Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος έχει διανύσει
μια μεγάλη διαδρομή στα μουσικά πράγματα της χώρας: από κιθαρίστας στο
συγκρότημα Τρύπες για περίπου είκοσι χρόνια, τα τελευταία χρόνια
κινείται σε προσωπικές μουσικές διαδρομές που συνδυάζουν στοιχεία από το
ροκ, το ρεμπέτικο, συνθέτοντας ένα ευαίσθητο μείγμα μινιμαλισμού με
ελληνικό τρόπο.
Η συζήτηση μαζί του, φυσικά, δεν θα μπορούσε παρά
να ξεκινήσει από την ηρωική περίοδο του ελληνικού ροκ και τις Τρύπες, για να
καταλήξει στις σημερινές μουσικές του αναζητήσεις.Συνέντευξη στους Παναγιώτη Φρούντζο, Παναγιώτη Καϊμάκη
-Ας ξεκινήσουμε, ξεδιπλώνοντας το νήμα της ζωής σου.
Ξεκινάω από τη Νεάπολη Θεσσαλονίκης, και από 11 χρόνων άρχισα να παίζω μουσική. Και αυτό γιατί μάλλον δεν είχα να κάνω πολλά πράγματα. Πέρα από το παιχνίδι με τους φίλους μου, δεν υπήρχε κάτι άλλο. Οπότε, κάπως έτσι, «συναντήθηκα» με την κιθάρα. Μέσω της μουσικής, έκανα καινούργιες παρέες και δημιούργησα νέους κύκλους. Ξεκίνησα να παίζω με διάφορα γκρουπ – ήταν πολύ φυσικό εκείνη την εποχή να συμβεί αυτό. Θυμάμαι που κάποια στιγμή κάθισα στο ίδιο θρανίο με έναν τύπο πολύ χίπη και όταν του είπα πως παίζω κιθάρα, με ρώτησε σε ποιο γκρουπ συμμετέχω. Όταν του απάντησα «δεν παίζω σε γκρουπ», με κοίταξε έκπληκτος και τραβώντας σε μάκρος τη φωνή του μου είπε σχεδόν επιτιμητικά: «Καλά, παίζεις κιθάρα και δεν παίζεις σε γκρουπ;».
-Μιλάμε για τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Οι πιτσιρικάδες εκείνου του καιρού είτε θα είχαν ροκ είδωλο είτε ποδοσφαιριστή είδωλο… Στη Νεάπολη, δηλαδή, κυριαρχούσαν ο Γιώργος Κούδας και οι μορφές του πανκ;
Ναι, ήταν ο Γιώργος Κούδας, αλλά το πανκ δεν είχε φτάσει ακόμη, καθώς ήταν ζωντανός ο μύθος των 60s. Αρχικά ακούγαμε τις μουσικές που άκουγαν οι δικοί μας, το παλιό ροκ, και σταδιακά φτάσαμε στη μουσική της δικής μας εποχής. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα: πολλά νέα παιδιά ασχολούνται με τη δεκαετία του ’80. Ακολουθούν τη διαδρομή που ακολουθήσαμε κι εμείς.
-Και πώς πρόεκυψαν οι Τρύπες;
Επειδή ο κύκλος των γκρουπ στη Νεάπολη ήταν μικρός, βρεθήκαμε με τον Γιάννη (Αγγελάκα) και τον Γιώργο (Καρρά) να παίζουμε μαζί, καθώς γνώριζα τον Κώστα (Φλωροσκούφη), τον ντράμερ.
-Σε μια συνέντευξή του, ο Γιάννης Αγγελάκας είχε πει πως η ζωή του θα ήταν πιο δύσκολη χωρίς τις Τρύπες, γιατί έτσι βρήκε τον τρόπο να διοχετεύει την ενεργητικότητά του και την έμπνευσή του.
Αυτό συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους που ασχολούνται με οποιαδήποτε μορφή τέχνης, ειδικά με τη μουσική, καθώς θεωρώ πως είναι λαϊκή μορφή τέχνης, από την άποψη πως καθένας μπορεί να την προσεγγίσει και να ασχοληθεί μαζί της. Εμείς, λοιπόν, βρήκαμε στις Τρύπες τη διέξοδό μας. Η διαφορά μας με τα σημερινά παιδιά είναι πως εμείς τότε σκεφτόμαστε ότι δεν πρόκειται να κάνουμε και τίποτε φοβερό με αυτό που ασχολούμαστε. Πιστεύαμε πως δύσκολα θα έβγαινε έξω από τα όρια της περιοχής που κινούμασταν. Κυριαρχούσε η διάθεσή μας να το κάνουμε και η όρεξή μας να βρισκόμαστε μαζί. Σήμερα, τα νέα παιδιά έχουν περισσότερες δυνατότητες να ανοιχτούν, να έρθουν σε επικοινωνία με κάποιους που κάνουν το ίδιο πράγμα στην άλλη πλευρά του κόσμου.
-Πιστεύεις, δηλαδή, ότι αν οι Τρύπες δημιουργούνταν σήμερα, η πορεία τους θα ήταν διαφορετική;
Δεν μπορώ να το ξέρω. Αν εννοείς αν θα μπορούσαμε να βγούμε εκτός συνόρων, και σήμερα θα είχαμε πρόβλημα με τον στίχο. Ο ελληνικός στίχος είναι απαγορευτικός για διεθνή καριέρα. Ο Γιάννης έγραφε πολύ ωραία στα ελληνικά, επικοινωνούσαμε στα ελληνικά, οπότε δεν σκεφτήκαμε τον αγγλικό στίχο. Ακόμη και σήμερα έτσι νιώθω: γράφω τη μουσική του χώρου στον οποίο ζω, στον οποίο ανήκω.
-Γιατί διαλύθηκαν οι Τρύπες;
Εμείς σκορπίσαμε. Έφυγε ο Γιάννης (Αγγελάκας), λέγοντας ότι θα πήγαινε να κάνει την ταινία «Ο Χαμένος τα Παίρνει Όλα» με τον Νίκο Νικολαΐδη, και χαθήκαμε. Καθένας μετά πήρε τον δρόμο του.
-Τι σήμαινε τότε το να είσαι ροκ;
Ξέρω εγώ; Ζούσαμε σε μια λαϊκή συνοικία, κι εμείς ήμαστε λαϊκά παιδιά. Το ροκ ήταν η διαφυγή από τη σαβούρα της καθημερινότητας. Ήταν το παραμύθι ότι μπορούσαμε να ζήσουμε κάπου αλλού, μέσω της μουσικής, μέσω των εικόνων που φτιάχναμε στο μυαλό μας. Νομίζω, άλλωστε, ότι αυτός είναι ο λόγος που ευδοκίμησε το ροκ στη χώρα μας, ίσως και αλλού. Ταξιδεύεις με ωραίο τρόπο ακούγοντας αυτές τις μουσικές. Στις παρέες μου τέτοια τραγούδια έπαιζα στην κιθάρα, όπως και ρεμπέτικα, είδος που στη δεκαετία του ’80 αναβίωσε.
-Ακούγοντας την τελευταία σου δουλειά, όπως και τη διασκευή σου στα ρεμπέτικα στο «Απ’ τη Σπηλιά του Δράκου», αντιλαμβάνομαι ότι έχεις διανύσει μεγάλη μουσική διαδρομή από τα 80s μέχρι σήμερα.
Προσωπικά, δεν τη βλέπω σαν μεγάλη. Υπάρχουν κοινά στοιχεία, αυτά που αλλάζουν είναι ο ήχος και η αισθητική. Ούτως ή άλλως, είχα σχέση με το ρεμπέτικο από την εποχή που έπαιζα στις Τρύπες – δούλευα σε ρεμπετάδικα εκείνο τον καιρό. Οπότε είναι μια μουσική που την έχω ζήσει, δεν μου είναι ξένη. Νομίζω, λοιπόν, ότι ήρθε φυσικά κι έγινε αυτό το πράγμα. Και αν έγινε με καλό τρόπο, οφείλεται σε αυτό τον λόγο. Λειτούργησα βιωματικά. Μάλιστα, λόγω της δουλειάς μου στο ΤΕΙ Λαϊκής Παραδοσιακής Μουσικής στην Άρτα όχι μόνο μπήκα λίγο πιο βαθιά στο είδος, αλλά, επιπλέον, γνώρισα τους τότε φοιτητές μου, τον Διονύση Μακρή (κοντραμπάσο) και τον Δημήτρη Βλαχομήτρο (μπουζούκι), με τους οποίους «πέσαμε» στο πάντρεμα της ντόπιας, λαϊκής μουσικής με το ροκ. Στην Ελλάδα αυτό συμβαίνει διαρκώς: ο Σκαλκώτας συνδύασε τη συμφωνική με τη δημοτική μουσική, ο Σαββόπουλος το ροκ με το ρεμπέτικο και τη δημοτική, ο Παπάζογλου… Για μένα το ρεμπέτικο είναι σαν να γυρνώ στο πατρικό μου σπίτι.
-Οι ρίζες του ροκ και του ρεμπέτικου είναι κοινές;
Δεν ξέρω. Το αμφισβητώ. Ψάχνω να βρω σε ποιο σημείο συναντιούνται; Μπορεί να υπήρχε περιθωριακή τάξη Αγγλοσαξόνων στην Αμερική, όμως το μπλουζ δεν το τραγουδούσαν αυτοί, αλλά οι Αφροαμερικανοί. Εδώ το ρεμπέτικο ήρθε μεταφέροντας μια πολύ πιο πλούσια κουλτούρα από αυτή που υπήρχε στην Ελλάδα. Αντίθετα, το μπλουζ πάτησε στη μουσική κουλτούρα που βρήκε στον Νέο Κόσμο και την πάντρεψε με στοιχεία από τη μουσική παράδοση της Αφρικής. Βέβαια, υπάρχουν κοινά στοιχεία και στα δύο είδη: η θεματολογία, η απλή γλώσσα… Θεωρώ ότι το ρεμπέτικο βρίσκεται πιο κοντά στο φλαμένκο και τα φάντος.
-Πάντως, συγκρίνοντας τις δύο μουσικές σου «φάσεις», θα έλεγα ότι σήμερα μοιάζεις περισσότερο με αναχωρητή της μουσικής.
Αν εννοείς ότι αφιερώνομαι περισσότερο, αυτό ισχύει. Είναι μεγάλος ο κόσμος της μουσικής και όσο μπαίνεις μέσα, ανακαλύπτεις ότι δεν ξέρεις τίποτε. Ή μάλλον, ανακαλύπτεις πως είναι λιγότερα αυτά που ξέρεις και πολύ περισσότερα αυτά που έχεις να μάθεις.
-Κλείνοντας, να αλλάξουμε θέμα: με τη δεύτερη φορά Αριστερά αλλάζουν τα πράγματα στην Ελλάδα.
Καταρχάς, δεν πρέπει να μιλάμε για αριστερή διακυβέρνηση. Ζούμε στην εποχή της κυριαρχίας του καπιταλισμού και η Αριστερά δεν έχει βρει απαντήσεις απέναντι σε αυτό το φαινόμενο. Μιλώντας ειδικά για την Ελλάδα, έχουμε ως λαός αναπτύξει μια άρρωστη νοοτροπία που πολύ δύσκολα θα ανατραπεί – αυτήν τη νοοτροπία δεν μπορείς να τη χαρακτηρίσεις ούτε δεξιά ούτε αριστερή, δεν έχει ιδεολογική κατεύθυνση. Και σε αυτά τα φαινόμενα καλείται η Αριστερά να δώσει απαντήσεις.
INFO
Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος κατεβαίνει για δεύτερη φορά φέτος στην Αθήνα την Πέμπτη 24 Μαρτίου, στο Ίλιον Plus (Πατησίων & Κοδριγκτώνος 17, τηλ.: 210 8824383), για ένα ακουστικό ταξίδι με αποσπάσματα από την προσωπική δισκογραφική του πορεία. Μαζί του στη σκηνή οι ξεχωριστοί μουσικοί του Acoustic Set, οι οποίοι συμμετείχαν και στην ηχογράφηση του τελευταίου του δίσκου «Μέσα στον Πόνο Είν’ η Χαρά Μες στη Χαρά Είν’ ο Πόνος» (Puzzlemusik & B-otherside Records).
#Μπάμπης Παπαδόπουλος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου