Θα αργήσω να πάω σχολείο…
13 Νοεμβρίου 1985, Αρμέρο Κολομβίας. Το ηφαίστειο Nevado del
Ruiz ξεσπά και τα γύρω χωριά ζουν την τραγωδία που προκαλεί η φύση αλλά
και την αναλγησία της τότε κυβέρνησης.
Ήδη από τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς οι σεισμολόγοι δίνουν
επίσημες αναφορές ότι το ηφαίστειο θα εκραγεί και θα έχει τεράστιες
συνέπειες και θανάτους ανθρώπων στα γύρω χωριά. Μάλιστα, η συζήτηση για
την εκκένωση του Αμέρο πέρασε από το Κολομβιανό Κογκρέσο το οποίο
αποφάσισε την μη εκκένωση με την αιτιολογία της επικινδυνολογίας των
ειδικών.
Ο λόγος οικονομικός. Θεώρησε ότι μπορεί και να μην συμβεί το κακό
και έτσι να μην χάσει κέρδος από τις αγροτικές περιοχές που στήριζαν την
οικονομία της Κολομβίας. Μόνο η πόλη Αμέρο απέδιδε το 1/5 της
καλλιέργειας ρυζιού όλης της χώρας αλλά μεγάλο ποσοστό παραγωγής
βαμβακιού και καφέ.
Πέρα από τα οικονομικά όμως υπήρχαν και τα πολιτικά θέματα διότι
στο συγκεκριμένο σημείο της Κολομβίας δρούσε το αντάρτικο της Μπογκοτά
και η κυβέρνηση δεν θα ρισκάριζε με τίποτε την εισχώρηση προς την
Μποκοτά ανταρτών μαζί με το κύμα προσφύγων αλλά ίσως και να σκέφτηκε ότι
μαζί με τους αθώους νεκρούς η καταστροφή θα έπληττε και τα καταφύγια
των ανταρτών.
Χαρακτηριστικό είναι ότι μετά την καταστροφή που στοίχισε
τουλάχιστον 22,000 ζωές, επιζώντες δήλωναν ότι ποτέ δεν έλαβαν καμία
προειδοποίηση από την κυβέρνηση για το ενδεχόμενο έκρηξης του
ηφαιστείου. Αλλά πέρα από αυτό, ακόμη και ο χάρτης που δημοσιεύθηκε
τυπικά σε εφημερίδες έδειχνε ότι το Αρμέρο δεν ήταν στην ζώνη υψηλού
κινδύνου.
Στις 9 το πρωί εκείνης της 13ης Νοεμβρίου το
ηφαίστειο εκρήγνυται και η κόλαση παίρνει μορφή. Κύματα λάσπης
γκρεμίζουν τα πάντα, άνθρωποι πνίγονται στα χωράφια και στους δρόμους.
Ανάμεσα σε όλη αυτή την τραγωδία, γεννιέται μία άλλη που αποδεικνύει
πόσο μεγάλη είναι η δύναμη του ανθρώπου για ζωή και πόσο λίγο
κοστολογείται η ζωή από τις εκάστοτε κυβερνήσεις.
Η αγωνία της Ομάρια Σάντσεζ
Η μόλις 13 χρονών Ομάρια εγκλωβίζεται μέσα στο γκρεμισμένο της
σπίτι αλλά δεν πεθαίνει. Είχε την τύχη και ατυχία να μείνει ζωντανή μέσα
σε μια λακκούβα με λάσπη και νερό μέχρι το λαιμό με το κορμί της όμως
παγιδευμένο μέσα στα συντρίμμια.
Τα συνεργεία διάσωσης μπορούν μόνο να της δέσουν το ένα χέρι της σε
μία σωλήνα έξω από το νερό για να μην πνιγεί αλλά δεν μπορούν να την
βοηθήσουν διότι η κυβέρνηση δεν έστειλε καν τον απαραίτητο εξοπλισμό
απεγκλώβισης θυμάτων αλλά ούτε καν σωλήνες απάντλησης νερού.
Μέσα στον πανικό η Ομάρια μένει εκεί αναμένοντας να σωθεί. Τρεις
ολόκληρες νύχτες αντέχει να μιλά με τους δημοσιογράφους του Δυτικού
κόσμου που ήρθαν να καλύψουν την φρίκη. Μιλάει, κλαίει, γελάει και στα
τελευταία της λέει πως θα αργήσει να πάει στο σχολείο.
Στις 16 Νοεμβρίου του 1985 η Ομάρια δεν αντέχει άλλο και πεθαίνει.
Άλλοι λένε από γάγγραινα αλλά το πιο πιθανό είναι από υποθερμία. Η
αγωνία της καταγράφεται από τον φακό και γίνεται γνωστή σε όλο τον κόσμο
μέσα από τα δελτία ειδήσεων.
Όσοι ήταν τηλεοπτικοί μάρτυρες του βασανιστηρίου της Ομάρια
αναρωτιόνταν γιατί δεν αντλούν το νερό να αρχίσει η διάσωση του
κοριτσιού. Η κυβέρνηση αρχίζει να έχει πρόβλημα με την κακή διασημότητά
της και στέλνει 18 συστήματα απάντλησης για τους άλλους επιζώντες που
περίμεναν τον θάνατο. Η φωτογραφία του φωτορεπόρτερ , Φρανκ Φρουνιέρ στο
εξώφυλλο της Raris Match με το βλέμμα της Ομάρια γίνεται σύμβολο ζωής.
Και η αιτία της τραγωδίας τουλάχιστον 22,000 ανθρώπων καταγράφεται στο
πανό που ακολουθεί την μαζική κηδεία των θυμάτων: «Δεν σκότωσε το ηφαίστειο 22,000 ανθρώπους. Η κυβέρνηση τους σκότωσε».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου