31 Οκτ 2015

Τάσος Λειβαδίτης: «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος..»

tasos-leibaditis



 «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, δε θα πάψεις ούτε στιγμή ν” αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο. Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλη σου θα ματώσουν απ” τις φωνές. Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ” τις σφαίρες, μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω. Κάθε κραυγή σου θα “ναι μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων. Κάθε χειρονομία σου θα “ναι για να γκρεμίζει την αδικία. Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις, ούτε στιγμή να ξεχαστείς. Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε. Μια στιγμή αν ξεχαστείς, αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στη δίνη του πολέμου, έτσι και σταματήσεις για μια στιγμή να ονειρευτείς, εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη απ” τις φωτιές. Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου, αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος. Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις για να ζήσουν οι άλλοι. Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι ένα οποιοδήποτε πρωινό. Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι μπρος στα ντουφέκια»!
Ενας μεγάλος ποιητής στοχάστηκε πάνω στην ποίηση και δε «χάθηκε», γιατί, μέσω της ποίησης, συνομίλησε με τον κόσμο, βλέποντάς τους σαν φίλους και συναγωνιστές στον ίδιο δρόμο, για τον ίδιο σκοπό, για τα ίδια όνειρα, σε εποχές συγκρούσεων και αγώνων, διωγμών και ελπίδων, καταστροφών που σώρευσε η κατοχή, ο εμφύλιος, η δικτατορία και προσδοκιών που δεν επιτεύχθηκαν ακόμη. Ο Τάσος Λειβαδίτης ανήκει στη γενιά εκείνη που διαμορφώνεται πνευματικά στα χρόνια της κατοχής, τα οποία δρουν στο έργο του ως τραυματικές εμπειρίες.
«Σφίξαμε το χέρι τόσων συντρόφων! Οταν καμιά φορά λιποψυχάμε/ νιώθουμε σαν ένα μαχαίρι να τρυπάει την παλάμη μας/ η ανάμνηση του χεριού τους./ Κι όταν κάνουμε το καθήκον μας/ νιώθουμε κάτω απ” την παλάμη μας κάτι σίγουρο κι ακέριο/ σα να κρατάμε μες στα χέρια μας / ολάκερο τον κόσμο» («Κάτω απ” την παλάμη μας»).
Ο Τάσος Λειβαδίτης ανήκει σε εκείνους τους ποιητές που στον εμφύλιο εξορίστηκε, δικάστηκε, αλλά τελικά αθωώθηκε γιατί ένα ποιητικό του έργο θεωρήθηκε επικίνδυνο. Ηταν το 1953, που δημοσιεύει το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», το «λαϊκό ανάγνωσμα» της Αριστεράς, για το οποίο τού απονέμεται το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία. Το βιβλίο αργότερα κατασχέθηκε, με αιτία το φιλειρηνικό του περιεχόμενο. Το 1955, ο ποιητής θα δικαστεί για το συγκεκριμένο βιβλίο και η δίκη θα αποκτήσει πανελλήνιο ενδιαφέρον. Στο εδώλιο, ο ποιητής διατυπώνει το σκοπό της τέχνης, συγκινεί το ακροατήριο και τους δικαστές και αθωώνεται. Ανήκει σε εκείνους τους ποιητές, που αμφισβήτησαν και εναντιώθηκαν στην αστική ιδεολογία, υπερασπίστηκε το δίκιο της εργατικής τάξης.
«Τραγουδάω εσάς, αδέρφια μου/ εσάς που χτίζετε τις μεγαλουπόλεις/ τραγουδάω εσάς, μικρά μου αγόρια/ που ξεπαγιάζετε πουλώντας σπίρτα στους δρόμους του χειμώνα/ εσάς που φοράτε εφημερίδες κάτω απ” τα τριμμένα σας σακάκια/ τραγουδάω εσάς που ξεκινάτε κάθε αυγή/ κουβαλώντας κάτω απ” το τρύπιο πουκάμισό σας ένα κομμάτι ψωμί/ κι ολάκερη την ισότητα του κόσμου».
Η φωνή του ποιητή μας «επισκέπτεται», με τον κοινωνικό χαρακτήρα της, που βγαίνει μεν από το βίωμα και την προσωπική του τοποθέτηση, αλλά προσανατολίζεται στο παρόν και το μέλλον, ενεργοποιώντας μυαλό και ψυχή, ανοίγοντας παράθυρα στη ζωή που η καθημερινότητα φυλακίζει.
Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 20 Απριλίου του 1922 και «έφυγε» στα 66 του χρόνια, στις 30 Οκτωβρίου του 1988. Μεγάλωσε στο Μεταξουργείο. Από πολύ νεαρή ηλικία, από το Γυμνάσιο της οδού Αγησιλάου κιόλας, είναι ποιητής. Το 1940 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, που δεν την τέλειωσε. Το 1943 χάνει τον πατέρα του και αργότερα (1951) χάνει και τη μητέρα του, τον καιρό που ο ίδιος ήταν στη Μακρόνησο. Την τετραετία 1948-1952, εξορίστηκε για τις πολιτικές του ιδέες στον Μούδρο, στον Αϊ – Στράτη και τη Μακρόνησο. Μαζί με άλλους της γενιάς του, άφησε τα πρώτα του γραπτά ίχνη, πάνω στους τοίχους της αδούλωτης πολιτείας, γράφοντας συνθήματα, παλεύοντας μέσα από τις γραμμές της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης.
«Πέντε δίκοχα γύρω/ Ο λοχαγός δίχως όνομα/ ένα παιδί γυμνό/ κρεμασμένο από τα χέρια/ αυλακωμένο το σώμα του/ κουρελιασμένο απ” τις βουρδουλιές/ μόλις πατάν” τα νύχια του στο πάτωμα/ όπως σηκώνεται κανείς να δει/ ένα κορίτσι που γελάει πίσ” απ” το φράχτη./ Ο λοχαγός τον ρωτάει./ Ο βούρδουλας καίει το πετσί/ ο πόνος γίνεται ένα με το σώμα/ ο πόνος γίνεται ο ίδιος σώμα/ ύστερα θυμάται/ ένα μισοχτισμένο σπίτι στη γωνιά/ το παιδί στη σκαλωσιά ανεβάζει πέτρες/ μα γιατί ένα τόσο μικρό παιδί/ για τόσο μεγάλες πέτρες/ τα ποδαράκια του λυγίσαν ξαφνικά/ δεν πρόφτασε να πιαστεί/ το παιδικό κρανίο κάτω στις πλάκες/ άνοιξε/ μια γυναίκα αλαλιασμένη/ φώναζε μονάχα: μη/ Τώρα πρέπει να μιλήσει/ για να σωθεί/ πρέπει να πάψει να θυμάται/ και να ζήσει./ Θέλει να ζήσει/ όπως θέλετε κι εσείς./ Τώρα πρέπει να μιλήσει/ για να σωθεί/ πρέπει να πάψει ν” αγαπάει/ και να ζήσει./ Ο λοχαγός λέει: μίλησε/ Ο βούρδουλας λέει: μίλησε/ η νύχτα του λέει: μίλησε/ μα η νύχτα είναι λίγη/ οι συντρόφοι πολλοί/ κι έκοψε με τα δόντια του τη γλώσσα/ όπως θα κάνατε κι εσείς» (από το ποίημα «Μάχη στην άκρη της νύχτας»).

Σ. Α.

Πηγή: «Ριζοσπάστης»

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More