3 Ιουν 2016

Τζουζέπε Γκαριμπάλντι: Ο Τσε Γκεβάρα του 19ου αιώνα- του Τομ Μπίαν

γκα
Ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι (4 Ιουλίου 1807 – 2 Ιουνίου 1882) ήταν ο εθνικός ήρωας ο οποίος ηγήθηκε του κινήματος που ένωσε την Ιταλία στα μέσα του 19ου αιώνα. Η Ιταλία έγινε ενιαίο κράτος μόνο στα χρόνια μεταξύ 1859 και 1871. Πριν, ήταν ένα μωσαϊκό από διαφορετικά κράτη.
“Εμείς οι Ιταλοί λατρεύουμε τον Γκαριμπάλντι, από την κούνια μάς μαθαίνουν να τον θαυμάζουμε”, έγραφε ο μεγάλος ιταλός μαρξιστής Αντόνιο Γκράμσι. “Αν κάποιος ρωτήσει ιταλούς νέους σε ποιον θα ήθελαν να μοιάσουν, η συντριπτική πλειονότητα σχεδόν σίγουρα θα διάλεγε τον ξανθό αυτό ήρωα”. Οι κατακτήσεις του Γκαριμπάλντι τον έκαναν διεθνή ήρωα στη διάρκεια της ζωής του. Γεννήθηκε πριν από 200 χρόνια στη Νίκαια, που τότε ήταν ιταλο-γαλλική περιοχή και ήταν γιος ενός ψαρά. Οπως πολλοί άνθρωποι στην Ευρώπη της εποχής, ο Γκαριμπάλντι βίωνε τη βάρβαρη κυριαρχία μιας ξένης δύναμης.
Ομως οι ντόπιοι αντίπαλοι αυτής της ξένης κυριαρχίας συχνά δεν ήταν και πολύ καλύτεροι. Ηταν συνήθως αριστοκράτες και μεγαλοεπιχειρηματίες, τελείως αδιάφοροι σε σχέση με τη δημοκρατία ούτε και με το να βελτιώσουν τις ζωές των εργαζομενων. Ως νέος ο Γκαριμπάλντι βρισκόταν κοντά σε ένα μυστικό κίνημα γνωστό ως “La Giovine Italia” “Η νέα Ιταλία”. Ηγέτης του κινήματος ήταν ο Τζουζέπε Ματσίνι.
Πίστευε στην επαναστατική δράση που θα ένωνε την Ιταλία ως δημοκρατία και όχι ως μοναρχία. Ομως είναι πάντα δύσκολο να χτιστεί ένα μαζικό κίνημα μέσα σε δικτατορία, και η πρώτη εμπειρία ένοπλης εξέγερσης για τον Γκαριμπάλντι, στη Γένοβα το 1834, κατέληξε σε θλιβερή αποτυχία. Την επόμενη χρονιά, ο Γκαριμπάλντι έφυγε για τη Νότια Αμερική, όπου πέρασε τα επόμενα 13 χρόνια παίρνοντας μέρος σε μια σειρά από εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Νέα από τα κατορθώματά του άρχισαν να επιστρέφουν στην Ιταλία, όπου απέκτησε φήμη ως “ο ήρωας των δύο κόσμων”. Η χρονιά 1848 ήταν σημείο καμπής για τους λαϊκούς αγώνες σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς ξεσπούσε η μία εξέγερση μετά την άλλη ενάντια σε μισητούς ηγεμόνες. Αυτή η πανευρωπαϊκή εξέγερση ξεκίνησε στη Σικελία.
Ο Καρλ Μαρξ σημείωνε τότε: “Η αιματηρή εξέγερση του κόσμου στο Παλέρμο επηρέασε την παραλυμένη μάζα του λαού σαν ηλεκτρικό σοκ και ξαναξύπνησε τις μεγάλες επαναστατικές μνήμες και τα πάθη”. Στη Βόρεια Ιταλία ο καταλύτης ήταν η επανάσταση στην Αυστρία και η πτώση του ηγεμόνα της, του πρίγκιπα Μέτερνιχ. Ο αυστριακός στρατός είχε υπό την κατοχή του τη βόρεια Ιταλία και πολλοί στρατιώτες άρχισαν να λιποτακτούν. Τέσσερις μέρες μετά την πτώση του Μέτερνιχ, ξέσπασε εξέγερση στο Μιλάνο. Οι φτωχοί και οι χωρικοί υποστήριξαν το κίνημα, καθώς είχαν υποφέρει από την επιστράτευσή τους στον αυστριακό στρατό και από τη βαριά φορολόγηση προς την αυστριακή αυτοκρατορία. Την επιστράτευση οι γαιοκτήμονες μπορούσαν να τη γλιτώσουν αν πλήρωναν.
Ολόκληρη η Ευρώπη σε λίγο ήταν εξεγερμένη. Οπως έγραφε ο Μαρξ: “Κάθε φορά που έρχεται ταχυδρομείο, έρχεται και μια φρέσκια αναφορά επανάστασης, τώρα από την Ιταλία, τώρα από τη Γερμανία, τώρα από το πιο μακρινό νότιοανατολικό άκρο της Ευρώπης, κι έτσι διατηρείται συνολικά ο ενθουσιασμός του λαού”. Ενα από τα πιο ψηλά σημεία που έφτασε το επαναστατικό κίνημα ήταν η Δημοκρατία της Ρώμης, που ανακηρύχθηκε στη Ρώμη τον Ιανουάριο του 1849. Οχι μόνο εναντιώθηκε στη μοναρχία, αλλά ήταν υπέρ ενός δίκαιου συστήματος φορολογίας. Εμοιαζε παρόμοια με τη γαλλική επανάσταση του 1789, μέχρι και στο φύτεμα “δέντρων της ελευθερίας”.Είχε εν τω μεταξύ γίνει μια νέα επανάσταση στη Γαλλία τον περασμένο Ιούνη. Οπως σημείωνε ο Μαρξ: “Η επανάσταση της Ρώμης ήταν μια επίθεση στην ιδιοκτησία και στην αστική κυριαρχία τρομερή όσο και η επανάσταση του Ιούνη [στη Γαλλία]”.
Ομως η επανάσταση στη Γαλλία είχει ηττηθεί, κι έτσι “η επανεγκαθίδρυση της αστικής κυριαρχίας στη Γαλλία απαιτούσε την αποκατάσταση της κυριαρχίας του Πάπα στη Ρώμη”. Οι ριζοσπαστικές ιδέες είχαν ήδη κυριαρχήσει στη Βενετία και τη Φλωρεντία. Αυτός ήταν ένας ακόμη λόγος ώστε 6.000 γαλλικά στρατεύματα να επιτεθούν στους ριζοσπάστες που είχαν τη Ρώμη στον έλεγχό τους.
Εχοντας μόλις επιστρέψει από τη Νότια Αμερική, ο Γκαριμπάλντι ηγήθηκε εθελοντών από την εργατική τάξη σε μια ηρωική υπεράσπιση της πόλη για τρεις μήνες, ώσπου 20.000 επαγγελματίες στρατιώτες τελικά τους τσάκισαν. Οι ιταλοί Δημοκράτες είχαν ηττηθεί για άλλη μια φορά από ισχυρές ξένες δυνάμεις. Ομως εκεί που είχαν τις μεγαλύτερες επιτυχίες ήταν σε περιοχές όπου η εργατική τάξη είχε πάρει μέρος στον αγώνα. Οι εργάτες έβλεπαν πως πολεμάνε για κάτι πολύ πιο σημαντικό από μια σημαία. “Ο Ούγγρος, ο Πολωνός, ο Ιταλός δεν θα είναι ελεύθεροι όσο ο εργάτης παραμένει σκλάβος”, όπως έλεγε ο Μαρξ. Ο Γκαριμπάλντι και ο Ματσίνι κινήθηκαν όμως στην αντίθετη κατεύθυνση. Προσπάθησαν να σπάσουν το δεσμό ανάμεσα στην εθνική ανεξαρτησία και την πολιτική ισότητα. Ενώθηκαν με τους εθνικιστές στο Πεδεμόντιο, στο Βορρά, των οποίων οι ηγέτες ήθελαν να κάνουν συμμαχία με τη Γαλλία για να διώξουν τους Αυστριακούς μόνο από τη βόρεια Ιταλία.
Ο κόμης Καβούρ, πρωθυπουργός του Πεδεμόντιου, παραδέχθηκε ότι ήξερε πολλά περισσότερα για τη νότια Αγγλία παρά για τη νότια Ιταλία. Μάλιστα κάποτε ισχυρίστηκε ότι οι Σικελοί μιλούν αραβικά. Οποιες και αν ήταν οι προτιμήσεις του, ο Καβούρ χρειαζόταν τον Γκαριμπάλντι και για τις στρατιωτικές του ικανότητες και για τη δημοφιλία του. Οταν ο Γκαριμπάλντι έκανε έκκληση για εθελοντές, ο κόσμος ερχόταν τρέχοντας. Μετά από μια σειρά εντυπωσιακές νίκες κατά των Αυστριακών στο Βορρά, ο Γκαριμπάλντι πήρε την άδεια να πάει τον Απρίλη του 1860 στη Σικε- λία που βρισκόταν ήδη σε εξέγερση. Εφυγε με μόλις χίλιους άνδρες, και υπάρχει από τότε μια υποψία ότι ο Καβούρ τον έστειλε παραπλανώντας τον, περιμένοντας να σκοτωθεί. Ομως στη Σικελία ο Γκαριμπάλντι πέτυχε μια συντριπτική νίκη ενάντια σε έναν από τους ισχυρότερους στρατούς της Ευρώπης. Οι εξεγερμένοι αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν ανορθόδοξες τακτικές σε διάφορες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα να επιτίθενται στον εχθρό με τις ξιφολόγχες, μιας και τα τουφέκια ήταν πολύ παλιά και αναξιόπιστα.
Οπως και το 1848, η νίκη των εξεγερμένων έγινε εφικτή επειδή οι χωρικοί ξεσηκώθηκαν σε όλη τη Σικελία ενάντια στους γαιοκτήμονες και ενώθηκαν με τον Γκαριμπάλντι. Ομως από πολλές απόψεις, ήταν επανάσταση διαφορετικού τύπου από το 1848, το οποίο ήταν μια προσπάθεια “επανάστασης από τα κάτω”. Παρόλο που κάποιο μέρος της γης μοιράστηκε στους χωρικούς, όταν κάποιοι χωρικοί πήγαν παραπέρα κάνοντας επιθέσεις στους γαιοκτήμονες και καταλαμβάνοντας τη γη τους, οι δυνάμεις του Γκαριμπάλντι κατέστειλαν αδυσώπητα τέτοιες πράξεις. Η πετυχημένη εκστρατεία του Γκαριμπάλντι στην ηπειρωτική Ιταλία συνέχισε να του εξασφαλίζει δημοφιλία και ανάγκασε το Πεδεμόντιο να αποδεχθεί ότι ολόκληρη η χερσόνησος θα ενωθεί. Ομως αυτή η ιταλική ενοποίηση ήταν μια “επανάσταση από τα πάνω” και σταμάτησε στα μισά του δρόμου. Ο Γκράμσι την ονόμασε “παθητική επανάσταση”.
Οπως θα έγραφε πολλά χρόνια μετά, ο Φρίντριχ Ενγκελς: “Η αστική τάξη, που πήρε την εξουσία στη διάρκεια και μετά την εθνική απελευθέρωση, ούτε μπορούσε, ούτε ήθελε να ολοκληρώσει τη νίκη της. “Δεν διέλυσε τα υπολείμματα του φεουδαλισμού, ούτε αναδιοργάνωσε την εθνική παραγωγή στη βάση ενός σύγχρονου αστικού μοντέλου”.
Ο Γκαριμπάλντι δεν ήθελε τίποτα σε αντάλλαγμα για τις τεράστιες επιτυχίες του. Απαρνήθηκε κάθε τιμή και κάθε οικονομική επιβράβευση. Παρόλο που αργότερα έδωσε μάχη για να επιτραπεί στη Ρώμη και τη Βενετία να ενταχθούν στο νέο έθνος της Ιταλίας, ουσιαστικά αποσύρθηκε σε ένα μικρό νησί ανοιχτά της Σαρδηνίας. Ούτε καν ο Αβραάμ Λίνκολν δεν μπόρεσε να τον δελεάσει, όταν του πρόσφερε θέση υψηλής διοίκησης στις δυνάμεις των Βορείων στη διάρκεια του αμερικάνικου εμφύλιου. Οσο γερνούσε ο Γκαριμπάλντι, τα όρια της “επανάστασης από τα πάνω” στην οποία είχε ηγηθεί, γίνονταν ξεκάθαρα. Στο νότο ο κόσμος αντιστεκόταν στους νέους φόρους που έμπαιναν σε καταναλωτικά αγαθά όπως το αλάτι και ο καπνός για να χρηματοδοτηθεί ο Κριμαϊκός Πόλεμος, όπως αντιστεκόταν και στη στρατολόγηση.
Σε πολλές περιοχές υπήρξαν πραγματικές εξεγέρσεις, με ένοπλες ομάδες να επιτίθενται στο στρατό και να ληστεύουν οπουδήποτε και οτιδήποτε μπορούσαν. Πάνω από 100 χιλιάδες πεδεμοντιακά στρατεύματα στάλθηκαν για να καταστείλουν το Νότο καταστρέφοντας χωριά. Ο κόσμος τους αντιμετώπιζε σαν ξένο στρατό κατοχής. Η Ιταλία γεννήθηκε ως “μπάσταρδο κράτος”, σύμφωνα με τον Γκράμσι.
Η ζωή του Γκαριμπάλντι μας μεταφέρει σήμερα και ελπίδα αλλά και προειδοποίηση. Κάποιοι ήρωες και ηγέτες είναι πηγή έμπνευσης. Ο,τι ήταν ο Τσε Γκεβάρα για τον 20ο αιώνα, ήταν ο Γκαριμπάλντι για τον 19ο. Πέθανε, άφραγκος αλλά ακόμη ήρωας, το 1882.
Πηγή: Εφημερίδα Sosialist Worker / Κίνηση Απελάστε τον Ρατσισμό

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More