Ο «βιολόγος της ψυχής», όπως του άρεσε να
αποκαλεί τον εαυτό του, αποτέλεσε μια σημαντική και καθοριστική φιγούρα
στην προσπάθεια ανάλυσης του νεφελώδους κόσμου του ασυνείδητου και των
ενστίκτων και στην καθιέρωσης της μεθόδου της ψυχανάλυσης ως μέσο
θεραπείας των ψυχικών παθήσεων. (Επιμέλεια: Εύα Αναστασιάδου)
Γεννημένος στις 6 Μαΐου 1856 στο Φράιμπεργκ της Μοραβίας (σημερινής Τσεχίας) από γονείς εβραϊκής καταγωγής ο Σίγκμουντ Φρόυντ,
από τα παιδικά του χρόνια, έδειξε να διαθέτει σημαντικές διανοητικές
ικανότητες, δείχνοντας μεγάλο ενδιαφέρον στη μελέτη της Βίβλου, γεγονός
που θα καθορίσει την αθεϊστική στάση που κράτησε στη ζωή του. Το 1881
ολοκλήρωσε αργοπορημένα τις διδακτορικές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο
της Βιέννης μιας και όπως είχε αναφέρει σε επιστολή, η εκτενής
ερευνητική του δραστηριότητα αποτέλεσε τροχοπέδη στη μελέτη του.
Ο γάμος του με τη Μάρθα Μπέρναϋς και η ανάγκη του να συντηρήσει μία οικογένεια, τον ανάγκασαν να εργαστεί στο Γενικό νοσοκομείο της Βιέννης, όπου και πραγματοποίησε ιδιαίτερα σημαντικές μελέτες σχετικά με την κλινική χρήση της κοκαΐνης με αποκορύφωμα το έργο του με τίτλο «Περί κοκαΐνης» που εκδόθηκε το 1885.
Τον Σεπρέμβριο του ίδιου χρόνου, διορίστηκε ως υφηγητής της νεο-παθολογίας, στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης στο τμήμα Νευροπαθολογίας όπου και συνεργάστηκε με τον διακεκριμένο γιατρό Γιόζεφ Μπρόιερ, ο οποίος είχε ανακαλύψει πως στη διάρκεια ύπνωσης ασθενούς με υστερία, ήταν εφικτό τα συμπτώματα της να εξαφανιστούν. Η συνεργασία τους αποδείχθηκε σημαντική στην απόκτηση εμπειρίας και στην θεωρία του ότι οι νευρώσεις είχαν τις ρίζες τους στις τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος που είχαν ξεχαστεί και αποθηκευτεί στο ασυνείδητο. Ανέπτυξε λοιπόν τη θεωρία ότι μέσω αυτής της ‘καθαρτικής μεθόδου’ ήταν εφικτό να επαναφέρει κατασταλμένες μνήμες στην επιφάνεια του συνειδητού και να τις απομακρύνει.
Οι δυο τους εξέδωσαν το 1895 τις «Μελέτες για την Υστερία» έργο από το οποίο θεωρείται πως αναδύθηκε η «ψυχανάλυση» μιας και αργότερα, θέλοντας να απελευθερωθεί από τη μέθοδο της ύπνωσης, μετατοπίστηκε από την καθαρτική μέθοδο στην ψυχαναλυτική.
Από αυτήν την περίοδο και μετά ξεκινά μία από τις δημιουργικότερες φάσεις στη ζωή του, κατά την οποία διαμόρφωσε αρκετές από τις καινοτόμες θεωρίες του.
Απομονωμένος σχεδόν από τον υπόλοιπο ιατρικό κόσμο, ο Φρόυντ υιοθέτησε την τεχνική των «ελεύθερων συνειρμών». Φροντίζε να μην γίνεται ορατός από τους ασθενείς του, που κάθονταν στο διάσημο καναπέ του, και έτσι τους έδινε τη δυνατότητα να αποκαλύπτουν οτιδήποτε είχαν στο μυαλό τους, χωρίς το φόβο της κρίσης ή του εμπαιγμού. Παρατήρησε πως σημαντικός αριθμός από τις μνήμες τους, αφορούσαν σεξουαλικές εμπειρίες, γεγονός που έθεσε τις βάσεις για τις ιδέες του σχετικά με την σεξουαλική ανάπτυξη, το ρόλο των σεξουαλικών παραγόντων στις νευρώσεις και το διαχωρισμό μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου.
Ο όρος «σεξουαλικότητα» που σκανδάλισε τότε τους κύκλους της Βιέννης χρησιμοποιήθηκε από τον Φρόυντ με το ευρύτερο νόημα και σύμφωνα με την ετυμολογική του σημασία (πραγμάτων σχετικών με το φύλο) και έπαιζε για εκείνον καίριο σημείο στη διαδικασία της ψυχανάλυσης.
Ο επαναπροσδιορισμός της σεξουαλικότητας μέσω της συμπερίληψης των πρώιμων μορφών τους, τον οδήγησε να διατυπώσει το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα (το 1897), που υποδηλώνει την αγάπη κάθε παιδιού για τον ένα γονιό και τη ζηλότυπη εχθρότητα προς τον άλλο, ως το κεντρικό δόγμα της ψυχαναλυτικής θεωρίας.
Η ανάλυσή του για τα όνειρα ως μέσο εκπλήρωσης ασυνείδητων επιθυμιών, του έδωσε τη δυνατότητα να δημιουργήσει μοντέλα ανάλυσης και καταστολής των κλινικών συμπτωμάτων και να προχωρήσει στην συγγραφή ενός από τα σημαντικότερα έργα στην καριέρα του «Η Ερμηνεία των Ονείρων» που εκδόθηκε το 1899. Το 1905 εκδόθηκε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα βιβλία του «Τρεις πραγματείες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας», που προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση, ενισχύοντας σε μεγάλο βαθμό την αντιδημοτικότητα του και ενίσχυσε την απομόνωσή του, μιας και εξέφραζε τον ισχυρισμό του πως κάθε παιδί γεννιέται με σεξουαλικές ενορμήσεις.
Η συνεργασία του στις αρχές του 20ου αιώνα με εξέχουσες μορφές της ψυχιατρικής κλινικής της Ζυρίχης όπως ο ψυχαναλυτής Καρλ Άμπραχαμ και ο παθολόγος με ενδιαφέρον στον υπνωτισμό Σαντόρ Φερέντσι, οδήγησε στην σταδιακή αναγνώριση του έργου του και την εφαρμογή της ψυχαναλυτικής μεθόδου στην αντιμετώπιση νευρώσεων. Η σχολή της ψυχανάλυσης συνέχιζε να έχει εξέχουσα θέση στους κύκλους της ψυχολογίας, της ψυχιατρικής και της ψυχοθεραπείας, και να παράγει εκτενή συζήτηση σχετικά με την θεραπευτική αποτελεσματικότητά της και την επιστημονικής της ιδιότητας καθώς πλήθος ερευνητών εξέφρασαν τις επιστημονικές τους διαφορές και εξέφρασαν θεωρίες και πρακτικές που απομακρύνονταν από τις φροϋδικές ιδέες.
Το 1920 αποτέλεσε μια ιδιαίτερα γόνιμη περίοδο της ζωής του μιας και πραγματοποίησε σειρά μελετών σχετική με την ανθρώπινη εμμονή στην αυθεντία και στη σταθεροποιητική εξουσία. Η «Ψυχολογία των Μαζών» και «Η ανάλυση του Εγώ» αποτελούν σημαντικά έργα για τη δίψα για υποταγή στη βούληση ενός ηγέτη και «Το Μέλλον μιας Αυταπάτης» παρουσιάζει το ρόλο του θρησκευτικού φονταμενταλισμού στην ικανοποίηση της ανάγκης για πατριαρχική καθοδήγηση. Η έρευνά του θα επεκταθεί και στον τομέα της κοινωνιολογίας η οποία ο ίδιος θεωρούσε ότι αντιπροσωπεύει την «εφαρμοσμένη ψυχολογία» και θα κορυφωθεί με το σύγγραμμά του «Η δυσφορία στον πολιτισμό» που εκδόθηκε το 1930.
Το Φεβρουάριο του 1923, ο Φρόυντ ανακάλυψε έναν καρκινώδη όγκο στη δεξιά πλευρά του ουρανίσκου που τον αναγκάζει να υποβληθεί σε επανειλημμένες χειρουργικές επεμβάσεις και ραδιοθεραπεία. Την άνοιξη του 1938 οι εθνικοσοσιαλιστές εισέβαλαν στην Αυστρία, συνειδητοποίησε ότι η εγκατάλειψη της Βιέννης ήταν αναπόφευκτη και κατέφυγε με την κόρη του Άννα στο Λονδίνο μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Υποφέροντας για δεκαέξι χρόνια από υποτροπές της κατάστασής της υγείας του και γενική καταπόνηση, ο πατέρας της ψυχανάλυσης εξέπνευσε στις στις 23 Σεπτεμβρίου του 1939 από υπερβολική δόση μορφίνης.
Τρεις ημέρες αργότερα, η σορός του αποτεφρώθηκε και η τέφρα του φυλάσσεται μέσα σε έναν ελληνιστικό αμφορέα στο κρεματόριο του Γκόλντεν Γκρην στο Λονδίνο.
Ο γάμος του με τη Μάρθα Μπέρναϋς και η ανάγκη του να συντηρήσει μία οικογένεια, τον ανάγκασαν να εργαστεί στο Γενικό νοσοκομείο της Βιέννης, όπου και πραγματοποίησε ιδιαίτερα σημαντικές μελέτες σχετικά με την κλινική χρήση της κοκαΐνης με αποκορύφωμα το έργο του με τίτλο «Περί κοκαΐνης» που εκδόθηκε το 1885.
Τον Σεπρέμβριο του ίδιου χρόνου, διορίστηκε ως υφηγητής της νεο-παθολογίας, στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης στο τμήμα Νευροπαθολογίας όπου και συνεργάστηκε με τον διακεκριμένο γιατρό Γιόζεφ Μπρόιερ, ο οποίος είχε ανακαλύψει πως στη διάρκεια ύπνωσης ασθενούς με υστερία, ήταν εφικτό τα συμπτώματα της να εξαφανιστούν. Η συνεργασία τους αποδείχθηκε σημαντική στην απόκτηση εμπειρίας και στην θεωρία του ότι οι νευρώσεις είχαν τις ρίζες τους στις τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος που είχαν ξεχαστεί και αποθηκευτεί στο ασυνείδητο. Ανέπτυξε λοιπόν τη θεωρία ότι μέσω αυτής της ‘καθαρτικής μεθόδου’ ήταν εφικτό να επαναφέρει κατασταλμένες μνήμες στην επιφάνεια του συνειδητού και να τις απομακρύνει.
Οι δυο τους εξέδωσαν το 1895 τις «Μελέτες για την Υστερία» έργο από το οποίο θεωρείται πως αναδύθηκε η «ψυχανάλυση» μιας και αργότερα, θέλοντας να απελευθερωθεί από τη μέθοδο της ύπνωσης, μετατοπίστηκε από την καθαρτική μέθοδο στην ψυχαναλυτική.
Από αυτήν την περίοδο και μετά ξεκινά μία από τις δημιουργικότερες φάσεις στη ζωή του, κατά την οποία διαμόρφωσε αρκετές από τις καινοτόμες θεωρίες του.
Απομονωμένος σχεδόν από τον υπόλοιπο ιατρικό κόσμο, ο Φρόυντ υιοθέτησε την τεχνική των «ελεύθερων συνειρμών». Φροντίζε να μην γίνεται ορατός από τους ασθενείς του, που κάθονταν στο διάσημο καναπέ του, και έτσι τους έδινε τη δυνατότητα να αποκαλύπτουν οτιδήποτε είχαν στο μυαλό τους, χωρίς το φόβο της κρίσης ή του εμπαιγμού. Παρατήρησε πως σημαντικός αριθμός από τις μνήμες τους, αφορούσαν σεξουαλικές εμπειρίες, γεγονός που έθεσε τις βάσεις για τις ιδέες του σχετικά με την σεξουαλική ανάπτυξη, το ρόλο των σεξουαλικών παραγόντων στις νευρώσεις και το διαχωρισμό μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου.
Ο όρος «σεξουαλικότητα» που σκανδάλισε τότε τους κύκλους της Βιέννης χρησιμοποιήθηκε από τον Φρόυντ με το ευρύτερο νόημα και σύμφωνα με την ετυμολογική του σημασία (πραγμάτων σχετικών με το φύλο) και έπαιζε για εκείνον καίριο σημείο στη διαδικασία της ψυχανάλυσης.
Ο επαναπροσδιορισμός της σεξουαλικότητας μέσω της συμπερίληψης των πρώιμων μορφών τους, τον οδήγησε να διατυπώσει το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα (το 1897), που υποδηλώνει την αγάπη κάθε παιδιού για τον ένα γονιό και τη ζηλότυπη εχθρότητα προς τον άλλο, ως το κεντρικό δόγμα της ψυχαναλυτικής θεωρίας.
Η ανάλυσή του για τα όνειρα ως μέσο εκπλήρωσης ασυνείδητων επιθυμιών, του έδωσε τη δυνατότητα να δημιουργήσει μοντέλα ανάλυσης και καταστολής των κλινικών συμπτωμάτων και να προχωρήσει στην συγγραφή ενός από τα σημαντικότερα έργα στην καριέρα του «Η Ερμηνεία των Ονείρων» που εκδόθηκε το 1899. Το 1905 εκδόθηκε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα βιβλία του «Τρεις πραγματείες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας», που προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση, ενισχύοντας σε μεγάλο βαθμό την αντιδημοτικότητα του και ενίσχυσε την απομόνωσή του, μιας και εξέφραζε τον ισχυρισμό του πως κάθε παιδί γεννιέται με σεξουαλικές ενορμήσεις.
Η συνεργασία του στις αρχές του 20ου αιώνα με εξέχουσες μορφές της ψυχιατρικής κλινικής της Ζυρίχης όπως ο ψυχαναλυτής Καρλ Άμπραχαμ και ο παθολόγος με ενδιαφέρον στον υπνωτισμό Σαντόρ Φερέντσι, οδήγησε στην σταδιακή αναγνώριση του έργου του και την εφαρμογή της ψυχαναλυτικής μεθόδου στην αντιμετώπιση νευρώσεων. Η σχολή της ψυχανάλυσης συνέχιζε να έχει εξέχουσα θέση στους κύκλους της ψυχολογίας, της ψυχιατρικής και της ψυχοθεραπείας, και να παράγει εκτενή συζήτηση σχετικά με την θεραπευτική αποτελεσματικότητά της και την επιστημονικής της ιδιότητας καθώς πλήθος ερευνητών εξέφρασαν τις επιστημονικές τους διαφορές και εξέφρασαν θεωρίες και πρακτικές που απομακρύνονταν από τις φροϋδικές ιδέες.
Το 1920 αποτέλεσε μια ιδιαίτερα γόνιμη περίοδο της ζωής του μιας και πραγματοποίησε σειρά μελετών σχετική με την ανθρώπινη εμμονή στην αυθεντία και στη σταθεροποιητική εξουσία. Η «Ψυχολογία των Μαζών» και «Η ανάλυση του Εγώ» αποτελούν σημαντικά έργα για τη δίψα για υποταγή στη βούληση ενός ηγέτη και «Το Μέλλον μιας Αυταπάτης» παρουσιάζει το ρόλο του θρησκευτικού φονταμενταλισμού στην ικανοποίηση της ανάγκης για πατριαρχική καθοδήγηση. Η έρευνά του θα επεκταθεί και στον τομέα της κοινωνιολογίας η οποία ο ίδιος θεωρούσε ότι αντιπροσωπεύει την «εφαρμοσμένη ψυχολογία» και θα κορυφωθεί με το σύγγραμμά του «Η δυσφορία στον πολιτισμό» που εκδόθηκε το 1930.
Το Φεβρουάριο του 1923, ο Φρόυντ ανακάλυψε έναν καρκινώδη όγκο στη δεξιά πλευρά του ουρανίσκου που τον αναγκάζει να υποβληθεί σε επανειλημμένες χειρουργικές επεμβάσεις και ραδιοθεραπεία. Την άνοιξη του 1938 οι εθνικοσοσιαλιστές εισέβαλαν στην Αυστρία, συνειδητοποίησε ότι η εγκατάλειψη της Βιέννης ήταν αναπόφευκτη και κατέφυγε με την κόρη του Άννα στο Λονδίνο μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Υποφέροντας για δεκαέξι χρόνια από υποτροπές της κατάστασής της υγείας του και γενική καταπόνηση, ο πατέρας της ψυχανάλυσης εξέπνευσε στις στις 23 Σεπτεμβρίου του 1939 από υπερβολική δόση μορφίνης.
Τρεις ημέρες αργότερα, η σορός του αποτεφρώθηκε και η τέφρα του φυλάσσεται μέσα σε έναν ελληνιστικό αμφορέα στο κρεματόριο του Γκόλντεν Γκρην στο Λονδίνο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου