2 Αυγ 2016

Οικονομία της τρομοκρατίας


Το «Ισλαμικό Κράτος» («IS») αποτελεί μια επιχείρηση πολλών εκατομμυρίων δολαρίων. Στις αδίστακτες πρακτικές χρηματοδότησής του διαφέρει από τις άλλες τζιχαντιστικές οργανώσεις μόνο στον ισολογισμό της επιχείρησης. Στο κείμενο τούτο εξετάζεται η πρακτική χρηματοδότησης του «IS», αλλά και η λεγόμενη «σεξουαλική τζιχάντ» (ΠΓ). 
του Werner Ruf
Το τέλος του διπολικού διεθνούς συστήματος συνοδεύτηκε επίσης με την ιδιωτικοποίηση της βίας. Κυρίως στις ΗΠΑ, αλλά επίσης στη Μ. Βρετανία και στο Ισραήλ, δημιουργήθηκαν πολυάριθμες στρατιωτικές εταιρίες, που στο μεγαλύτερο μέρος τους δραστηριοποιούνται στη λογιστική, στην εκπαίδευση ή στη φύλαξη, εν μέρει όμως επεμβαίνουν άμεσα και στις μάχες, όπως για παράδειγμα η διαβόητη εταιρία Blackwater (που στο μεταξύ ονομάζεται Academi), η οποία από το 2004 έχασε στις μάχες στο Ιράκ τουλάχιστον 27 άντρες.
Συνολικά στο Ιράκ ανέπτυξαν δράση περίπου 50.000 υπήκοοι των ΗΠΑ στα πλαίσια ιδιωτικών στρατιωτικών επιχειρήσεων. Εδώ ο ανταγωνισμός μεταξύ τους γίνεται πιο οξύς: Σ΄ ένα δανέζικο ντοκιμαντέρ («The Child Soldier’s New Job») που μεταδόθηκε τον Απρίλιο, αναφέρεται ότι η βρετανική εταιρία Aegis Defence Services έχει στρατολογήσει πρώην παιδιά-στρατιώτες από τη Σιέρα Λεόνε για μια ημερήσια αμοιβή 16 δολαρίων. Ο διευθυντής της εταιρίας James Ellery το εξήγησε ως εξής: «Ό,τι μπορούμε τώρα να αντέξουμε οικονομικά, είναι οι Αφρικανοί».
Όπως στον τριακονταετή πόλεμο
Στο Αφγανιστάν ο αριθμός των αντρών που συμμετέχουν στις ιδιωτικές επιχειρήσεις βίας ξεπερνά ακόμη και αυτόν των 98.000 στρατιωτών των ΗΠΑ που σταθμεύουν εκεί. Τέτοιες εταιρίες έχουν το πλεονέκτημα ότι επειδή δεν δρουν ως κράτος, δεν εξαρτώνται από το διεθνές δίκαιο και το διεθνές δίκαιο περί πολέμου. Επιπλέον, το κράτος σε περίπτωση θανάτου ή τραυματισμών δεν χρειάζεται να αναλάβει καμιά παροχή.
Απ΄ την άλλη μεριά, οι ΗΠΑ τουλάχιστον, προστατεύουν τους δικούς τους υπηκόους που δραστηριοποιούνται στις εταιρίες μισθοφόρων, κλείνοντας συμφωνίες με τα κράτη στα οποία επιχειρούν, με βάση τις οποίες δεν επιτρέπεται να διωχθούν από την εκεί τοπική δικαιοσύνη. Στο Αφγανιστάν ο πρώην πρόεδρος Χαμίντ Καρζάι αρνήθηκε για μεγάλο διάστημα, αλλά μάταια, να υπογράψει μια τέτοια συμφωνία.
Από τους σχεδόν αμέτρητους ενόπλους οι οποίοι επιχειρούν στην Συρία, είναι γνωστό ότι πολλοί από αυτούς υποστηρίζονται από το εξωτερικό, κυρίως από τις χώρες του Κόλπου. Έτσι η μη κυβερνητική οργάνωση International Crisis Group που χρηματοδοτείται από δυτικές κυβερνήσεις, ιδρύματα και κοντσέρν, μετρούσε ήδη το 2012 τουλάχιστον δέκα διαφορετικές ισλαμικές μάχιμες ομάδες οι οποίες παίρνουν χρήματα από διάφορα αλλοδαπά πρόσωπα.
Η τέτοιου είδους στήριξη δεν προέρχεται μόνο από κυβερνήσεις κυρίως της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ, αλλά επίσης από ιδιώτες χορηγούς και «οργανώσεις που προσφέρουν βοήθεια», μέσω των οποίων διοχετεύονται χρήματα τόσο από κράτη όσο και από ιδιώτες. Κατά κάποιο τρόπο οι οργανώσεις αυτές χρησιμεύουν για το ξέπλυμα χρήματος. Ο «πολεμικός τουρισμός» επίσης, δηλαδή τα έξοδα ταξιδιού των «Mujahirun», προέρχονται κατά κανόνα από αυτές τις πηγές.
Η ακόλουθη έρευνα για την χρηματοδότηση του «IS» είναι σε μεγάλο βαθμό αντιπροσωπευτική για την εξεύρεση χρημάτων των τρομοκρατικών ομάδων, ακόμη κι αν το «IS» την χειρίζεται με ιδιαίτερο επαγγελματισμό. Η χρηματοδότηση αυτή αντιστοιχεί σε πολλά χαρακτηριστικά με αυτή των μισθοφόρων κατά τη διάρκεια του τριακονταετούς πολέμου στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους και στην Ευρώπη, οι οποίοι σε μετρητά, από μια πολιτική θέση άλλαζαν πλευρές όταν τους προσφέρονταν υψηλότεροι στρατιωτικοί μισθοί, και οι οποίοι συντηρούνταν από ληστείες και εκβιασμούς, με την λεηλασία αγροκτημάτων, χωριών και πόλεων, το βιασμό γυναικών, την κλοπή ζώων.
Αυτά τότε, όπως και σήμερα, πολύ λίγη σχέση έχουν με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, κάτι που ισχύει για τις περισσότερες τρομοκρατικές ομάδες οι οποίες επικαλούνται τη θρησκεία. Ο δημοσιογράφος Μαρκ Ένγκελχαρντ ειδικός σε θέματα που αφορούν στην Αφρική, το ανέφερε συνοπτικά [στη μπροσούρα του] με τίτλο «Ιερός πόλεμος. Ιερό κέρδος», περιλαμβάνοντας στην έρευνά του και την «χριστιανική» τρομοκρατική σπείρα του Lord’s Resistance Army στην Ουγκάντα, στο Σουδάν και το Κονγκό.
Μια τέτοιου είδους οικονομία της βίας συντηρείται κυρίως και αρχικά απ΄ την ίδια τη χώρα. Αυτό ισχύει για τις μεγάλες ένοπλες ομάδες που μπορούν να καταφύγουν σε χρηματοδοτικές πηγές του εξωτερικού, όπως επίσης και για μικρότερες ένοπλες ομάδες, οι οποίες τρομοκρατούν επίσης τα τμήματα του πληθυσμού που προφασίζονται ότι προστατεύον, όπως όταν οι «χριστιανικές» ένοπλες ομάδες λεηλατούν χριστιανικά χωριά. Από αυτές τις ομάδες βίας ασκείται τρομοκρατία συστηματικά -όχι μόνο από το «IS».
Εκτός από τα «διόδια», την επιβολή πληρωμής χρηματικών ποσών σε οδοφράγματα, στις συνήθεις πηγές χρηματοδότησης ανήκουν οι απαγωγές ξένων και παιδιών από ντόπιες οικογένειες. Επειδή οι απειλές των απαγωγέων πρέπει να είναι πειστικές, στο ρεπερτόριο ανήκει και η δολοφονία των ομήρων. Αυτή χρησιμεύει ως αποτελεσματική προειδοποίηση για τα μελλοντικά θύματα, τις χώρες ή τις οικογένειές τους.
Εκβιασμοί, απαγωγές, εξαγωγή πετρελαίου
Οι μεγάλες ένοπλες ομάδες όπως το Μέτωπο αλ Νούσρα που συνδέεται με την Αλ Κάιντα, το Αράρ αλ Σαμ (Ισλαμικό Κίνημα των ελεύθερων αντρών του Λεβάντε), το Τζάϊς αλ Ισλάμ (Στρατός του Ισλάμ) και πολλές άλλες, παίρνουν συχνά ταυτόχρονα χρήματα από διαφορετικούς, και, φυσικά εν μέρει, ανταγωνιζόμενους κύκλους του εξωτερικού, οι οποίοι με πληρωμές προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις ομάδες για τους σκοπούς τους, είτε μέσω των στρατιωτικών ενεργειών αυτών των συμμοριών προσπαθούν να επιβάλλουν την επιρροή τους στην εξέλιξη του πολέμου στη Συρία. Αντίστροφα, αυτή η «μεικτή χρηματοδότηση» βοηθά ασφαλώς τις ίδιες τις ομάδες στο να έχουν μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών, επειδή έτσι μπορούν να χρησιμοποιήσουν τους χρηματοδότες τους τον έναν εναντίον του άλλου και αν χρειαστεί να τους εκβιάσουν.
Πέρα από τις ακρότητες βίας ενάντια και στους ξένους και τα χτυπήματά του διεθνώς, στα οποία όπως είχε γνωστοποιήσει τον Νοέμβριο του 2015 στο Παρίσι το «Ισλαμικό Κράτος», θεωρείται εδώ και αρκετό καιρό σε μεγάλο βαθμό ως η πιο αποτελεσματική επιχείρηση βίας στον πόλεμο στη Συρία. Η ακριβής έκταση των εσόδων του δεν είναι σαφής, οι περισσότερες πληροφορίες προέρχονται από τη CIA και από άλλες υπηρεσίες. Ωστόσο, οι πληροφορίες δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση. Έτσι, η [γερμανική εφημερίδα] FAZ [Frankfurter Allgemeine Zeitung], ήδη τον Δεκέμβριο του 2014 υπολόγισε τα έσοδα του «IS» σε περίπου πέντε εκατομμύρια δολάρια την ημέρα, εκατοντάδες εκατομμύρια λέγεται ότι προέρχονται από το 2012 από τις χώρες του Κόλπου. Χωρίς να κατονομάζονται για όλες τις κατηγορίες τα ποσά που προέρχονται από τις εκάστοτε δραστηριότητες, το Washington Institute for Near East Policy αναφέρει τις ακόλουθες κύριες πηγές:
● Εκβιασμοί: περίπου 8 εκατομμύρια δολάρια το μήνα με τη μορφή «φόρων» σε τοπικές επιχειρήσεις.
● Απαγωγές και κράτηση ομήρων, στις οποίες προτιμούνται οι ξένοι: δημοσιογράφοι, τεχνικοί, μέλη ΜΚΟ, αλλά και παιδιά εύπορων οικογενειών.
● Οι ληστείες αποτελούν καθημερινή πράξη. Μια μάλλον σπάνια περίπτωση ευτυχούς σύμπτωσης ήταν η λαφυραγώγηση 429 εκατομμυρίων δολαρίων, τα οποία μάζεψε το «IS» μετά την κατάληψη της Μοσούλης από την εκεί κεντρική τράπεζα.
● Λαθρεμπόριο πετρελαίου, όπλων και αντίκες (που μπορούσαν να μεταφερθούν).
● Χρηματοδότηση από το εξωτερικό, κυρίως από το Κουβέιτ, το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία.
Σε άλλες μελέτες διαπιστώνεται ότι το «ISIS» στο Ιράκ εξορύσσει καθημερινά 30.000 βαρέλια πετρελαίου, στη Συρία 50.000, από το οποίο το μισό πουλιέται σε τιμές παγκόσμιας αγοράς. Τα έσοδα μόνο από την παραγωγή πετρελαίου υπολογίζονται σε δύο έως τέσσερα εκατομμύρια δολάρια την ημέρα.
Το «IS» δεν φαίνεται να παραιτείται από οποιαδήποτε πτυχή της οικονομίας από εγκληματικές ενέργειες –και δεν έχει καμιά σημασία πόσο μη-ισλαμικό είναι. Εδώ δεν περιλαμβάνονται μόνο το λαθρεμπόριο ναρκωτικών, αλλά και το εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων τα οποία αφαιρούνται από τα εκτελεσθέντα θύματα της τρομοκρατίας του «IS», όπως ανέφερε ο ιρακινός πρέσβης στα Ηνωμένα Έθνη τον Φεβρουάριο του 2015, ο οποίος ζήτησε μια διεξαγωγή έρευνας από τον ΟΗΕ. Σε μαζικούς τάφους φέρεται να βρέθηκαν πτώματα με χειρουργικές τομές, από τα οποία έλειπαν τα νεφρά.
Μια άλλη πηγή είναι οι όμηροι, οι οποίοι έχουν απαχθεί από τις συμμορίες και στη συνέχεια εξαγοράζονται από εταιρίες ή και από κράτη. Η δολοφονία του δημοσιογράφου των ΗΠΑ Τζέϊμς Φόλεϊ ή των Ιαπώνων Χαρούνα Γιουκάουα και Κέντζι Γκότο, ήταν επίσης μια απάντηση στην άρνηση πληρωμής από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Έτσι οι όμηροι (προπαγανδιστικά σκηνοθετημένα) πεθαίνουν, ώστε να τονιστεί η σοβαρότητα των απαιτήσεων των συμμοριτών. Επιπλέον, τους ομήρους τους διαπραγματεύονται και τους ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι μαχόμενες συμμορίες στη Συρία –ή τους αρπάζουν από μια ανταγωνιστική ομάδα.
Αγορά από τον άσπονδο εχθρό
Μικρή αναφορά γίνεται για έρευνες που αφορούν στα οικονομικά του «IS», που προφανώς και οι ΗΠΑ έχουν υποστηρίξει και στρατολογήσει ομάδες τζιχαντιστών ή πολεμιστών για το σκοπό αυτό μέσω του πρεσβευτή τους στη Δαμασκό, Ρόμπερτ Φορντ. Αδιάψευστο είναι το γεγονός ότι οι ΗΠΑ εδώ και χρόνια προσπαθούν να εκπαιδεύσουν τους λεγόμενους «μετριοπαθείς τζιχαντιστές» (κυρίως στην Ιορδανία, όπως επίσης στο Κατάρ, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), οι οποίοι στη συνέχεια θα πρέπει να γεμίσουν τις γραμμές του «Ελεύθερου Συριακού Στρατού».
Αυτός ο «Ελεύθερος Συριακός Στρατός» προέκυψε αρχικά από λιποτάκτες που πολεμούσαν εναντίον του καθεστώτος Άσαντ. Δεν είχαν όμως ούτε συνοχή ούτε αξιόλογη αποτελεσματικότητα. Το τι απέγινε από τους πολεμιστές που εκπαιδεύονταν από τις ΗΠΑ με 500 εκατομμύρια δολάρια ετησίως, ο αριθμός των οποίων ετησίως φέρεται να ξεπερνούσε τους 5.000, μάλιστα το 2016 ότι έφτασε τους 15.000, είναι αβέβαιο. Όταν έγινε τελικά γνωστό ότι μια ομάδα από αυτούς τους πολεμιστές αιχμαλωτίστηκε από το Μέτωπο αλ Νούσρα και μάλλον εντάχθηκε σ΄ αυτό και ότι μια δεύτερη ομάδα παρέδωσε τον εξοπλισμό της σ΄ αυτή την ισλαμική συμμορία, το πρόγραμμα διακόπηκε επίσημα (BBC, 9.10.2015).
Το αν πολεμιστές που εκπαιδεύτηκαν από τις ΗΠΑ προσχώρησαν στο «IS», είναι άγνωστο. Μια κοινή έρευνα [της εφημερίδας] New York Times και του [τηλεοπτικού σταθμού] Al-Dschasira αποκάλυψε ότι οι μεγάλες προμήθειες όπλων της CIA σ΄ αυτούς τους «αντάρτες» είχαν πουληθεί στη μαύρη αγορά από άντρες των μυστικών υπηρεσιών της Ιορδανίας, όπως ανέφερε το πρακτορείο Reuters στις 26 Ιουνίου 2016.
Κύρια πηγή εσόδων όμως του «IS» είναι και παραμένει ασφαλώς η εξαγωγή πετρελαίου από έντεκα περιοχές εξόρυξης στο βόρειο Ιράκ και τη Συρία. Αν σκεφτεί κανείς ότι στην περίπτωση των κυρώσεων που επιβλήθηκαν ενάντια στη Ρωσία σε σχέση με την κρίση στην Ουκρανία, μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις με ακρίβεια και σε πρόσωπα, όπως το μπλοκάρισμα τραπεζικών λογαριασμών ή ο αποκλεισμός [έκδοσης] διαβατηρίων, τότε φαίνεται παράξενο γιατί αυτά δεν είναι δυνατά και για τους «τούρκους μεσάζοντες», για τους οποίους γίνεται διαρκώς αναφορά από τα μέσα ενημέρωσης.
Σε ποιο βαθμό αληθεύει ο ισχυρισμός του ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, σύμφωνα με τον οποίο η οικογένεια του τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν φέρεται να εμπλέκεται στο εμπόριο πετρελαίου, δεν έγινε εδώ δυνατό να επαληθευτεί, ακόμη και αν φαίνεται να υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για το ότι ένας γιος του Ερντογάν εμπλέκεται άμεσα σ΄ αυτό το εμπόριο. Στοιχεία της αγοράς αποτελούν πάντα η αγορά και ζήτηση, δηλαδή πωλητής και αγοραστής.
Εδώ καταπλήσσουν μη-αντιφάσκουσες ειδήσεις, σύμφωνα με τις οποίες και τα κράτη-μέλη της ΕΕ φέρονται να ανήκουν στους αγοραστές του –φθηνότερου- λαθρεμπορίου πετρελαίου, όπως ανέφερε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η πρέσβης της ΕΕ στο Ιράκ, Γιάνα Χιμπάσκοβα.
Το ότι επίσης το καθεστώς Άσαντ αγοράζει πετρέλαιο από το «IS», όπως ισχυρίζονται έγκριτα πρακτορεία ειδήσεων, για παράδειγμα το Reuters, είναι ασφαλώς εύλογο, μιας και οι ΗΠΑ και η ΕΕ έχουν επιβάλει ένα αντίστοιχο εμπάργκο κατά της Συρίας. Ο Άσαντ όμως χρειάζεται για την πολεμική του μηχανή επειγόντως πετρέλαιο, διότι οι συριακές πετρελαιοπηγές βρίσκονται υπό κατοχή από το «IS». Η Δαμασκός πρέπει επομένως να αγοράσει πετρέλαιο από τον άσπονδο εχθρό της, ο οποίος είναι σε θέση να αναπτύσσεται με αυτό το τόσο σημαντικό εισόδημα, προσλαμβάνοντας νέους μισθοφόρους, ακόμη κι αν στη συνέχεια οι βόμβες του συριακού καθεστώτος πέφτουν πάνω στα κεφάλια ακριβώς αυτών των μισθοφόρων. Έτσι η οικονομία της βίας αυτοχρηματοδοτείται.
Πετρέλαιο από εγκληματικές και τρομοκρατικές πηγές θα πρέπει να προέρχεται όχι μόνο από τις περιοχές που ελέγχει το «IS»: Από τότε που καταστράφηκε το καθεστώς του Μουαμάρ αλ Καντάφι οι λιβυκές πετρελαϊκές εγκαταστάσεις βρίσκονται στα χέρια διαφόρων παραστρατιωτικών ομάδων, όπου και εδώ το «IS» φαίνεται να επεκτείνεται στη Λιβύη. Έτσι οι πολεμικές αντιπαραθέσεις για τον έλεγχο των πετρελαιοπηγών, των αγωγών και κυρίως των εγκαταστάσεων φόρτωσης, βρίσκονται στη βορειοαφρικανική χώρα στην ημερήσια διάταξη.
Για να περιοριστούν οι εγκληματικές δραστηριότητες και, κυρίως, για να περιοριστεί η οικονομική βάση των ισλαμικών παραστρατιωτικών ομάδων στη Λιβύη, που συνήθως έχουν διασυνδέσεις με το «IS» ή την Αλ Κάιντα στο Ισλαμικό Μαγκρέμπ (AQIM), θα ήταν εύλογο να τεθεί στη χώρα ένας εμπορικός φραγμός. Για το ζήτημα αυτό συζήτησαν οι υπουργοί Εξωτερικών των χωρών της ΕΕ τον Ιανουάριο του 2015. Δεν μπόρεσαν όμως να αποφασίσουν για εμπάργκο: «Αυτό θα ασκούσε πίεση στα μέρη να σταματήσουν τις εχθροπραξίες τους και να συμμετέχουν στη διαδικασία του διαλόγου.
Ωστόσο, αυτή η επιλογή θα έπρεπε να εξεταστεί με ιδιαίτερα μεγάλη προσοχή, επειδή θα ήταν βαρύ φορτίο για τη λιβυκή οικονομία και κοινωνία και θα μπορούσε να προκαλέσει απρόβλεπτες αντιδράσεις». Έτσι το Reuters τον Ιανουάριο του 2015 έκανε μια παράθεση από ένα εμπιστευτικό έγγραφο της διπλωματικής υπηρεσίας της ΕΕ σε ό,τι αφορά τη σχέση με τη Λιβύη. Για άλλη μια φορά γίνεται επίκληση στη δυστυχία του πληθυσμού όταν πρόκειται για τα συμφέροντα των χωρών της ΕΕ και ιδιαίτερα των κοντσέρν πετρελαίου. Οι υπουργοί Εξωτερικών των χωρών της ΕΕ δεν ασχολήθηκαν πλέον το επόμενο έτος με το επίμαχο ζήτημα: Η εισαγωγή φτηνού πετρελαίου φαίνεται να είναι πιο ελκυστική από την αφυδάτωση των οικονομικών των εγκληματικών παραστρατιωτικών ομάδων.
«Σεξουαλικό τζιχάντ»
Μια ιδιαίτερα απεχθής πλευρά του τζιχαντο-τουρισμού προς τη Συρία και το Ιράκ, είναι η «σεξουαλική τζιχάντ» (Jihad al-niqah): Νεαρές γυναίκες και κορίτσια (στον αυστριακό Τύπο ονομάζονται και «τζιχάντ-νύφες») πηγαίνουν εθελοντικά στη Συρία για να ενισχύσουν εκεί με τις σεξουαλικές τους υπηρεσίες το ηθικό των πολεμιστών.
Το γεγονός ότι η «σεξουαλική τζιχάντ» δεν είναι ένα μεμονωμένο φαινόμενο, αυτό το επιβεβαιώνει ο πρώην μουφτής του (θεολογικού) Πανεπιστημίου Ζιτούνα στην Τύνιδα, Othman Battikh, ο οποίος είχε καθαιρεθεί από το ισλαμικό κόμμα Νάντα. Ο νομομαθής εξοργίστηκε κυρίως για το ότι με αυτού του είδους ερμηνείας του Ισλάμ, θα θεσμοθετούνταν τα πάθη. Το ότι τις νεαρές γυναίκες, ακόμη και τα κορίτσια, τις βαυκαλίζουν με γάμους, αποτελεί συχνά μέρος αυτής της επιχείρησης.
Αυτό το περιγράφει με λεπτομέρεια, αν και εν μέρει ιδιαίτερα μεμψίμοιρα, ο σύριος ιστορικός Sami Moubayad, ο οποίος διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Σαιντ Άντριους της Σκωτίας. Σχετικά με την έξοδο από τη χώρα ενός κοριτσιού που μεγάλωσε στην [πόλη] Κωνσταντία [Γερμανία], έκανε λόγο ο Μάρκους Βένερ στην FAZ [Frankfurter Allgemeine Zeitung] (9.3.2014). Εξ΄ άλλου σύμφωνα με πληροφορίες της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας για την Προστασία του Συντάγματος, το 11% των ατόμων που ταξίδεψαν από την Γερμανία προς τη Συρία και το Ιράκ, ανήκαν στο γυναικείο φύλο. Σε μια μεταγενέστερη μελέτη, η οποία περιλαμβάνει συνολικά 677 άτομα, το ποσοστό αυτών που ανήκουν στο γυναικείο φύλο αυξήθηκε στο 21%.
Γυναίκες που παντρεύονται σύμφωνα με την επιλεκτική ερμηνεία των γραφών από τους τζιχαντιστές, δεν έχουν κανενός είδους κοινωνική και υλική προστασία, η οποία θα τους δίνει δικαιώματα στις περισσότερες ισλαμικές χώρες όπου υπάρχει πολιτικός γάμος. Αν ο σύζυγος πει τρεις φορές «Σε αποκηρύσσω», έχει πάρει από τη γυναίκα του διαζύγιο. Αυτή μπορεί στη συνέχεια, κάτω από εξαιρετικά δύσκολες και εξευτελιστικές συνθήκες, να προσπαθήσει να ξαναπαντρευτεί επειδή δεν μπορεί αλλιώς να εξασφαλίσει τα προς το ζην.
Στη συνέχεια, το μόνο που απομένει ακόμη είναι η πορνεία. Για τις γυναίκες που προσελκύονται στη «τζιχάντ» δεν ισχύουν επίσης πλέον οι ελάχιστες εξασφαλίσεις που υπήρχαν στο παραδοσιακό ισλαμικό περιβάλλον και στο εθιμικό δίκαιο: Η συγκατάθεση των γονέων και η προηγούμενη δημόσια γνωστοποίηση της επιδιωκόμενης τέλεσης γάμου. Αυτές οι γυναίκες χάνουν ακριβώς την σχετική προστασία που απολαμβάνουν στις παραδοσιακές κοινωνίες, για παράδειγμα, ότι μια «αποκηρυσσόμενη» γυναίκα μπορεί να επιστρέψει ξανά στην αρχική (πατρική) της οικογένεια, ότι η προίκα της, όπως για παράδειγμα τα κοσμήματα ως ένα είδος ασφάλειας ζωής, παραμένει προσωπική της ιδιοκτησία.
Αποκορύφωμα των συζητήσεων που αφορούν στην αιτιολόγηση σεξουαλικών υπηρεσιών είναι ότι, οι τζιχαντιστές που θεωρούν τους σιίτες ως θανάσιμους εχθρούς τους, καταφεύγουν ακριβώς στο πεδίο της «τέλεσης γάμου» σ΄ έναν θεσμό που υπάρχει στο σιιτικό Ισλάμ, ο οποίος προβλέπει ότι στην αμοιβαία συμφωνία είναι επίσης δυνατός ένας «προσωρινός γάμος» (Niqah al mut’a) -στην ανάγκη διάρκειας μιας ώρας.
Το θέμα γυναίκες δείχνει με ιδιαίτερα απαίσιο τρόπο την απάνθρωπη πρακτική των τζιχαντιστών, η οποία ισχύει για όλες τις συμμορίες αυτού του είδους, όχι μόνο για το «IS».
Σημείωση: Το παρόν κείμενο αποτελεί προδημοσίευση ενός υποκεφαλαίου από το βιβλίο «Ισλαμικό Κράτος και Σία. Κέρδος, θρησκεία και παγκοσμιοποιημένη τρομοκρατία» («Islamischer Staat und Co. Profit, Religion und globalisierter Terror»), που θα εκδοθεί από τον γερμανικό εκδοτικό οίκο Papy-Rossa στις αρχές Αυγούστου.
O Werner Ruf είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κάσελ της Γερμανίας
Πηγή: junge Welt, 21.07.2016
Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Γαβάνας
ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More