ή όπου δεν πίπτει ράβδος, πίπτει ύπνος
Σε προσαγωγές 32 οικοδόμων του Συνδικάτου προχώρησε η αστυνομία την περασμένη Παρασκευή –πρώτη μέρα της μεγάλης απεργίας για το ασφαλιστικό- έξω από το εργοτάξιο της νέας Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Φάληρο (δηλαδή το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος) επειδή συμμετείχαν στην περιφρούρηση της απεργίας. Το Συνδικάτο Οικοδόμων είχε κληθεί από τους εργαζόμενους που κατήγγειλαν εκβιασμό και απειλές εκ μέρους της εργοδοσίας τις ημέρες της απεργίας. Οι περισσότεροι προσήχθησαν ενώ είχαν αποχωρήσει και κατευθύνονταν προς το παράρτημα του Συνδικάτου και τα σπίτια τους. Κάτοικοι της περιοχής από τα μπαλκόνια φώναζαν στις αστυνομικές δυνάμεις να αφήσουν ελεύθερους τους εργάτες, οι οποίοι τελικά κατέληξαν στη ΓΑΔΑ.
Η παραπάνω είδηση αφ’ενός μας δίνει μια εικόνα με ποιους τρόπους, ποιες ταχύτητες και κάτω από ποια εργασιακή ηθική θα συντελεστεί το νέο πολιτιστικό θαύμα της πρωτεύουσας, αφ’ετέρου μας εξοικειώνει ακόμα περισσότερο με την ιδέα ότι στο εξής κάθε τι εθνικό και λογισμένο για δημόσιο θα ταυτίζεται με την αρωγή και διαχείριση ενός κολοσσιαίου ιδιωτικού ιδρύματος. Με την απαραίτητη υπόμνηση της νεοφιλελεύθερης αντιδιαλεκτικής: οι παθογένειες της Λυρικής Σκηνής εκπορεύονται από το στερεοτυπικό Δημόσιο, ενώ τα επιτεύγματά της οφείλουν στις αρετές της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Ένα από τα πρόσφατα επιτεύγματα του Ιδρύματος Νιάρχου είναι η αρπαγή της Εθνικής Βιβλιοθήκης, η οποία ασφαλώς θα διασωθεί, θα συντηρηθεί και θα επαναδιατεθεί στο κοινό, όπως κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία υπόσχεται – ασχέτως αν δεν το έχουμε διαπιστώσει αυτό μετά την αποπεράτωση κάθε αντίστοιχου θαύματος. Οι δε όροι του εν λόγω επιτεύγματος παραμένουν προς το παρόν σκοτεινοί και αδιευκρίνιστοι –πέρα από τον μόνο εγνωσμένο, ότι δηλαδή ένας τέτοιας σημασίας εθνικός θεσμός θα φιλοξενείται σε τόπο ειδικής προσβασιμότητας, εκτός του κεντρικού αστικού κορμού. Σε κάθε περίπτωση αυτοί θα είναι όροι που θα θέσει μονομερώς κάποιος ιδιώτης, ο οποίος δεν λογοδοτεί, δεν ελέγχεται και του οποίου το συμφέρον δεν θα ταυτίζεται απαραίτητα με το εθνικό ή δημόσιο. Άλλωστε όπως δήλωσε ο αίφνης απερχόμενος διευθύνων σύμβουλος του Ιδρύματος Γιάννης Τροχόπουλος, «δεν είμαι σίγουρος ότι η Βιβλιοθήκη θα μπορέσει να μπει και να λειτουργήσει, και δεν θα μου είναι δυσάρεστο αν κάτι δεν λειτουργήσει». Ωστόσο θα είναι Εθνική.
Ας δούμε όμως πανοραμικά τη μεγαλύτερη εικόνα της περιοχής. Στο ίσως πιο καίριο και συμπυκνωμένο κείμενο τις μέρες του θέματος Γιαν Φαμπρ, ο Μάκης Μαλαφέκας έγραφε στον Δρόμο της Αριστεράς: Όλο και περισσότεροι δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς, ιδρύματα, στάδια, λυρικές σκηνές, «πολυχώροι», μετατοπίζονται προς τον άξονα Συγγρού/Φάληρο/Ελληνικό, προσβλέποντας όλο και πιο ξεκάθαρα στην μετατόπιση του ίδιου του οργανικού βαρύκεντρου της πόλης. Παρατεταμένη τουριστική περίοδος, πόλη διαρκώς ανοιχτή προς τις Κυκλάδες και τον Αργοσαρωνικό μα όλο και πιο κλειστή προς τον πραγματικό της πληθυσμό, αθλητικές διοργανώσεις, θαλαμηγοί, jet set, «ελληνική Ριβιέρα» με σύντομο φωτογραφικό σαφάρι στο «παλιό κέντρο» (Ακρόπολη, street art, Βασανίζομαι, κ.λπ.) και πίσω πάλι. Σε πρόσφατη συνέντευξή της στο ΒΗΜΑgazino, η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, αναπληρώτρια γενική διευθύντρια της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών -του εν λόγω άξονα-, χαιρετίζει με νόημα: «Βρισκόμαστε σε μια γόνιμη περίοδο από πλευράς πολιτιστικών οργανισμών. Πρόκειται να καλωσορίσουμε στη γειτονιά μας το Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (...)».
Η τοπογραφία της «γειτονιάς» ασφαλώς δεν είναι τυχαία. Όπως σημειώνει στο ίδιο άρθρο ο Μαλαφέκας: Η βρόμικη, απρόβλεπτη, ανυπότακτη, φοιτητική, αγανακτισμένη, αλληλέγγυα, λαϊκή, λούμπεν, ελευθεριακή Αθήνα, πρέπει να ευνουχιστεί, να εξυγιανθεί. Είναι ζήτημα κοινωνικού ελέγχου, είναι ζήτημα πολιτικής επικυριαρχίας και οικονομικού εξορθολογισμού. Κι επειδή όλα αυτά δεν γίνεται πλέον να συμβούν στην Αθήνα (αυτό έχει εμπεδωθεί), δεν γίνεται δηλαδή να πάει η εξυγίανση στην Αθήνα, έχει από καιρό αποφασιστεί να πάει η Αθήνα στην εξυγίανση, δηλαδή στην παραλία. (...) Η διεθνής αίγλη της σύγχρονης τέχνης καλείται να παίξει σ’ αυτήν την απόπειρα μετατόπισης και αποστείρωσης έναν πρωταγωνιστικό ρόλο: αυτόν την νομιμοποίησης διά μέσου του «πολιτισμού».
Αντάμα με τη διεθνή αίγλη –που προσδίδει λ.χ. η σπουδαία Laurie Anderson, η οποία επιμελείται το εναρκτήριο φεστιβάλ του Ιδρύματος Νιάρχου το ερχόμενο καλοκαίρι-, η λειτουργική ενσωμάτωση της εντόπιας δημιουργίας και διανόησης είναι εξίσου απαραίτητη. Ενήμεροι και απόμεροι καλλιτέχνες, φίλοι και γνωστοί, άλλοι από ανάγκη, άλλοι από φιλοδοξία, θαμπωμένοι πειστικά οι περισσότεροι από το κύρος και τα λούσα του μεγάλου Ιδρύματος, ενδίδουν. Είτε ως κίνητρο είτε ως δικαιολογία το μεγάλο ίδρυμα, όπως π.χ. η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, προβάλλει ως «το μόνο που έχει λεφτά και πληρώνει αυτό τον καιρό». Αυτό βέβαια δεν πρέπει να ίσχυσε στη μεγαλόσχημη μουσική παραγωγή της Στέγης με τίτλο Μινιμαλισμός τον περασμένο Μάρτη, όπου επαγγελματίες καλλιτέχνες κλήθηκαν να συνδράμουν εθελοντικά με αμοιβή «τη χαρά της συμμετοχής». Φυσικά οι επικεφαλής στα καλλιτεχνικά πόστα αμείφθηκαν και μάλιστα αδρά. Και κάπως έτσι, πολιτιστική υπεραξία παράγεται από το τίποτα, αλλά και από τα αζήτητα – εκεί που καταδικάζεται κάθε δημιουργική φωνή που δεν θα ενδώσει, παλεύοντας μεταξύ αξιοπρέπειας και περιθωρίου.
Η αθόρυβη αυτή ενσωμάτωση εκπληρώνει και μια πολιτική αποστολή. Ό,τι δημιουργεί, κινείται και αναπνέει σήμερα στον τόπο, πριν ακόμα προλάβει να ασκήσει κριτική, πριν αποκτήσει σώμα πολιτικό ή κοινωνικό, επιχειρείται να ενταχθεί στο πλαίσιο δράσης των μεγάλων ιδρυμάτων –φευ, στην καλλιτεχνική ατζέντα. Ό,τι παλεύει για εναλλακτικές δομές, ό,τι αποπειράται να συντάξει προτάσεις για άλλες σχέσεις παραγωγής, θεάματος και σκέψης, θα καλουπωθεί για να χωρέσει σε κάποιο ξέμπαρκο event. Άλλωστε όλα μπορούν να γίνουν events, όλα θα εντυπωσιάσουν ως projects. Έτσι ο πολιτικός λόγος και η καλλιτεχνική πράξη τεμαχίζονται, κατακερματίζονται και απονοηματοδοτούνται, τη στιγμή ακριβώς που η σύνδεσή τους με τη ζώσα πραγματικότητα προμοτάρεται με έπαρση από τα λεξιθηρικά δελτία τύπου των εκδηλώσεων.
Ποιο είναι το γούστο της Στέγης όσον αφορά τις καλλιτεχνικές επιλογές της, ερωτάται η κ. Παναγιωτάκου στη συνέντευξη. «Η λοξή ματιά. Η πολιτική αφύπνιση. Η συνάντηση με τους ανθρώπους ως πρόσωπα. Η μανία να βγαίνει στους δρόμους και να συζητάει, η κοινωνική αγωνία. Η περιέργεια για τα πράγματα. Και επιπλέον έχει κάποιες αιχμές, δεν είναι όλα στρογγυλεμένα». Η μανία να βγαίνει στους δρόμους, φερ’ειπείν, αποτυπώθηκε στη διοργάνωση μιας μεγάλης συζήτησης για το δημόσιο χώρο -με πρόσχημα τους street artists- η οποία αντί να βγει στους δρόμους, κλείστηκε στις πολυτελείς αίθουσες, με αυστηρό ωράριο μα και όλη την ιδιωτικότητα. Η συνάντηση με τους ανθρώπους ως πρόσωπα, ανήμερα της επετείου εξέγερσης του Πολυτεχνείου, την ώρα της πορείας προς την Αμερικάνικη Πρεσβεία, βρήκε έκφραση μέσα σε «ένα ενδιαφέρον event αναπαράστασης των γεγονότων του ‘73» που καλούσε το κοινό σε ελεύθερη 15λεπτη συμμετοχή. Η λοξή ματιά είναι αυτή που κοιτάζει το απέναντι Πάντειο Πανεπιστήμιο, χτίζοντας Μια γέφυρα μουσικής πάνω από τη Συγγρού –όπως υπόσχεται ο τίτλος της πρόσφατης συμπαραγωγής της Στέγης με το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, με σκοπό «τα δύο Ιδρύματα να μηδενίσουν τη μεταξύ τους χωροταξική απόσταση και να μοιραστούν το κοινό ενδιαφέρον τους για τον πολιτισμό». Έτσι λοξά μηδενίζονται οι αποστάσεις μεταξύ πανεπιστημίων και χορηγών, μεταξύ έρευνας και θεάματος. Σε αιχμή και όχι στρογγύλεμα αποσκοπούσε η ημερίδα με θέμα τη λογοκρισία στην τέχνη, μόλις λίγο καιρό μετά το κατέβασμα της παράστασης στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε μια μεγαλοπρεπή απόπειρα του Ιδρύματος Ωνάση –μεγάλου χορηγού του Εθνικού Θεάτρου- να διασκεδάσει τις εντυπώσεις που το ήθελαν ανάμεσα σ’εκείνους που παρήγγειλαν την παύση της παράστασης.
Όσο για την πολιτική αφύπνιση, την ημέρα των προσαγωγών των εργατών της Λυρικής και της μεγάλης απεργίας για το ασφαλιστικό, τα social media της Στέγης διαφήμιζαν το μεγάλο project του Ύπνου –που «υπόσχεται να μας ανοίξει τα μάτια για όλες εκείνες τις ώρες της ζωής μας που δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε». Ας προσπεράσουμε το μάγκωμα να διαβάζουμε ανάμεσα στους συντελεστές, ονόματα που μόλις λίγο καιρό πριν συμμετείχαν ενεργά σε δυνάμει ριζοσπαστικές κινήσεις και εγχειρήματα αυτοργάνωσης. Ας προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε ποια αφήγηση συνεισφέρουν τελικά όλα αυτά τα φιλόδοξα projects, ποια είναι η διαλεκτική σχέση τους με το χώρο, την τέχνη, την κοινωνία και τις ανάγκες των ανθρώπων. Ακόμα: κατά πόσο και με ποιους τρόπους επεξεργάζονται τις επείγουσες κοινωνικές αγωνίες και επανατροφοδοτούν δραστικά αιτιάσεις, θέσεις και προτάσεις, μόλις η αυλαία του κάθε πρότζεκτ πέσει;
ΚΩΣΤΗΣ ΖΟΥΛΙΑΤΗΣ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου