγματοποιήθηκαν, αλλά η διεκδίκηση συνεχίζεται. Στην κωμόπολη Γιοκμόκ, σαράντα χιλιόμετρα παραπέρα, συναντάμε τον Καρλ-Γιόχαν Ούτσι. Αυτός ο τριαντάρης είναι ο εκπρόσωπος του Sirjes, ενός από τα δύο σαμεμπύ (2) που θίγονται άμεσα από το σχέδιο για τη δημιουργία ορυχείου: «Εκπροσωπούμε μια εκατοντάδα κτηνοτρόφων με περίπου 16.000 ζώα που βόσκουν, ανάλογα με την εποχή, από τα βουνά της Νορβηγίας έως τις ακτές της Βαλτικής». Το σαμεμπύ έχει μόνο το δικαίωμα χρήσης αυτών των εκτάσεων, οι οποίες παραμένουν κρατική ιδιοκτησία. Απορρίπτει όμως κατηγορηματικά τα πλάνα εξόρυξης: «Ήμασταν ξεκάθαροι με την Beowolf. Υπάρχουν ήδη τα φράγματα, οι δρόμοι, οι σιδηροδρομικές γραμμές, οι δασικές φυτείες, ο τουρισμός, οι ανεμογεννήτριες και οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Δεν υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω εκμετάλλευση. Αρκετά μέχρι εδώ, αρκετά. Το ορυχείο έκοβε στα δύο τα βοσκοτόπια των ταράνδων μας. Οι υπέρμαχοι του ορυχείου μάς κατηγορούν ότι είμαστε εγωιστές, ότι σκεφτόμαστε μονάχα τον δικό μας τρόπο ζωής και τους ταράνδους μας. Απεναντίας: εδώ και χιλιετίες ζούμε όσο πιο κοντά γίνεται στη φύση, την καταλαβαίνουμε καλύτερα απ’ όσο οι περισσότεροι άνθρωποι. Αναλαμβάνουμε σε μεγαλύτερο βαθμό τις ευθύνες μας και σκεφτόμαστε σε βάθος χρόνου: λαμβάνουμε υπ’ όψη το μέλλον του πλανήτη. Οι υπέρμαχοι του ορυχείου δεν σκέφτονται παρά μόνο βραχυπρόθεσμα: μια θέση εργασίας ή τα κέρδη που θα αποκομίσουν». Πράγματι, η Beowolf υπόσχεται «250 άμεσες θέσεις εργασίας και άλλες τόσες έμμεσες».
Κάθε χρόνο, τον Φεβρουάριο, το Γιοκμόκ υποδέχεται αρκετές δεκάδες χιλιάδες τουρίστες που έρχονται για την εμποροπανήγυρη χειροτεχνίας των Σαάμι, που διοργανώνεται εδώ και τετρακόσια χρόνια. Όμως, εκτός της τουριστικής εποχής, η ζωή σε αυτήν την κωμόπολη με τα ξύλινα σπίτια, βαμμένα με το κόκκινο του Φαλούν (3) είναι εξαιρετικά υποτονική. Ορισμένοι θεωρούν ότι το ορυχείο θα αναζωογονήσει την οικονομία της. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά δύσκολο να συναντήσεις κάποιον που να τάσσεται ανοιχτά υπέρ του έργου. Ο (σοσιαλδημοκράτης) δήμαρχος δηλώνει υπερβολικά «απασχολημένος» για να μας δεχτεί, όπως επίσης και ο (Σαάμι) πρόεδρος του συνεταιρισμού των ιδιοκτητών δασικών εκτάσεων, μερικοί από τους οποίους σκέπτονται να υποκύψουν στον πειρασμό να πουλήσουν την ιδιοκτησία τους στην Beowolf. Οι περισσότεροι περαστικοί που πλησιάσαμε «δεν έχουν χρόνο» για να μας μιλήσουν. Πλησιάσαμε μια οικογένεια που καθόταν στον κήπο του σπιτιού της για να μας διαφωτίσει σχετικά με αυτή τη σιωπή. Μια πενηντάχρονη γυναίκα μάς εξήγησε: «Είμαστε υπέρ του ορυχείου. Δεν μπορούμε όμως να πούμε αυτό που πιστεύουμε. Η πόλη είναι μικρή και όλοι γνωρίζονται. Μην γράψετε τίποτα που να προδίδει την ταυτότητά μας: δεν θέλουμε να τσακωθούμε με τους Σαάμι φίλους και συναδέλφους μας. Κατανοούμε την άποψή τους, ωστόσο έχουμε και εμείς τη δική μας».
Πρόκειται για δύο απόψεις, ή μάλλον για δύο αντιλήψεις του κόσμου, ασυμβίβαστες. Η συνομιλήτριά μας διηγείται ότι οι παππούδες της θεωρούσαν τον εαυτό τους «πιονιέρο». Ήρθαν από τον Νότο την δεκαετία του 1920, όταν η Vattenfall, η δημόσια εταιρία ηλεκτρισμού, «κατασκεύαζε φράγματα στον ποταμό Λούλε και έδινε δουλειά σε όλους». Εδώ και είκοσι χρόνια, το Γιοκμόκ έχει πάρει την κάτω βόλτα: «Ο πληθυσμός μειώνεται και ο τουρισμός δεν αρκεί για να ζήσει η πόλη. Οι νέοι μεταναστεύουν στον Νότο. Με το ορυχείο θα μπορούσαμε να κρατήσουμε τον κόσμο». Η παρουσία στο Καλάκ ακτιβιστών που δεν έχουν σχέση με την περιοχή την εκνεύρισε: «Είδαμε στα μέσα ενημέρωσης ότι υπήρχαν άτομα από τη Στοκχόλμη, ακόμα και Άγγλοι και Γερμανοί. Πήραν το δικό μας πρόβλημα, το έκαναν δικό τους και αποφάσισαν για λογαριασμό μας! Εμείς χρειαζόμαστε μια μεγάλη επιχείρηση που θα επενδύσει. Φυσικά, θα προτιμούσαμε να ανοίξει κανένα κατάστημα Ikea», λέει ξεκαρδισμένη, προκαλώντας τα γέλια και των υπολοίπων. «Τα ορυχεία όμως είναι που θέλουν να εγκατασταθούν. Τι να κάνουμε, παίρνουμε ό,τι μας δίνουν. Πολύ θα το θέλαμε να προστατεύσουμε τη φύση, έχουμε όμως άλλη επιλογή;»
Λίγο αργότερα, σε ένα καφέ συναντάμε μερικούς νεαρούς, περιστασιακά απασχολούμενους, που συμφωνούν με αυτή την άποψη. Ένας από αυτούς αναστενάζει: «Δουλεύουμε μια στο τόσο για τη Vattenfall. Όμως, ένα ορυχείο θα μας προσέφερε περισσότερα μεροκάματα». Όσο για τους τάρανδους, συνεχίζει εκνευρισμένος, «μπορούν ωραιότατα να παρακάμπτουν το ορυχείο!». Ένας άλλος διορθώνει τους φίλους του όταν κάνουν λόγο για «Σαάμι» και χρησιμοποιεί με επιμονή τον όρο «Λάπωνες», γνωρίζοντας φυσικά την απαξιωτική του σημασία (4)…
Θα υλοποιηθεί άραγε το σχέδιο δημιουργίας ορυχείου στο Καλάκ, το οποίο έχει τύχει μεγάλης προβολής από τα σουηδικά μέσα ενημέρωσης; Τον Οκτώβριο του 2015, η Εθνική Επιθεώρηση Ορυχείων έδωσε την έγκρισή της. Έκτοτε όμως, η Στοκχόλμη τηρεί μια σώφρονα σιωπή, προς μεγάλη δυσαρέσκεια της Beowolf, που της έχει απευθύνει δύο επιστολές (τον Νοέμβριο του 2015 και τον Μάρτιο του 2016). Σύμφωνα με αρκετές πηγές, η κυβέρνηση χρονοτριβεί, αμφιταλαντευόμενη ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατική εκλογική πελατεία της στον Μεγάλο Βορρά (5) και στους οικολόγους συμμάχους της. Πόσο μάλλον που, από τις πρώτες διερευνητικές γεωτρήσεις ώς την έναρξη της εξορυκτικής δραστηριότητας, θα μεσολαβήσουν περίπου δεκαπέντε χρόνια (6).
Μεταφορά του κέντρου της πόλης για να αποφευχθεί η καθίζηση
Διακόσια χιλιόμετρα βορειότερα βρίσκεται η Κιρούνα (7), το μεγαλύτερο υπόγειο μεταλλείο σιδήρου στον κόσμο. Στις αρχές του 20ού αιώνα, αυτή η πόλη που δημιουργήθηκε εκ του μηδενός προσέλκυσε εποίκους από ολόκληρη τη Σουηδία. Σήμερα, η LKAB απασχολεί 2.000 από τους 18.000 κατοίκους, χωρίς να συνυπολογίζονται οι έμμεσες θέσεις εργασίας. Οι στοές του ορυχείου φτάνουν σε βάθος 1.400 μέτρων, κάτω από τα σπίτια. Προκειμένου να αποφευχθεί η καθίζηση –όπως έχει ήδη συμβεί στη γειτονική πόλη Μαλμβέγιετ– το κέντρο της πόλης θα μεταφερθεί σε απόσταση τριών χιλιομέτρων! Απ’ ό,τι φαίνεται, οι κάτοικοι αποδέχονται με στωικότητα την προοπτική αυτής της φαραωνικής μετακόμισης: «Η πόλη δεν μπορεί να υπάρξει δίχως το ορυχείο», συνοψίζει ένα νεαρό ζευγάρι που εργάζεται στην LKAB. «Άρα, αν πρέπει να μετακινήσουμε την πόλη για να συνεχίσουμε να δουλεύουμε…».
Ο υπερβολικά φιλόδοξος χαρακτήρας του εγχειρήματος φανερώνει τη σημασία που έχει για το βασίλειο της Σουηδίας ο εξορυκτικός τομέας. Ο Αντρέας Λιντ, διευθυντής επιχειρηματικότητας και ανάπτυξης της κομητείας του Νορμπότεν, μας εξηγεί: «Ανέκαθεν, αυτό συνέβαινε. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Λούλεο-Νάρβικ [για την εξαγωγή του σιδηρομεταλλεύματος] απορροφούσε το 13% του προϋπολογισμού της χώρας». Το 1992, ο συντηρητικός πρωθυπουργός Καρλ Μπιλντ προώθησε την ψήφιση του νόμου για τα μεταλλεύματα (Minerallagen), που άνοιγε τον τομέα στον ανταγωνισμό, ενθαρρύνοντας τις ξένες εταιρείες να πραγματοποιήσουν έρευνες για τον εντοπισμό κοιτασμάτων. Έκτοτε, οι άδειες χορηγούνται από την Εθνική Επιθεώρηση Ορυχείων (Bergsstaten), που βρίσκεται υπό την εποπτεία του Σουηδικού Ινστιτούτου Γεωλογικών Ερευνών (SGU). Οι πολέμιοι αυτού του νόμου καταγγέλλουν τα προνόμια που παραχωρούνται στους βιομηχάνους (8). Η Σουηδία, η χώρα με τον μεγαλύτερο εξορυκτικό τομέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι αποφασισμένη να ενισχύσει τη θέση της. Αυτό επιβεβαιώνεται από μια πρόσφατη κυβερνητική έκθεση: το 2030, τα ενεργά μεταλλεία ενδέχεται να φθάσουν τα 50, έναντι 16 σήμερα (9), ενώ οι ποσότητες των εξορυσσόμενων μεταλλευμάτων ενδέχεται να φτάσουν τους 150 εκατομμύρια τόνους (το μισό των οποίων αφορά σιδηρομεταλλεύματα), έναντι 68 εκατομμυρίων το 2011.
Ο Λιντ δικαιολογεί αυτήν την πολιτική: «Η Ευρώπη καταναλώνει το 20% της παγκόσμιας παραγωγής σιδήρου, αλλά παράγει μονάχα το 4%, εκ των οποίων τα εννέα δέκατα εξορύσσονται εδώ. Καλύτερα λοιπόν να προέρχεται αυτός ο σίδηρος από τη Σουηδία και όχι από χώρες όπου οι κανόνες σχετικά με το περιβάλλον, τα εργασιακά και τα ανθρώπινα δικαιώματα βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο. Σας διαβεβαιώνω ότι η κυβέρνηση λαμβάνει υπ’ όψη το περιβάλλον, το οποίο έχει μεγαλύτερη προτεραιότητα από την κερδοφορία του ορυχείου. Βεβαίως, θα υπάρξουν επιπτώσεις στο περιβάλλον, έστω κι αν είναι ελάχιστες. Δυστυχώς, αυτό είναι το τίμημα που οφείλουμε να πληρώσουμε για τον τρόπο ζωής μας». Αναγνωρίζει ότι «ορισμένοι Σαάμι» είναι αντίθετοι με αυτό το σχέδιο, αλλά ποντάρει στον συμβιβασμό: «Η Σουηδία είναι μια χώρα συναίνεσης. Αυτό που συμβαίνει στο Καλάκ είναι απογοητευτικό, με όλους αυτούς τους επαγγελματίες διαδηλωτές που ήρθαν από αλλού, πόλωσαν την κατάσταση και προσπάθησαν να μετατρέψουν το Νορμπότεν σε πεδίο μάχης. Οφείλουμε να βρούμε μια λύση που να ικανοποιεί τα συμφέροντα όλων: των εκτροφέων ταράνδων, των μεταλλωρύχων, της βιομηχανίας και της χώρας»,
Η Κιρούνα είναι επίσης η έδρα του Κοινοβουλίου των Σαάμι της Σουηδίας. Το Σαμετίνγκετ, το οποίο ιδρύθηκε το 1993, μερικά χρόνια μετά το νορβηγικό και το φινλανδικό ομόλογό του, αποτελεί ταυτόχρονα εκλεγμένη εθνοσυνέλευση και κυβερνητική υπηρεσία. Για την ακρίβεια, πρόκειται κυρίως για κυβερνητική υπηρεσία, όπως διευκρινίζει με λύπη η Μαρί Ένοκσον, η εκπρόσωπος Τύπου του: «Μην ξεγελιέστε: το Σαμετίνγκετ είναι ένα Κοινοβούλιο χωρίς πραγματική εξουσία. Οι 31 αιρετοί εκπρόσωποί μας συνεδριάζουν τρεις φορές τον χρόνο. Μπορούν να εκφράσουν την γνώμη τους, όμως το κράτος δεν είναι υποχρεωμένο να τους ακούσει». Εξάλλου, ο νόμος είναι σαφής: «Παρά το γεγονός ότι ονομάζεται “Κοινοβούλιο”, δεν πρόκειται για θεσμό που θα μπορούσε είτε να ενεργήσει στη θέση της Δίαιτας (σουηδική Βουλή) ή του δημοτικού συμβουλίου είτε να ανταγωνιστεί αυτούς τους θεσμούς».
Όπως μας πληροφορεί η Ένοκσον, «περίπου 9.000 ενήλικες Σαάμι είναι εγγεγραμμένοι εδώ ως ψηφοφόροι. Οφείλουν να αποδείξουν ότι μιλούν τη γλώσσα των Σαάμι ή ότι ένας από τους γονείς ή τους παππούδες τους την μιλάει. Πρόκειται για παραδοξολογία, αν σκεφτείς ότι στο παρελθόν το σουηδικό κράτος έκανε τα πάντα για να εξαφανιστεί η γλώσσα μας…». Αυτός ο αριθμός αντιστοιχεί κάπου ανάμεσα στο ήμισυ και στο τέταρτο των 20-40.000 Σαάμι που ζουν στη χώρα (10). «Δεδομένου ότι είμαστε και κυβερνητική υπηρεσία, ορισμένοι δεν μας εμπιστεύονται», συνεχίζει η Ένοκσον. Ως υπηρεσία, το Σαμετίνγκετ διαχειρίζεται «έναν προϋπολογισμό 38,5 εκατομμυρίων κορόνων [4,1 εκατομμύρια ευρώ], που διατίθεται κυρίως για πολιτιστικές και γλωσσικές δραστηριότητες, καθώς και για την ενίσχυση της εκτροφής ταράνδων».
Η Χάνα Σόφι Ούτσι θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι «το κράτος δεν μας έχει δώσει το δικαίωμα να νομοθετούμε, αλλά μονάχα να γνωμοδοτούμε». Μέλος του Σαάμι οικολογικού κόμματος Min Geaidnu («Ο Δρόμος μας»), είναι πρώην αντιπρόεδρος του Σαμετίνγκετ: «Είμαι υπέρ της αυτοδιάθεσης του λαού μας. Αποτελούμε τμήμα αυτής της χώρας, είμαστε Σουηδοί πολίτες, αλλά δεν είμαστε Σουηδοί. Επιθυμώ συνεπώς να αποφασίζουμε για το μέλλον μας και για τις υποθέσεις μας, όπως κάνουν για παράδειγμα οι Ινουίτ (11)». Ωστόσο δεν θεωρεί ότι το Σαμετίνγκετ είναι περιττό: «Το έχουμε μετατρέψει σε ένα εργαλείο πιο ισχυρό απ’ ό,τι το επιθυμούσε το κράτος. Έχουμε επιτύχει προόδους, ιδίως στο ζήτημα της γλώσσας των Σαάμι».
Η Σουηδία έχει υπογράψει τη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων λαών (UNDRIP, 2007), το άρθρο 3 της οποίας εμμένει στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης: αυτό το κείμενο όμως δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα. Κυρίως, η Σουηδία δεν έχει κυρώσει την σύμβαση 169 του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO 169, 1989), που αφορά τα δικαιώματα των αυτόχθονων λαών, τον έλεγχο της γης τους και… του υπεδάφους τους: συνεπώς, ο φάκελος Καλάκ βρίσκεται εκτός των αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου των Σαάμι. Η Ένοκσον επιβεβαιώνει: «Το Σαμετίνγκετ δεν έχει λόγο στην υπόθεση του Καλάκ. Δεν μπορούμε να παρέμβουμε στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. “Συμβουλεύονται” μονάχα τα δύο ενδιαφερόμενα σαμεμπύ, το Sirjes και το Jåhkågasska.»
Ο Ρίκαρντ Λάντα, με μαλλί «μοϊκάνα» και ατσάλινο βλέμμα, είναι ένας από τους εκπροσώπους του σαμεμπύ του Jåhkågasska. Τον συναντάμε στο συνέδριο της Εθνικής Ένωσης Σουηδών Σαάμι (Svenska Samermas Riksförbund, SSR), όπου συμμετέχουν οι εκτροφείς ταράνδων, ντυμένοι για την περίσταση με τις αστραφτερές παραδοσιακές φορεσιές τους. Αυτή την εποχή, στα τέλη Μαΐου, το SSR και το Σαμετίνγκετ οργανώνουν τις συνεδριάσεις τους στις ίδιες ακριβώς ημερομηνίες, στην Κιρούνα και στο Όστερσουντ, που απέχουν μεταξύ τους οκτακόσια χιλιόμετρα. Κάτι που λέει πολλά για την αρκτική ψυχρότητα που επικρατεί στις μεταξύ τους σχέσεις… Συνοπτικά, το Κοινοβούλιο των Σαάμι προσάπτει στο SSR ότι επικεντρώνεται αποκλειστικά στα συμφέροντα των εκτροφέων ταράνδων (του 10% των Σαάμι), ενώ το SSR κατηγορεί το Κοινοβούλιο για διπλό παιχνίδι. Όσον αφορά το Καλάκ, ο Λάντα δεν δηλώνει διόλου αισιόδοξος, ιδίως από τη στιγμή που και άλλα σαμεμπύ (Semisjaur Njarg, Vapsten, Voernese …) βρέθηκαν αντιμέτωπα με σχέδια εξόρυξης. «Αυτοί [το κράτος και οι βιομήχανοι] έχουν τον χρόνο με το μέρος τους. Θα το ανοίξουν το ορυχείο. Κι όταν ανεβούν οι τιμές του σίδηρου, ο κόσμος δεν θα βλέπει πια τίποτα, παρά μόνο το χρήμα. Ακόμα και μερικοί Σαάμι». Επιμένει ότι γι’ αυτόν το χρήμα δεν είναι αυτοσκοπός: «Οι τάρανδοι είναι τρόπος ζωής. Η ελευθερία μας!».
Ο Μάτι Μπεργκ, ένας επιβλητικός άντρας με αλογοουρά, είναι πρόεδρος του σαμεμπύ του Girjas. Το όνομα και το πρόσωπό του είναι γνωστά σε ολόκληρη την Σουηδία. Στις 3 Φεβρουαρίου του 2016, μετά από έξι χρόνια δικαστικών αγώνων, το σαμεμπύ του και το SSR πέτυχαν μια πρωτοφανή νίκη εναντίον του σουηδικού κράτους: «Μέχρι το 1986, οι Σαάμι είχαν το δικαίωμα να αποφασίζουν ποιος μπορεί να ψαρεύει και να κυνηγήσει στα εδάφη τους. Ανακτήσαμε αυτό το δικαίωμα. Θα αποφασίζουμε για το κυνήγι και το ψάρεμα στην περιοχή μας. Κι ίσως αυτό να αποτελέσει το πρώτο βήμα για την αυτοδιάθεσή μας. Για τον έλεγχο της γης μας, για να αρνηθούμε τα ορυχεία. Στην περιοχή του δικού μου σαμεμπύ, πολλές εταιρείες επιθυμούν να πραγματοποιήσουν έρευνες για τον εντοπισμό νέων κοιτασμάτων. Πρέπει να μπορούμε να πούμε “όχι”. Εσείς, οι υπόλοιποι Δυτικοί, μετράτε τα πάντα με οικονομικούς όρους. Για μας όμως, ένα βουνό έχει μεγαλύτερη αξία όταν είναι άθικτο, παρά όταν είναι παραμορφωμένο από ένα ορυχείο». Η δικαστική διαμάχη προκάλεσε σφοδρές διαμάχες: στις 11 Ιουνίου 2015, πενήντα εννέα Σουηδοί πανεπιστημιακοί και ερευνητές, ανησυχώντας για την τροπή που έπαιρνε ο δημόσιος διάλογος γύρω από τη δίκη η οποία έφερε αντιμέτωπους το σουηδικό κράτος και το σαμεμπύ του Girjas, δημοσίευσαν μια ανοιχτή επιστολή στην εφημερίδα «Dagens Nyheter», όπου κατηγορούσαν το κράτος ότι χρησιμοποιεί επιχειρήματα που μας γυρίζουν στην «εποχή της φυλετικής βιολογίας».
Υπερθέρμανση του πλανήτη: η άλλη απειλή
Αυτή η δικαστική νίκη αναζωπυρώνει τις εντάσεις: στο κατάστημα ειδών αλιείας της Κιρούνα, μερικοί νεαροί πελάτες δηλώνουν «ανακουφισμένοι επειδή το κράτος άσκησε έφεση». Γκρινιάζουν: «Το ψάρεμα και το κυνήγι είναι ο κυριότερος λόγος για να εγκατασταθεί κάποιος εδώ. Έτσι, αν κερδίσουν οι Σαάμι και δημιουργηθεί νομολογία, θα καθορίζουν οι ίδιοι την τιμή των αδειών κυνηγιού και ψαρέματος» (οι οποίες για την ώρα είναι φτηνές). «Ποιος υφίσταται τελικά διακρίσεις;», σχολιάζουν με τη σειρά τους άλλοι, ηλικιωμένοι ψαράδες και κυνηγοί. «Γιατί δηλαδή οι Σαάμι να έχουν περισσότερα δικαιώματα από μας; Επειδή οι πρόγονοί τους ήταν εδώ πριν από τους δικούς μας; Όλοι μας εδώ έχουμε γεννηθεί!».
Όμως, οι κτηνοτρόφοι έχουν έναν ακόμα αντίπαλο: την υπερθέρμανση του πλανήτη. Όπως εξηγεί ο Λάντα, «πλέον, τον χειμώνα βρέχει. Έτσι, το νερό παγώνει, μετά χιονίζει και το χιόνι συσσωρεύεται πάνω στον πάγο κι ύστερα ξαναβρέχει. Οι τάρανδοι σκάβουν το χιόνι για να βρουν την τροφή τους. Δεν μπορούν όμως να σπάσουν τον πάγο. Έτσι, αναγκαζόμαστε να αγοράσουμε ζωοτροφές… Προσθέστε σε όλα αυτά τις απώλειες από τους θηρευτές [λύγκες, αρκούδες και κυρίως αδηφάγους (12)] και τις συγκρούσεις με αυτοκίνητα ή με τραίνα… Για να ζήσει μια οικογένεια, θα πρέπει να έχει κοπάδι τουλάχιστον 600 ζώων. Εάν χάσεις το 30%, οι γεννήσεις δεν αρκούν για να καλύψεις τις απώλειες και τότε την έβαψες. Όταν δεν θα υπάρχει πλέον η εκτροφή ταράνδων, οι Σαάμι θα χαθούν. Όπως οι Ινδιάνοι της Αμερικής όταν χάθηκαν οι βίσωνες. Τα παιδιά μου θέλουν να ζήσουν όπως κι εγώ, δεν ξέρω όμως αν θα μπορούν».
Ο ήλιος του μεσονυκτίου λάμπει πάνω από την Κιρούνα. Ο Όλαφ πίνει το ποτό του στην παμπ μετά από μια ημέρα κοπιαστικής δουλειάς. Με καταγωγή από οικογένεια εκτροφέων ταράνδων, ο νεαρός Σαάμι μάς δείχνει γεμάτος υπερηφάνεια στο κινητό του ένα βίντεο όπου, καβάλα σε ένα σκούτερ χιονιού, οδηγεί το κοπάδι της οικογένειας. «Τετρακόσια ζώα!», διευκρινίζει. «Όμως, είναι πια δύσκολο να ζήσεις από την κτηνοτροφία. Άρα…». Μας δείχνει και άλλες φωτογραφίες: αυτή την φορά, οδηγεί έναν εκσκαφέα μέσα σε μια σήραγγα. «Μόλις γύρισα από το μεταλλείο. Δουλεύω εκεί με μερική απασχόληση», εξομολογείται με μια υποψία ενόχλησης στη φωνή του. «Δεν έχω άλλη επιλογή. Ωστόσο, όταν είμαι στα έγκατα της γης, ένα μόνο σκέφτομαι: τα βουνά και τους ταράνδους μου». Οι πιέσεις που ασκούν η κλιματική αλλαγή και οι ορέξεις της εξορυκτικής βιομηχανίας ενδέχεται να σημάνουν το τέλος μιας μορφής κτηνοτροφίας που ασκείται εδώ και χιλιετίες.
- (Σ.τ.Μ.) Καθώς εναντίον της παγκοσμιοποίησης τάσσονται ολοένα συχνότερα και ακροδεξιά, ρατσιστικά, ξενοφοβικά και σκοταδιστικά θρησκευτικά κινήματα, οι αριστεροί ριζοσπάστες και οι εναλλακτικοί ακτιβιστές προτιμούν πλέον να αυτοαποκαλούνται «υπέρμαχοι της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης» (altermondialistes) που μάχονται για την παγκοσμιοποίηση της οικολογίας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
- Οικονομική κοινοπραξία εκτροφέων ταράνδων που συνδέεται με μια περιοχή βοσκότοπων και χειμαδιών.
- Σουηδική βαφή που κατασκευάζεται με σκωρία από το μεταλλείο χαλκού του Φαλούν.
- Οι όροι «Saame», «Sâme» ή «Sámi» έχουν αντικαταστήσει τον απαξιωτικό όρο «Λάπωνας». Ωστόσο, καθώς η περιοχή είναι γνωστή στο εξωτερικό ως «Λαπωνία», ο συγκεκριμένος γεωγραφικός όρος εξακολουθεί να χρησιμοποιείται, αν και οι Σαάμι προτιμούν να ονομάζουν τον τόπο τους «Sápmi».
- Στον Μεγάλο Βορρά (κομητεία του Νορμπότεν), στις βουλευτικές εκλογές του 2014 καταγράφηκαν τα εξής αποτελέσματα: σοσιαλδημοκράτες 49%, συντηρητικοί 13%, ακροδεξιά 11%, Πράσινοι (MP) 4,9%. Στο εθνικό επίπεδο αυτά τα ποσοστά ήταν αντίστοιχα 31%, 23,3%, 13% και 6,9%.
- «Taxation in the mining sector – Selected case studies», Raw Materials Group, Στοκχόλμη, Ιούνιος
- (Σ.τ.Μ.) Στον απώτατο ορεινό σουηδικό Βορρά, κοντά στο τριεθνές Νορβηγίας-Σουηδίας-Φινλανδίας.
- Βλ. Johannes Forssberg, «Mesdames les companies minières, servez-vous!», «Fokus», Στοκχόλμη, μεταφρασμένο από τη Vox Europ, 14 Οκτωβρίου 2013.
- «Sweden’s mineral strategy», Έκθεση του Υπουργείου Επιχειρήσεων, Ενέργειας και Τηλεπικοινωνιών, Στοκχόλμη, Ιούνιος 2013.
- Δεδομένου ότι η Σουηδία δεν προβαίνει σε απογραφή με βάση το εθνοτικό κριτήριο, είναι αδύνατον να υπάρξουν ακριβέστερα στοιχεία.
- Η Γροιλανδία είναι αυτόνομη περιοχή εντός Δανίας από το 1979 και η αυτονομία της επεκτάθηκε το 2002. Στην καναδική ομόσπονδη περιφέρεια Νούναβουτ (περισσότερο από 2.000.000 τ.χλμ.), οι Ινουίτ διαθέτουν αυτονομία από το 1999.
- (Σ.τ.Μ.) Σαρκοβόρο θηλαστικό που ζει στην τούνδρα.
ΕΝΘΕΤΟ
Ο μοναδικός «αυτόχθονας» λαός της Ευρώπης
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Κέντρου ενημέρωσης Σαάμι του Όστερσουντ (Samer), υπάρχουν 50-65.000 Σαάμι στη Νορβηγία, 20-40.000 στη Σουηδία, περίπου 8.000 στην Φινλανδία και 2.000 στη Ρωσία. Πρόκειται για τον τελευταίο αυτόχθονα λαό της Ευρώπης (1): εγκαταστάθηκαν στο βόρειο τμήμα της Σκανδιναβίας και στη χερσόνησο Κόλα της Ρωσίας την εποχή της τήξης των παγετώνων, πριν από 10.000 χρόνια περίπου. Ο Τάκιτος είναι ο πρώτος που αναφέρει στο έργο του «Germania» (98 μ.Χ.) τους νομάδες του Μεγάλου Βορρά, εκφράζοντας την έκπληξή του για το γεγονός ότι οι γυναίκες συμμετέχουν στο κυνήγι. Ο Ρωμαίος ιστορικός θα μπορούσε επίσης να είχε προσθέσει ότι καθεμία από τις οκτώ εποχές του ημερολογίου των Σαάμι αντιστοιχεί σε έναν κύκλο της ζωής του ταράνδου. Και ότι στην γλώσσα τους δεν υπάρχει η λέξη «πόλεμος».
Μόλις τον 17ο αιώνα άρχισαν τα κράτη να ενδιαφέρονται για τις παγωμένες εκτάσεις της Λαπωνίας, τις γούνες της και τους ψαρότοπούς της. Ο σουηδικός αποικισμός εντάθηκε μετά το 1634, όταν ανακαλύφθηκαν κοιτάσματα αργύρου. Οι φοροεισπράκτορες του βασιλιά επιβάλλουν φόρους στους «Λάπωνες», ενώ η Λουθηρανική Εκκλησία προσπαθεί να προσηλυτίσει τους ανιμιστές, ρίχνοντας στις φλόγες τα ιερά τους τύμπανα …και μερικές φορές και τους σαμάνους τους, όπως τον Λαρς Νίλσον, που εκτελέστηκε το 1693. Επειδή οι ακραίες καιρικές συνθήκες αποθάρρυναν τους επίδοξους εποίκους, η διακήρυξη του Λάπμαρκ (1673) τους απάλλασσε από φορολογία και στράτευση. Για τη βασιλική εξουσία, οι έποικοι και οι εκτροφείς ταράνδων μπορούσαν κάλλιστα να συνυπάρξουν, χωρίς η μία κοινότητα να ενοχλεί την άλλη. Όμως, καθώς σε αυτό το γεωγραφικό πλάτος είναι αδύνατον μια κοινότητα να επιβιώσει μονάχα χάρη στη γεωργία, οι έποικοι αναγκάστηκαν να στραφούν στο κυνήγι και στην αλιεία… Εντούτοις, όταν προέκυπταν διενέξεις μεταξύ των εποίκων και των Σαάμι, οι τελευταίοι συχνά κέρδιζαν στα δικαστήρια, καθώς το Βασιλικό Θησαυροφυλάκιο εκτιμούσε ιδιαίτερα τις γούνες τους.
Όμως, στα τέλη του 19ου αιώνα, με την εμφάνιση του βιολογικού ρατσισμού, οι αντιλήψεις για τους Σαάμι άρχισαν να αλλάζουν. Όπως μας υπενθυμίζει η Άννα-Κάριν Νίια, εκτροφέας ταράνδων και δημοσιογράφος στο Sámi Radio, δημόσιο ραδιόφωνο που εκπέμπει στη γλώσσα Σαάμι, «τη δεκαετία του 1920 ήρθαν ερευνητές του Κέντρου Φυλετικής Βιολογίας και άρχισαν να μετρούν τα κρανία των Σαάμι, μεταξύ άλλων και των παππούδων μου: μια μέθοδος που πρόσφερε έμπνευση στη ναζιστική Γερμανία. Αυτή η ταπείνωση παραμένει ένα τραύμα για τον λαό μου». Επιπλέον, το κλείσιμο των συνόρων μεταξύ Σουηδίας, Νορβηγίας (απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1905), ΕΣΣΔ και Φινλανδίας (έπαψε να αποτελεί τμήμα της Ρωσίας το 1917) κατέστησε αδύνατες τις εκτεταμένες μετακινήσεις των νομάδων. Στη Σουηδία, κατά τη δεκαετία του 1920, αρκετές χιλιάδες Σαάμι εκτοπίστηκαν διά της βίας νοτιότερα. Η Σουηδία επιδίωξε εκείνη την εποχή την αφομοίωση των Σαάμι. Στα σχολεία, τα παιδιά που μιλούν τη γλώσσα τους τιμωρούνται και περιθωριοποιούνται. Όπως αφηγείται η Νίια, «οι γονείς μου δεν καταλάβαιναν καν τι τους έλεγε ο δάσκαλος». Οι νομάδες βλέπουν τα παιδιά τους να αποσπώνται από την οικογένεια και να κλείνονται σε οικοτροφεία. Στην προσπάθειά τους να ενταχθούν στο σουηδικό «καλούπι», πολλοί Σαάμι αλλάζουν όνομα και δεν διδάσκουν τη γλώσσα τους στα παιδιά τους.
Η πολιτική χειραφέτησή τους ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970. Στη Νορβηγία, οι Σαάμι αντιτάχθηκαν με σφοδρότητα στο σχέδιο για την κατασκευή ενός φράγματος στον ποταμό Άλτα. Αυτός ο αγώνας οδήγησε το Όσλο να ιδρύσει το 1989 το πρώτο Κοινοβούλιο των Σαάμι, από το οποίο θα εμπνευστεί η Φινλανδία και στη συνέχεια η Σουηδία. Η Νορβηγία είναι το μοναδικό εμπλεκόμενο κράτος που έχει κυρώσει τη σύμβαση 169 του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO), η οποία προβλέπει την εκχώρηση περισσότερων δικαιωμάτων στους αυτόχθονες λαούς. Το Όσλο έχει παραχωρήσει ευρύτατη αυτονομία στο 95% της βορειότερης κομητείας του, του Φίνμαρκ (46.000 τ.χλμ., 73.000 κάτοικοι): από το 2005, υπάρχει συνδιαχείριση από το Κοινοβούλιο των Σαάμι και τις αρχές της κομητείας. «Ο αγώνας των Σαάμι της Νορβηγίας αποτέλεσε για μας πηγή έμπνευσης. Οι νέες γενιές έμαθαν τη γλώσσα μας», συνεχίζει η Άννα-Κάριν Νίια καθώς ετοιμάζεται να παραλάβει τον γιο από το σχολείο των Σαάμι της Κιρούνα, ένα από τα πέντε που υπάρχουν στη σουηδική Λαπωνία. «Μεγάλωσα στον Νότο και στο σχολείο έμαθα μονάχα σουηδικά», μας λέει η Τζένυ Βικ-Κάρλσον, δικηγόρος της Εθνικής Ένωσης Σουηδών Σαάμι (SSR), συνήγορος υπεράσπισης του σαμεμπύ του Girjas. «Εδώ και δέκα χρόνια μαθαίνω τη γλώσσα μου, περήφανη που επανοικειοποιούμαι κάτι που είχε αφαιρεθεί από την οικογένειά μου». Το Samer εκτιμά ότι πλέον το 40-45% των Σαάμι μιλούν τη γλώσσα τους.
- Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, για να αναγνωριστεί ένας λαός ως αυτόχθων θα πρέπει να πληρούνται τέσσερα κριτήρια: να κατάγεται από κατοίκους που ήταν παρόντες στην περιοχή πριν από τον αποικισμό, να διατηρεί στις οικονομικές και πολιτισμικές πρακτικές του στενούς δεσμούς με τη γη του, να υποφέρει ως μειονότητα από οικονομική και πολιτική περιθωριοποίηση, να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως αυτόχθονα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου