η εργατική τάξη πρέπει να παρουσιάσει το δικό της συμφέρον ως γενικό. Ως εθνικό συμφέρον. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, πραγματικά το δικό της συμφέρον συμπίπτει με το γενικό συμφέρον:
«…κάθε τάξη που αγωνίζεται για την κυριαρχία, ακόμα κι αν η κυριαρχία της, όπως συμβαίνει με το προλεταριάτο, απαιτεί την κατάργηση της παλιάς μορφής της κοινωνίας στο σύνολο της και της ίδιας της κυριαρχίας, πρέπει πρώτα να κατακτήσει για τον εαυτό της την πολιτική εξουσία με σκοπό να παρουσιάσει με τη σειρά της τα συμφέροντα της σαν το γενικό συμφέρον, πράγμα που είναι αναγκασμένη να το κάνει τον πρώτο καιρό…….Γιατί κάθε καινούργια τάξη που μπαίνει στη θέση μιας άλλης που κυριαρχούσε πριν από αυτήν, είναι υποχρεωμένη, απλώς για να πραγματοποιήσει το σκοπό της, να παρουσιάζει το συμφέρον της σαν κοινό συμφέρον όλων των μελών της κοινωνίας, ή, για να το εκφράσουμε με ιδεατή μορφή: πρέπει να δώσει στις ιδέες της τη μορφή: πρέπει να δώσει στις ιδέες της τη μορφή της καθολικότητας, και να τις παρουσιάζει σαν τις μόνες λογικές και καθολικά έγκυρες. Η τάξη που κάνει μια επανάσταση εμφανίζεται ευθύς εξ’ αρχής, έστω και μόνο επειδή αντιτίθεται σε μια τάξη, όχι σα μια τάξη, αλλά σαν εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας. Εμφανίζεται σαν ολόκληρη η μάζα της κοινωνίας που αντιμετωπίζει την κυρίαρχη τάξη»
Κ Μαρξ – Φρ. Ένγκελς «Η Γερμανική Ιδεολογία», εκδ. Gutenberg, ΑΘΗΝΑ 1978 ; ( μετάφραση-επιμέλεια Κ. Φιλίνη) σελ. 79, 95-96
του Λευτέρη Ριζά
«Οι μεγάλες, κορυφαίες, στρατηγικές επιλογές του αστισμού μας, αυτές που μεγαλόστομα και γεμάτος αισιοδοξία κι αυτοπεποίθηση παρουσίασε σαν μεγάλες εθνικές επιτυχίες, δηλαδή η ένταξη το ΝΑΤΟ και στην ΕΟΚ, δεν φαίνεται να του έλυσαν κανένα από τα σημαντικά και καίρια προβλήματα του.
Ούτε τα εθνικά συμφέροντα και διεκδικήσεις του ούτε την οικονομική πρόοδο και ευημερία του τόπου και του λαού». Έτσι άρχιζα ένα άρθρο μου με τίτλο «Ο αστισμός σε αδιέξοδο, ο λαός και το έθνος σε κίνδυνο», δημοσιευμένο στη ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ [MONTHLY REVIEW], τεύχος 57, το Δεκέμβρη του 1992!!!
Από τότε τα αδιέξοδα του αστισμού μας παραμένουν τα ίδια και έχουν προστεθεί και νέα. Η κατάσταση στα εθνικά μας θέματα παραμένει επικίνδυνα στάσιμη και στο μέγα ζήτημα, το Κυπριακό, είναι μάλλον πολύ χειρότερα. Αιγαίο, Θράκη, Σκοπιανό, νέο δίκαιο της θάλασσας κλπ δεν έχουν κάνει ούτε μισό βήμα για τη λύση τους. Λύση που να ικανοποιεί τα δίκαια της Ελλάδας, να εξασφαλίζει και προάγει την βελτίωση της ζωής και τη χειραφέτηση του λαού.
Δίκαια που αφορούν την ύπαρξη μας ως λαού και ως έθνους. Και που δεν αποτελούν «δίκαια» που προβάλλονται και διεκδικούνται από την αστική ή ακόμα και «ιμπεριαλιστική» Ελλάδα και τα οποία κακώς υιοθετεί ή ακολουθεί ο λαός, το λαϊκό κίνημα, γινόμενο έτσι θύμα της αστικής ιδεολογίας, των αστικών και ιμπεριαλιστικών συμφερόντων. Αυτό θεωρούν πώς στην πραγματικότητα συμβαίνει πολλοί που ανήκουν σε διάφορες ομάδες της «επαναστατικής» αριστεράς αλλά και το ΚΚΕ. Το τελευταίο σε μόνιμη σχεδόν βάση καλεί την εργατική τάξη και το λαό να μην πέσει στην παγίδα που του στήνουν η αστική τάξη, ο ιμπεριαλισμός, το κεφάλαιο, τα μονοπώλια,να μην «αποπροσανατολιστεί» κλπ. Οι κυρίαρχες τάξεις, όπως τώρα η αστική , ο ιμπεριαλισμός, τα μονοπώλια – όλες οι αντεπαναστατικές δυνάμεις – πάντοτε προσπαθούν να παρουσιάσουν τα συμφέροντα τους ως συμφέροντα όλου του λαού, του έθνους. Αυτό είναι γνωστό. Αλλά κάθε τάξη αυτό κάνει πάντοτε. Ακόμα και η εργατική πρέπει να παρουσιάσει το δικό της συμφέρον ως γενικό. Ως εθνικό συμφέρον. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, πραγματικά το δικό της συμφέρον συμπίπτει με το γενικό συμφέρον. Για να το πούμε με τα ίδια τα λόγια των Μαρξ-Ένγκελς:
«…κάθε τάξη που αγωνίζεται για την κυριαρχία, ακόμα κι αν η κυριαρχία της, όπως συμβαίνει με το προλεταριάτο, απαιτεί την κατάργηση της παλιάς μορφής της κοινωνίας στο σύνολο της και της ίδιας της κυριαρχίας, πρέπει πρώτα να κατακτήσει για τον εαυτό της την πολιτική εξουσία με σκοπό να παρουσιάσει με τη σειρά της τα συμφέροντα της σαν το γενικό συμφέρον, πράγμα που είναι αναγκασμένη να το κάνει τον πρώτο καιρό…….Γιατί κάθε καινούργια τάξη που μπαίνει στη θέση μιας άλλης που κυριαρχούσε πριν από αυτήν, είναι υποχρεωμένη, απλώς για να πραγματοποιήσει το σκοπό της, να παρουσιάζει το συμφέρον της σαν κοινό συμφέρον όλων των μελών της κοινωνίας, ή, για να το εκφράσουμε με ιδεατή μορφή: πρέπει να δώσει στις ιδέες της τη μορφή: πρέπει να δώσει στις ιδέες της τη μορφή της καθολικότητας, και να τις παρουσιάζει σαν τις μόνες λογικές και καθολικά έγκυρες. Η τάξη που κάνει μια επανάσταση εμφανίζεται ευθύς εξ’ αρχής, έστω και μόνο επειδή αντιτίθεται σε μια τάξη, όχι σα μια τάξη, αλλά σαν εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας. Εμφανίζεται σαν ολόκληρη η μάζα της κοινωνίας που αντιμετωπίζει την κυρίαρχη τάξη» [1]
Στο σημείο αυτό έχουν εμφανιστεί μια σειρά δυσκολίες στο εργατικό κίνημα, που προέρχονται από το πώς ερμήνευσαν και εξακολουθούν να ερμηνεύουν κάποιες άλλες διατυπώσεις των δύο ιδρυτών του «επιστημονικού σοσιαλισμού». Στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» διαβάζουμε τα εξής για την σχέση προλεταριάτου, έθνους και πατρίδας: «Η σύγχρονη βιομηχανική εργασία, η σύγχρονη υποδούλωση στο κεφάλαιο, που είναι ίδια στην Αγγλία και τη Γαλλία, στην Αμερική και τη Γερμανία, αφαίρεσε από τον προλετάριο κάθε εθνικό χαρακτήρα». Και αμέσως παρακάτω: «Η πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, αν όχι στο περιεχόμενο, στη μορφή είναι κατ’ αρχήν εθνική. Φυσικά, το προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει να ξεμπερδέψει πριν απ’ όλα με τη δική του αστική τάξη». Εδώ τα πράγματα φαίνεται να ξεκαθαρίζουν. Ο αγώνας, αν όχι στο περιεχόμενο, αλλά στη μορφή του είναι κατ΄ αρχήν εθνικός. Γιατί το προλεταριάτο πρέπει να ξεμπερδέψει πριν απ’ όλα με τη δική του αστική τάξη. Που βέβαια τώρα πια, την εποχή του ιμπεριαλισμού, είναι με χιλιάδες νήματα συνδεδεμένη με τις άλλες εθνικές αστικές.
Από το 1992 πέρασαν μέχρι σήμερα 22 χρόνια. Στο διάστημα αυτό γνωρίσαμε αρκετές κυβερνήσεις, τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της Ν.Δ. Η Ελλάδα έγινε μέλος πια της ΕΕ και η δραχμή μας έδωσε τη θέση της στο ευρώ. Η «ισχυρή» Ελλάδα προβλήθηκε ως μεγάλο επίτευγμα μας γι αυτό το λόγο, κυρίως από τον «μέγα» εκσυγχρονιστή κ. Κ. Σημίτη και την Κυβέρνηση του. Βέβαια ο ίδιος και οι περί αυτών πιστοί συνεργάτες του, αντιμετώπισαν σοβαρές προκλήσεις και έδωσαν εξετάσεις ανικανότητας και εθελοδουλίας, όπως αυτή στα Ίμια. Δεν έδειξαν να κατάλαβαν την προσημείωση στο Αιγαίο που έκαναν τότε οι Τούρκοι.
Στα χρόνια της κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ και ιδιαίτερα του «εκσυγχρονισμού» τα οικονομικά μας πράγματα δεν πήγαν καθόλου καλύτερα. Τουλάχιστον για το λαό. Να θυμηθούμε μόνο την κρίση του χρηματιστηρίου και τίποτα άλλο. Με τη γνωστή φούσκα του χρηματιστηρίου δεν συνέβηκε μόνο η πιο μεγάλη αναδιανομή πλούτου σε βάρος της λαϊκής αποταμίευσης, αλλά στην ουσία πήραν πίσω ότι χρήμα είχαν μοιράσει τα προηγούμενα χρόνια προς τα «κάτω». Μιλάμε δε για το «σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου», επειδή το χρήμα που κατευθύνθηκε σε αυτό και τις επιχειρήσεις, δεν τροφοδότησε επενδύσεις ούτε συνέβαλε στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας.
Ήταν ήδη γνωστό και στην ΕΕ «Στην Ελλάδα η φτώχεια είναι χειρότερη από ό,τι στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. Ότι το χάσμα φτωχών – πλουσίων είναι από τα υψηλότερα στην Ε.Ε. και συνεχώς διευρύνεται, την ώρα που ο ένας στους πέντε Έλληνες ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, όπως αυτό έχει προσδιοριστεί πανευρωπαϊκά, και με ελάχιστες ελπίδες λύτρωσης καθώς η χώρα μας κατέχει τη δεύτερη θέση στην Ένωση στη μακροχρόνια φτώχεια, σημείωνε ο Πέδρο Σόλμπες απαντώντας σε ερώτηση του Μιχάλη Παπαγιαννάκη [2]
Βέβαια τα στοιχεία που είχε στη διάθεση της η ΕΕ και ο πρόεδρος κάλυπταν μόνο την περίοδο 1980 μέσα δεκαετίας 1990. Μέχρι δηλαδή το 1995. Δυστυχώς για ένα σημαντικό τμήμα του λαού, τα πράγματα δεν καλυτέρεψαν ούτε στη συνέχεια. Δηλαδή επί κυβερνήσεως Ν.Δ. (Κωνσταντίνου Μητσοτάκη) αλλά και ούτε επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ (Ανδρέα Παπανδρέου και «εκσυγχρονιστή» Κ. Σημίτη).
Σειρά ερευνών και δημοσιευμάτων στον τύπο έφερνε στο φως της δημοσιότητας την έκταση της φτώχειας στην Ελλάδα, όπου το 22% σχεδόν του πληθυσμού της ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας [3]. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε τα επόμενα χρόνια [4]. Αποκαλυπτικός ο τίτλος του άρθρου του Ν. Νικολάου στο ΒΗΜΑ(05-10-2003) «Πού πάει ο πλούτος; * Με αύξηση του ΑΕΠ 4,2% οι αριθμοί ευημερούν και οι άνθρωποι δυστυχούν». Ο ίδιος πάλι έγκυρος δημοσιογράφος σε άλλο άρθρο του διερωτάτο: «H επεξεργασία της φτώχειας… Μπορεί να συμβιβασθεί ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης της χώρας με τη μη υποχωρούσα ανεργία, τον ανερχόμενο πληθωρισμό και τη διευρυνόμενη φτώχεια;» και έγραφε σχετικά:
«. H τελευταία έρευνα της Eurostat που απέδειξε ότι το ποσοστό της φτώχειας στην Ελλάδα έχει εδραιωθεί από το 1995 στο 20% του πληθυσμού αποδεικνύει ότι οι εισοδηματικές ανισότητες είναι πια παγιωμένες και η κοινωνία των 2/3 καθεστώς. H οικονομική ανάπτυξη με τη μορφή που πραγματοποιείται στη χώρα μας δεν διαχέει την ευημερία στο σύνολο του πληθυσμού, ενώ η κοινωνική πολιτική λόγω δημοσιονομικής ένδειας δεν μπορεί να καλύψει τις εισοδηματικές υστερήσεις των στρωμάτων αυτών». [ΤΟ ΒΗΜΑ , 27-07-2003]
Ακόμα κι όταν έρευνες μιλούσαν για περιορισμό της φτώχειας, αυτή δεν έπεφτε κάτω από το 20%. Έτσι σύμφωνα με εκτιμήσεις του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, μέσα σε μια δεκαπενταετία (από το 1988 έως και το 2003), το ποσοστό των Ελλήνων που διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχειας μειώθηκε από 24% σε 20%. [5]
Αν κάτι πρέπει οπωσδήποτε να συγκρατήσουμε είναι ότι παρά τον «σοσιαλισμό» μας, παρά τον «εκσυγχρονισμό» μας, παρά τις προσπάθειες και υποσχέσεις και του Κώστα Καραμανλή και της ΝΔ., παρά το γεγονός ότι ακόμα δεν είχε ξεσπάσει η κρίση σε όλο σχεδόν τον καπιταλιστικό / ιμπεριαλιστικό κόσμο, παρά δηλαδή την «ανάπτυξη» που με χαρά και υπερηφάνεια διατυμπάνιζαν πολιτικοί και οικονομολόγοι, στην χώρα μας – και βεβαίως όχι μόνο – ένα ποσοστό 20-24% του πληθυσμού ζούσε κοντά και κάτω από το όριο της φτώχειας. Παρόλο ότι τότε δεν κυριαρχούσε η νεοφιλελεύθερη πολιτική και ούτε η κ. Αγγ. Μέρκελ δεν βρισκότανε στο τιμόνι της Γερμανίας – που είχε την τύχη να κυβερνάει το ιστορικό Σοσιαλδημοκρατικό της κόμμα υπό την εμπνευσμένη καθοδήγηση του Γκέρχαρντ Σραίντερ. Για όποιον γνωρίζει γραφή και ανάγνωση είναι γνωστό ότι η ανεργία και η φτώχεια είναι ενδημικό φαινόμενο του καπιταλισμού και δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά σε κάποια συνταγή οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται ή αποκλειστικά σε κάποιο αστικό οικονομικό δόγμα της μόδας. Μπορεί η Α ή Β πολιτική, το Α ή Β οικονομικό δόγμα, πάντα στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος, εδώ ή εκεί να επηρεάζουν ασφαλώς το ρυθμό «ανάπτυξης» ή τον αριθμό των ανέργων και φτωχών, αλλά ποτέ δεν πρόκειται να επαλειφθούν τέτοιες καταστάσεις και φαινόμενα με μια απλή αλλαγή της πολιτικής ή του δόγματος της μόδας, αν κι εφόσον εμπνέονται και υπηρετούν τις βασικές αρχές του κεφαλαιοκρατικού συστήματος.
Η φτώχεια και η ανεργία μετά την κρίση που ενέσκηψε και στην Ελλάδα, τα Μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους, εκτινάχτηκαν σε ύψη που είχαμε ξεχάσει [6]. Ζούμε σε καταστάσεις που είναι πια σε όλους μας γνωστές, οικείες, καθημερινές. Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε στοιχεία. Εκτός μόνο ότι μέσα στην κρίση και όχι παρά την κρίση, αλλά πιθανώς χάρη στην κρίση, αυξήθηκαν οι εκατομμυριούχοι – ακόμα και οι δισεκατομμυριούχοι – ανά τον κόσμο και βέβαια και στην Ελλάδα [7].
Η φτώχεια λοιπόν, μαζί με την ανεργία, προϋπήρχαν στην χώρα μας, της κρίσης και των Μνημονίων. Ένα ποσοστό 20-24 % φτωχών δεν είναι καθόλου μικρό νούμερο. Μόνο που ευχαριστημένοι και κάπως ευχαριστημένοι της κοινωνίας μας, δηλαδή τα 2/3 της, δεν ήθελε να ξέρει για το υπόλοιπο 1/3, πώς ζει, ποια τα προβλήματα του, κλπ. Με την κρίση και τα Μνημόνια αυτό το 2/3 μειώθηκε και αυξήθηκε το υπόλοιπο. Αυτοί που έχασαν τις δουλειές τους, τις αποταμιεύσεις τους, τη δυνατότητα τους να ζουν όπως προηγούμενα, που κινδυνεύουν να χάσουν τα σπίτια τους, που έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους, που τα παιδιά τους αναγκάστηκαν – με σπουδές και πτυχία στα χέρια τους – να πάρουν των ομματιών τους και να ξενιτευτούνε προκειμένου να βρούνε δουλειά στα νέα σκλαβοπάζαρα, όλοι αυτοί είναι πολλοί. Είναι ανήσυχοι, αγανακτισμένοι, ψάχνουν να βρούνε μια διέξοδο, μια λύση στα προβλήματα τους. Και μοιραία εγκαταλείπουν τα κόμματα και τους πολιτικούς που θεωρούν ότι είναι υπεύθυνοι για τη σημερινή τους κατάσταση.
Αυτός ο κόσμος, όμως, είναι που τα προηγούμενα χρόνια εξασφάλισε ή μάλλον του εξασφαλίσανε, μια άνοδο του βιοτικού του επιπέδου, καλύτερη κατοικία – σε νέα προάστια – μαζί ίσως με κάποιο εξοχικό, ίσως και με πισίνα, ιδιωτικό αυτοκίνητο ή και αυτοκίνητα (για τη σύζυγο και τα παιδιά), διακοπές το καλοκαίρι – ίσως και στο εξωτερικό – και ταξίδια αναψυχής Χριστούγεννα-Πάσχα, διασκέδαση σε κέντρα με μουσικές και τραγούδια, κλπ. Θα μου πείτε κακό ήτανε όλο αυτό το σκηνικό; Όχι αν όλα αυτά ήτανε αποτέλεσμα μιας πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης – και ανάπτυξη δεν σημαίνει απλά και μόνο αύξηση ΑΕΠ και λίγο καλύτερη διανομή του. Γιατί τέτοιου είδους «ανάπτυξη» – μεγάλωμα του ΑΕΠ, μπορεί να μην προέρχεται από «υγιή» προσπάθεια. Μπορεί θαυμάσια δηλαδή το ΑΕΠ να αυξάνει γιατί γινόμαστε γκαρσόνια της Ευρώπης και του άλλου κόσμου. Μπορεί γιατί παράγουμε και διοχετεύουμε στην παγκόσμια αγορά ναρκωτικά, όπως καλή ώρα συμβαίνει με χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας [ στην Τουρκία είχαν πριν χρόνια επιβληθεί κυρώσεις γιατί παρήγαγε τέτοια «αγαθά», από την παπαρούνα].
Η κατά την αριστερά η οικονομική ανάπτυξη πρέπει να στηρίζεται πρώτα από όλα στις δικές μας δυνάμεις, να αξιοποιεί όλο τον πλούτο μας: γεωργικό, κτηνοτροφικό, υπόγειο, θαλάσσιο, υποθαλάσσιο και υδάτινο, μεταποίηση, τουρισμό κλπ. Να πρόκειται δηλαδή για «Αυτοδύναμη» ανάπτυξη [Προσοχή: αυτοδυναμία δεν ταυτίζεται καθόλου μα καθόλου με την αυτάρκεια]. Να μην περιορίζεται δε μόνο στην «οικονομία», αλλά να αγκαλιάζει το σύνολο της κοινωνικής ζωής και το κάθε άτομο ξεχωριστά και σε όλες τις εκδηλώσεις της: πνευματική ανάπτυξη, επιστημονική, καλλιτεχνική, κλπ.
Και βέβαια ένα τέτοιο «μοντέλο» ανάπτυξης που να ξεκινάει, να στηρίζεται, να κινητοποιεί τον λαό. Εργάτες, αγρότες, επιστήμονες, νέους και νέες, αυτοαπασχολούμενους κλπ. Ένα «μοντέλο» ανάπτυξης οικονομικής, κοινωνικής, πολιτισμικής που να εμπνέεται από, και να στεριώνει τη συλλογική μας Ανεξαρτησία, δηλαδή την Εθνική μας Ανεξαρτησία και που γι αυτό θα είμαστε υπερήφανοι. Ένα «μοντέλο» ανάπτυξης που δεν θα στοχεύει απλά και μόνο να μας καταστήσει «ανταγωνιστικούς» στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας – που δεν είναι τώρα άλλος από τον άνισο και ιεραρχημένο καπιταλιστικό/ ιμπεριαλιστικό, συμπλήρωμα κάποιων άλλων εθνικών οικονομιών ή κάποιων μεγάλων και πάρα πολύ μεγάλων διεθνών και παγκόσμιων μονοπωλίων. Μια τέτοια ανάπτυξη στα πλαίσια της σκλαβιάς, της υποδούλωσης, της ανασφάλειας, της ταπείνωσης μας σαν ανθρώπων και Ελλήνων, προφανώς η αριστερά δεν την θέλει και ούτε την επιδιώκει.
Υποταγή συνεπώς στα κελεύσματα και συμφέροντα του καπιταλισμού / ιμπεριαλισμού ή όχι; Αυτό είναι το δίλημμα που μπαίνει σήμερα στον ελληνικό λαό, στους λαούς όλης της Ευρώπης, όλου του Κόσμου. Είναι ένα δίλημμα που πάει πολύ πιο πέρα από το δίλημμα με τη Μέρκελ και το νεοφιλελευθερισμό ή με την ανάπτυξη και την Ευρώπη των λαών, κλπ κλπ. Το ζήτημα δεν είναι να αλλάξουμε «πολιτικές» μέσα στο ίδιο πλαίσιο: της κυριαρχίας του κεφαλαιοκρατικού ιμπεριαλισμού. Είναι εντελώς ουτοπικό, αντιδραστικό να πιστεύουμε και να αγωνιζόμαστε για έναν καπιταλισμό χωρίς τα μονοπώλια, χωρίς τον ιμπεριαλισμό, που θα μας εξασφαλίσει τάχατες την ειρήνη, τη δημοκρατία, την ελευθερία, την παγκόσμια αδελφοσύνη κλπ κλπ. Αυτά είναι μικροαστικά όνειρα που βέβαια σε τελική ανάλυση στεριώνουν την κυριαρχία του κεφαλαιοκρατικού / ιμπεριαλιστικού συστήματος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Κ Μαρξ – Φρ. Ένγκελς «Η Γερμανική Ιδεολογία», εκδ. Gutenberg, ΑΘΗΝΑ 1978 ; ( μετάφραση-επιμέλεια Κ. Φιλίνη) σελ. 79, 95-96
2- βλ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – 1/6/001, σελ. 25.
Βλ επίσης «Κοινοβουλευτικές ερωτήσεις. 22 Μαρτίου 2001 H-0322/01». Θέμα: Καταπολέμηση της φτώχειας στην Ελλάδα. Η Ερώτηση του ευρωβουλευτή τότε, μακαρίτη πια, Μιχάλη Παπαγιαννάκη ήταν η εξής: Θα μπορούσε η Επιτροπή να με πληροφορήσει εάν η ελληνική κυβέρνηση της έχει κοινοποιήσει και πότε συγκεκριμένα προγράμματα και σχέδια δράσης για την καταπολέμηση του φαινομένου της φτώχειας, δεδομένου ότι η απορροφητικότητα του προηγουμένου ελληνικού σχετικού επιχειρησιακού προγράμματος κινήθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα; Θεωρεί η Επιτροπή, δεδομένου ότι η Ελλάδα παρουσιάζει επίσης πολύ υψηλό επίπεδο ανεργίας, σχεδόν ανύπαρκτη κατάρτιση και τις χαμηλότερες δαπάνες για την εκπαίδευση, παράγοντες που είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τη φτώχεια, ότι μπορούν να καταπολεμηθούν ουσιαστικά οι βασικές αιτίες της φτώχειας με την απλή παροχή κοινωνικών επιδομάτων στους φτωχούς.
Και η απάντηση: «Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής (CΟΜ(2000) 0594 τελ.), η Ελλάδα παρουσιάζει μεγάλο χάσμα πλουσίων και φτωχών και τη δεύτερη υψηλότερη εμμονή στη φτώχεια, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από την πρόσφατη έκθεση της Επιτροπής για την κοινωνική συνοχή. Στο τμήμα 2.2 «Φτώχεια» επισημαίνεται ότι, στην Πορτογαλία και στην Ελλάδα, το 21-22% του πληθυσμού έχει εισοδήματα κάτω του ορίου της φτώχειας, ενώ στην Ελλάδα το 10% του πληθυσμού πλήττεται από επίμονη φτώχεια.
Στην απάντηση του ο πρόεδρος επεσήμαινε ότι «ένα πολύ σημαντικό γεγονός, ότι αναφερόμαστε μόνο στα στοιχεία για το 1995. Όταν θα έχουμε στη διάθεσή μας στοιχεία για άλλα χαρακτηριστικά ή για άλλες περιόδους, πιθανώς η κατάσταση θα είναι διαφορετική».
3- Βλ.: – TA ΝΕΑ 27/4/2000 – Μ. Πέμπτη , ΣΕΛ. 14 ««ΘΛΙΒΕΡΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΑΠΟ ΤΗ EUROSTAT ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΡΙΑΣ ΤΟΥ Ε.Κ.Κ.Ε ΗΡΑΣ ΕΜΚΕ-ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΥ – Κάτω από το όριο της φτώχειας 4 στους 10 ηλικιωμένους.»
«Τετραμελής οικογένεια προσπαθεί να τα «φέρει βόλτα» με 40.000 το μήνα και ένα επίδομα 30.000 δρχ. που παίρνουν κάθε δυόμισι μήνες – Στα όρια της φτώχειας , η περηφάνια περισσεύει»
[ ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Μαρία Νταλιάνη].
«Μεγαλώνει η «ψαλίδα» φτωχών και πλούσιων νοικοκυριών σε εκτός κέντρου περιοχές»: Βασίζεται στην έρευνα που αναφέρεται στην προηγούμενη αναγραφή και πίνακες. {χρονικά έπεται, αλλά εγώ ξεκίνησα ανάποδα}.
4- βλ. Καθημερινή Κυριακής 3/8/03:«Aπομεινάρια της ζωής έξω από την καντίνα» και «Tρέφονται με τα «σάπια» της λαϊκής»
-«Η φτώχεια απειλεί 1 στους 5 Έλληνες» (Του ΜΠΑΜΠΗ ΜΙΧΑΛΗ): «Παρά το γεγονός ότι η φτώχεια μειώθηκε στην Ελλάδα κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες από το 1995, στα τέλη του 2001 ένας στους πέντε Έλυνες ζούσε με αυτήν την απειλή» [ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 18/12/2003]
5 – Μαρία Δεληθανάση «Περιορίστηκε η φτώχεια στην Ελλάδα» [ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ 9/4/06]
«…κάθε τάξη που αγωνίζεται για την κυριαρχία, ακόμα κι αν η κυριαρχία της, όπως συμβαίνει με το προλεταριάτο, απαιτεί την κατάργηση της παλιάς μορφής της κοινωνίας στο σύνολο της και της ίδιας της κυριαρχίας, πρέπει πρώτα να κατακτήσει για τον εαυτό της την πολιτική εξουσία με σκοπό να παρουσιάσει με τη σειρά της τα συμφέροντα της σαν το γενικό συμφέρον, πράγμα που είναι αναγκασμένη να το κάνει τον πρώτο καιρό…….Γιατί κάθε καινούργια τάξη που μπαίνει στη θέση μιας άλλης που κυριαρχούσε πριν από αυτήν, είναι υποχρεωμένη, απλώς για να πραγματοποιήσει το σκοπό της, να παρουσιάζει το συμφέρον της σαν κοινό συμφέρον όλων των μελών της κοινωνίας, ή, για να το εκφράσουμε με ιδεατή μορφή: πρέπει να δώσει στις ιδέες της τη μορφή: πρέπει να δώσει στις ιδέες της τη μορφή της καθολικότητας, και να τις παρουσιάζει σαν τις μόνες λογικές και καθολικά έγκυρες. Η τάξη που κάνει μια επανάσταση εμφανίζεται ευθύς εξ’ αρχής, έστω και μόνο επειδή αντιτίθεται σε μια τάξη, όχι σα μια τάξη, αλλά σαν εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας. Εμφανίζεται σαν ολόκληρη η μάζα της κοινωνίας που αντιμετωπίζει την κυρίαρχη τάξη»
Κ Μαρξ – Φρ. Ένγκελς «Η Γερμανική Ιδεολογία», εκδ. Gutenberg, ΑΘΗΝΑ 1978 ; ( μετάφραση-επιμέλεια Κ. Φιλίνη) σελ. 79, 95-96
«Οι μεγάλες, κορυφαίες, στρατηγικές επιλογές του αστισμού μας, αυτές που μεγαλόστομα και γεμάτος αισιοδοξία κι αυτοπεποίθηση παρουσίασε σαν μεγάλες εθνικές επιτυχίες, δηλαδή η ένταξη το ΝΑΤΟ και στην ΕΟΚ, δεν φαίνεται να του έλυσαν κανένα από τα σημαντικά και καίρια προβλήματα του.
Ούτε τα εθνικά συμφέροντα και διεκδικήσεις του ούτε την οικονομική πρόοδο και ευημερία του τόπου και του λαού». Έτσι άρχιζα ένα άρθρο μου με τίτλο «Ο αστισμός σε αδιέξοδο, ο λαός και το έθνος σε κίνδυνο», δημοσιευμένο στη ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ [MONTHLY REVIEW], τεύχος 57, το Δεκέμβρη του 1992!!!
Από τότε τα αδιέξοδα του αστισμού μας παραμένουν τα ίδια και έχουν προστεθεί και νέα. Η κατάσταση στα εθνικά μας θέματα παραμένει επικίνδυνα στάσιμη και στο μέγα ζήτημα, το Κυπριακό, είναι μάλλον πολύ χειρότερα. Αιγαίο, Θράκη, Σκοπιανό, νέο δίκαιο της θάλασσας κλπ δεν έχουν κάνει ούτε μισό βήμα για τη λύση τους. Λύση που να ικανοποιεί τα δίκαια της Ελλάδας, να εξασφαλίζει και προάγει την βελτίωση της ζωής και τη χειραφέτηση του λαού.
Δίκαια που αφορούν την ύπαρξη μας ως λαού και ως έθνους. Και που δεν αποτελούν «δίκαια» που προβάλλονται και διεκδικούνται από την αστική ή ακόμα και «ιμπεριαλιστική» Ελλάδα και τα οποία κακώς υιοθετεί ή ακολουθεί ο λαός, το λαϊκό κίνημα, γινόμενο έτσι θύμα της αστικής ιδεολογίας, των αστικών και ιμπεριαλιστικών συμφερόντων. Αυτό θεωρούν πώς στην πραγματικότητα συμβαίνει πολλοί που ανήκουν σε διάφορες ομάδες της «επαναστατικής» αριστεράς αλλά και το ΚΚΕ. Το τελευταίο σε μόνιμη σχεδόν βάση καλεί την εργατική τάξη και το λαό να μην πέσει στην παγίδα που του στήνουν η αστική τάξη, ο ιμπεριαλισμός, το κεφάλαιο, τα μονοπώλια,να μην «αποπροσανατολιστεί» κλπ. Οι κυρίαρχες τάξεις, όπως τώρα η αστική , ο ιμπεριαλισμός, τα μονοπώλια – όλες οι αντεπαναστατικές δυνάμεις – πάντοτε προσπαθούν να παρουσιάσουν τα συμφέροντα τους ως συμφέροντα όλου του λαού, του έθνους. Αυτό είναι γνωστό. Αλλά κάθε τάξη αυτό κάνει πάντοτε. Ακόμα και η εργατική πρέπει να παρουσιάσει το δικό της συμφέρον ως γενικό. Ως εθνικό συμφέρον. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, πραγματικά το δικό της συμφέρον συμπίπτει με το γενικό συμφέρον. Για να το πούμε με τα ίδια τα λόγια των Μαρξ-Ένγκελς:
«…κάθε τάξη που αγωνίζεται για την κυριαρχία, ακόμα κι αν η κυριαρχία της, όπως συμβαίνει με το προλεταριάτο, απαιτεί την κατάργηση της παλιάς μορφής της κοινωνίας στο σύνολο της και της ίδιας της κυριαρχίας, πρέπει πρώτα να κατακτήσει για τον εαυτό της την πολιτική εξουσία με σκοπό να παρουσιάσει με τη σειρά της τα συμφέροντα της σαν το γενικό συμφέρον, πράγμα που είναι αναγκασμένη να το κάνει τον πρώτο καιρό…….Γιατί κάθε καινούργια τάξη που μπαίνει στη θέση μιας άλλης που κυριαρχούσε πριν από αυτήν, είναι υποχρεωμένη, απλώς για να πραγματοποιήσει το σκοπό της, να παρουσιάζει το συμφέρον της σαν κοινό συμφέρον όλων των μελών της κοινωνίας, ή, για να το εκφράσουμε με ιδεατή μορφή: πρέπει να δώσει στις ιδέες της τη μορφή: πρέπει να δώσει στις ιδέες της τη μορφή της καθολικότητας, και να τις παρουσιάζει σαν τις μόνες λογικές και καθολικά έγκυρες. Η τάξη που κάνει μια επανάσταση εμφανίζεται ευθύς εξ’ αρχής, έστω και μόνο επειδή αντιτίθεται σε μια τάξη, όχι σα μια τάξη, αλλά σαν εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας. Εμφανίζεται σαν ολόκληρη η μάζα της κοινωνίας που αντιμετωπίζει την κυρίαρχη τάξη» [1]
Στο σημείο αυτό έχουν εμφανιστεί μια σειρά δυσκολίες στο εργατικό κίνημα, που προέρχονται από το πώς ερμήνευσαν και εξακολουθούν να ερμηνεύουν κάποιες άλλες διατυπώσεις των δύο ιδρυτών του «επιστημονικού σοσιαλισμού». Στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» διαβάζουμε τα εξής για την σχέση προλεταριάτου, έθνους και πατρίδας: «Η σύγχρονη βιομηχανική εργασία, η σύγχρονη υποδούλωση στο κεφάλαιο, που είναι ίδια στην Αγγλία και τη Γαλλία, στην Αμερική και τη Γερμανία, αφαίρεσε από τον προλετάριο κάθε εθνικό χαρακτήρα». Και αμέσως παρακάτω: «Η πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, αν όχι στο περιεχόμενο, στη μορφή είναι κατ’ αρχήν εθνική. Φυσικά, το προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει να ξεμπερδέψει πριν απ’ όλα με τη δική του αστική τάξη». Εδώ τα πράγματα φαίνεται να ξεκαθαρίζουν. Ο αγώνας, αν όχι στο περιεχόμενο, αλλά στη μορφή του είναι κατ΄ αρχήν εθνικός. Γιατί το προλεταριάτο πρέπει να ξεμπερδέψει πριν απ’ όλα με τη δική του αστική τάξη. Που βέβαια τώρα πια, την εποχή του ιμπεριαλισμού, είναι με χιλιάδες νήματα συνδεδεμένη με τις άλλες εθνικές αστικές.
Από το 1992 πέρασαν μέχρι σήμερα 22 χρόνια. Στο διάστημα αυτό γνωρίσαμε αρκετές κυβερνήσεις, τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της Ν.Δ. Η Ελλάδα έγινε μέλος πια της ΕΕ και η δραχμή μας έδωσε τη θέση της στο ευρώ. Η «ισχυρή» Ελλάδα προβλήθηκε ως μεγάλο επίτευγμα μας γι αυτό το λόγο, κυρίως από τον «μέγα» εκσυγχρονιστή κ. Κ. Σημίτη και την Κυβέρνηση του. Βέβαια ο ίδιος και οι περί αυτών πιστοί συνεργάτες του, αντιμετώπισαν σοβαρές προκλήσεις και έδωσαν εξετάσεις ανικανότητας και εθελοδουλίας, όπως αυτή στα Ίμια. Δεν έδειξαν να κατάλαβαν την προσημείωση στο Αιγαίο που έκαναν τότε οι Τούρκοι.
Στα χρόνια της κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ και ιδιαίτερα του «εκσυγχρονισμού» τα οικονομικά μας πράγματα δεν πήγαν καθόλου καλύτερα. Τουλάχιστον για το λαό. Να θυμηθούμε μόνο την κρίση του χρηματιστηρίου και τίποτα άλλο. Με τη γνωστή φούσκα του χρηματιστηρίου δεν συνέβηκε μόνο η πιο μεγάλη αναδιανομή πλούτου σε βάρος της λαϊκής αποταμίευσης, αλλά στην ουσία πήραν πίσω ότι χρήμα είχαν μοιράσει τα προηγούμενα χρόνια προς τα «κάτω». Μιλάμε δε για το «σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου», επειδή το χρήμα που κατευθύνθηκε σε αυτό και τις επιχειρήσεις, δεν τροφοδότησε επενδύσεις ούτε συνέβαλε στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας.
Ήταν ήδη γνωστό και στην ΕΕ «Στην Ελλάδα η φτώχεια είναι χειρότερη από ό,τι στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. Ότι το χάσμα φτωχών – πλουσίων είναι από τα υψηλότερα στην Ε.Ε. και συνεχώς διευρύνεται, την ώρα που ο ένας στους πέντε Έλληνες ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, όπως αυτό έχει προσδιοριστεί πανευρωπαϊκά, και με ελάχιστες ελπίδες λύτρωσης καθώς η χώρα μας κατέχει τη δεύτερη θέση στην Ένωση στη μακροχρόνια φτώχεια, σημείωνε ο Πέδρο Σόλμπες απαντώντας σε ερώτηση του Μιχάλη Παπαγιαννάκη [2]
Βέβαια τα στοιχεία που είχε στη διάθεση της η ΕΕ και ο πρόεδρος κάλυπταν μόνο την περίοδο 1980 μέσα δεκαετίας 1990. Μέχρι δηλαδή το 1995. Δυστυχώς για ένα σημαντικό τμήμα του λαού, τα πράγματα δεν καλυτέρεψαν ούτε στη συνέχεια. Δηλαδή επί κυβερνήσεως Ν.Δ. (Κωνσταντίνου Μητσοτάκη) αλλά και ούτε επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ (Ανδρέα Παπανδρέου και «εκσυγχρονιστή» Κ. Σημίτη).
Σειρά ερευνών και δημοσιευμάτων στον τύπο έφερνε στο φως της δημοσιότητας την έκταση της φτώχειας στην Ελλάδα, όπου το 22% σχεδόν του πληθυσμού της ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας [3]. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε τα επόμενα χρόνια [4]. Αποκαλυπτικός ο τίτλος του άρθρου του Ν. Νικολάου στο ΒΗΜΑ(05-10-2003) «Πού πάει ο πλούτος; * Με αύξηση του ΑΕΠ 4,2% οι αριθμοί ευημερούν και οι άνθρωποι δυστυχούν». Ο ίδιος πάλι έγκυρος δημοσιογράφος σε άλλο άρθρο του διερωτάτο: «H επεξεργασία της φτώχειας… Μπορεί να συμβιβασθεί ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης της χώρας με τη μη υποχωρούσα ανεργία, τον ανερχόμενο πληθωρισμό και τη διευρυνόμενη φτώχεια;» και έγραφε σχετικά:
«. H τελευταία έρευνα της Eurostat που απέδειξε ότι το ποσοστό της φτώχειας στην Ελλάδα έχει εδραιωθεί από το 1995 στο 20% του πληθυσμού αποδεικνύει ότι οι εισοδηματικές ανισότητες είναι πια παγιωμένες και η κοινωνία των 2/3 καθεστώς. H οικονομική ανάπτυξη με τη μορφή που πραγματοποιείται στη χώρα μας δεν διαχέει την ευημερία στο σύνολο του πληθυσμού, ενώ η κοινωνική πολιτική λόγω δημοσιονομικής ένδειας δεν μπορεί να καλύψει τις εισοδηματικές υστερήσεις των στρωμάτων αυτών». [ΤΟ ΒΗΜΑ , 27-07-2003]
Ακόμα κι όταν έρευνες μιλούσαν για περιορισμό της φτώχειας, αυτή δεν έπεφτε κάτω από το 20%. Έτσι σύμφωνα με εκτιμήσεις του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, μέσα σε μια δεκαπενταετία (από το 1988 έως και το 2003), το ποσοστό των Ελλήνων που διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχειας μειώθηκε από 24% σε 20%. [5]
Αν κάτι πρέπει οπωσδήποτε να συγκρατήσουμε είναι ότι παρά τον «σοσιαλισμό» μας, παρά τον «εκσυγχρονισμό» μας, παρά τις προσπάθειες και υποσχέσεις και του Κώστα Καραμανλή και της ΝΔ., παρά το γεγονός ότι ακόμα δεν είχε ξεσπάσει η κρίση σε όλο σχεδόν τον καπιταλιστικό / ιμπεριαλιστικό κόσμο, παρά δηλαδή την «ανάπτυξη» που με χαρά και υπερηφάνεια διατυμπάνιζαν πολιτικοί και οικονομολόγοι, στην χώρα μας – και βεβαίως όχι μόνο – ένα ποσοστό 20-24% του πληθυσμού ζούσε κοντά και κάτω από το όριο της φτώχειας. Παρόλο ότι τότε δεν κυριαρχούσε η νεοφιλελεύθερη πολιτική και ούτε η κ. Αγγ. Μέρκελ δεν βρισκότανε στο τιμόνι της Γερμανίας – που είχε την τύχη να κυβερνάει το ιστορικό Σοσιαλδημοκρατικό της κόμμα υπό την εμπνευσμένη καθοδήγηση του Γκέρχαρντ Σραίντερ. Για όποιον γνωρίζει γραφή και ανάγνωση είναι γνωστό ότι η ανεργία και η φτώχεια είναι ενδημικό φαινόμενο του καπιταλισμού και δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά σε κάποια συνταγή οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται ή αποκλειστικά σε κάποιο αστικό οικονομικό δόγμα της μόδας. Μπορεί η Α ή Β πολιτική, το Α ή Β οικονομικό δόγμα, πάντα στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος, εδώ ή εκεί να επηρεάζουν ασφαλώς το ρυθμό «ανάπτυξης» ή τον αριθμό των ανέργων και φτωχών, αλλά ποτέ δεν πρόκειται να επαλειφθούν τέτοιες καταστάσεις και φαινόμενα με μια απλή αλλαγή της πολιτικής ή του δόγματος της μόδας, αν κι εφόσον εμπνέονται και υπηρετούν τις βασικές αρχές του κεφαλαιοκρατικού συστήματος.
Η φτώχεια και η ανεργία μετά την κρίση που ενέσκηψε και στην Ελλάδα, τα Μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους, εκτινάχτηκαν σε ύψη που είχαμε ξεχάσει [6]. Ζούμε σε καταστάσεις που είναι πια σε όλους μας γνωστές, οικείες, καθημερινές. Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε στοιχεία. Εκτός μόνο ότι μέσα στην κρίση και όχι παρά την κρίση, αλλά πιθανώς χάρη στην κρίση, αυξήθηκαν οι εκατομμυριούχοι – ακόμα και οι δισεκατομμυριούχοι – ανά τον κόσμο και βέβαια και στην Ελλάδα [7].
Η φτώχεια λοιπόν, μαζί με την ανεργία, προϋπήρχαν στην χώρα μας, της κρίσης και των Μνημονίων. Ένα ποσοστό 20-24 % φτωχών δεν είναι καθόλου μικρό νούμερο. Μόνο που ευχαριστημένοι και κάπως ευχαριστημένοι της κοινωνίας μας, δηλαδή τα 2/3 της, δεν ήθελε να ξέρει για το υπόλοιπο 1/3, πώς ζει, ποια τα προβλήματα του, κλπ. Με την κρίση και τα Μνημόνια αυτό το 2/3 μειώθηκε και αυξήθηκε το υπόλοιπο. Αυτοί που έχασαν τις δουλειές τους, τις αποταμιεύσεις τους, τη δυνατότητα τους να ζουν όπως προηγούμενα, που κινδυνεύουν να χάσουν τα σπίτια τους, που έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους, που τα παιδιά τους αναγκάστηκαν – με σπουδές και πτυχία στα χέρια τους – να πάρουν των ομματιών τους και να ξενιτευτούνε προκειμένου να βρούνε δουλειά στα νέα σκλαβοπάζαρα, όλοι αυτοί είναι πολλοί. Είναι ανήσυχοι, αγανακτισμένοι, ψάχνουν να βρούνε μια διέξοδο, μια λύση στα προβλήματα τους. Και μοιραία εγκαταλείπουν τα κόμματα και τους πολιτικούς που θεωρούν ότι είναι υπεύθυνοι για τη σημερινή τους κατάσταση.
Αυτός ο κόσμος, όμως, είναι που τα προηγούμενα χρόνια εξασφάλισε ή μάλλον του εξασφαλίσανε, μια άνοδο του βιοτικού του επιπέδου, καλύτερη κατοικία – σε νέα προάστια – μαζί ίσως με κάποιο εξοχικό, ίσως και με πισίνα, ιδιωτικό αυτοκίνητο ή και αυτοκίνητα (για τη σύζυγο και τα παιδιά), διακοπές το καλοκαίρι – ίσως και στο εξωτερικό – και ταξίδια αναψυχής Χριστούγεννα-Πάσχα, διασκέδαση σε κέντρα με μουσικές και τραγούδια, κλπ. Θα μου πείτε κακό ήτανε όλο αυτό το σκηνικό; Όχι αν όλα αυτά ήτανε αποτέλεσμα μιας πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης – και ανάπτυξη δεν σημαίνει απλά και μόνο αύξηση ΑΕΠ και λίγο καλύτερη διανομή του. Γιατί τέτοιου είδους «ανάπτυξη» – μεγάλωμα του ΑΕΠ, μπορεί να μην προέρχεται από «υγιή» προσπάθεια. Μπορεί θαυμάσια δηλαδή το ΑΕΠ να αυξάνει γιατί γινόμαστε γκαρσόνια της Ευρώπης και του άλλου κόσμου. Μπορεί γιατί παράγουμε και διοχετεύουμε στην παγκόσμια αγορά ναρκωτικά, όπως καλή ώρα συμβαίνει με χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας [ στην Τουρκία είχαν πριν χρόνια επιβληθεί κυρώσεις γιατί παρήγαγε τέτοια «αγαθά», από την παπαρούνα].
Η κατά την αριστερά η οικονομική ανάπτυξη πρέπει να στηρίζεται πρώτα από όλα στις δικές μας δυνάμεις, να αξιοποιεί όλο τον πλούτο μας: γεωργικό, κτηνοτροφικό, υπόγειο, θαλάσσιο, υποθαλάσσιο και υδάτινο, μεταποίηση, τουρισμό κλπ. Να πρόκειται δηλαδή για «Αυτοδύναμη» ανάπτυξη [Προσοχή: αυτοδυναμία δεν ταυτίζεται καθόλου μα καθόλου με την αυτάρκεια]. Να μην περιορίζεται δε μόνο στην «οικονομία», αλλά να αγκαλιάζει το σύνολο της κοινωνικής ζωής και το κάθε άτομο ξεχωριστά και σε όλες τις εκδηλώσεις της: πνευματική ανάπτυξη, επιστημονική, καλλιτεχνική, κλπ.
Και βέβαια ένα τέτοιο «μοντέλο» ανάπτυξης που να ξεκινάει, να στηρίζεται, να κινητοποιεί τον λαό. Εργάτες, αγρότες, επιστήμονες, νέους και νέες, αυτοαπασχολούμενους κλπ. Ένα «μοντέλο» ανάπτυξης οικονομικής, κοινωνικής, πολιτισμικής που να εμπνέεται από, και να στεριώνει τη συλλογική μας Ανεξαρτησία, δηλαδή την Εθνική μας Ανεξαρτησία και που γι αυτό θα είμαστε υπερήφανοι. Ένα «μοντέλο» ανάπτυξης που δεν θα στοχεύει απλά και μόνο να μας καταστήσει «ανταγωνιστικούς» στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας – που δεν είναι τώρα άλλος από τον άνισο και ιεραρχημένο καπιταλιστικό/ ιμπεριαλιστικό, συμπλήρωμα κάποιων άλλων εθνικών οικονομιών ή κάποιων μεγάλων και πάρα πολύ μεγάλων διεθνών και παγκόσμιων μονοπωλίων. Μια τέτοια ανάπτυξη στα πλαίσια της σκλαβιάς, της υποδούλωσης, της ανασφάλειας, της ταπείνωσης μας σαν ανθρώπων και Ελλήνων, προφανώς η αριστερά δεν την θέλει και ούτε την επιδιώκει.
Υποταγή συνεπώς στα κελεύσματα και συμφέροντα του καπιταλισμού / ιμπεριαλισμού ή όχι; Αυτό είναι το δίλημμα που μπαίνει σήμερα στον ελληνικό λαό, στους λαούς όλης της Ευρώπης, όλου του Κόσμου. Είναι ένα δίλημμα που πάει πολύ πιο πέρα από το δίλημμα με τη Μέρκελ και το νεοφιλελευθερισμό ή με την ανάπτυξη και την Ευρώπη των λαών, κλπ κλπ. Το ζήτημα δεν είναι να αλλάξουμε «πολιτικές» μέσα στο ίδιο πλαίσιο: της κυριαρχίας του κεφαλαιοκρατικού ιμπεριαλισμού. Είναι εντελώς ουτοπικό, αντιδραστικό να πιστεύουμε και να αγωνιζόμαστε για έναν καπιταλισμό χωρίς τα μονοπώλια, χωρίς τον ιμπεριαλισμό, που θα μας εξασφαλίσει τάχατες την ειρήνη, τη δημοκρατία, την ελευθερία, την παγκόσμια αδελφοσύνη κλπ κλπ. Αυτά είναι μικροαστικά όνειρα που βέβαια σε τελική ανάλυση στεριώνουν την κυριαρχία του κεφαλαιοκρατικού / ιμπεριαλιστικού συστήματος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Κ Μαρξ – Φρ. Ένγκελς «Η Γερμανική Ιδεολογία», εκδ. Gutenberg, ΑΘΗΝΑ 1978 ; ( μετάφραση-επιμέλεια Κ. Φιλίνη) σελ. 79, 95-96
2- βλ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – 1/6/001, σελ. 25.
Βλ επίσης «Κοινοβουλευτικές ερωτήσεις. 22 Μαρτίου 2001 H-0322/01». Θέμα: Καταπολέμηση της φτώχειας στην Ελλάδα. Η Ερώτηση του ευρωβουλευτή τότε, μακαρίτη πια, Μιχάλη Παπαγιαννάκη ήταν η εξής: Θα μπορούσε η Επιτροπή να με πληροφορήσει εάν η ελληνική κυβέρνηση της έχει κοινοποιήσει και πότε συγκεκριμένα προγράμματα και σχέδια δράσης για την καταπολέμηση του φαινομένου της φτώχειας, δεδομένου ότι η απορροφητικότητα του προηγουμένου ελληνικού σχετικού επιχειρησιακού προγράμματος κινήθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα; Θεωρεί η Επιτροπή, δεδομένου ότι η Ελλάδα παρουσιάζει επίσης πολύ υψηλό επίπεδο ανεργίας, σχεδόν ανύπαρκτη κατάρτιση και τις χαμηλότερες δαπάνες για την εκπαίδευση, παράγοντες που είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τη φτώχεια, ότι μπορούν να καταπολεμηθούν ουσιαστικά οι βασικές αιτίες της φτώχειας με την απλή παροχή κοινωνικών επιδομάτων στους φτωχούς.
Και η απάντηση: «Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής (CΟΜ(2000) 0594 τελ.), η Ελλάδα παρουσιάζει μεγάλο χάσμα πλουσίων και φτωχών και τη δεύτερη υψηλότερη εμμονή στη φτώχεια, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από την πρόσφατη έκθεση της Επιτροπής για την κοινωνική συνοχή. Στο τμήμα 2.2 «Φτώχεια» επισημαίνεται ότι, στην Πορτογαλία και στην Ελλάδα, το 21-22% του πληθυσμού έχει εισοδήματα κάτω του ορίου της φτώχειας, ενώ στην Ελλάδα το 10% του πληθυσμού πλήττεται από επίμονη φτώχεια.
Στην απάντηση του ο πρόεδρος επεσήμαινε ότι «ένα πολύ σημαντικό γεγονός, ότι αναφερόμαστε μόνο στα στοιχεία για το 1995. Όταν θα έχουμε στη διάθεσή μας στοιχεία για άλλα χαρακτηριστικά ή για άλλες περιόδους, πιθανώς η κατάσταση θα είναι διαφορετική».
3- Βλ.: – TA ΝΕΑ 27/4/2000 – Μ. Πέμπτη , ΣΕΛ. 14 ««ΘΛΙΒΕΡΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΑΠΟ ΤΗ EUROSTAT ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΡΙΑΣ ΤΟΥ Ε.Κ.Κ.Ε ΗΡΑΣ ΕΜΚΕ-ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΥ – Κάτω από το όριο της φτώχειας 4 στους 10 ηλικιωμένους.»
- TA ΝΕΑ Τετάρτη 3 /5/2000 (σελ.22-23)
«Ποιοι είναι σήμερα οι «νέοι φτωχοί» και γιατί η νέα εκδοχή «ονομάζει» τη φτώχεια ως την οικονομική διάσταση του κοινωνικού αποκλεισμού.- Οι γυναίκες, κυριότερες ομάδες «τροφοδότησης» της φτώχειας.»
Γυναίκες, νεοεισερχόμενοι και ομάδες με δυσκολία πρόσβασης στην αγορά εργασίας είναι οι κυριότερες ομάδες «τροφοδότησης» της φτώχειας. [ ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Μαρία Νταλιάνη]
– ΤΑ ΝΕΑ – Τρίτη 2 Μαΐου 2000,[ σελ.12]«Τετραμελής οικογένεια προσπαθεί να τα «φέρει βόλτα» με 40.000 το μήνα και ένα επίδομα 30.000 δρχ. που παίρνουν κάθε δυόμισι μήνες – Στα όρια της φτώχειας , η περηφάνια περισσεύει»
[ ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Μαρία Νταλιάνη].
«Μεγαλώνει η «ψαλίδα» φτωχών και πλούσιων νοικοκυριών σε εκτός κέντρου περιοχές»: Βασίζεται στην έρευνα που αναφέρεται στην προηγούμενη αναγραφή και πίνακες. {χρονικά έπεται, αλλά εγώ ξεκίνησα ανάποδα}.
- Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – Σάββατο 8 Ιουλίου 2000
«Φτωχότεροι Ευρωπαίοι οι Έλληνες», σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν από την Eurostat, ο μέσος Έλληνας έχει αγοραστική δύναμη τρεις φορές μικρότερη από εκείνη του μέσου Λουξεμβούργιου , μισή από του μέσου Δανού ή Βέλγου και αρκετά μικρότερη από εκείνη του μέσου Ισπανού, ακόμη και του Πορτογάλου. Εντυπωσιακή είναι η άνοδος του βιοτικού επιπέδου στην Ιρλανδία, η οποία ενώ ήταν από τις φτωχότερες χώρες της Ε. Ε. τώρα έχει την τέταρτη ισχυρότερη θέση όσον αφορά την αγοραστική δύναμη στην Ευρώπη.4- βλ. Καθημερινή Κυριακής 3/8/03:«Aπομεινάρια της ζωής έξω από την καντίνα» και «Tρέφονται με τα «σάπια» της λαϊκής»
-«Η φτώχεια απειλεί 1 στους 5 Έλληνες» (Του ΜΠΑΜΠΗ ΜΙΧΑΛΗ): «Παρά το γεγονός ότι η φτώχεια μειώθηκε στην Ελλάδα κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες από το 1995, στα τέλη του 2001 ένας στους πέντε Έλυνες ζούσε με αυτήν την απειλή» [ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 18/12/2003]
5 – Μαρία Δεληθανάση «Περιορίστηκε η φτώχεια στην Ελλάδα» [ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ 9/4/06]
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου