Ο Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε σαν σήμερα το 1907 μαζί με τη «γέννα» του κυβισμού.
Απο τη γενιά του ’30, ο Κόντογλου και ο
Εγγονόπουλος είναι οι περισσότερο επηρεασμένοι απο τα γεγονότα
της Μικρασιατικής καταστροφής. Ο πατέρας του
Εγγονόπουλου, ο Παναγιώτης, ήταν Κωσταντινουπολίτης από πολύ παλιά
φαναριώτικη οικογένεια. Ασχολιόταν με τις επιχειρήσεις κοντά στον πατριό
του Βλαστάρη που ήταν τραπεζίτης στην Πόλη. Έτσι ταξίδευε συνεχώς. Κυρίως στην Ευρώπη. Η μητέρα του Ερριέτη απο την Αθήνα, κόρη ανώτερου υπαλλήλου στο Ταχυδρομείο.
Ο Εγγονόπουλος έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, σ’ενα
ευκατάστατο περιβάλλον, όπως αναφέρεται στις βιογραφίες του. 7
χρονών βρίσκεται εγκατεστημένος οικογενειακώς στη Κωνσταντινούπολη.
Ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας. Στα 12 του χρόνια, το 1922,
ζεί απο τόσο κοντά την αγωνία των ελλήνων με τη Μικρασιατική
καταστροφή. Την αίσθηση, τον πόνο του ξεριζωμού από τη ζωή
τους στη γη τους, στα σπίτια τους στη Μ. Ασίας.
Έζησε μια ελληνική πραγματικότητα πολύ διαφορετική απο
αυτή που επιθυμούσε να ζήσει. Όπως και ολόκληρος ο ελληνισμός.
Το αίσθημα που μένει και στη μέχρι τώρα γενιά για τις
«χαμένες πατρίδες». Μοιάζει σαν μιαν «αποσκευή» που μεταφέρθηκε
μαζί με τα παπούτσια τους. Ο Εγγονόπουλος ήταν έλληνας της
διασποράς.
Ένα χρόνο μετά το 1923, ο Εγγονόπουλος, για λόγους που
δεν βρήκα, πηγαίνει στο Παρίσι όπου τελειώνει εκεί το Λύκειο
(εσωτερικός). Άλλη ζωή εκεί. Άλλες εικόνες, άλλες επιρροές.
Αποκτά (δυτική) Γαλλική παιδεία, (διδάσκεται την γαλλική ποίηση)
κάτι που προφανώς τον βοηθά να βλέπει τα πράγματα και απο άλλη
οπτική, προσθέτοντας τη στο έργο του και αντιπαραβάλλοντας τη
με τον ανατολίτικο ανορθολογισμό.
Παράλληλα, εκείνη την περίοδο τυχαίνει να διαβάσει τα βιβλία
του Χατζή Σεχρέτ. Ενός ποιητή που στηρίζεται στον έρωτα και την
φαντασία και αποπέμπει την λογική που την θεωρεί ψυχρή. Λέει ο ίδιος ο
Εγγονόπουλος «Ποιητική μου πηγή υπήρξε ο τουρκοαλβανός Χατζή Σερχέτ που
ήταν αυλικός του Πασά… υβριστικό βιβλίο… Ο Χατζή Σερχέτ αρχίζει
ως εξής την ποίηση του : Με πιάνει η ζούρλα και ο σεβντάς μιαν γραφή να
αρχίσω, μου σκοτιστεί ο ντουνιάς και αράδα παλαβώνω.. Φανταστείτε
εμένα, τον θρεμμένο με καρτεσιανές αρχές τι εντύπωση μου έκανε! Οφείλω
να πω ότι από τα πρώτα σχολικά μου χρόνια με είχε τσαντίσει ο
ορθολογισμός των Γάλλων. Ο Χατζή Σερχέτ στάθηκε η αποκάλυψη της
παντοτινής αλήθειας» (Εφημ. «Τα Νέα» 17/9/1976)
Στο σπίτι του στην Αθήνα, ο πατέρας του λείπει συχνά στη Πόλη
για δουλειές και όταν έρχεται κοντά τους, πολλές φορές τους μιλά την
Κωσταντινουπολίτικη γλώσσα. Η μάνα του, οι θείες του και οι
γιαγιάδες του μιλούν πολλές φορές με Υδραίικη προφορά. Ο Παππούς του,
του μιλούσε για την δόξα της Ελλάδας και τους αγώνες της με τα
πρωτοπαλίκαρα που πάλευαν για τη λευτεριά… Ο Ανδρούτσος, ο Κανάρης…
Συνεχίζει τις σπουδές του, τώρα πια στη Αθήνα όπου μένει μόνιμα. Εργάζεται από το 1928-30 σαν μεταφραστής σε μιαν τράπεζα και ως γραφιάς στο Πανεπιστήμιο. Τα επόμενα δυο με 3 χρόνια θα εργαστεί ως ωρομίσθιος σχεδιαστής στη Διεύθυνση σχεδίου Πόλεως.
Στη Πόλη ήταν τότε ανέφικτο να σπουδάσει ζωγραφική,
όπως θα ήθελε. Σπουδάζει όμως στην ΑΣΚΤ και εκεί έρχεται σε
επαφή και συνδέεται με ανθρώπους με την ίδια «συχνότητα» σκέψης,
όπως τον Παρθένη, τον Κόντογλου, τον πολύ καλό του φίλο
Εμπειρίκο, τον Μελαχρινό, τον Πικίωνη. Ο Εγγονόπουλος μαζί με
τον συμμαθητή του τον Τσαρούχη θα βοηθήσουν την Κόντογλου στις
τοιχογραφίες του σπιτιού του! (Βλέπε στη βιογραφία του Κόντογλου
σχετικές φώτο από τις τοιχογραφίες!! πατώντας ΕΔΩ ) Τον Κόντογλου ο Εγγονόπουλος τον χαρακτηρίζει «γενναία ψυχή».
Όσο για την μαθητεία του στον Παρθένη γράφει: «Κοντά στον
Παρθένη μελέτησα τη φύση, κοντά του ένοιωσα τη σημασία του χρώματος…
κοντά του έμαθα τα πάντα που γνωρίζω για τη ζωγραφική. Ο Παρθένης με μύησε στις αναζητήσεις του (ιμπρεσιονιστή) Μανέ.. Έλεγε πως ο Παρθένης τον θεωρούσε ως τον καλύτερο μαθητή του.
Την εποχή εκείνη στη Γαλλία γεννιέται και εξαπλώνεται στην Ευρώπη γρήγορα το υπερρεαλιστικό κίνημα. Στην Ελλάδα αυτή η κίνηση που απασχόλησε κάποιους ποιητές και διανοούμενους και έφερε μόνο τη θυελλώδη αντίδραση του κόσμου.
Ο Εγγονόπουλος άνηκε σε αυτό το κίνημα, είτε με τη ποιητική του ιδιότητα είτε σαν ζωγράφος. Εκφραζόταν με αυτό το τρόπο μέσα απο το έργο του: υπερρεαλιστικά. Και αυτό γιατί ίσως με αυτό το τρόπο δημιουργούσε μιαν άλλη πραγματικότητα.
Μια υπέρ πραγματικότητα σαν μια διέξοδο απο την ίδια
τη πραγματικότητα. .Ας μη ξεχνάμε ότι με το ξεριζωμό, έζησε την
ελληνική πραγματικότητα όπως δεν θα ήθελε να τη ζήσει.
Έτσι πιάνοντας το πινέλο του και τον μουσαμά μπορούσε να
φτιάξει ενα δικό του κόσμο, να είναι ο αφέντης του κόσμου του
που δεν θα τον απογοήτευε ή θα τον πονούσε. Θα δημιουργούσε
εκεί όπως ονειρευόταν με όποιο τρόπο ενα σύμπαν με μνήμη, ευρηματικότητα και ευαισθησία.
Έλεγε: «Στον υπερρεαλισμό δεν προσχώρησα ποτέ. Τον είχα μέσα μου όπως το πάθος μου για τη ζωγραφική, απο τότε που γεννήθηκα».
Ο Εγγονόπουλος υπερασπιζόμενος τον εαυτό του
δημιουργώντας υπερρεαλιστικά αντιμετωπίστηκε απο όλους σχεδόν
τους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής με χλευασμό, άκρως
προσβλητικά σχόλια και απο τα έντυπα μέσα της εποχής και
συνεχείς επιθέσεις. Μόνο το 1949 με τη συμμετοχή του
στη Μπιενάλε άρχισαν οι κριτικοί να τον σέβονται περισσότερο
απο πρίν, και η δουλειά του να αποκτά ενα κάποιο ενδιαφέρον
για την ελληνική πραγματικότητα.
Έτσι, Εγγονόπουλος = εκπρόσωπος του υπερρεαλιστικού κινήματος.
Ο Εγγονόπουλος το 1939 πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική
έκθεση σε ένα άδειο σπίτι του Νικόλα Καρά. Κατάλογο της έκθεσης δεν
έκανε. Ο ίδιος αναφέρει για αυτή τη έκθεση: « Η αποτυχία ήταν προφανής. Μια γυναίκα τρύπησε ένα πίνακα με την ομπρέλα της. Και η κατακραυγή έφθασε σε σημείο απίστευτο! Κριτικοί και μη, συμφωνούσαν ότι πρόκειται για ¨διαθέσεις αστείου προσώπου¨». Μπορείτε να μπείτε στη θέση του;
Μαθητής του Κόντογλου. Σημαδεύτηκε απο αυτό στο έργο του που έχει τις ρίζες του στο Βυζάντιο.
Αναφέρει σχετικά: «Ήταν ενας μεγάλος Δάσκαλος. Δάσκαλος του
Ελληνισμού και δάσκαλος της Βυζαντινής ζωγραφικής. Η Βυζαντινή
ζωγραφική σε τελευταία ανάλυση είναι η Ελληνική ζωγραφική» και
προσθέτει για τον εαυτό του « Δεν συνέχισα, βέβαια, για πολύ την
εκκλησιαστική ζωγραφική…όμως τα βυζαντινά στοιχεία είναι
εμφανέστατα σε όλη μου τη δουλειά».
Τα χρώματα του καθαρά. Τα αγαπημένα του ήταν τα 3 βασικά: το κόκκινο, το κίτρινο και το μπλέ όπως και τα παράγωγα τους. Χρησιμοποιούσε λάδια αλλά και αυγοτέμπερα. Η τεχνική του Βυζαντινή επι το πλείστον: Ανθίβολα, χρωματικοί προπλασμοί στις μορφές και το χώρο. Η εναλλαγή θερμών-ψυχρών τόνων που εφαρμόζει προκύπτει απο τη διδαχή του δάσκαλού του Παρθένη.
Οι μορφές του εντυπωσιάζουν με το ιδιαίτερο «σμίλευμα» τους. Τη πολύ λεπτή μέση και τα μεγάλα άνω και κάτω άκρα που «μιλάνε» με τη κίνηση τους ή τη στατικότητα τους. Τρισδιάστατες μορφές πάνω σε δισδιάστατη επιφάνεια. Η φιγούρα ανδρείκελο, όπως την ονομάζουν λόγω του ότι δεν εξατομικεύει με χαρακτηριστικά αλλά και δεν αποκαλύπτει συναισθήματα, κάποιες φορές είναι ακέφαλη ή αντί για κεφάλι χρησιμοποιείται ενα συμβολικό αντικείμενο («Ο Κένταυρος με τον αετό του», «Αδελαϊς», «Η κυρά της θάλασσας», «Ο τελευταίος βυζαντ. Αυτοκράτωρ», «Ποταμός θεός και Νηρήις», «Ιάσων και Μήδεια», «Ολυμπία», «Ηρακλής»….
Ο χώρος των συνθέσεων του θυμίζει έντονα θεατρική σκηνή, με αγαπημένο του μοτίβο ενα παράθυρο που ενώνει τον έξω με τον έσω χώρο. Τα κτήρια του στο χώρο έντονα, χωρίζονται απο διαφόρων ειδών δάπεδα και τοίχους. Συνδιάζει τη γραμμική προοπτική με τη προοπτική της βυζαντινής ζωγραφικής.
Η ζωγραφική του είναι ανθρωποκεντρική και έντονα ελληνοκεντρική.
Τα θέματα του τα αντλεί απο τους 3 ένδοξους σταθμούς στο παρελθόν της Ελλάδας:
Α)Βυζάντιο «Ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτωρ», «Αρχιτέκτων της Αγίας Σοφιάς»
Β) Η ελληνική Επανάσταση του 1821 απο τη σκλαβιά των τούρκων («Σύνθεσις»απο την Επανάσταση, «Λεπτομέρειες του μηχανισμού της Εθνεργεσίας».. και
Γ) Την ελληνική μυθολογία («Οδυσσέας και Καλυψώ», «Ποσειδών», «Η αρπαγή της Ευρώπης», «Η Αργώ», «Θησέας και Μινώταυρος», «Δαίδαλος», «Πηνελόπη και Οδυσσέας», «Ιάσων», «Ο άτλας», «Ο Ήφαιστος» …..
όπως και ιστορικά πρόσωπα («Εμφάνιση Ρήγα Φεραίου στα μέρη της Ευβοιας»), «Μέγα Αλέξανδρος και Παύλος Μελάς» αλλά και προσωπικότητες των γραμμάτων και της τέχνης («Καβάφης»).
Φίλοι του ήταν ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος (γόνος εφοπλιστική οικογένειας ο οποίος μύησε τον Εγγονόπουλο στον υπερρεαλισμό) και ο ζωγράφος, Βολιώτης, Γεώργιος ντε Κίρικο (Giorgio de Chiriko).
Το 1938 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή σε 200 αντίτυπα με τίτλο «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν». Ακολούθησε ενας απίστευτος διασυρμός για την ποίηση του. Περιοδικά και εφημερίδες αναδημοσίευσαν κάποια ποιήματα του και τον χλεύαζαν ασύστολα!! Μεγάλη πίκρα για τον Εγγονόπουλο.
Έλεγε για εκείνη την εποχή: «Η στάση των ανθρώπων του πνεύματος.. μπροστά μου, άλλοι έκαναν τον φίλο, άλλοι τον επιεική, πίσω μου όμως όλοι τους συνένωναν τις φωνές τους με το σκυλολόι. Να εκδικηθούν με τον τρόπο τους εκείνον που έκανε αυτό που οι ίδιοι ποθούσαν και δεν είχαν την ικανότητα».
Σεπτέμβρη του 1939 εκδίδεται η δεύτερη ποιητική του συλλογή με 200 αντίτυπα με τίτλο «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής».
Οι ποιητές του τον επηρέασαν στη ποιητική του γραφή είναι ο Διονύσιος Σολωμός, ο άγγλος ονειρικός Μπωλνταίρ, ο γερμανός Χαίλντερλιν, και ο τουρκοαλβανός Χατζή Σερχέτ, ο Αππολιναίρ, ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης και ο στενός του φίλος ο Εμπειρίκος
Ο Ελύτης που τον είχε γνωρίσει, γύρω στο 1939- 40 έλεγε για
τον Εγγονόπουλο «Δεν ήταν εύκολος στις γνωριμίες. Εννιά στις δέκα ήταν
βέβαιο πως θα σε προγκίξει με ευγένεια αλλά και με σαρκασμό. Κρατήθηκε
μέσα σε μια φτώχεια αλλά με αξιοπρέπεια πρίγκιπα. Τους
επαίνους τους έδιωχνε μακριά όπως και τις λοιδορίες. Κοκκινοπρόσωπος, με
φωτεινά μάτια και φωνή εξαιρετικά υποβλητική, φορούσε μόνιμα ένα χρυσό
δαχτυλίδι στο δείκτη του δεξιού του χεριού που ήταν αδύνατον να μην το
παρατηρήσεις, είτε όταν σου μιλούσε (με τις μεγάλες ιερατικές
χειρονομίες του), είτε όταν σιωπούσε… Κανείς δεν γνώρισε όσο αυτός τη γαλλική ποίηση.
Έφθανε μια νύξη μόνο να κάνεις σε ένα κείμενο, ας ήταν το πιο
σπάνιο, για να σου συνεχίσει με άψογη προφορά.. Η τακτική του
αιφνιδιασμού ήταν η αγαπημένη του μέθοδος που εφάρμοζε στην πρώτη επαφή
του με τους ανθρώπους » (Ανοιχτά Χαρτιά)
Ο Εγγονόπουλος αρεσκόταν να συχνάζει στα καφενεία του Πειραιά την ημέρα, στις ταβέρνες τα μεσημέρια και τα βράδια στα καπηλειά της Αθήνας, χωρίς ποτέ του να μεθά. Λάτρευε τον Τσιτσάνη! Τον συγκινούσαν οι στίχοι του και η μουσική αυτή του μπουζουκιού! Τα λαϊκά στοιχεία τον γοήτευαν και τα βρίσκουμε και στη ζωγραφική του, στα θέματα του αλλά και στα ποιήματα του που κάποια θυμίζουν στο μέτρο και στις λέξεις τα ρεμπέτικά. (βλέπε τα ποιήματα «Σύντομη βιογραφία του ποιητή Κ. Καβάφη», «Η Γιαβουκλού»..)
Το 1941 επιστρατεύεται στο Αλβανικό μέτωπο. Οι γερμανοί τον αιχμαλώτισαν, τον πήγαν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως εργασίας αιχμαλώτων από όπου τελικά κατάφερε να δραπετεύσει.
Το 1942 και 1943 συμμετέχει στην Επαγγελματική έκθεση ζωγραφικής στο Ζάππειο, γράφει το Μπολιβάρ και του ανατίθεται (μαζί με Αργυρόπουλο και Παπαγεωργίου) από τον σύλλογο «Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης» να σχεδιάσει παλιά σπίτια της Αθήνας.
Το 1944 εκδίδει σε 340 αντίγραφα το βιβλίο του «Μπολιβάρ». Οι Γερμανοί πρόσεξαν το βιβλίο και τον καταδίωξαν. Κρύφτηκε στο σπίτι του φίλου του Ανδρέα Εμπειρίκου. Το ποίημα άρεσε στην νεολαία. Μέχρι να φύγει ο Γερμανός κατακτητής, ο Εγγονόπουλος κλεισμένος στο υπόγειο, ζωγράφιζε συνεχώς έργα που κανείς δεν θα αναγνώριζε την αξία τους για χρόνια και δεν ήθελε να αγοράσει στην εποχή του.
Από το 1945 ως το 1956 θα δουλέψει ως βοηθός στο Πολυτεχνείο στην έδρα του Πικιώνη. Δημοσιεύει κάποια ποιήματα του από τη συλλογή «Επιστροφή των πουλιών» και γράφει το ποίημα του για τον Πικάσο.
Το 1949 θα συμμετάσχει στην ίδρυση του καλλιτεχνικού ομίλου «Αρμός» που στόχο είχε την «προώθηση της σύγχρονης αισθητικής κίνησης στην Ελλάδα». Άλλα μέλη ήταν ο Γκίκας, Τσαρούχης, Μόραλης, Νικολάου, Τέτσης, η Ναταλία Μελά και ο Μαυροϊδης. Με την ομάδα θα εκθέσει έργα του 2 φορές. Έργα του θα εκτεθούν και στο ελληνικό περίπτερο στη Ν. Υόρκη.
Το 1950 θα παντρευτεί την Νέλη Ανδρικοπούλου, και ένα χρόνο μετά θα γεννηθεί ο γιός του Πάνος.
Το 1952 θα κάνει τα σκηνικά σε ένα έργο στο Εθνικό θέατρο και έπειτα θα συμμετάσχει στην αγιογράφηση του ναού ‘Αγ. Σπυρίδωνα μαζί με τον Κόντογλου. Ο Εγγονόπουλος αγιογραφεί το τέμπλο και το Δωδεκάωρτο.
Το 1953 συμμετέχει στην έκθεση ελλήνων ζωγράφων στη Ρώμη. Η έκθεση θα συνεχιστεί και στην Αμερική.
Το 1954 δημοσιεύει το ποίημα του «Ατλαντικός» και θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην 27η Μπιενάλε Βενετίας με 72 έργα του!! Και λίγο μετά θα χωρίσει από τη σύζυγο του.
Το 1957 Τυπώνεται η ποιητική του συλλογή «Εν ανθηρώ ελλήνι λόγω» σε 500 αντίτυπα, διορίζεται επιμελητής στην έδρα Γενικής Ιστορίας της Τέχνης, συμμετέχει σε έκθεση στη Θεσσαλονίκη, σχεδιάζει σκηνικά και κουστούμια για θεατρικές παραστάσεις και έπειτα τη μακέτα για το τουριστικό φυλλάδιο του ΕΟΤ.
Το 1958 βραβεύεται από το Υπουργείο Παιδείας για την τελευταία του ποιητική συλλογή με το πρώτο βραβείο.
Το 1959 σχεδιάζει σκηνικά και κουστούμια για θεατρικές παραστάσεις και συμμετέχει στην ομαδική έκθεση του «Ζυγού».
Το 1960 παντρεύεται την Ελένη Τσιόκου, διορίζεται επιμελητής στο εργαστήριο προπλασμάτων και ταξιδεύει σε Γερμανία, Αυστρία και Ελβετία.
Το 1961 γεννιέται η κόρη του Ερριέτη, γράφει ένα κείμενο για τον φουτουρισμό
Το 1962 σχεδιάζει σκηνικά και κουστούμια για το θέατρο Β. Ελλάδος, όπως έκανε και άλλες χρονιές αργότερα και το 1963 κάνει την ατομική του έκθεση.
Το 1964 παραιτείται από το Ε.Μ Πολυτεχνείο και συμμετέχει σε ομαδικές.
Το 1966 τιμάται με τον Χρυσό Σταυρό του Γεώργιου Α’ για το έργο του στη ζωγραφική.
Το 1967 εκλέγεται εκτάκτως στην έδρα ελεύθερου σχεδίου ως μόνιμος καθηγητής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου και ένα χρόνο μετά κυκλοφορεί ο δίσκος του Μπολιβάρ από την Λύρα.
Το 1971 του απονέμεται το παράσημο Σταυρός του Ταξιάρχη του Φοίνικος.
Τώρα πια δεν σκιαγραφείται από όσους τον γνώρισαν εκείνη την εποχή, όπως είχε μιλήσει για αυτόν ο Ελύτης πριν χρόνια αλλά ως «ευγενής με τρομερή ευφράδεια που καταδεχόταν να μιλήσει για το έργο του και τη ζωή του με όλο τον κόσμο..» Ο Εγγονόπουλος του τότε ήταν κυνηγημένος, ο Εγγονόπουλος του σήμερα ήταν δοξασμένος.
Από το 1973 που αποχώρησε λόγω ηλικίας από το Ε.Μ Πολυτεχνείο, απομονώνεται οικειοθελώς στο σπίτι του και από τότε δεν έκανε εξόδους. Συνέχισε να δουλεύει καθημερινά και εντατικά. Σπίτι του δεχόταν μόνο λιγοστούς φίλους του.
Το 1979 για δεύτερη φορά κερδίζει το Ά Κρατικό βραβείο Ποιήσεως.
Το 1983 αναδρομική έκθεση του στην Εθνική Πινακοθήκη με πάνω από 100 έργα του. Δεν θέλησε να είναι παρών στα εγκαίνια και βρήκε μια δικαιολογία. Δεν τον ενδιέφερε η δόξα που είχε αποκτήσει και το δήθεν.
Το 1984 ατομική έκθεση στη γκαλερί Ζουμπουλάκη.
Ο Εγγονόπουλος πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε συνθήκες οικονοµικής ανέχειας. Ας μη ξεχνάμε ότι ο μισθός του στο Πολυτεχνείο ως βοηθός του Πικιώνη ήταν μόνο 800 δρχ!
Κάποια στιγμή είχε μολυνθεί το μεγαλύτερο δάχτυλο του ποδιού του και είχε έντονα προβλήματα με το κυκλοφορικό του.
Στις 31 Οκτωμβρίου 1985 ο Εγγονόπουλος πεθαίνει από ανακοπή καρδιάς και κηδεύεται δημοσία δαπάνη στο Ά νεκροταφείο της Αθήνας.
Βασικά χαρακτηριστικά του έργου του αποτέλεσαν η ιδιότυπη χρήση της δηµοτικής γλώσσας και οι συµβολικές μορφές του, µέσω των οποίων πρόβαλε το αίτηµα για µια ελληνοκεντρική υπερρεαλιστική ποίηση και µια νέα έκφραση της ελληνικότητας.
Πηγή
Ο Εγγονόπουλος βρέφος |
Οι γονείς του Εγγονόπουλου |
Ο Νίκος Εγγονόπουλος παιδί με τον αδελφό του |
Ο Νίκος Εγγονόπουλος νεαρός ( δεξιά) με τον αδελφό του |
Ο Εγγονόπουλος νεαρός |
Εγγονόπουλος νέος |
Ο Εγγονόπουλος νεοσύλλεκτος 1927 |
Συνεχίζει τις σπουδές του, τώρα πια στη Αθήνα όπου μένει μόνιμα. Εργάζεται από το 1928-30 σαν μεταφραστής σε μιαν τράπεζα και ως γραφιάς στο Πανεπιστήμιο. Τα επόμενα δυο με 3 χρόνια θα εργαστεί ως ωρομίσθιος σχεδιαστής στη Διεύθυνση σχεδίου Πόλεως.
Σχέδιο του Κόντογλου που απεικονίζει τον Εγγονόπουλο |
Εγγονόπουλος (αριστ) με τον Κόντογλου (κάτω) ντυμένοι μοναχοί τη δεκαετία 1930-40 |
Την εποχή εκείνη στη Γαλλία γεννιέται και εξαπλώνεται στην Ευρώπη γρήγορα το υπερρεαλιστικό κίνημα. Στην Ελλάδα αυτή η κίνηση που απασχόλησε κάποιους ποιητές και διανοούμενους και έφερε μόνο τη θυελλώδη αντίδραση του κόσμου.
Ο Εγγονόπουλος άνηκε σε αυτό το κίνημα, είτε με τη ποιητική του ιδιότητα είτε σαν ζωγράφος. Εκφραζόταν με αυτό το τρόπο μέσα απο το έργο του: υπερρεαλιστικά. Και αυτό γιατί ίσως με αυτό το τρόπο δημιουργούσε μιαν άλλη πραγματικότητα.
Σπάνιο σχέδιο του Εγγονόπουλου 1928 |
Σχέδιο του Εγγονόπουλου το 1931 |
Έλεγε: «Στον υπερρεαλισμό δεν προσχώρησα ποτέ. Τον είχα μέσα μου όπως το πάθος μου για τη ζωγραφική, απο τότε που γεννήθηκα».
Έργο του Εγγονόπουλου 1935 |
“Το πνεύμα της μοναξιάς” 1939 Εγγονόπουλος |
Έτσι, Εγγονόπουλος = εκπρόσωπος του υπερρεαλιστικού κινήματος.
“Σύνθεσις” 1939 Εγγονόπουλος |
“Τρείς γλύπτες” 1939 Εγγονόπουλος |
“Ομηρικό με τον ήρωα” 1938 Εγγονόπουλος |
“Ποιητής και η μούσα” 1939 Εγγονόπουλος |
“Ο Καβάφης” 1939, Εγγονόπουλος |
“Γυμνό” 1938, Εγγονόπουλος |
“Μπωλιβάρ” Εγγονόπουλος |
Εγγονόπουλος με καθαρές επιρροές απο Κόντογλου |
Τα χρώματα του καθαρά. Τα αγαπημένα του ήταν τα 3 βασικά: το κόκκινο, το κίτρινο και το μπλέ όπως και τα παράγωγα τους. Χρησιμοποιούσε λάδια αλλά και αυγοτέμπερα. Η τεχνική του Βυζαντινή επι το πλείστον: Ανθίβολα, χρωματικοί προπλασμοί στις μορφές και το χώρο. Η εναλλαγή θερμών-ψυχρών τόνων που εφαρμόζει προκύπτει απο τη διδαχή του δάσκαλού του Παρθένη.
Οι μορφές του εντυπωσιάζουν με το ιδιαίτερο «σμίλευμα» τους. Τη πολύ λεπτή μέση και τα μεγάλα άνω και κάτω άκρα που «μιλάνε» με τη κίνηση τους ή τη στατικότητα τους. Τρισδιάστατες μορφές πάνω σε δισδιάστατη επιφάνεια. Η φιγούρα ανδρείκελο, όπως την ονομάζουν λόγω του ότι δεν εξατομικεύει με χαρακτηριστικά αλλά και δεν αποκαλύπτει συναισθήματα, κάποιες φορές είναι ακέφαλη ή αντί για κεφάλι χρησιμοποιείται ενα συμβολικό αντικείμενο («Ο Κένταυρος με τον αετό του», «Αδελαϊς», «Η κυρά της θάλασσας», «Ο τελευταίος βυζαντ. Αυτοκράτωρ», «Ποταμός θεός και Νηρήις», «Ιάσων και Μήδεια», «Ολυμπία», «Ηρακλής»….
Ο χώρος των συνθέσεων του θυμίζει έντονα θεατρική σκηνή, με αγαπημένο του μοτίβο ενα παράθυρο που ενώνει τον έξω με τον έσω χώρο. Τα κτήρια του στο χώρο έντονα, χωρίζονται απο διαφόρων ειδών δάπεδα και τοίχους. Συνδιάζει τη γραμμική προοπτική με τη προοπτική της βυζαντινής ζωγραφικής.
Η ζωγραφική του είναι ανθρωποκεντρική και έντονα ελληνοκεντρική.
Τα θέματα του τα αντλεί απο τους 3 ένδοξους σταθμούς στο παρελθόν της Ελλάδας:
Α)Βυζάντιο «Ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτωρ», «Αρχιτέκτων της Αγίας Σοφιάς»
Β) Η ελληνική Επανάσταση του 1821 απο τη σκλαβιά των τούρκων («Σύνθεσις»απο την Επανάσταση, «Λεπτομέρειες του μηχανισμού της Εθνεργεσίας».. και
Γ) Την ελληνική μυθολογία («Οδυσσέας και Καλυψώ», «Ποσειδών», «Η αρπαγή της Ευρώπης», «Η Αργώ», «Θησέας και Μινώταυρος», «Δαίδαλος», «Πηνελόπη και Οδυσσέας», «Ιάσων», «Ο άτλας», «Ο Ήφαιστος» …..
όπως και ιστορικά πρόσωπα («Εμφάνιση Ρήγα Φεραίου στα μέρη της Ευβοιας»), «Μέγα Αλέξανδρος και Παύλος Μελάς» αλλά και προσωπικότητες των γραμμάτων και της τέχνης («Καβάφης»).
Φίλοι του ήταν ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος (γόνος εφοπλιστική οικογένειας ο οποίος μύησε τον Εγγονόπουλο στον υπερρεαλισμό) και ο ζωγράφος, Βολιώτης, Γεώργιος ντε Κίρικο (Giorgio de Chiriko).
Το 1938 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή σε 200 αντίτυπα με τίτλο «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν». Ακολούθησε ενας απίστευτος διασυρμός για την ποίηση του. Περιοδικά και εφημερίδες αναδημοσίευσαν κάποια ποιήματα του και τον χλεύαζαν ασύστολα!! Μεγάλη πίκρα για τον Εγγονόπουλο.
Έλεγε για εκείνη την εποχή: «Η στάση των ανθρώπων του πνεύματος.. μπροστά μου, άλλοι έκαναν τον φίλο, άλλοι τον επιεική, πίσω μου όμως όλοι τους συνένωναν τις φωνές τους με το σκυλολόι. Να εκδικηθούν με τον τρόπο τους εκείνον που έκανε αυτό που οι ίδιοι ποθούσαν και δεν είχαν την ικανότητα».
Σεπτέμβρη του 1939 εκδίδεται η δεύτερη ποιητική του συλλογή με 200 αντίτυπα με τίτλο «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής».
Οι ποιητές του τον επηρέασαν στη ποιητική του γραφή είναι ο Διονύσιος Σολωμός, ο άγγλος ονειρικός Μπωλνταίρ, ο γερμανός Χαίλντερλιν, και ο τουρκοαλβανός Χατζή Σερχέτ, ο Αππολιναίρ, ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης και ο στενός του φίλος ο Εμπειρίκος
Ελύτης, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος |
Ο Εγγονόπουλος αρεσκόταν να συχνάζει στα καφενεία του Πειραιά την ημέρα, στις ταβέρνες τα μεσημέρια και τα βράδια στα καπηλειά της Αθήνας, χωρίς ποτέ του να μεθά. Λάτρευε τον Τσιτσάνη! Τον συγκινούσαν οι στίχοι του και η μουσική αυτή του μπουζουκιού! Τα λαϊκά στοιχεία τον γοήτευαν και τα βρίσκουμε και στη ζωγραφική του, στα θέματα του αλλά και στα ποιήματα του που κάποια θυμίζουν στο μέτρο και στις λέξεις τα ρεμπέτικά. (βλέπε τα ποιήματα «Σύντομη βιογραφία του ποιητή Κ. Καβάφη», «Η Γιαβουκλού»..)
Το 1941 επιστρατεύεται στο Αλβανικό μέτωπο. Οι γερμανοί τον αιχμαλώτισαν, τον πήγαν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως εργασίας αιχμαλώτων από όπου τελικά κατάφερε να δραπετεύσει.
Το 1942 και 1943 συμμετέχει στην Επαγγελματική έκθεση ζωγραφικής στο Ζάππειο, γράφει το Μπολιβάρ και του ανατίθεται (μαζί με Αργυρόπουλο και Παπαγεωργίου) από τον σύλλογο «Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης» να σχεδιάσει παλιά σπίτια της Αθήνας.
Το 1944 εκδίδει σε 340 αντίγραφα το βιβλίο του «Μπολιβάρ». Οι Γερμανοί πρόσεξαν το βιβλίο και τον καταδίωξαν. Κρύφτηκε στο σπίτι του φίλου του Ανδρέα Εμπειρίκου. Το ποίημα άρεσε στην νεολαία. Μέχρι να φύγει ο Γερμανός κατακτητής, ο Εγγονόπουλος κλεισμένος στο υπόγειο, ζωγράφιζε συνεχώς έργα που κανείς δεν θα αναγνώριζε την αξία τους για χρόνια και δεν ήθελε να αγοράσει στην εποχή του.
Από το 1945 ως το 1956 θα δουλέψει ως βοηθός στο Πολυτεχνείο στην έδρα του Πικιώνη. Δημοσιεύει κάποια ποιήματα του από τη συλλογή «Επιστροφή των πουλιών» και γράφει το ποίημα του για τον Πικάσο.
Το 1949 θα συμμετάσχει στην ίδρυση του καλλιτεχνικού ομίλου «Αρμός» που στόχο είχε την «προώθηση της σύγχρονης αισθητικής κίνησης στην Ελλάδα». Άλλα μέλη ήταν ο Γκίκας, Τσαρούχης, Μόραλης, Νικολάου, Τέτσης, η Ναταλία Μελά και ο Μαυροϊδης. Με την ομάδα θα εκθέσει έργα του 2 φορές. Έργα του θα εκτεθούν και στο ελληνικό περίπτερο στη Ν. Υόρκη.
Το 1950 θα παντρευτεί την Νέλη Ανδρικοπούλου, και ένα χρόνο μετά θα γεννηθεί ο γιός του Πάνος.
Το 1952 θα κάνει τα σκηνικά σε ένα έργο στο Εθνικό θέατρο και έπειτα θα συμμετάσχει στην αγιογράφηση του ναού ‘Αγ. Σπυρίδωνα μαζί με τον Κόντογλου. Ο Εγγονόπουλος αγιογραφεί το τέμπλο και το Δωδεκάωρτο.
Το 1953 συμμετέχει στην έκθεση ελλήνων ζωγράφων στη Ρώμη. Η έκθεση θα συνεχιστεί και στην Αμερική.
Το 1954 δημοσιεύει το ποίημα του «Ατλαντικός» και θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην 27η Μπιενάλε Βενετίας με 72 έργα του!! Και λίγο μετά θα χωρίσει από τη σύζυγο του.
Το 1957 Τυπώνεται η ποιητική του συλλογή «Εν ανθηρώ ελλήνι λόγω» σε 500 αντίτυπα, διορίζεται επιμελητής στην έδρα Γενικής Ιστορίας της Τέχνης, συμμετέχει σε έκθεση στη Θεσσαλονίκη, σχεδιάζει σκηνικά και κουστούμια για θεατρικές παραστάσεις και έπειτα τη μακέτα για το τουριστικό φυλλάδιο του ΕΟΤ.
Το 1958 βραβεύεται από το Υπουργείο Παιδείας για την τελευταία του ποιητική συλλογή με το πρώτο βραβείο.
Το 1959 σχεδιάζει σκηνικά και κουστούμια για θεατρικές παραστάσεις και συμμετέχει στην ομαδική έκθεση του «Ζυγού».
Το 1960 παντρεύεται την Ελένη Τσιόκου, διορίζεται επιμελητής στο εργαστήριο προπλασμάτων και ταξιδεύει σε Γερμανία, Αυστρία και Ελβετία.
Το 1961 γεννιέται η κόρη του Ερριέτη, γράφει ένα κείμενο για τον φουτουρισμό
Το 1962 σχεδιάζει σκηνικά και κουστούμια για το θέατρο Β. Ελλάδος, όπως έκανε και άλλες χρονιές αργότερα και το 1963 κάνει την ατομική του έκθεση.
Το 1964 παραιτείται από το Ε.Μ Πολυτεχνείο και συμμετέχει σε ομαδικές.
Το 1966 τιμάται με τον Χρυσό Σταυρό του Γεώργιου Α’ για το έργο του στη ζωγραφική.
Το 1967 εκλέγεται εκτάκτως στην έδρα ελεύθερου σχεδίου ως μόνιμος καθηγητής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου και ένα χρόνο μετά κυκλοφορεί ο δίσκος του Μπολιβάρ από την Λύρα.
Το 1971 του απονέμεται το παράσημο Σταυρός του Ταξιάρχη του Φοίνικος.
Τώρα πια δεν σκιαγραφείται από όσους τον γνώρισαν εκείνη την εποχή, όπως είχε μιλήσει για αυτόν ο Ελύτης πριν χρόνια αλλά ως «ευγενής με τρομερή ευφράδεια που καταδεχόταν να μιλήσει για το έργο του και τη ζωή του με όλο τον κόσμο..» Ο Εγγονόπουλος του τότε ήταν κυνηγημένος, ο Εγγονόπουλος του σήμερα ήταν δοξασμένος.
Από το 1973 που αποχώρησε λόγω ηλικίας από το Ε.Μ Πολυτεχνείο, απομονώνεται οικειοθελώς στο σπίτι του και από τότε δεν έκανε εξόδους. Συνέχισε να δουλεύει καθημερινά και εντατικά. Σπίτι του δεχόταν μόνο λιγοστούς φίλους του.
Το 1979 για δεύτερη φορά κερδίζει το Ά Κρατικό βραβείο Ποιήσεως.
Το 1983 αναδρομική έκθεση του στην Εθνική Πινακοθήκη με πάνω από 100 έργα του. Δεν θέλησε να είναι παρών στα εγκαίνια και βρήκε μια δικαιολογία. Δεν τον ενδιέφερε η δόξα που είχε αποκτήσει και το δήθεν.
Το 1984 ατομική έκθεση στη γκαλερί Ζουμπουλάκη.
Ο Εγγονόπουλος πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε συνθήκες οικονοµικής ανέχειας. Ας μη ξεχνάμε ότι ο μισθός του στο Πολυτεχνείο ως βοηθός του Πικιώνη ήταν μόνο 800 δρχ!
Κάποια στιγμή είχε μολυνθεί το μεγαλύτερο δάχτυλο του ποδιού του και είχε έντονα προβλήματα με το κυκλοφορικό του.
Στις 31 Οκτωμβρίου 1985 ο Εγγονόπουλος πεθαίνει από ανακοπή καρδιάς και κηδεύεται δημοσία δαπάνη στο Ά νεκροταφείο της Αθήνας.
Βασικά χαρακτηριστικά του έργου του αποτέλεσαν η ιδιότυπη χρήση της δηµοτικής γλώσσας και οι συµβολικές μορφές του, µέσω των οποίων πρόβαλε το αίτηµα για µια ελληνοκεντρική υπερρεαλιστική ποίηση και µια νέα έκφραση της ελληνικότητας.
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου