15 Δεκ 2016

Άουσβιτς: επίσκεψη στη φωλιά του θανάτου


Από το Πρόβατο όχι Αρνί
-Δες τα σκαλιά! Τα είδες; Είδες πόσο φαγωμένα είναι; Λιωμένα απ’ τις τόσες σόλες που τα πάτησαν. Πόσοι επισκέπτες, πόσοι άνθρωποι τα ανέβηκαν τόσα χρόνια. Και τι έγινε; Μάθαμε τίποτα; Κοίτα γύρω μας. Μάθαμε τίποτα; Μια ήπειρος, η ίδια με τότε ήπειρος, γεμάτη πάλι στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Δεν είναι εύκολη η επίσκεψη σε τόπους μαζικών μαρτυρίων, σε μέρη μαζικών σφαγών, μαζικών θανάτων. Απ’ την πρώτη στιγμή που το σκέφτεσαι, πριν καν πατήσεις το πόδι σου εκεί αρχίζει η διαδικασία της καταρράκωσής σου. Το μυαλό κολλάει, το σώμα λειτουργεί σε νέους ρυθμούς. Κάνεις πράγματα μέσα στη μέρα για να ξεχαστείς, νομίζεις αφαιρείσαι, νομίζεις συνεχίζεις μια ρουτίνα, αλλά στην πρώτη αφηρημάδα σου, στην πρώτη αφύλαχτη ψυχική σου γωνία στρίβοντας θα πέσεις πάνω του. Είμαστε σαλιγκάρια δίχως το καβούκι μπρος και μόνο στην ιδέα του δίχως τέλος πόνου. Και το Άουσβιτς είναι ακριβώς αυτό: μια φωλιά θανάτου, μια εστία ενός δίχως τέλος πόνου.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαινα. Είχαν περάσει χρόνια απ’ την προηγούμενη και η μνήμη είχε στιβάξει στα μέσα δωμάτια τις εικόνες. Εκείνο που ερχόταν και ξαναρχόταν σε κάθε άκουσμα του ονόματος του στρατοπέδου ήταν η παγωνιά και η μυρωδιά. Το κρύο όχι ως θερμοκρασία χώρου-περιοχής αλλά ως θερμοκρασία αντικειμένων, κτιρίων, δρόμων, δομών. Η δε μυρωδιά… Ρε παιδί μου, ο θάνατος όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν παίρνει μαζί του την μυρωδιά του. Την αφήνει ανεξίτηλη στάμπα στους τοίχους των εκτελέσεων, στο χώμα που κάποιοι κατέρρευσαν, στα δωμάτια που κάποιοι δηλητηριάστηκαν, στα κρεματόρια… Μπαίνεις, περνάς την πύλη κι ο κόμπος κάθεται κάπου πάνω απ’ το στομάχι, λίγο δίπλα απ’ τα πνευμόνια. Τρεις-τέσσερις ώρες μετά, όταν βγαίνεις απ’ την ίδια πύλη, το πρώτο που λες, το πρώτο που σκέφτεσαι είναι «να ανασάνω, να πάρω μια ανάσα καθαρή»
-Πάλι τους ξεχωρίζουμε. Από εδώ αυτό το έθνος, από εκεί εκείνο, δεν περνάει το άλλο. Registration number, μην χάσουν την κάρτα τους, πώς θα τους αναγνωρίζουν μετά, γκέτο εδώ, γκέτο εκεί, λείπουν τα κίτρινα αστέρια και τα ροζ τρίγωνα. Λείπουν όμως;
Η διαδρομή απ’ την Κρακοβία ως το Οσβιέτσιμ είναι μικρή αλλά γίνεται με ένα τόσο αργό τρένο που στις δυο ώρες που σου παίρνει να φτάσεις προλαβαίνεις να σκεφτείς καθετί που έχεις ποτέ ακούσει, διαβάσει, δει για τους κρατουμένους αυτού του στρατοπέδου. Πηγαινοέρχεσαι απ’ τα τρένα που τους παραφόρτωναν σε όλη την Ευρώπη και τους έστελναν εκεί, στο στρατό των Ρώσων και τι βρήκε μπαίνοντας σε αυτό. Πηδάς απ’ τη Θεσσαλονίκη και τη δικιά μας συνενοχή στο έγκλημα, στους κατοίκους της γύρω του στρατοπέδου περιοχής και τη δικιά τους ψεύτικη άγνοια, ανοχή και προσποίηση συνέχισης μιας ζωής, ενώ τα φουγάρα δίπλα τους άτμιζαν ανθρώπινες μυρωδιές.
Τα δέντρα χιονισμένα, τα χωράφια σπαρμένα για στρέμματα μόνο με καλαμπόκι. Όλα όμορφα σαν ζωγραφισμένα τοπία ρεαλιστών ζωγράφων. Η σκέψη συνεχίζει. Βάζει την ομορφιά σε καθρέφτη απέναντι στη μνήμη της φρίκης. Μπορεί έτσι να κερδίσει κάποιος το αναπότρεπτο του πόνου; Ποια ομορφιά θα βρει γόνατα να την κρατήσουν όρθια όσο θα σκέφτεται γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους να πηγαίνουν κατευθείαν με του που φτάνουν στο στρατόπεδο, τάχα μου για μπάνιο; Να γδύνονται, να κάνουν βουνά από ρούχα, εσώρουχα, είδη αγαπημένα, είδη ανάγκης που κουβάλησαν στο ταξίδι μαζί τους, να περπατάν δήθεν στις ντουζιέρες, να ανοίγουν οι κάνουλες, να εξολοθρεύονται μαζικά με zyklon b; Τι είναι τόσο όμορφο ώστε να μπορεί με άντερα και αίμα, με επιχειρήματα και λογική, με δύναμη και βεβαιότητα του από εδώ και πέρα πολιτισμού, να βιομαχήσει με τις εσχατιές της ανθρώπινης ιστορίας.
-Έχουν παγώσει τα χέρια μου. Τίποτα δεν καταφέρνω, δε βγαίνουν οι φωτογραφίες. Τελειώνει κι η μπαταρία της κάμερας. Τι έχει μείνει στο τέλος, θυμάσαι;

Η επίσκεψη έτσι στημένη ώστε να ακολουθήσεις μια διαδρομή παραπλήσια αυτής που ακολουθούσε κάποιος απ’ τη στιγμή που έμπαινε στο στρατόπεδο ως τη στιγμή που άφηνε πνοή και κορμί στο έδαφος. Και βέβαια μπορείς να πάρεις άλλο δρόμο, να δεις σκόρπια, να περπατήσεις κατά βούληση. Δε θες όμως. Είναι σαν την αφήγηση μιας ιστορίας που σε καθηλώνει. Δε θες να λείψεις από καμιά πρόταση, δε θες να κρυφοκοιτάξεις σε καμιά επόμενη, δε θες να τη διακόψεις και να τη συνεχίσεις αργότερα. Βελάκι-βελάκι, κτίριο-κτίριο, νούμερο-νούμερο προχωράς. Παντού βλέπεις γκρουπ επισκεπτών, βλέπεις ανθρώπους μόνους να περπατάν, βλέπεις σχολεία να ξεναγούνται. Κι όλοι, όπως κι αν είναι, από όπου κι αν έχουν έρθει, δεμένοι στην ίδια κλωστή: σ’ αυτήν της σιωπής, του ακροπατήματος στη θλίψη, του θολωμένου βλεφαρίσματος.

Έφυγα από εκεί όπως και τις δυο προηγούμενες φορές: με τη βεβαιότητα ότι τίποτα δε μάθαμε, ότι πάλι εκεί θα επιστρέψουμε. Η ιστορία και τα διαβάσματά μου με έχουν διδάξει να μην πιστεύω στον πολιτισμένο άνθρωπο. Λυπάμαι για ετούτη την παραδοχή μου αλλά τουλάχιστον έχοντας συνείδηση αυτής μου της άποψης παίρνω δύναμη για να την αντιπαλέψω. Δεκαέξι χρόνια μετά την πρώτη φορά που πήγα, ο κόσμος μας είναι πολύ χειρότερος. Σε δεκαέξι χρόνια από σήμερα κι αν συνεχίσουμε την απανθρωποποίησή του, ίσως τέτοιοι τόποι να μην είναι επισκέψιμοι αλλά σε πλήρη λειτουργία.
-Με ρώτησες τι έχει μείνει στο τέλος. Δε χρειάζεσαι την κάμερα. Δεν χρειάζονται πολλές φωτογραφίες εκεί. Πάτησε δυο κλικ στο κινητό σου και πάμε. Τελευταίο κτίριο είναι τα κρεματόρια.
Ιωάννα Πετρίτση φωτογράφισε εξαιρετικά σε κάθε λήψη της έναν τόπο με κραυγές, μυρωδιές και παγωνιά.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 10.12.2016

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More