Ενας λαός, όχι με τίτλους ιλιγγιωδών επιτευγμάτων πολιτισμού αλλά μόνο με στοιχειώδες ένστικτο αυτοσυντήρησης, θα είχε δικάσει αμείλικτα τους φυσικούς αυτουργούς της καταστροφής του: όσους υπέγραψαν τον εξωφρενικό υπερδανεισμό της χώρας, για να συντηρήσουν το πελατειακό τους κράτος. Θα είχε διακρίνει την εξόφθαλμη ανικανότητα και τον λοιμώδη εκφαυλισμό ολόκληρου του κομματικού φάσματος και θα είχε βρει τη δημοκρατική οδό για τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης επιστρατευμένων ανθρώπων έκτακτης ποιότητας, για να ηγηθεί στον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα αποτίναξης του ζυγού των «μνημονίων».
του Χρήστου Γιανναρά
Το 1966, ακριβώς πριν από πενήντα χρόνια, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, από
τους σημαντικότερους φιλοσόφους στην ευρωπαϊκή ιστορία και κορυφαίος του
20ού αιώνα, δήλωνε την αγωνία του, αν μπορεί να υπάρξει πολιτικό
σύστημα, και ποιο, ικανό να λειτουργήσει μέσα στον κόσμο που διαμορφώνει
η ραγδαία εξελισσόμενη τεχνολογία, αυτονομημένη από τις ανθρώπινες
ανάγκες, σαν αυτοσκοπός. «Πάντως το συμβατό με την καινούργια εποχή
πολίτευμα δεν μπορεί να είναι η δημοκρατία».
Η δραματική, αγωνιώδης αυτή πρόβλεψη γινόταν, όταν δεν υπήρχαν ακόμα “προσωπικοί υπολογιστές” ούτε κινητά τηλέφωνα και η τηλεόραση ήταν ακόμα στα σπάργανα. Γεννούσε τότε στον Χάιντεγκερ πανικό το γεγονός και μόνο της αυτονομημένης από τις ανθρώπινες ανάγκες παραγωγής, η εξέλιξη των μέσων παραγωγής και της παραγωγής σαν αυτοσκοπός. Ηταν κιόλας φανερό ότι η τεχνολογία των μέσων και ο στόχος της παραγωγής δεν απέβλεπαν πια στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Οι ανθρώπινες ανάγκες υποτάσσονταν στην προτεραιότητα καταξίωσης της παραγωγής ως αυταξίας, αυτή η προτεραιότητα απαιτούσε και τη συνεχή τεχνολογική εξέλιξη των μέσων παραγωγής.
Ο Χάιντεγκερ διαπίστωνε, στη συνέντευξη του 1966, ότι η εξέλιξη της παραγωγικής τεχνολογίας διαστέλλει τον άνθρωπο από την παραγωγή, «τον ξεριζώνει από τη γη του, ενώ (έλεγε) σύμφωνα με την ανθρώπινη εμπειρία και Ιστορία, όσο εγώ τουλάχιστον γνωρίζω, κάθε τι ουσιαστικό και σημαντικό γεννήθηκε μόνο από το γεγονός ότι ο άνθρωπος είχε μια πατρίδα και ήταν ριζωμένος σε μια παράδοση».
Η παραγωγή ως αυταξία και η αδιάκοπη τεχνολογική εξέλιξη που την υπηρετεί, ταυτίστηκαν αξιωματικά με την «πρόοδο», τον «εκσυγχρονισμό», την προϋπόθεση «καλύτερης ζωής». Οι επιφυλάξεις, ο προβληματισμός, η περίσκεψη στιγματίστηκαν σαν γνωρίσματα «συντηρητισμού», «οπισθοδρομικότητας», στείρας ατολμίας. Ηταν περισσότερο από φανερό ότι, με τη βοήθεια της ραγδαία εξελισσόμενης τεχνολογίας, η παραγωγή, αυτονομημένη από τις ανθρώπινες ανάγκες, υπηρετούσε ιδιωτικά, όχι κοινωνικά, συμφέροντα, αύξανε κατακόρυφα το κέρδος ιδιωτών, ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής.
Οταν αυτό φτάσει να συμβαίνει, η δημοκρατία είναι «εκ των πραγμάτων» ή «εξ ορισμού» ανέφικτη.
Παύουν να αποφασίζουν οι πολίτες για τις ανάγκες τους, χάνεται η ίδια η συνείδηση-επίγνωση των αναγκών τους. Για τις ανάγκες των πολιτών αποφασίζουν οι «αγορές». Και οι διαχειριστές των κοινών (οι ακόμα επονομαζόμενοι «πολιτικοί») διεκπεραιώνουν απλώς τα συμφέροντα των αγορών.
Η διορατική πρόγνωση του Χάιντεγκερ επαληθεύεται με πολλήν ευκρίνεια σήμερα. Ισως όχι παντού – υπάρχουν ακόμα κοινωνίες, όπου η παντομίμα της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» σώζει ακόμα τόσες επιφάσεις, ώστε να ξεγελάει όχι μόνο τους αφελείς και τους επιπόλαιους. Πάντως, από τις εμφατικές επαληθεύσεις είναι η περίπτωση της ελλαδικής πολιτείας. Ισως επειδή συνδυάζει την κατάλυση της δημοκρατίας τόσο με την άσκεφτη και ανεξέλεγκτη (γι’ αυτό και ενθουσιώδη) παραδοχή του ηγεμονικού ρόλου της «παραγωγικής» τεχνοκρατίας όσο και με τον μακροχρόνιο βυθισμό στη μειονεξία του μεταπρατισμού και μιμητισμού.
Στο ελλαδικό κράτος σήμερα συντηρούμε όλα τα προσχήματα της δημοκρατίας (λαϊκής κυριαρχίας) χωρίς κανένα πραγματικό αντίκρισμα. Η Βουλή δεν βουλεύεται, παρά μόνο για τις εντυπώσεις, ψηφίζει αποφάσεις που υπαγορεύουν οι δανειστές της χώρας, νομοθετήματα εκατοντάδων σελίδων, που με τον εκβιασμό του «κατεπείγοντος» αφαιρείται από τους βουλευτές έστω και το ενδεχόμενο να ξέρουν (να έχουν διαβάσει) τι ψηφίζουν. Δεν ψηφίζουν αποφάσεις, ψηφίζουν απλώς την παραμονή τους στο κόμμα όπου είναι ενταγμένοι, δηλαδή ψηφίζουν επαγγελματική εξασφάλιση. Η κυβέρνηση δεν κυβερνάει, απλώς διεκπεραιώνει τις αποφάσεις των δανειστών καρυκευμένες με ολίγη σάλτσα «διαπραγματεύσεων», για να συντηρείται το κουκλοθέατρο της τάχα και δημοκρατίας.
Το κράτος επιτροπεύεται πανομοιότυπα, όπως θα επιτροπευόταν και από στρατό ξενικής κατοχής.
Σε κάθε υπουργείο, σε κάθε Τράπεζα, σε κάθε δημόσιο οργανισμό υπάρχει επίτροπος ελεγκτής κάθε λειτουργικής λεπτομέρειας – η κρατική ανεξαρτησία, η αυτοδιάθεση και εθνική αυτονομία έχουν προσφερθεί αντάλλαγμα για την ποδηγέτησή μας, προκειμένου, το συντομότερο (άγνωστο πότε) «να βγούμε στις Αγορές», δηλαδή να παραδοθούμε, με εχέγγυα κάποιας παραγωγικότητας, βορά στους πλανητικά κυρίαρχους, ελεύθερους (που θα πει παντελώς ανεξέλεγκτους) διεθνείς τοκογλύφους. Οι οποίοι έχουν από τώρα απαιτήσει ως υποθήκη ακόμα και το νερό που πίνουμε.
Ενας λαός, όχι με τίτλους ιλιγγιωδών επιτευγμάτων πολιτισμού αλλά μόνο με στοιχειώδες ένστικτο αυτοσυντήρησης, θα είχε δικάσει αμείλικτα τους φυσικούς αυτουργούς της καταστροφής του: όσους υπέγραψαν τον εξωφρενικό υπερδανεισμό της χώρας, για να συντηρήσουν το πελατειακό τους κράτος. Θα είχε διακρίνει την εξόφθαλμη ανικανότητα και τον λοιμώδη εκφαυλισμό ολόκληρου του κομματικού φάσματος και θα είχε βρει τη δημοκρατική οδό για τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης επιστρατευμένων ανθρώπων έκτακτης ποιότητας, για να ηγηθεί στον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα αποτίναξης του ζυγού των «μνημονίων».
Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την αναπηρία των κομματαρχών μας: έχουν συνείδηση παίκτη, όχι κοινωνικού ηγήτορα. Παίζουν, όπως σκάκι ή τάβλι, όπου όλη η προσοχή τους είναι στον αντίπαλο: να εξουδετερώσουν κάθε κίνησή του, να μπλοκάρουν τις πρωτοβουλίες του, να τον πτοήσουν με τεχνάσματα, να αποδυναμώσουν ή να αποτρέψουν επιτυχίες του. Στο πεδίο της αντιπαλότητας Τσίπρα – Μητσοτάκη η κοινωνία απουσιάζει ολοκληρωτικά, ο λαός είναι ανύπαρκτος, το ήθος, η πείρα και σοφία της παράδοσης, το θάμβος της γλωσσικής κληρονομιάς, όλα λησμονημένα, παγερώς αδιάφορα. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι πώς «να του τη φέρω», πώς «να μη μου τη φέρει», «τι λάθος έκανε να το εκμεταλλευτώ», «πώς να τον παρασύρω για να την πατήσει».
Ισως δεν φταίνε που ιστορικά βυθίζονται στην ντροπή, στιγματισμένοι με τόση ευτέλεια, οι δυο μονομάχοι. Αυτό ξέρουν, αυτό έμαθαν για πολιτική, «παιδιά του σωλήνα» (κομματικού ή οικογενειακού) είναι και οι δυο, μόνο σαν «παίκτες», ταβλαδόροι ή σκακιστές, ξέρουν να κινούνται στην πολιτική, όχι σαν κοινωνικοί ηγήτορες. Κρίμα τα νιάτα τους.
Η ελλαδική φάρσα «δημοκρατίας», αποτυπωμένη θρασύτατα στο πρωθυπουργοκεντρικής απολυταρχίας, παπανδρεϊκό Σύνταγμα του 1985, δεν προβλέπει τον παραμικρό κοινωνικό έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας. Ενας λαός προικισμένος με πολιτισμική δυναμική ικανή να τον διατηρεί ενεργό συντελεστή του ιστορικού γίγνεσθαι, βυθίζεται αδυσώπητα στην ιστορική ανυπαρξία.
Διεθνώς κωμική ατραξιόν και η περί εκλογών κοκορομαχία Τσίπρα – Μητσοτάκη.
Η δραματική, αγωνιώδης αυτή πρόβλεψη γινόταν, όταν δεν υπήρχαν ακόμα “προσωπικοί υπολογιστές” ούτε κινητά τηλέφωνα και η τηλεόραση ήταν ακόμα στα σπάργανα. Γεννούσε τότε στον Χάιντεγκερ πανικό το γεγονός και μόνο της αυτονομημένης από τις ανθρώπινες ανάγκες παραγωγής, η εξέλιξη των μέσων παραγωγής και της παραγωγής σαν αυτοσκοπός. Ηταν κιόλας φανερό ότι η τεχνολογία των μέσων και ο στόχος της παραγωγής δεν απέβλεπαν πια στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Οι ανθρώπινες ανάγκες υποτάσσονταν στην προτεραιότητα καταξίωσης της παραγωγής ως αυταξίας, αυτή η προτεραιότητα απαιτούσε και τη συνεχή τεχνολογική εξέλιξη των μέσων παραγωγής.
Ο Χάιντεγκερ διαπίστωνε, στη συνέντευξη του 1966, ότι η εξέλιξη της παραγωγικής τεχνολογίας διαστέλλει τον άνθρωπο από την παραγωγή, «τον ξεριζώνει από τη γη του, ενώ (έλεγε) σύμφωνα με την ανθρώπινη εμπειρία και Ιστορία, όσο εγώ τουλάχιστον γνωρίζω, κάθε τι ουσιαστικό και σημαντικό γεννήθηκε μόνο από το γεγονός ότι ο άνθρωπος είχε μια πατρίδα και ήταν ριζωμένος σε μια παράδοση».
Η παραγωγή ως αυταξία και η αδιάκοπη τεχνολογική εξέλιξη που την υπηρετεί, ταυτίστηκαν αξιωματικά με την «πρόοδο», τον «εκσυγχρονισμό», την προϋπόθεση «καλύτερης ζωής». Οι επιφυλάξεις, ο προβληματισμός, η περίσκεψη στιγματίστηκαν σαν γνωρίσματα «συντηρητισμού», «οπισθοδρομικότητας», στείρας ατολμίας. Ηταν περισσότερο από φανερό ότι, με τη βοήθεια της ραγδαία εξελισσόμενης τεχνολογίας, η παραγωγή, αυτονομημένη από τις ανθρώπινες ανάγκες, υπηρετούσε ιδιωτικά, όχι κοινωνικά, συμφέροντα, αύξανε κατακόρυφα το κέρδος ιδιωτών, ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής.
Οταν αυτό φτάσει να συμβαίνει, η δημοκρατία είναι «εκ των πραγμάτων» ή «εξ ορισμού» ανέφικτη.
Παύουν να αποφασίζουν οι πολίτες για τις ανάγκες τους, χάνεται η ίδια η συνείδηση-επίγνωση των αναγκών τους. Για τις ανάγκες των πολιτών αποφασίζουν οι «αγορές». Και οι διαχειριστές των κοινών (οι ακόμα επονομαζόμενοι «πολιτικοί») διεκπεραιώνουν απλώς τα συμφέροντα των αγορών.
Η διορατική πρόγνωση του Χάιντεγκερ επαληθεύεται με πολλήν ευκρίνεια σήμερα. Ισως όχι παντού – υπάρχουν ακόμα κοινωνίες, όπου η παντομίμα της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» σώζει ακόμα τόσες επιφάσεις, ώστε να ξεγελάει όχι μόνο τους αφελείς και τους επιπόλαιους. Πάντως, από τις εμφατικές επαληθεύσεις είναι η περίπτωση της ελλαδικής πολιτείας. Ισως επειδή συνδυάζει την κατάλυση της δημοκρατίας τόσο με την άσκεφτη και ανεξέλεγκτη (γι’ αυτό και ενθουσιώδη) παραδοχή του ηγεμονικού ρόλου της «παραγωγικής» τεχνοκρατίας όσο και με τον μακροχρόνιο βυθισμό στη μειονεξία του μεταπρατισμού και μιμητισμού.
Στο ελλαδικό κράτος σήμερα συντηρούμε όλα τα προσχήματα της δημοκρατίας (λαϊκής κυριαρχίας) χωρίς κανένα πραγματικό αντίκρισμα. Η Βουλή δεν βουλεύεται, παρά μόνο για τις εντυπώσεις, ψηφίζει αποφάσεις που υπαγορεύουν οι δανειστές της χώρας, νομοθετήματα εκατοντάδων σελίδων, που με τον εκβιασμό του «κατεπείγοντος» αφαιρείται από τους βουλευτές έστω και το ενδεχόμενο να ξέρουν (να έχουν διαβάσει) τι ψηφίζουν. Δεν ψηφίζουν αποφάσεις, ψηφίζουν απλώς την παραμονή τους στο κόμμα όπου είναι ενταγμένοι, δηλαδή ψηφίζουν επαγγελματική εξασφάλιση. Η κυβέρνηση δεν κυβερνάει, απλώς διεκπεραιώνει τις αποφάσεις των δανειστών καρυκευμένες με ολίγη σάλτσα «διαπραγματεύσεων», για να συντηρείται το κουκλοθέατρο της τάχα και δημοκρατίας.
Το κράτος επιτροπεύεται πανομοιότυπα, όπως θα επιτροπευόταν και από στρατό ξενικής κατοχής.
Σε κάθε υπουργείο, σε κάθε Τράπεζα, σε κάθε δημόσιο οργανισμό υπάρχει επίτροπος ελεγκτής κάθε λειτουργικής λεπτομέρειας – η κρατική ανεξαρτησία, η αυτοδιάθεση και εθνική αυτονομία έχουν προσφερθεί αντάλλαγμα για την ποδηγέτησή μας, προκειμένου, το συντομότερο (άγνωστο πότε) «να βγούμε στις Αγορές», δηλαδή να παραδοθούμε, με εχέγγυα κάποιας παραγωγικότητας, βορά στους πλανητικά κυρίαρχους, ελεύθερους (που θα πει παντελώς ανεξέλεγκτους) διεθνείς τοκογλύφους. Οι οποίοι έχουν από τώρα απαιτήσει ως υποθήκη ακόμα και το νερό που πίνουμε.
Ενας λαός, όχι με τίτλους ιλιγγιωδών επιτευγμάτων πολιτισμού αλλά μόνο με στοιχειώδες ένστικτο αυτοσυντήρησης, θα είχε δικάσει αμείλικτα τους φυσικούς αυτουργούς της καταστροφής του: όσους υπέγραψαν τον εξωφρενικό υπερδανεισμό της χώρας, για να συντηρήσουν το πελατειακό τους κράτος. Θα είχε διακρίνει την εξόφθαλμη ανικανότητα και τον λοιμώδη εκφαυλισμό ολόκληρου του κομματικού φάσματος και θα είχε βρει τη δημοκρατική οδό για τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης επιστρατευμένων ανθρώπων έκτακτης ποιότητας, για να ηγηθεί στον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα αποτίναξης του ζυγού των «μνημονίων».
Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την αναπηρία των κομματαρχών μας: έχουν συνείδηση παίκτη, όχι κοινωνικού ηγήτορα. Παίζουν, όπως σκάκι ή τάβλι, όπου όλη η προσοχή τους είναι στον αντίπαλο: να εξουδετερώσουν κάθε κίνησή του, να μπλοκάρουν τις πρωτοβουλίες του, να τον πτοήσουν με τεχνάσματα, να αποδυναμώσουν ή να αποτρέψουν επιτυχίες του. Στο πεδίο της αντιπαλότητας Τσίπρα – Μητσοτάκη η κοινωνία απουσιάζει ολοκληρωτικά, ο λαός είναι ανύπαρκτος, το ήθος, η πείρα και σοφία της παράδοσης, το θάμβος της γλωσσικής κληρονομιάς, όλα λησμονημένα, παγερώς αδιάφορα. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι πώς «να του τη φέρω», πώς «να μη μου τη φέρει», «τι λάθος έκανε να το εκμεταλλευτώ», «πώς να τον παρασύρω για να την πατήσει».
Ισως δεν φταίνε που ιστορικά βυθίζονται στην ντροπή, στιγματισμένοι με τόση ευτέλεια, οι δυο μονομάχοι. Αυτό ξέρουν, αυτό έμαθαν για πολιτική, «παιδιά του σωλήνα» (κομματικού ή οικογενειακού) είναι και οι δυο, μόνο σαν «παίκτες», ταβλαδόροι ή σκακιστές, ξέρουν να κινούνται στην πολιτική, όχι σαν κοινωνικοί ηγήτορες. Κρίμα τα νιάτα τους.
Η ελλαδική φάρσα «δημοκρατίας», αποτυπωμένη θρασύτατα στο πρωθυπουργοκεντρικής απολυταρχίας, παπανδρεϊκό Σύνταγμα του 1985, δεν προβλέπει τον παραμικρό κοινωνικό έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας. Ενας λαός προικισμένος με πολιτισμική δυναμική ικανή να τον διατηρεί ενεργό συντελεστή του ιστορικού γίγνεσθαι, βυθίζεται αδυσώπητα στην ιστορική ανυπαρξία.
Διεθνώς κωμική ατραξιόν και η περί εκλογών κοκορομαχία Τσίπρα – Μητσοτάκη.
πηγή: Christos Yiannaras
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου