26 Φεβ 2016

Σαιξπηρικές επανεγγραφές στη (μετα)νεωτερική Αριστερά, της Σίσσυς Βελισσαρίου


«Στις ιστορίες της δικής μας Αριστεράς δεν θέλουμε διαδόχους και δαχτυλίδια, ούτε τραγικές συγκρούσεις ηγετών για την εξουσία. Πολύ περισσότερο όμως απεχθανόμαστε τον κυνισμό με τον οποίο χρησιμοποιούνται άνθρωποι για πολιτικά σχέδια ή και οράματα που ποτέ δεν συζητήθηκαν, δεν συνομολογήθηκαν και δεν ήταν αντικείμενο συμμετοχής από το συλλογικό σώμα. Θέλουμε να γράψουμε τις δίκες μας ιστορίες χωρίς κεντρικό ήρωα αλλά με πρωταγωνιστές τη συλλογικότητα και κυρίαρχο αίσθημα τη χαρά του μοιράσματος.»
/var/www/rednotebook.gr/httpdocs/wp content/uploads/2016/02/160213 137 1
Αυτά και άλλα έγραφα σε παλιό μου άρθρο, «Ζούμε σε μικρή εποχή» στην Αυγή (15/11/2009), σκιαγραφώντας τη διαδοχή του τότε βασιλιά της ριζοσπαστικής Αριστεράς από το νεαρό σημερινό μονάρχη στον οποίον έδωσε το δαχτυλίδι και μετά το μετάνιωσε πικρά διότι αισθάνθηκε προδομένος, εξου και η χολωμένη αντίδρασή του στην πατροκτονία που του επιφύλαξε ο διάδοχος.
Με την ίδρυση του ΣΥΡΙΖΑ νόμιζα ότι οι αφηγήσεις μικροψυχίας και κυνισμού είχαν πλέον τελειώσει. Και όντως αρχίσαμε να γράφουμε τη δική μας ιστορία με χαρά και πίστη στη συλλογικότητα, μια ιστορία χωρίς πρωταγωνιστές αλλά με συναγωνιστές που τους ενώνει η συμμετοχή στον κοινό αγώνα. Η ιστορία μας, όπως και κάθε άλλη, είχε αντιθέσεις και συγκρούσεις αλλά γραφόταν με την πεποίθηση και ελπίδα ότι η δική μας αφήγηση περί εξουσίας θα γινόταν ηγεμονική. Η ελπίδα διαψεύστηκε πανηγυρικά, διότι επικράτησε η κυρίαρχη και πανάρχαιη ιστορία με άλλον ήρωα, πολλούς δευτεραγωνιστές και σε χωροχρόνο που μπορεί να φαντάζει διαφορετικός παραμένει όμως και αυτός μέρος του ίδιου δράματος.
O νέος μονάρχης, κατά σύμβαση στην τραγωδία του Σαίξπηρ και των συγχρόνων του, ενσαρκώνει την ελπίδα για μία νέα, υγιή τάξη πραγμάτων στο κοινωνικό σώμα, απαλλαγμένη από τη διαφθορά στην εξάσκηση της εξουσίας που εκπροσωπούσε ο παλιός. Ο παλιός ανατρέπεται διότι κυβερνάει αυθαίρετα και αλαζονικά μέσω μιας διεφθαρμένης κλίκας που αποτελεί την Αυλή. Αυτή ανάγεται σε κέντρο ηθικής, υλικής και διοικητικής κατάχρησης εξουσίας εφόσον στελεχώνεται από ό,τι χειρότερο: αμοραλιστές συμβούλους, αυλοκόλακες και κυρίως από τους «εμπίστους» του μονάρχη που κάνουν τη βρώμικη δουλειά ώστε να εμφανίζεται άσπιλος διότι «δεν γνωρίζει» τίποτα για τα εγκλήματα που αυτός διέταξε αλλά άλλοι κάνανε. Παλιές γνωστές ιστορίες που μπορεί να προκαλούν ανία σε όσους/ες βλέπουν κλασσικό θέατρο, διαβάζουν ρωμαϊκή και βυζαντινή ιστορία και τις θεωρούν δεδομένες έστω με παραλλαγές στη σύγχρονη.
Αλλά ας ξαναπιάσουμε το νήμα στην καθ’ ημάς παραλλαγή. Ο νέος φέρελπις διάδοχος μετά από γενική απαίτηση του λαού θριαμβευτικά εγκαθίσταται στο Μέγαρο Μ υποσχόμενος και αυτός την αποκατάσταση των αδικιών, την κάθαρση και μία ευνομούμενη πολιτεία. Η Αριστερά, η νέα ελπιδοφόρα τάξη πραγμάτων, για πρώτη φορά στην εξουσία, με την απόδοση της κοινωνικής δικαιοσύνης, την επούλωση των τραυμάτων του κοινωνικού σώματος και το ηθικό της πλεονέκτημα, γράφει το τέλος του δράματος που έζησε η χώρα τα χρόνια του Μνημονίου. Όμως και πάλι, σε πείσμα της νεωτερικότητας, βγαίνει μπροστά μας το φάντασμα της προ-νεωτερικής ιστορίας!
Ο Ηγεμόνας και η Αυλή του
Η αυλή του πρίγκηπα /είναι σα μία πηγή, από όπου πρέπει να ξεπηδάνε /καθαρές ασημιές σταγόνες.
Τζον Γουέμπστερ, Η Δούκισσα του Μάλφι, 1614
Το Μέγαρο Μ γεμίζει συμβούλους, άλλους αφανείς άλλους επιφανείς. Οι παλιοί φίλοι και συμπολεμιστές, άνδρες και γυναίκες, που δοκιμάστηκαν στις μάχες την εποχή των ισχνών αγελάδων, στα δύσκολα χρόνια της ανέχειας, της ήττας και της ανέλπιδης μάχης, αυτοί τι απέγιναν; Μην μπορώντας να απαρνηθούν την ισοτιμία, να αποποιηθούν το ελεύθερο φρόνημα και τα βασικά ιδανικά που διέπουν τον κοινό αγώνα, έφυγαν. Δεν ήταν αλάνθαστοι/ες, δεν ήταν ήρωες, κάνανε και οι ίδιοι/ες τραγικά λάθη οικοδομώντας είτε ηθελημένα είτε αθέλητα τη λαμπερή μοναδικότητα του διαδόχου, ετοιμάζοντας το δρόμο για την ηγεμονία του προσώπου. Ένα όμως αρνήθηκαν: να γίνουν αυλικοί. Άλλοι/ες αποχώρησαν σιωπηρά, άλλοι/ες καταγγέλλοντας το (νέο) κακό, όλοι/ες όμως σίγουροι για το σωστή τους απόφαση. Οι αυλικοί, παλιοί σύμβουλοι, συμβολικοί πατεράδες και νεόκοπες παρακοιμώμενες, ανεμπόδιστοι παίρνουν την εξουσία στα χέρια τους για το κοινό καλό που για αυτούς είναι η παραμονή στην εξουσία με κάθε τρόπο του πορφυρογέννητου και των ίδιων. Όπλο τους η τέχνη του συμβιβασμού και των παρασκηνιακών συνεννοήσεων με τον αντίπαλο, της κρυφής συνθηκολόγησης, και χαρακτηριστικό τους η τυφλή φιλοδοξία, η κολακεία του ηγεμόνα, η καταπράυνση της ανασφάλειάς του μέσα από τη δοξολόγηση του υπερτροφικού αλλά ευάλωτου εγώ. Για τον καθησυχασμό του επιστρατεύονται, από νεόκοπες παρακοιμώμενες, μάγισσες που προβλέπουν τη μακροημέρευση της βασιλείας, χωρίς όμως να τον προειδοποιούν και για το αντίθετο, όπως κάνανε με τον Μάκβεθ.
Όπως γίνεται πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις για να «καθαρίσει ο χώρος» από την ανάμνηση του παλιού, που μπορεί να ξυπνήσει ηθικές αναστολές και ξεχασμένα ιδανικά, οι νεότεροι αυλικοί επιδίδονται στην καταδίωξη και κατασυκοφάντηση των παλιών συναγωνιστών με ιθύνοντα νου τον πολυπράγμονα παρακοιμώμενο, μάστορα στη νέα τεχνική της [παρα]πληροφόρησης. Οι ραδιουργίες πρέπει να πείσουν το μονάρχη ότι το νέο που επαγγελλόταν είναι εμπόδιο στην τωρινή εξουσία και, χωρίς τα περιττά βαρίδια των μεγάλων διακηρύξεων στο κοινωνικό σώμα, θα πάρει και αυτός θέση στις δυναστείες της χώρας. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι τα κίνητρα που αποδίδονται στους άλλους, προσωπική φιλοδοξία, υλικές απολαβές, εκδικητικότητα, είναι αυτά ακριβώς που χαρακτηρίζουν τους ίδιους. Και αν δεν ήταν τυφλωμένος ο μονάρχης αυτό ειδικά θα έπρεπε να τον κάνει να μην εμπιστεύεται τους/τις έμπιστούς του. Ο Βασιλιάς Ληρ το κατάλαβε πολύ αργά πιά όταν, απογυμνωμένος από κάθε αξίωμα, τρελαίνεται εφόσον αντιλαμβάνεται ότι η εξουσία δεν ενυπάρχει στο πρόσωπό του με «φυσικό τρόπο» αλλά ότι είναι μία φενάκη που φτιάχνουν οι κόλακες, που υπακούουν «ακόμα και ένα σκυλί με εξουσία» {Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Η Τραγωδία του Βασιλιά Ληρ, 1606}.
Οι ευνοούμενοι και «τα χέρια»
Οι πρίγκηπες δίνουν ανταμοιβή με τα ίδια τους τα χέρια, /αλλά θάνατο ή τιμωρία με τα χέρια άλλων
Τζον Γουέμπστερ, Ο Λευκός Διάβολος, 1612
Στον κλασσικό ορισμό του μονάρχη σημειώνεται σταθερά η λιμπιντινική επένδυσή του στη μορφή του ευνοούμενου, του προσώπου εκείνου που τον μαγεύει γιατί διαθέτει λάμψη και σαγήνη, κάτι που δεν χαρακτηρίζουν τον περίγυρο. Επειδή όμως η συναισθηματική και ψυχολογική επένδυση είναι εξ ορισμού ασταθής στη διαμάχη για την εξουσία οι ευνοούμενοι αλλάζουν εν ριπή οφθαλμού. «Λαμπερά» ή λιγότερο «λαμπερά» πρόσωπα εναλλάσσονται και στη δική μας ιστορία. Αρχικά αιχμαλωτίζουν το μονάρχη επειδή συνδυάζουν τόλμη και γοητεία και γνώση στο δύσκολο πεδίο της οικονομίας. Ανατέλλουν ως οι μοναδικοί κάτοχοι αυτής της γνώσης λόγω ευφυίας, παιδείας και του σχετικού συμβολικού κεφαλαίου. Ως παιδαγωγοί του στα μυστικά της οικονομίας για ένα διάστημα φαντάζουν παντοδύναμοι. Σαν μετεωρίτες σχίζουν ξαφνικά και εντυπωσιακά τον ουρανό και μετά, το ίδιο ξαφνικά, σβήνουν, εξαφανίζονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ!
Στο θέατρο του κόσμου όμως υπάρχουν και τα παρασκήνια όπου εκτυλίσσεται το σενάριο της πτώσης μέσα από τη συκοφάντηση και ηθική τους εξουθένωση. Από ποιους; Από τα «χέρια» που υπηρετούν πιστά την εξουσία επειδή είτε το πιστεύουν είτε έχουν την αυταπάτη ότι μπορούν να την χρησιμοποιήσουν για δικό τους όφελος. Στη τελευταία περίπτωση είναι φρικτά γελασμένοι, αλλά για αυτό ας διαβάσουν Γουέμπστερ.
Τελικό συμπέρασμα και στις μετα-νεωτερικές ιστορίες: η βασική αρχή που διέπει τις σχέσεις εξουσίας είναι η αξία χρήσης του υπηκόου, που απαξιώνεται όμως συνεχώς, άρα το φάσμα της στημένης λεμονόκουπας απειλεί όλους τους αυλικούς ακόμα κα εν αγνοία τους. Η ανταμοιβή των υπηρεσιών είναι η βασιλική αχαριστία ειδικά για όσους υπηρετούν πιστά.
«Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας» (Σαίξπηρ, Άμλετ, 1600)
Το πολιτικό πρόβλημα που θέτει η μοναρχία στην αναγεννησιακό θέατρο της Αγγλίας είναι ότι οι σχέσεις εξουσίας στο παλάτι είναι επικίνδυνες για το κοινωνικό σώμα διότι εξαπλώνονται παντού και το διαβρώνουν. Η διάβρωση είναι δύσκολα ανατρέψιμη διότι ξεκινάει με τη στελέχωση της διοίκησης από ανθρώπους που επιλέγονται όχι για τις ικανότητες, ήθος και αξίες τους αλλά γιατί δηλώνουν υποταγή, χρωστάνε τη θέση τους στη βασιλική εύνοια, άρα είναι διαχειρίσιμοι. Αυτό απαντάει σε τωρινά ερωτήματα του τύπου, «ποιοι/ές είναι αυτοί/ές --- πού ήταν τόσο καιρό --- πώς βρεθήκαν εκεί ψηλά», κλπ. Τίποτα καινούργιο στη δική μας ιστορία εφόσον η επιλογή προσώπων, τα προνόμια, οι υλικές τους απολαβές και η διαχείριση της όποιας εξουσίας είναι κλασσική κατοχύρωση της υπέρτερης αρχής. Έτσι εμφανίζεται ο νέος ανθρωπότυπος του «αριστερού καρεκλοκένταυρου», του ανθρώπου που θαρρείς περίμενε την ιστορική αλλαγή συνήθως από το σπίτι του, για να καρφωθεί στην καρέκλα και να γίνει ένα με αυτήν αλλά αυτή τη φορά για την παραγωγική ανασυγκρότηση και την αναδιάρθρωση του χρέους, ρε γαμώτο.
Αυτό όμως που αποτελεί σίγουρα καινοτομία, διότι το κόμμα ως συλλογικό σώμα δεν υπήρχε στη στροφή του 17ου αιώνα, είναι η μετατροπή των οργάνων του σε απόλυτη επικράτεια του μονάρχη, όπου εμφανίζεται για να αναγγέλλει τις βουλές του στους υπηκόους. Το ότι κάποιοι δεν είναι πειθήνιοι και αντιστέκονται δεν είναι ικανό να αναστρέψει το κλίμα υποταγής που επιβάλλει η αρχή του ενός. Άρα η διαβούλευση που επιτάσσει η εκπροσώπηση του κοινωνικού σώματος από τα όργανα μέσα από τη διαλεκτική σχέση που οφείλουν να έχουν με αυτό ακυρώνεται και «επιστρέφει» στον παραλήπτη κενή περιεχομένου. Όσο για το ίδιο το κόμμα, αυτό περιορίζεται στον ρόλο του φιλοθεάμονος κοινού για τις φιέστες του μονάρχη στις γνωστές αρένες του Φαλήρου.
Η λύση του δράματος: «Το βασίλειό μου για ένα άλογο» (Σαίξπηρ, Ριχάρδος ο Γ’, 1597);
Επειδή και στην «αριστερή» παραλλαγή της ιστορίας οι υπήκοοι του βασιλείου δυσανασχετούν και ξεσηκώνονται απειλώντας με ανατροπή η ανασφάλεια τρυπώνει στο μυαλό: «Μου ‘βαλαν στο κεφάλι μου ένα στείρο στέμμα / κι ένα άγονο μου δώσαν να κρατήσω σκήπτρο, / που άλλος θα μου το αδράξει, ξένο χέρι», αναφωνεί ο Μάκβεθ. Ίσως ο μονάρχης να αποδράσει αφήνοντας το παλαίμαχο σύμβουλο-exchequer αντ’ αυτού σε άλλου τύπου κυβερνητικό σχήμα ώστε να επανέλθει, φρέσκος και πάλι κατά το δυνατόν, για να ενσαρκώσει και πάλι τη νέα τάξη πραγμάτων, καθόλου νέα και ελπιδοφόρα. Ίσως και να παραμείνει μέχρι τελικής πτώσης και κατάπτωσης. Η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα; Καθόλου! Δυστυχώς ως τραγωδία επαναλαμβάνεται για τους υπηκόους του βασιλείου εκτός αν απο-μαγευτούν και απεξαρτηθούν από τέτοιες ιστορίες και γράψουν τις δικές τους.
Η Σίσσυ Βελισσαρίου είναι καθηγήτρια ΕΚΠΑ, μέλος της Δ.Ε. της ΠΟΣΔΕΠ
Πηγή: yabasta

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More