21 Ιαν 2015

Ευρώ, η ώρα της αλήθειας

Άρης Οικονόμου
Η έξοδος της Ελβετίας από το κοινό νόμισμα δεν οφείλεται μόνο στα νέα πακέτα ρευστότητας που προετοιμάζει η ΕΚΤ – αλλά, επίσης, στους κινδύνους διάλυσης της Ευρωζώνης, οι οποίοι έχουν αυξηθεί γεωμετρικά το τελευταίο διάστημα

Η Ελβετία είναι μία ευρωπαϊκή χώρα, η οποία είχε συνδέσει το νόμισμα της με το ευρώ, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις της να είναι ανταγωνιστικές με τις υπόλοιπες της Ευρωζώνης – κάτι ανάλογο δηλαδή με τη Γερμανία.
Με μία χώρα που θεωρείται πως, εάν είχε ως επίσημο νόμισμα της το μάρκο, θα ανατιμούταν σε τέτοιο βαθμό που δεν θα μπορούσε πλέον να εξάγει, ενώ θα εισήγαγε περισσότερα – οπότε θα δημιουργούνταν ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της. Ακριβώς για το λόγο αυτό τονίζεται πως η Γερμανία είναι η κατ’ εξοχήν χώρα που τρέφεται από το κοινό νόμισμα – κατ’ επέκταση από τους εταίρους της.
Περαιτέρω, με δεδομένη τη σύνδεση του νομίσματος της με το Ευρώ, η Ελβετία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα «εξωτερικό μέλος» της Ευρωζώνης – το οποίο όμως εκμεταλλεύεται τα πλεονεκτήματα του κοινού νομίσματος, χωρίς να επιβαρύνεται από τα ελαττώματα του.
Προφανώς με την έννοια ότι, δεν είναι υποχρεωμένη να παρέχει πιστώσεις στις άλλες χώρες, όπως η Γερμανία – ούτε άμεσα μέσω του ESM, καθώς επίσης της κεφαλαιακής συμμετοχής της στην ΕΚΤ, ούτε έμμεσα μέσω του μηχανισμού διακανονισμών των συναλλαγών (Target II, όπου η Γερμανία είναι εκτεθειμένη με περίπου 700 δις €).
Εν τούτοις, η Ελβετία αποφάσισε ξαφνικά, χωρίς να ενημερώσει κανέναν,επιβαρυνόμενη με τεράστιες ζημίες λόγω των συναλλαγματικών της αποθεμάτων σε ευρώ και παρά την αναμφίβολη σοβαρότητα της, να αποδεσμεύσει το νόμισμα της – γεγονός που μοιάζει σαν επιλέγει την έξοδο της από την Ευρωζώνη.
Φυσικά γνωρίζει πως η ενέργεια της αυτή θα έχει σοβαρότατες επιπτώσεις στις επιχειρήσεις της, όπως φάνηκε ήδη από την κατάρρευση των μετοχών τους – οπότε στις εξαγωγές, στο ΑΕΠ, στα δημόσια έσοδα, στο εξαιρετικά πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (γράφημα), στην ανταγωνιστικότητα κοκ.
Συνεχίζοντας, υπό τη συγκεκριμένη οπτική γωνία, θεωρείται σχεδόν βέβαιο πως τα επακόλουθα στην Οικονομία της θα τοποθετηθούν κάτω από το μικροσκόπιο της Γερμανίας – η οποία, διαπιστώνοντας πως τα προβλήματα της Ευρωζώνης επιδεινώνονται συνεχώς, έχει ήδη ένα σχέδιο εξόδου της, το οποίο όμως διστάζει να εφαρμόσει (ανάλυση).
Εάν τυχόν όμως διαπιστώσει πως μία άλλη χώρα, όπως η Ελβετία, η οποία έχει ακόμη μεγαλύτερα πλεονάσματα από την ίδια (γράφημα), θα καταφέρει να μην καταστραφεί εξερχόμενη από την Ευρωζώνη, τότε είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι, οι δισταγμοί της θα μειωθούν σε μεγάλο βαθμό – γεγονός που γνωρίζουν οι επενδυτές, η εμπιστοσύνη των οποίων στο ευρώ περιορίσθηκε εκθετικά.
Περαιτέρω, η έξοδος της Ελβετίας από την Ευρωζώνη δεν οφείλεται μόνο στα νέα πακέτα ρευστότητας που προετοιμάζει η ΕΚΤ, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της ισχύος του ευρώ λόγω της αύξησης των ποσοτήτων του – αλλά, επίσης, στους κινδύνους διάλυσης της νομισματικής ένωσης, οι οποίοι έχουν αυξηθεί υπέρμετρα το τελευταίο χρονικό διάστημα.
Ειδικά εκείνοι που γνωρίζουν πως είναι αδύνατον να διατηρηθεί ένα κοινό νόμισμα, εάν δεν ενωθούν πολιτικά, δημοσιονομικά και τραπεζικά οι χώρες που το έχουν υιοθετήσει, έχουν σχηματίσει την άποψη πως κάτι τέτοιο αποκλείεται να συμβεί – κρίνοντας από τις αντιπαλότητες των χωρών μεταξύ τους, καθώς επίσης από το γεγονός ότι, τα οικονομικά προβλήματα είναι αυτά που τελικά καταστρέφουν ακόμη και τις πιο αγαπημένες οικογένειες.
Εφόσον λοιπόν υποψιάζονται πως δεν θα διατηρηθεί, ενώ η ώρα της κρίσης πλησιάζει, προτιμούν να «αποδράσουν» – στην αρχή από το νόμισμα, πιθανότατα δε στη συνέχεια από τα ευρωπαϊκά ομόλογα. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να εξελιχθεί ως μία «αυτοεκπληρούμενη προφητεία», εντείνοντας τα οικονομικά προβλήματα της Ευρωζώνης και ενισχύοντας τις φυγόκεντρες δυνάμεις εντός της – οι οποίες τελικά θα την κατέστρεφαν.

Οι εκλογές
Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα της Ευρώπης που οδηγείται σε εκλογές το 2015, με ένα αριστερό κόμμα που εκτράφηκε και μεγάλωσε από την κρίση χρέους, καθώς επίσης από τα αποτυχημένα μνημόνια, να διεκδικεί την εξουσία – διαμηνύοντας παντού πως δεν θα τηρήσει καμία από τις δεσμεύσεις της χώρας, ότι δεν θα πληρώνει με κάθε θυσία τα εξωτερικά χρέη του κράτους, καθώς επίσης πως θα προβεί στην πλήρη κατάργηση της πολιτικής λιτότητας.
Οι ίδιες σχεδόν τάσεις επικρατούν στην Ισπανία – όπου ένα ανάλογα αριστερό κόμμα προηγείται στις δημοσκοπήσεις, ενώ φαίνεται ότι θα κερδίσει σημαντικό μερίδιο των ψήφων στις δημοτικές εκλογές του Μάιου. Εάν πράγματι συμβεί κάτι τέτοιο, τότε ενδεχομένως να υπερισχύσει στις εθνικές εκλογές, οι οποίες διεξάγονται στο τέλος του έτους – δημιουργώντας τη δεύτερη εστία πυρκαγιάς στην Ευρωζώνη.
Η Πορτογαλία διεξάγει επίσης εκλογές, στις αρχές του Φθινοπώρου – ενώ η κυβέρνηση της φαίνεται πως μπορεί να τις χάσει, οπότε να αντικατασταθεί από το αριστερό κόμμα. Στην Ιταλία η παραίτηση του προέδρου της δημοκρατίας θα μπορούσε να προκαλέσει πρόωρες εκλογές, κυρίως λόγω των τεράστιων οικονομικών, τραπεζικών και κοινωνικών προβλημάτων της - τα οποία είναι πολύ μεγαλύτερα, από όσο φαντάζεται κανείς.
Στη Μ. Βρετανία μάλλον θα αποφασιστούν εκλογές το Μάιο – όπου κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν φαίνεται να αποκτά την απαιτούμενη πλειοψηφία, ενώ η σημερινή κυβέρνηση συνεργασίας δεν θα καταφέρει πιθανότατα να διατηρηθεί.Εκλογές θα έχουν επίσης η Δανία, η Εσθονία, η Φιλανδία και η Πολωνία – με αποτέλεσμα να αλλάξει εντελώς η «πολιτική εικόνα» της Ευρώπης, εντός του 2015.

Συμπέρασμα
Με βάση όλα τα παραπάνω, πολύ δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς ότι το ευρώ θα καταφέρει να επιβιώσει – ειδικά εάν χώρες όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία υιοθετήσουν την ίδια ρητορική με την Ελλάδα, όσον αφορά το χρέος.
Θα μπορούσε βέβαια να αποδεχθεί η Ευρώπη τον «εκβιασμό» της ελληνικής αντιπολίτευσης, εάν η τελευταία κερδίσει τις εκλογές – διακινδυνεύοντας να απαιτηθούν ανάλογες παραχωρήσεις εκ μέρους άλλων χωρών, όπως φάνηκε ήδη από την Ιρλανδία.
Θα έπρεπε όμως να διατεθούν πάρα πολλά χρήματα, τα οποία ίσως δεν υπάρχουν – ενώ οι Η.Π.Α. δεν είναι ασφαλώς σε θέση, αλλά ούτε και πρόθυμες να αναλάβουν χρέη, όπως κάποτε αυτά της Γερμανίας (1953, όπου όμως το 80% των χρεών ήταν εσωτερικό – ανήκε δηλαδή στους ίδιους τους Γερμανούς).
Στα πλαίσια αυτά, δεν φαίνεται μη ορθολογική η απόφαση της Ελβετίας να αποχωρήσει πρώτη από την Ευρωζώνη – ενώ δεν είναι εύκολο να πεισθεί κανείς πως δεν θα κάνει κάτι ανάλογο η Γερμανία, ακολουθούμενη από τον υπόλοιπο Βορά.
Ολοκληρώνοντας, επειδή πάντοτε υπάρχουν λύσεις για όλα τα προβλήματα, θεωρώ σκόπιμο να υπενθυμίσω την «αριστερή λύση» από προηγούμενο άρθρο του κ. Βιλιάρδου, η οποία είναι η παρακάτω:

Το αριστερό σενάριο
Είναι προφανές ότι, τη στιγμή ακριβώς που θα ψηφιζόταν στην Ελλάδα μία αμιγώς αριστερή κυβέρνηση, θα ακολουθούσε μία μαζική εκροή κεφαλαίων – τόσο από τους ίδιους τους Έλληνες, όσο και από τους ξένους. Η έξοδος αυτή, θα συνοδευόταν από τραπεζικές επιθέσεις (bank run), οι οποίες θα δημιουργούσαν τεράστια προβλήματα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας – με τις χρεοκοπίες, καθώς επίσης με το χάος που τις συνοδεύει, να μην μπορούν να αποκλεισθούν.
Οι επενδυτές θα αποχωρούσαν αφενός μεν προληπτικά, πιθανολογώντας εύλογα ότι, θα επιβαλλόταν περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, αφετέρου επειδή θα φοβόντουσαν πως θα έχαναν τα χρήματα τους. Η αιτία είναι μεταξύ άλλων το ότι, η οικονομική πολιτική μίας τέτοιας κυβέρνησης στον τομέα της εργασίας, των κοινωνικών παροχών κλπ. δεν παράγει πλεονάσματα, από τα οποία να μπορούν να πληρωθούν οι τόκοι και οι δόσεις των δανειακών κεφαλαίων – ενώ, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, μειώνει τα κέρδη των επιχειρήσεων, οπότε προκαλείται η κατάρρευση του χρηματιστηρίου.
Περαιτέρω, είναι πολύ πιθανόν ότι, η Ευρωζώνη θα σταματούσε να ενισχύει τις τράπεζες – οπότε η χώρα θα έπρεπε να υιοθετήσει το δικό της νόμισμα, παραβαίνοντας τη συνθήκη της ζώνης του ευρώ και παύοντας να αποτελεί μέλος της. Επομένως, είναι ουτοπικό το να θεωρεί μία αμιγώς αριστερή κυβέρνηση πως μπορεί να κυβερνήσει, παραμένοντας εντός της Ευρωζώνης.
Ακόμη όμως και να μην συνέβαιναν όλα αυτά, η μονομερής αθέτηση της δανειακής σύμβασης και των μνημονίων, όπως υπόσχεται η «αριστερά» (η ακύρωση μόνο των μνημονίων είναι προφανώς αδύνατη), θα οδηγούσε την Ευρώπη και την ΕΚΤ στο σταμάτημα της τροφοδοσίας των τραπεζών με ρευστότητα.
Επίσης, στην «αναστολή» των δόσεων των εγκεκριμένων δανείων, ενδεχομένως δε και των  ευρωπαϊκών ενισχύσεων (περί τα 20 δις €)  - οπότε η Ελλάδα θα αναγκαζόταν εκ των πραγμάτων (de facto) να δηλώσει αδυναμία πληρωμών, να χρεοκοπήσει, να υιοθετήσει το εθνικό της νόμισμα και να οδηγηθεί εκτός Ευρωζώνης.
Στην περίπτωση αυτή τα πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού, ακόμη και αν ήταν πραγματικά, θα μετατρεπόταν σε χρόνο μηδέν σε συνεχώς αυξανόμενα ελλείμματα – αφού, μαζί με τις τράπεζες, θα κατέρρεε και η οικονομία, οπότε το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του δημοσίου θα αποτελούσε παρελθόν.
Θα ήταν δε τυχερή η Ελλάδα, εάν δεν επικρατούσε το απόλυτο χάος, με όλα όσα κάτι τέτοιο το συνοδεύουν (πλήρης παράλυση της οικονομικής ζωής, κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας, επιθέσεις σε καταστήματα κοκ.).
Ο μοναδικός τρόπος λοιπόν για να κυβερνήσει η αριστερά, είναι η ελεγχόμενη υιοθέτηση του εθνικού νομίσματος, με τη βοήθεια και τη συμφωνία της Ευρωζώνης – μετά από μία διαπραγμάτευση, έτσι ώστε:
(α)  είτε να διαγραφεί ένα σημαντικό μέρος του δημοσίου χρέους – της τάξης των 240 δις €, έτσι ώστε το χρέος ως προς το ΑΕΠ να είναι της τάξης του 50%,
(β)  είτε να μετατραπεί το συνολικό εξωτερικό χρέος της Ελλάδας (δημόσιο και ιδιωτικό) στις νέες δραχμές, με τη σωστή ισοτιμία – παράλληλα με την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του, με μηδενικά επιτόκια, με «ρήτρα εξαγωγών» κλπ. Εάν εξασφαλιζόταν παράλληλα και η ενίσχυση του «δραχμικού» τραπεζικού συστήματος για ένα έτος από την ΕΚΤ, έτσι ώστε να απορροφηθούν οι αρχικές «δονήσεις», θα ήταν εξαιρετικά θετικό.
Η διαπραγμάτευση θεωρείται εφικτή, επειδή δεν συμφέρουν την Ευρωζώνη οι ανεξέλεγκτες καταστάσεις – ενώ μάλλον δεν θα επέμενε στο να παραμείνει η Ελλάδα μέλος της. Το πρόβλημα βέβαια επικεντρώνεται στο ότι, η διαπραγμάτευση θα έπρεπε να προηγηθεί της ανόδου της αριστεράς στην εξουσία – αφού διαφορετικά οι ζημίες που θα προκαλούνταν τις πρώτες ημέρες θα ήταν πολύ σοβαρές, πόσο μάλλον όταν είναι αδύνατον να ακολουθήσει αμέσως μετά τις εκλογές το απαιτούμενο κλείσιμο των τραπεζών (Bank holidays), ο περιορισμός των αναλήψεων κλπ.
Περαιτέρω, η υιοθέτηση του εθνικού νομίσματος θα έπρεπε να συνοδευθεί από πολλές άλλες ενέργειες – μεταξύ των οποίων η εθνικοποίηση των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας της Ελλάδος, ο περιορισμός στις αναλήψεις, καθώς επίσης στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, η δημιουργία συναλλαγματικών αποθεμάτων, η αναζήτηση νέων συμμάχων και εξαγωγικών αγορών, οι προσπάθειες αυτάρκειας της ελληνικής οικονομίας, η επιβολή δασμών για την «επιδότηση» της εγχώριας βιομηχανίας (αν και κάτι τέτοιο δεν είναι συμβατό με την ΕΕ), η έκδοση ομολόγων, με αποδέκτες τους Έλληνες καταθέτες κοκ.
Όλα αυτά, αν και εφικτά στην επίτευξη τους, απαιτούν προφανώς την ύπαρξη εξαιρετικά ικανών στελεχών τόσο στην κυβέρνηση, όσο και σε νευραλγικές θέσεις της οικονομίας. Πολύ περισσότερο στην κεντρική τράπεζα, αφού η εισαγωγή της δραχμής, καθώς επίσης η επανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας, δεν είναι καθόλου εύκολο να δρομολογηθεί χωρίς μεγάλους «κλυδωνισμούς» – μεταξύ των οποίων τη ραγδαία υποτίμηση του νομίσματος, την έλλειψη βασικών αγαθών (φάρμακα, ενέργεια) και τις μεγάλες  πληθωριστικές πιέσεις.
Σε κάθε περίπτωση όμως, μετά από ένα πολύ επώδυνο πρώτο διάστημα, εάν η υιοθέτηση του εθνικού νομίσματος δρομολογούταν σωστά και ελεγχόμενα, η Ελλάδα θα μπορούσε να αντικρίσει ξανά με ελπίδα το μέλλον - γεγονός που είναι αδύνατον να συμβεί ποτέ, όσο η Τρόικα παραμένει στην πατρίδα μας, εφαρμόζοντας την εγκληματική πολιτική της.
www.analyst.gr

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More