Δύσκολα αποφεύγει την υπερβολή ο
σαρκασμός. Τη χρησιμοποιεί ευχαρίστως για να οξύνει τα επιχειρήματά του
και για να γίνουν παραστατικότερες οι καταγγελίες του. Για παράδειγμα,
όταν ο Εμμανουήλ Ροΐδης, στο κείμενό του «Η πολιτική εν Ελλάδι
ρητορεία», θέλει να επικρίνει το δυνατόν σκληρότερα «την κατατρύχουσαν
ημάς πολιτικήν υπερτροφίαν», αποφαίνεται: «Εν ενί λόγω, όπως όλοι οι
Εσκιμώοι αλιείς, όλοι οι Αραβες ιππείς και όλοι οι αρχαίοι Πάρθοι
τοξόται, ούτως και οι σημερινοί Ελληνες είναι πολιτευταί, όλοι
ψηφοθήραι, όλοι κομματάρχαι και εκ τούτου και κάπως ρήτορες εξ
ανάγκης!». Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να φυλλομετρήσει τον πέμπτο τόμο των
ροϊδικών Απάντων, με κείμενα της δεκαετίας 1894-1904, που εκδόθηκε το
1978 από τον «Ερμή», με φιλολογική επιμέλεια του Αλκη Αγγέλου.
Ξέρει βέβαια ο αυστηρός Ροΐδης ότι υπερβάλλει. Αλλά έχει ανάγκη την ελευθερία και τη χολή της γελοιογραφικής αναπαράστασης για να εξασφαλίσει σφοδρότητα στον λόγο του. Και να κατηγορήσει με το πείσμα του μελαγχολικού, του ηττημένου μάλλον, ό,τι συνεχίζουμε έκτοτε να κατηγορούμε οι Νεοέλληνες, εισάγοντας μια στο τόσο καινούριους όρους, για να ανανεώσουμε τα ανεπαρκή όπλα μας σ’ αυτή τη μάταιη προσπάθεια: την αναξιοκρατία, που απανθρακώνει όνειρα και κόπους με τη φωτιά του ημετερισμού· το πελατειακό σύστημα, που αιχμαλωτίζει με βαριά δεσμά όσους εξαρτώνται από αυτό· την κομματική λαφυραγώγηση του κράτους. Ιδού και πάλι ο «υπερβολικός» επικριτής:
«Η τοιαύτη εξαιρετική και εις την οικουμένην μοναδική σημασία παρ’ ημίν της πολιτικής, επόμενον ήτο να καταστήση αυτήν αποκλειστικόν μέλημα πάντων των Ελλήνων. Υπό την στέγην της πατρικής του καλύβης περί ουδενός άλλου ακούει ο ελληνόπαις τους οικείους του συζητούντας, παρά περί της πιθανής εκβάσεως των εκλογών και των ωφελημάτων τα οποία δύνανται να καρπωθώσιν εκ της εξυπηρετήσεως τούτου ή εκείνου του υποψηφίου· ουδέ δύναται άλλο τι να διδαχθή εις το σχολείον παρά να περιφρονή τα γράμματα και να σέβεται τας ψήφους, βλέπων τους διδασκάλους του να σύρωνται ως ερπετά προ των ποδών παντός κομματαρχίσκου, να παύωνται ή να σφενδονίζωνται από Καλαμών εις Τρίκκαλα κατά πάσαν μετάστασιν υπουργικού βουλευτού, να συνιστώσι βουλευτικά χάρβαλα ως κατάλληλα προς εγκατάστασιν Γυμνασίων, να παρέχωσιν απολυτήρια εις ψηφούχους αναλφαβήτους και να δέρωνται ως κτήνη εν μέση αγορά αν αρνηθώσι να πράξωσι τούτο».
Προφανώς, έπειτα από έναν αιώνα και παραπάνω έχουν αλλάξει πολλά. Πρώτα πρώτα η ίδια η έκταση της Ελλάδας, πράγμα που συνήθως το παραβλέπουμε, παρότι ακόμα ζουν Ελληνες που γεννήθηκαν σε πατημένα χώματα. Στα μεταροϊδικά χρόνια, «υπό την στέγην της πατρικής καλύβης», που έπαψε να είναι καλύβα, ακούστηκαν και πρωτότυπα πράγματα, αντίθετα στη λογική τού δούναι (ψήφον) και λαβείν (ρουσφέτι). Καινούριες ιδέες εμφανίστηκαν, στρατευμένες στην ανιδιοτέλεια και την προσφορά, στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο και όχι στο πρώτο ενικό· φρέσκες πολιτικές δυνάμεις δούλεψαν για κάτι περισσότερο από τη νομή της εξουσίας και τη διανομή της πολιτειακής λείας· νέοι -ισμοί εισήχθησαν, με τις ελπίδες του ο καθένας. Αλλά και νέες διαψεύσεις και απογοητεύσεις προστέθηκαν (με κορυφαία τη διάψευση, διεθνώς, της επαγγελίας του σοσιαλισμού). Μάχες και μάχες για κάθε μικρή κατάκτηση στην εργασιακή καθημερινότητα ή στα πολιτικά δικαιώματα και τις ελευθερίες, κι ύστερα υποχωρήσεις, οπισθοδρόμηση, απώλειες. Ελληνες ήταν τελικά οι Τρώες του Καβάφη. Η μάλλον, και Ελληνες.
Πολλά και πολλοί φταίνε γι’ αυτό. Και σίγουρα, δεν φταίνε μόνον «οι άλλοι», όποιοι κι αν είναι αυτοί, ημεδαποί ή ξένοι, τάχα συνωμότες. Εδώ ακριβώς όμως εντοπίζουμε ένα από τα παράδοξα που ευθύνονται για το βάλτωμα του πολιτικού και κοινωνικού βίου εν Ελλάδι: το «παράδοξο της ετεροαυτοκριτικής». Της αυτοκριτικής δηλαδή που διαβάζει το «αυτός» σαν «έτερος». Ετσι, ενώ κάθε φορά αυτοαναγγέλλεται πομπωδώς σαν ειλικρινής, αυστηρή και τίμια, αμέσως μετά τα πολιτικώς αδιάφορα και εντέλει αστεία του τύπου «δεν μπορούμε να μην το πούμε, κάναμε κι εμείς κάποια λάθη, ανθρώπινο είναι», λύνει το ζωνάρι της και ορμάει κατά των «άλλων»· που πάντα «έφταιξαν περισσότερο» ή «έφταιξαν πριν φταίξουμε εμείς». Σε τι μεταφράζεται αυτό; Σε αυτοαθώωση, με μοναδικό άλλοθι ή υπερασπιστικό ισχυρισμό την ενοχή των άλλων, πραγματική ή μη. Δηλαδή σε άρνηση της ευθύνης.
Ας παρακάμψουμε το χαριτωμένο «παράδοξο των φοιτητικών εκλογών» (σύμφωνα με το οποίο οι νικητές κάθε εκλογικής αναμέτρησης, και όχι μόνο των σπουδαστικών συλλόγων, είναι ισάριθμοι όσων συμμετέχουν, το δε 100% δεν είναι μουτρωμένα ανελαστικό, αλλά μπορεί να φτάνει και το 120%), για να δούμε ένα άλλο, που εις μνήμην της αρχαιοελληνικής μυθολογίας θα το ονομάζαμε «παράδοξο της Κανάθου». Κοντά στη Ναυπλία, πόλη του Αργολικού κόλπου, βρισκόταν η πηγή Κάναθος, που η –πιθανόν ειρωνική– επινοητικότητα των αρχαίων την ήθελε θαυματουργή: Εκεί απολάμβανε το ετήσιο γαμήλιο λουτρό της η θεά Ηρα, ανακτώντας την παρθενικότητά της. Εκείνη η πηγή μπορεί να στέρεψε ή κάποιες από τις εξαγνιστικές ιδιότητές της να μετακυλίστηκαν στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Για τους έμπειρους πολιτικούς όμως αυτό δεν είναι σοβαρό πρόβλημα. Δεν χρειάζεται καν να αργοπορήσουν, πηγαίνοντας στην Αργολίδα. Οταν χάσουν την εξουσία, χρησιμοποιούν σαν Κάναθο τον Κάλαθο (εξού και ο εναλλακτικός όρος «παράδοξο του Καλάθου»). Των αχρήστων τον κάλαθο, που τον έχουν πάντα πρόχειρο στο γραφείο τους.
Πετάνε μέσα του τις αμαρτίες τους, ένα σπίρτο στο τέλος, μια και εκτός από το νερό, εξαγνιστικό είναι και το πυρ, και πολύ γρήγορα νιώθουν εξιλεωμένοι, αναγεννημένοι και πολιτικά αναπαρθενευμένοι. Κι όχι μόνο το νιώθουν αλλά προσπαθούν να πείσουν κι εμάς ότι τίποτε δεν τους συνδέει με τον προ διμήνου εξουσιάζοντα εαυτό τους. Δεν είδατε, για παράδειγμα, πώς ξανάνιωσε ο κ. Λοβέρδος, που αδωνίζει όλο και περισσότερο σε στυλ και περιεχόμενο; Ε, στο παράδοξο του Καλάθου το χρωστάει. Στο ίδιο παράδοξο του Καναθοκαλάθου χρωστάνε τον σημερινό ρητορικό «αντιλαϊκισμό» τους οι μόλις χθεσινοί μακεδονομάχοι, χριστοδουλιστές, έμποροι του «οράματος» των Ολυμπιακών κ.ο.κ. Στο ίδιο οφείλουν και το τωρινό, αιφνίδιο και πλασματικό, αντιπελατειακό τους πάθος όσοι διαμέλισαν το κράτος και το μοιράστηκαν σε αναλογία 4 - 2 - 1, ή το γεύτηκαν ολόκληρο μόνοι τους, τον καιρό της παντοδυναμίας τους ο καθένας. Ανέκαθεν χρήσιμη η μέθοδος της εσκεμμένης επιλησμονής...
Ξέρει βέβαια ο αυστηρός Ροΐδης ότι υπερβάλλει. Αλλά έχει ανάγκη την ελευθερία και τη χολή της γελοιογραφικής αναπαράστασης για να εξασφαλίσει σφοδρότητα στον λόγο του. Και να κατηγορήσει με το πείσμα του μελαγχολικού, του ηττημένου μάλλον, ό,τι συνεχίζουμε έκτοτε να κατηγορούμε οι Νεοέλληνες, εισάγοντας μια στο τόσο καινούριους όρους, για να ανανεώσουμε τα ανεπαρκή όπλα μας σ’ αυτή τη μάταιη προσπάθεια: την αναξιοκρατία, που απανθρακώνει όνειρα και κόπους με τη φωτιά του ημετερισμού· το πελατειακό σύστημα, που αιχμαλωτίζει με βαριά δεσμά όσους εξαρτώνται από αυτό· την κομματική λαφυραγώγηση του κράτους. Ιδού και πάλι ο «υπερβολικός» επικριτής:
«Η τοιαύτη εξαιρετική και εις την οικουμένην μοναδική σημασία παρ’ ημίν της πολιτικής, επόμενον ήτο να καταστήση αυτήν αποκλειστικόν μέλημα πάντων των Ελλήνων. Υπό την στέγην της πατρικής του καλύβης περί ουδενός άλλου ακούει ο ελληνόπαις τους οικείους του συζητούντας, παρά περί της πιθανής εκβάσεως των εκλογών και των ωφελημάτων τα οποία δύνανται να καρπωθώσιν εκ της εξυπηρετήσεως τούτου ή εκείνου του υποψηφίου· ουδέ δύναται άλλο τι να διδαχθή εις το σχολείον παρά να περιφρονή τα γράμματα και να σέβεται τας ψήφους, βλέπων τους διδασκάλους του να σύρωνται ως ερπετά προ των ποδών παντός κομματαρχίσκου, να παύωνται ή να σφενδονίζωνται από Καλαμών εις Τρίκκαλα κατά πάσαν μετάστασιν υπουργικού βουλευτού, να συνιστώσι βουλευτικά χάρβαλα ως κατάλληλα προς εγκατάστασιν Γυμνασίων, να παρέχωσιν απολυτήρια εις ψηφούχους αναλφαβήτους και να δέρωνται ως κτήνη εν μέση αγορά αν αρνηθώσι να πράξωσι τούτο».
Προφανώς, έπειτα από έναν αιώνα και παραπάνω έχουν αλλάξει πολλά. Πρώτα πρώτα η ίδια η έκταση της Ελλάδας, πράγμα που συνήθως το παραβλέπουμε, παρότι ακόμα ζουν Ελληνες που γεννήθηκαν σε πατημένα χώματα. Στα μεταροϊδικά χρόνια, «υπό την στέγην της πατρικής καλύβης», που έπαψε να είναι καλύβα, ακούστηκαν και πρωτότυπα πράγματα, αντίθετα στη λογική τού δούναι (ψήφον) και λαβείν (ρουσφέτι). Καινούριες ιδέες εμφανίστηκαν, στρατευμένες στην ανιδιοτέλεια και την προσφορά, στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο και όχι στο πρώτο ενικό· φρέσκες πολιτικές δυνάμεις δούλεψαν για κάτι περισσότερο από τη νομή της εξουσίας και τη διανομή της πολιτειακής λείας· νέοι -ισμοί εισήχθησαν, με τις ελπίδες του ο καθένας. Αλλά και νέες διαψεύσεις και απογοητεύσεις προστέθηκαν (με κορυφαία τη διάψευση, διεθνώς, της επαγγελίας του σοσιαλισμού). Μάχες και μάχες για κάθε μικρή κατάκτηση στην εργασιακή καθημερινότητα ή στα πολιτικά δικαιώματα και τις ελευθερίες, κι ύστερα υποχωρήσεις, οπισθοδρόμηση, απώλειες. Ελληνες ήταν τελικά οι Τρώες του Καβάφη. Η μάλλον, και Ελληνες.
Πολλά και πολλοί φταίνε γι’ αυτό. Και σίγουρα, δεν φταίνε μόνον «οι άλλοι», όποιοι κι αν είναι αυτοί, ημεδαποί ή ξένοι, τάχα συνωμότες. Εδώ ακριβώς όμως εντοπίζουμε ένα από τα παράδοξα που ευθύνονται για το βάλτωμα του πολιτικού και κοινωνικού βίου εν Ελλάδι: το «παράδοξο της ετεροαυτοκριτικής». Της αυτοκριτικής δηλαδή που διαβάζει το «αυτός» σαν «έτερος». Ετσι, ενώ κάθε φορά αυτοαναγγέλλεται πομπωδώς σαν ειλικρινής, αυστηρή και τίμια, αμέσως μετά τα πολιτικώς αδιάφορα και εντέλει αστεία του τύπου «δεν μπορούμε να μην το πούμε, κάναμε κι εμείς κάποια λάθη, ανθρώπινο είναι», λύνει το ζωνάρι της και ορμάει κατά των «άλλων»· που πάντα «έφταιξαν περισσότερο» ή «έφταιξαν πριν φταίξουμε εμείς». Σε τι μεταφράζεται αυτό; Σε αυτοαθώωση, με μοναδικό άλλοθι ή υπερασπιστικό ισχυρισμό την ενοχή των άλλων, πραγματική ή μη. Δηλαδή σε άρνηση της ευθύνης.
Ας παρακάμψουμε το χαριτωμένο «παράδοξο των φοιτητικών εκλογών» (σύμφωνα με το οποίο οι νικητές κάθε εκλογικής αναμέτρησης, και όχι μόνο των σπουδαστικών συλλόγων, είναι ισάριθμοι όσων συμμετέχουν, το δε 100% δεν είναι μουτρωμένα ανελαστικό, αλλά μπορεί να φτάνει και το 120%), για να δούμε ένα άλλο, που εις μνήμην της αρχαιοελληνικής μυθολογίας θα το ονομάζαμε «παράδοξο της Κανάθου». Κοντά στη Ναυπλία, πόλη του Αργολικού κόλπου, βρισκόταν η πηγή Κάναθος, που η –πιθανόν ειρωνική– επινοητικότητα των αρχαίων την ήθελε θαυματουργή: Εκεί απολάμβανε το ετήσιο γαμήλιο λουτρό της η θεά Ηρα, ανακτώντας την παρθενικότητά της. Εκείνη η πηγή μπορεί να στέρεψε ή κάποιες από τις εξαγνιστικές ιδιότητές της να μετακυλίστηκαν στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Για τους έμπειρους πολιτικούς όμως αυτό δεν είναι σοβαρό πρόβλημα. Δεν χρειάζεται καν να αργοπορήσουν, πηγαίνοντας στην Αργολίδα. Οταν χάσουν την εξουσία, χρησιμοποιούν σαν Κάναθο τον Κάλαθο (εξού και ο εναλλακτικός όρος «παράδοξο του Καλάθου»). Των αχρήστων τον κάλαθο, που τον έχουν πάντα πρόχειρο στο γραφείο τους.
Πετάνε μέσα του τις αμαρτίες τους, ένα σπίρτο στο τέλος, μια και εκτός από το νερό, εξαγνιστικό είναι και το πυρ, και πολύ γρήγορα νιώθουν εξιλεωμένοι, αναγεννημένοι και πολιτικά αναπαρθενευμένοι. Κι όχι μόνο το νιώθουν αλλά προσπαθούν να πείσουν κι εμάς ότι τίποτε δεν τους συνδέει με τον προ διμήνου εξουσιάζοντα εαυτό τους. Δεν είδατε, για παράδειγμα, πώς ξανάνιωσε ο κ. Λοβέρδος, που αδωνίζει όλο και περισσότερο σε στυλ και περιεχόμενο; Ε, στο παράδοξο του Καλάθου το χρωστάει. Στο ίδιο παράδοξο του Καναθοκαλάθου χρωστάνε τον σημερινό ρητορικό «αντιλαϊκισμό» τους οι μόλις χθεσινοί μακεδονομάχοι, χριστοδουλιστές, έμποροι του «οράματος» των Ολυμπιακών κ.ο.κ. Στο ίδιο οφείλουν και το τωρινό, αιφνίδιο και πλασματικό, αντιπελατειακό τους πάθος όσοι διαμέλισαν το κράτος και το μοιράστηκαν σε αναλογία 4 - 2 - 1, ή το γεύτηκαν ολόκληρο μόνοι τους, τον καιρό της παντοδυναμίας τους ο καθένας. Ανέκαθεν χρήσιμη η μέθοδος της εσκεμμένης επιλησμονής...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου