Δύο μήνες μετά το δημοψήφισμα της 5ης
Ιουλίου αποδείχθηκαν αρκετοί για να πραγματοποιηθούν εξαιρετικά
σημαντικές και πυκνές ανακατατάξεις στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό και
φυσικά στην ελληνική αριστερά. Η αποτυχία του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ
και της κυβέρνησης της αριστεράς έδειξε πως ήταν επαρκής συνθήκη για να
αναδιατάξει πολιτικά, ιδεολογικά και οργανωτικά την πλειοψηφία των
αριστερών οργανώσεων και να δημιουργήσει μια ιδιάζουσα ρευστότητα και
αμηχανία σε όσες και όσους τοποθετούνται εντός του χώρου αυτού.
Ο κόσμος αυτός (συμπεριλαμβανομένης και
της υπογράφουσας), αργά ή γρήγορα θα ολοκληρώσει τον κύκλο της
απογοήτευσης και μελαγχολίας, θα προχωρήσει, αν δεν το έχει ήδη κάνει,
σε αναγκαίες αποδεσμεύσεις και θα πρέπει να εξετάσει το πολύ βασικό
ερώτημα που αναδύεται: Ποια είναι η αριστερά, η αριστερή προοπτική και
στρατηγική βάσει των οποίων θα προχωρήσουμε στο εξής, μέσω
(αυτο)κριτικών διαπιστώσεων και ανασυνθέσεων. Τι είναι αυτό το οποίο
μπορεί να φέρει κοντά τον κόσμο της αριστεράς μετά την ήττα, να μας
ενώσει, να μας επιτρέψει να επικοινωνούμε με κοινό κώδικα, να
δημιουργήσουμε συλλογικά, να διεκδικήσουμε, να αγωνιστούμε, να πέσουμε
και να ξανασηκωθούμε με ακόμα μεγαλύτερο πείσμα.
Πολλά ακούγονται στη σχετική
επιχειρηματολογία το τελευταίο διάστημα ως πιθανές απαντήσεις εντός του
προεκλογικού διαλόγου και κλίματος. Ενδεικτικά, διατυπώνεται συχνά πως
λόγο και στόχο ύπαρξης της αριστεράς σε κοινή ανασυνθετική βάση
συνιστούν η ήττα του μνημονιακού καθεστώτος, η ήττα της ΤΙΝΑ, η ήττα της
αντιδραστικής Ευρώπης, η ήττα και του ίδιου του μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ.
Όλα τα παραπάνω είναι σωστά και συνιστούν αναγκαία στοιχεία του
αριστερού λόγου και της αριστερής ύπαρξης σήμερα. Λείπει, όμως, κάτι.
Λείπει, η αιτία εκείνη που μπορεί να μας κάνει να ανασυντάξουμε
πραγματικά και να οικοδομήσουμε εκ νέου την αριστερά που αρμόζει στους
αγώνες που δώσαμε τα χρόνια που έχουν περάσει.
Λείπει αυτό το οποίο εντοπιζόταν και σε ένα κείμενο του Σεπτέμβρη του 2012 [1],
το όραμα από το οποίο θα πρέπει να εκκινεί η αριστερή στρατηγική και το
οποίο θα πρέπει να τη διαπνέει. Εκεί ο Αλ. Ζαχιώτης διατύπωνε το
επιχείρημα πως η νεοφιλελεύθερη εμβάθυνση στην Ευρώπη συνιστά ακριβώς
την προσπάθεια των κυρίαρχων για φυγή προς τα μπρος με την επιβολή ενός
νέου οράματος, το οποίο επιδιώκει να πείσει πως μέσα από τη λιτότητα ο
καπιταλισμός μπορεί να επανακάμψει και να επιστρέψει στις παλιές καλές
του εποχές. Απέναντι σε αυτό το οραματικής υφής σχέδιο, εμείς
αρκεστήκαμε απλά στην επίκληση της δικής μας πραγματιστικής πολιτικής.
Εγκλωβιστήκαμε στην ίδια την πίστη μας πως η αριστερή στρατηγική εντός
ευρωζώνης και εκτός μνημονίων είναι εφικτή. Αφήσαμε να ξεχαστεί και να
ενσωματωθεί το όραμα μιας άλλης κοινωνίας στην ιδέα πως η αριστερά
πρέπει να κυβερνήσει εδώ και τώρα, με βάση το ρεαλιστικό της σχέδιο και
πρόγραμμα.
Η πραγματιστική πολιτική έγινε
αποκλειστική καθοδηγητική δύναμη, με αποτέλεσμα απέναντι στο
εξελισσόμενο όραμα της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων, της
οικονομικής επιβολής, της πραξικοπηματικής περιστολής της δημοκρατίας,
να αντιπαρατίθεται απλά η δυνατότητα των ορίων που μας τίθενται από τις
περιστάσεις. Απέναντι σε έναν τέτοιο αντίπαλο, εκ των υστέρων, φαίνεται
πολύ λογική και αναμενόμενη η ήττα μας. Αν όμως παραδεχτούμε πως, πλέον,
δεν έχουμε έλλειψη αντίληψης αλλά ούτε και άλλοθι (κυρίως απέναντι
στους ίδιους μας τους εαυτούς), και, επιπλέον, αν συνυπολογίσουμε πως
αυτή τη στιγμή και το όραμα του αντιπάλου τίθεται υπό σοβαρή
αμφισβήτηση, καθώς ο παγκόσμιος καπιταλισμός φαίνεται να εισέρχεται σε
νέα φάση βαθύτερης ύφεσης, μπορούμε να πούμε πως χρειάζεται απαραίτητα
να σχηματοποιήσουμε σε νέες βάσεις το δικό μας όραμα και να σκεφτόμαστε
και να λειτουργούμε με κριτήριο αυτό. Να αρχίσουμε να το φτιάχνουμε και
να μας φτιάχνει από την αρχή.
Γιατί, στη μάχη που εξελίσσεται, δεν
μπορεί η ορμή του νεοφιλελευθερισμού να εξακολουθεί να συγκρούεται μόνο
με τα όρια της πραγματικότητάς μας, με τη δυνατότητά μας αυτή τη φορά να
κυβερνήσουμε αποτελεσματικότερα με άλλο όνομα, αλλά με βάση την ίδια
μεθοδολογία και τη διορθωμένη πραγματιστική πολιτική μας. Αν θέλουμε να
το θέσουμε και κάπως διαφορετικά, χρειάζεται να εμπλακούμε και σε μία
άλλη τάξη λόγου και πραγμάτων που θα μοιάζει ίσως σε ο,τι προσπαθεί να
περιγράψει η μπενγιαμινική θεϊκή βία και η αναγκαιότητα της
επαναστατικής ρήξης. Όπως τίθεται και στο δοκίμιο του 1921 του Walter
Benjamin «Για μία Κριτική της βίας», δεν πρέπει να είναι το πλέγμα της
οριοθετημένης από το δίκαιό πραγματικότητας που θα βρίσκεται στον πυρήνα
της κοινής μας δύναμης και δράσης, αλλά, αντίθετα, η ίδια η δυνατότητα
της δικαιοσύνης και της ριζικής κοινωνικής και ιστορικής αλλαγής.
Έτσι, λοιπόν, το όραμά μας δεν μπορεί να
θεωρεί όριο τις πολιτικές επιλογές της αστικής τάξης σε Ελλάδα και
Ευρώπη, δε μπορεί να θεωρεί όριο και ανυπέρβλητο εμπόδιο την ευρωζώνη
και την οικονομική πολιτική της ΕΕ, δεν μπορεί να θεωρεί όριο τη βία που
ασκείται στην προσπάθεια συντήρησης της υπάρχουσας ισχύος και την
επαναθεμελίωσή της σε νέες πιο στέρεες βάσεις, τη βία (στις ποικίλες της
εκφάνσεις) που δύναται να ασκηθεί και στο μέλλον με σκοπό τον απόλυτο
θρίαμβο του νεοφιλελευθερισμού. Η δυνατότητα μιας άλλης ζωής μας
περιλαμβάνει και φτιάχνεται από όλους και όλες. Δεν γίνεται να δείξουμε
τώρα επιμονή και καρτερικότητα, εμείς, η γενιά που ενηλικιώθηκε,
σπούδασε και πλέον δουλεύει (ή όχι) σε καθεστώς μνημονίων με την ελπίδα
να έχουν μια καλύτερη μοίρα τα παιδιά μας, όπως δήλωσε πρόσφατα σε
συνέντευξή του ο πρώην πρωθυπουργός.
Οφείλουμε να οργανωνόμαστε και να
αγωνιζόμαστε στο σήμερα για την εργασία μας, τη μόρφωσή μας, την
καθημερινότητά μας, να παλεύουμε μέσα στο πεδίο του κοινωνικού, χωρίς
όμως να διαγράφουμε ξαφνικά την ανάγκη της πολιτικής παρουσίας και
συγκρότησης. Την ανάγκη οι μικροί και επιμέρους αγώνες μας να βλέπουν
στην αλλαγή της ίδιας της πραγματικότητας μέσα από την ρηξιακή πολιτική
πάλη. Ο αγώνας ενάντια στην κάθε μορφής εκμετάλλευση και εξουσία
συνεχίζεται παράλληλα με τον αγώνα ενάντια και στο ίδιο το κράτος, και
ταυτόχρονα εντός αυτού. Απλά αυτή φορά θα πρέπει να είμαστε και εμείς (η
γενιά μας, που πλέον δεν έχει μόνο αναγνώσματα του παρελθόντος αλλά και
δικές της εμπειρίες) πιο υποψιασμένοι/ες για τη δυσκολία του να
παλέψεις εντός των κρατικών μηχανισμών χωρίς να σε ενσωματώσουν στον
κανόνα τους, και βεβαίως για την ίδια τη δυσκολία του να αλλάξεις την
πραγματικότητα.
Ας προχωρήσουμε, λοιπόν, ανιχνεύοντας
ξανά το όραμα αυτό, δίνοντάς του το όνομα και τη θέση που του πρέπει στη
συγκρότηση και ενεργητική παρουσία ολόκληρου του φάσματος της
αριστεράς. Όπως το θέτει αλλιώς και ο Σάββας Μιχαήλ με αφορμή το
σχολιασμό της διορατικότητας του ανωτέρω κείμενου του Walter Benjamin ως
προς τα λάθη του γερμανικού εργατικού κινήματος του μεσοπολέμου, «ο
μαρξισμός παύει να υπάρχει εάν χάσει την ελευθεριακή ψυχή του» [2].
Και η τύχη του μαρξισμού σήμερα κρίνεται μάλλον από το εάν η αριστερά
θα καταφέρει να αποκαταστήσει αυτή την ίδια του την ψυχή και να την
αποτυπώσει μέσα στο όραμα της και τη στρατηγική που θα το συνοδεύει.
- http://rnbnet.gr/details.php?id=6803
- Σ. Μιχαήλ, «Ο Walter Benjamin και η επαναστατική βία», Ουτοπία, τχ 48, σελ.135
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου