Στην κοινωνική και πολιτική ζωή η αίσθηση του déjà vu ελάχιστες φορές είναι ενθαρρυντική. Συνήθως δημιουργεί την πεποίθηση της στασιμότητας, της μονότονης επανάληψης, του βαλτώματος. Τη σιγουριά ότι μπλοκαριστήκαμε σε αδιέξοδο, εξαιτίας του οποίου το μυαλό μουδιάζει όσο και το σώμα, και η ψυχική όρεξη για αντίδραση, διεκδίκηση και συμμετοχή πνίγεται πριν προλάβει να εκδηλωθεί.
Με τα σχεδόν αυτοαναπαραγόμενα μνημόνια –και με τη σημερινή κυβέρνηση να ακολουθεί την παράδοση και να υποχωρεί και αυτή από τις «κόκκινες γραμμές» της– η αίσθηση της ματαιότητας επιδεινώθηκε. Ισως επειδή ήταν εισαγόμενα, αποφασισμένα από δυνάμεις σαφώς υπέρτερες και σαφέστατα αδιάφορες για τον «πόνο των Ελλήνων», τον οποίο εντούτοις δηλώνουν συχνά ότι αναγνωρίζουν και θαυμάζουν. Ισως πάλι επειδή εικονογραφήθηκαν από πολύ ισχυρούς μηχανισμούς, όχι απλώς σαν μοιραία και αναπόδραστα, αλλά και σαν μια «δίκαιη τιμωρία και αναγκαίος σωφρονισμός» ενός λαού που πολλοί εδώ, ημεδαποί κήνσορες, και πάρα πολλοί έξω, σε Βερολίνο, Βρυξέλλες και Νέα Υόρκη, τον αντιμετωπίζουν όσο απαξιωτικά τον ζωγράφισε η πρόσφατη προεκλογική αφίσα των Αυστριακών ακροδεξιών: ένας ηδονιστής ραχατλής στην αιώρα του, που ιδρώνει μόνο από τον ήλιο και ποτέ από τον μόχθο. Και ο οποίος παρασιτεί εις βάρος του υγιούς σώματος μιας Ευρώπης που, παρότι υποδύεται την υγιή, δεν θα απέρριπτε τον ακρωτηριασμό των κάτω μεσογειακών άκρων της.
Αν τα «σωστικά προγράμματα» ήταν μοιραία, ήταν επίσης μοιραία και η αποτυχία τους; Εκτός κι αν θεωρήσουμε επιτυχία τη μικρότατη βελτίωση κάποιων οικονομικών δεικτών, έστω και πιστοποιημένη από τη Eurostat, και όχι κατασκεύασμα γηγενούς δημιουργικής λογιστικής, πραγματική ανάσα και ανάταξη δεν υπήρξε πουθενά: η απορρύθμιση του κοινωνικού κράτους (ιδιαίτερα στη δημόσια υγεία) ολοκληρώνεται, η ανάπτυξη άφαντη, η ανεργία στο ύψος της, οι φόροι αφόρητοι. Και η εθνική κυριαρχία εξακολουθητικά φαλκιδευμένη.
Η εξήγηση της αποτυχίας, ή μία από τις σοβαρότερες εξηγήσεις, δόθηκε από οικονομολόγους της Ευρωπαϊκής Σχολής Μάνατζμεντ και Τεχνολογίας του Βερολίνου. Σύμφωνα με τα πορίσματα μελέτης τους, που δημοσιεύθηκαν στη «Χάντελσμπλατ», με το 95% των 220 δισ. ευρώ των δανείων καλύφθηκε η διάσωση των ευρωπαϊκών τραπεζών (εξοφλήθηκαν δηλαδή παλιά χρέη και τόκοι) και μόνο 9,7 δισ. μπήκαν στον ελληνικό προϋπολογισμό.
Δανειζόμαστε δηλαδή για να ξεχρεώσουμε μέρος των ήδη δανεισμένων, αλλά και για να μπορέσουμε να ξαναδανειστούμε, μήπως και μπορέσουμε να αποπληρώσουμε κάποτε και το υπόλοιπο μέρος. Ακόμα και με το τρύπιο πιθάρι των Δαναΐδων υπάρχει μια μικρή ελπίδα ότι κάποια στιγμή οι σπλαχνικοί θεοί θα δεήσουν να γεμίσει και η τιμωρία θα λάβει τέλος. Οσον αφορά το ελληνικό χρέος όμως και την αναδιάρθρωσή του, οι θεοί διχογνωμούν. Και οι σημερινοί Δαναοί μάλλον να φοβούνται έχουν παρά να ελπίζουν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου