Αν βάλουμε προς στιγμήν κατά
μέρος τα δεινά που μας ταλανίζουν τα τελευταία πέντε χρόνια εδώ στην
Ελλάδα κι αν δούμε τι συνέβη στον υπόλοιπο κόσμο, το «αφήγημα» της
Αριστεράς συνοψίζεται ως εξής: η απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα
οδήγησε ευθέως στην κρίση του 2008 και οι κυβερνήσεις, για να διασώσουν
τις αμαρτωλές τράπεζες, έκοψαν μονέδα που διόγκωσε απότομα τα κρατικά
ελλείμματα.
Οι παίκτες στις αγορές όμως, αφού πρώτα κατάφεραν να επιβιώσουν με ξένα λεφτά, έκριναν ότι τα ελλείμματα τα οποία δημιουργήθηκαν για χάρη τους θα πρέπει τώρα να μειωθούν δραστικά και επέβαλαν στις κυβερνήσεις μια πολιτική λιτότητας, δηλαδή την περαιτέρω συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και γενικότερα του δημόσιου τομέα, εκθεμελιώνοντας έτσι οριστικά το σοσιαλδημοκρατικό υπόδειγμα που είχε καθιερωθεί σε ολόκληρη σχεδόν τη Δυτική Ευρώπη μετά το τέλος του Πολέμου.
Κατά τη γνώμη μου, το ανωτέρω αφήγημα περιγράφει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο την κρίση εκτός Ελλάδας. Κι αν κάποιος μου καταλογίσει μονομέρεια ή προκατάληψη κατά της ελεύθερης αγοράς, θα επικαλεστώ μια δημόσια διατυπωμένη άποψη του τότε διοικητή της Τράπεζας την Αγγλίας: Αδυνατώ να καταλάβω, είπε, γιατί ο κόσμος δεν αγανακτεί περισσότερο. Το λάθος το κάναμε εμείς οι τράπεζες και τώρα ο πληρώνουν εκείνοι που δεν έφταιξαν.
Είναι εύκολο λοιπόν να καταλάβουμε τη σημασία που απέδωσαν στη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ οι ανά την Ευρώπη αριστεροί (συμπεριλαμβάνω τους πραγματικούς σοσιαλδημοκράτες και τους κεϊνσιανούς). Για πρώτη φορά, μια εκλεγμένη κυβέρνηση λέει όχι στη λιτότητα που απεργάστηκαν οι αγορές για να ανακτήσουν και να διασφαλίσουν στο μέλλον την κερδοφορία τους.
Εδώ όμως θέλει προσοχή. Οι αριστεροί και φίλα διακείμενοι προς τον ΣΥΡΙΖΑ ξένοι δεν αντιλήφθηκαν επαρκώς (και οι ημεδαποί ριζοσπάστες φρόντισαν να υποβαθμίσουν) μια διάσταση πολύ σημαντική, κάτι που συνιστά την ελληνική ιδιαιτερότητα, για να μην πω μοναδικότητα: ότι σε αντίθεση με τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες, όπου τα ελλείμματα δημιουργήθηκαν για να διασωθεί ο απορρυθμισμένος χρηματοπιστωτικός τομέας, στην Ελλάδα το πρόβλημα ήταν πάνω απ’ όλα το αμαρτωλό Δημόσιο και η τάση των κυβερνήσεων να παρέχουν προνόμια σε διάφορα οργανωμένα συμφέροντα και να αντιμετωπίζουν το κράτος ως γραφείο ευρέσεως εργασίας για τους ψηφοφόρους τους.
Για να το διατυπώσω επιγραμματικά: έξω, το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο πολεμήθηκε λυσσαλέα από τους ιδεολογικούς αντιπάλους του· εδώ, εξευτελίστηκε και εκμαυλίστηκε από εκείνους που δηλώνουν φίλοι του.
Εχω επίγνωση του γεγονότος ότι η άποψη αυτή ακούγεται παράφωνη σε μια χώρα όπου ο δικομματισμός στην πολιτική συνοδεύεται από τον διπολισμό στην πολιτική σκέψη. Δηλαδή, αν το επιχείρημα του δικομματισμού είναι ότι όποιος δεν υποστηρίζει ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα χαραμίζει την ψήφο του (κάτι που η Αριστερά επί δεκαετίες κατήγγελλε, αλλά τώρα ανακάλυψε ότι τη βολεύει), ο διπολισμός στην πολιτική σκέψη θεωρεί δεδομένο ότι η κριτική του ενός σκέλους γίνεται πάντα στο όνομα του άλλου και συνιστά αποδοχή του.
Πιο συγκεκριμένα, η κριτική του πελατειασμού στο Δημόσιο μεταφράζεται ως παρότρυνση να ιδιωτικοποιηθεί ό,τι κινείται και αντίστοιχα, η υπόμνηση ότι η απορρύθμιση των αγορών οδήγησε τον κόσμο ολόκληρο στο χείλος της αβύσσου γίνεται το σύνθημα να επανέλθουμε στον παλιό καλό καιρό, τότε που ζούσαμε με δανεικά διορίζοντας αβέρτα στο Δημόσιο και οι επιχειρηματίες έπαιρναν δάνεια όχι από τις τράπεζες αλλά από τα κομματικά γραφεία.
Αυτό που κάνει το πράγμα πολύ δύσκολο είναι ότι αμφότερες οι απόψεις εμπεριέχουν μια επιμέρους αλήθεια ή, καλύτερα, μια ορθή θέση, η οποία όμως δεν ισχύει γενικά αλλά σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Θέλω να πω ότι στην περίπτωση της Ελλάδας, το άμεσο και μείζον πρόβλημα όταν ξέσπασε η κρίση ήταν όντως το πελατειακό κράτος και τα οργανωμένα συμφέροντα που επί δεκαετίες το αρμέγουν και τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ, άξιος απόγονος του ΠΑΣΟΚ, θέλει να προστατεύσει πάση θυσία διότι έτσι θα διατηρήσει τη μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων του (πολλοί εκ των οποίων έγιναν αριστεροί όταν το κράτος τούς έκοψε το χαρτζιλίκι).
Από την άλλη μεριά, οι πολέμιοι του «κρατισμού» επικαλούνται μια θεωρία καθολικής εφαρμογής, αποφεύγοντας όμως να μιλήσουν για το πού οδήγησε η ιδεολογία τους εκτός Ελλάδας. Κατά συνέπεια, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μεν δίκιο όταν καταδικάζει τις απορρυθμισμένες αγορές και τη λιτότητα που επέβαλαν, αλλά το κάνει για να μην αλλάξει ένα σύστημα το οποίο οδήγησε τη δική μας χώρα στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Και οι νεοφιλελεύθεροι έχουν δίκιο όταν το καταγγέλλουν, ξεχνώντας όμως τον εκτροχιασμό σε απείρως μεγαλύτερη κλίμακα που προκάλεσαν η θεσμική αδιαφάνεια και η ατομική απληστία που χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό-καζίνο.
Κατά συνέπεια, θα μπορούσαμε ίσως να διαβάσουμε την ελληνική κρίση σαν μια βίαιη κίνηση εκσυγχρονισμού: ένα παρωχημένο μοντέλο εξουσίας που προϋποθέτει την κατάληψη του κράτους αντικαθίσταται από ένα άλλο, στο οποίο κερδισμένοι είναι όσοι επικρατούν στις αγορές, από τη ρύθμιση των οποίων το κράτος έχει διακριτικά αποσυρθεί. Και στις δύο περιπτώσεις, ο μεγάλος χαμένος είναι το κράτος πρόνοιας, αναδιανομής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Αρα η μόνη λύση είναι να γίνει ξανά το ζητούμενο.
Οι παίκτες στις αγορές όμως, αφού πρώτα κατάφεραν να επιβιώσουν με ξένα λεφτά, έκριναν ότι τα ελλείμματα τα οποία δημιουργήθηκαν για χάρη τους θα πρέπει τώρα να μειωθούν δραστικά και επέβαλαν στις κυβερνήσεις μια πολιτική λιτότητας, δηλαδή την περαιτέρω συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και γενικότερα του δημόσιου τομέα, εκθεμελιώνοντας έτσι οριστικά το σοσιαλδημοκρατικό υπόδειγμα που είχε καθιερωθεί σε ολόκληρη σχεδόν τη Δυτική Ευρώπη μετά το τέλος του Πολέμου.
Κατά τη γνώμη μου, το ανωτέρω αφήγημα περιγράφει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο την κρίση εκτός Ελλάδας. Κι αν κάποιος μου καταλογίσει μονομέρεια ή προκατάληψη κατά της ελεύθερης αγοράς, θα επικαλεστώ μια δημόσια διατυπωμένη άποψη του τότε διοικητή της Τράπεζας την Αγγλίας: Αδυνατώ να καταλάβω, είπε, γιατί ο κόσμος δεν αγανακτεί περισσότερο. Το λάθος το κάναμε εμείς οι τράπεζες και τώρα ο πληρώνουν εκείνοι που δεν έφταιξαν.
Είναι εύκολο λοιπόν να καταλάβουμε τη σημασία που απέδωσαν στη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ οι ανά την Ευρώπη αριστεροί (συμπεριλαμβάνω τους πραγματικούς σοσιαλδημοκράτες και τους κεϊνσιανούς). Για πρώτη φορά, μια εκλεγμένη κυβέρνηση λέει όχι στη λιτότητα που απεργάστηκαν οι αγορές για να ανακτήσουν και να διασφαλίσουν στο μέλλον την κερδοφορία τους.
Εδώ όμως θέλει προσοχή. Οι αριστεροί και φίλα διακείμενοι προς τον ΣΥΡΙΖΑ ξένοι δεν αντιλήφθηκαν επαρκώς (και οι ημεδαποί ριζοσπάστες φρόντισαν να υποβαθμίσουν) μια διάσταση πολύ σημαντική, κάτι που συνιστά την ελληνική ιδιαιτερότητα, για να μην πω μοναδικότητα: ότι σε αντίθεση με τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες, όπου τα ελλείμματα δημιουργήθηκαν για να διασωθεί ο απορρυθμισμένος χρηματοπιστωτικός τομέας, στην Ελλάδα το πρόβλημα ήταν πάνω απ’ όλα το αμαρτωλό Δημόσιο και η τάση των κυβερνήσεων να παρέχουν προνόμια σε διάφορα οργανωμένα συμφέροντα και να αντιμετωπίζουν το κράτος ως γραφείο ευρέσεως εργασίας για τους ψηφοφόρους τους.
Για να το διατυπώσω επιγραμματικά: έξω, το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο πολεμήθηκε λυσσαλέα από τους ιδεολογικούς αντιπάλους του· εδώ, εξευτελίστηκε και εκμαυλίστηκε από εκείνους που δηλώνουν φίλοι του.
Εχω επίγνωση του γεγονότος ότι η άποψη αυτή ακούγεται παράφωνη σε μια χώρα όπου ο δικομματισμός στην πολιτική συνοδεύεται από τον διπολισμό στην πολιτική σκέψη. Δηλαδή, αν το επιχείρημα του δικομματισμού είναι ότι όποιος δεν υποστηρίζει ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα χαραμίζει την ψήφο του (κάτι που η Αριστερά επί δεκαετίες κατήγγελλε, αλλά τώρα ανακάλυψε ότι τη βολεύει), ο διπολισμός στην πολιτική σκέψη θεωρεί δεδομένο ότι η κριτική του ενός σκέλους γίνεται πάντα στο όνομα του άλλου και συνιστά αποδοχή του.
Πιο συγκεκριμένα, η κριτική του πελατειασμού στο Δημόσιο μεταφράζεται ως παρότρυνση να ιδιωτικοποιηθεί ό,τι κινείται και αντίστοιχα, η υπόμνηση ότι η απορρύθμιση των αγορών οδήγησε τον κόσμο ολόκληρο στο χείλος της αβύσσου γίνεται το σύνθημα να επανέλθουμε στον παλιό καλό καιρό, τότε που ζούσαμε με δανεικά διορίζοντας αβέρτα στο Δημόσιο και οι επιχειρηματίες έπαιρναν δάνεια όχι από τις τράπεζες αλλά από τα κομματικά γραφεία.
Αυτό που κάνει το πράγμα πολύ δύσκολο είναι ότι αμφότερες οι απόψεις εμπεριέχουν μια επιμέρους αλήθεια ή, καλύτερα, μια ορθή θέση, η οποία όμως δεν ισχύει γενικά αλλά σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Θέλω να πω ότι στην περίπτωση της Ελλάδας, το άμεσο και μείζον πρόβλημα όταν ξέσπασε η κρίση ήταν όντως το πελατειακό κράτος και τα οργανωμένα συμφέροντα που επί δεκαετίες το αρμέγουν και τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ, άξιος απόγονος του ΠΑΣΟΚ, θέλει να προστατεύσει πάση θυσία διότι έτσι θα διατηρήσει τη μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων του (πολλοί εκ των οποίων έγιναν αριστεροί όταν το κράτος τούς έκοψε το χαρτζιλίκι).
Από την άλλη μεριά, οι πολέμιοι του «κρατισμού» επικαλούνται μια θεωρία καθολικής εφαρμογής, αποφεύγοντας όμως να μιλήσουν για το πού οδήγησε η ιδεολογία τους εκτός Ελλάδας. Κατά συνέπεια, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μεν δίκιο όταν καταδικάζει τις απορρυθμισμένες αγορές και τη λιτότητα που επέβαλαν, αλλά το κάνει για να μην αλλάξει ένα σύστημα το οποίο οδήγησε τη δική μας χώρα στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Και οι νεοφιλελεύθεροι έχουν δίκιο όταν το καταγγέλλουν, ξεχνώντας όμως τον εκτροχιασμό σε απείρως μεγαλύτερη κλίμακα που προκάλεσαν η θεσμική αδιαφάνεια και η ατομική απληστία που χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό-καζίνο.
Κατά συνέπεια, θα μπορούσαμε ίσως να διαβάσουμε την ελληνική κρίση σαν μια βίαιη κίνηση εκσυγχρονισμού: ένα παρωχημένο μοντέλο εξουσίας που προϋποθέτει την κατάληψη του κράτους αντικαθίσταται από ένα άλλο, στο οποίο κερδισμένοι είναι όσοι επικρατούν στις αγορές, από τη ρύθμιση των οποίων το κράτος έχει διακριτικά αποσυρθεί. Και στις δύο περιπτώσεις, ο μεγάλος χαμένος είναι το κράτος πρόνοιας, αναδιανομής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Αρα η μόνη λύση είναι να γίνει ξανά το ζητούμενο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου