(Η λίμπιντο, το θαλάσσιον άντρον και η προσκόλληση του πλάσματος επάνω του)
Παρότι στην εποχή του, αρχές του 20ου αι., το Όνειρο στο κύμα θεωρήθηκε κείμενο πρωτοποριακό και σκανδαλιστικό αφού δίνεται η περιγραφή για πρώτη φορά ενός γυμνού γυναικείου σώματος, σήμερα το διήγημα τού Παπαδιαμάντη είναι μάλλον ξεπερασμένο όσον αφορά τις ερωτικές του σκηνές – για να μην πω ότι προκαλεί ανία.
Παρότι στην εποχή του, αρχές του 20ου αι., το Όνειρο στο κύμα θεωρήθηκε κείμενο πρωτοποριακό και σκανδαλιστικό αφού δίνεται η περιγραφή για πρώτη φορά ενός γυμνού γυναικείου σώματος, σήμερα το διήγημα τού Παπαδιαμάντη είναι μάλλον ξεπερασμένο όσον αφορά τις ερωτικές του σκηνές – για να μην πω ότι προκαλεί ανία.
Αυτήν τη μοίρα έχουν τα παλιά κείμενα όταν οι κοινωνικές εξελίξεις
και οι ραγδαίες αλλαγές των ηθών ακυρώνουν το σημείο αιχμής, το κύριο
συγκρουσιακό στοιχείο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η ιδέα και η οπτική
του συγγραφέα τους. Σ’ αυτή την περίπτωση, το πάλαι ποτέ σκανδαλώδες
παύει να προσλαμβάνεται από τον σύγχρονο αναγνώστη ως τέτοιο και το
λογοτεχνικό οικοδόμημα φαίνεται, νοηματικά, αστήρικτο.
Τα ερωτικά διλήμματα λχ του νεαρού βοσκού στον Παπαδιαμάντη δεν λένε τίποτα στον σύγχρονο αναγνώστη – κυρίως τον έφηβο αναγνώστη-- τον ξεσκολισμένο από τα τηλεοπτικά του γεννοφάσκια μ’ αυτά τα θέματα. Ούτε καν μπορεί να γίνει κατανοητή η αιτία των τύψεων τού ήρωα για την ερωτική έλξη που ένιωσε.
Για ποιο τάχατες λόγο βασανίζεται ο αφηγητής; Και είναι αρκετή η μνήμη ενός ερωτικού σώματος, (ή η επιθυμία που άλλωστε δεν πραγματώθηκε ποτέ) να επιφέρει το υπερβολικό τίμημα της διά βίου οδύνης ; Το αίτιο δεν δικαιολογεί επ’ ουδενί τέτοιο αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, υποσκάπτεται το «εικός και αναγκαίο» της λογοτεχνικής σύμβασης.
*
Κι όμως, αν ανασηκώσει κανείς τη φλούδα στο συγκεκριμένο λογοτεχνικό κείμενο, αν κοιτάξει περισσότερο υποψιασμένος τη γλωσσική διατύπωση, τις εικόνες, τους συμβολισμούς και τις αλληγορίες, θα ανακαλύψει εντυπωσιακές ερωτικές περιγραφές : εκστασιακές, καθότι υπαινικτικές. Κάτω από τον γλωσσικό μανδύα υπολανθάνει η ελκυστική αβεβαιότητα (είναι; δεν είναι;) που κάνει ακόμα πιο έντονη την ερωτική περιγραφή.
Εντοπίζονται τέσσερεις τολμηρές, ερωτικές σκηνές που μπορούν να προκαλέσουν ποικιλοτρόπως το αισθητικό και διανοητικό ενδιαφέρον τού σύγχρονου αναγνώστη. Συμβάλλοντας, έτσι, στη διαφοροποίηση της τρέχουσας αντίληψης περί έρωτος – πράγμα που μπορεί να το καταφέρνει η σπουδαία/ αξιόλογη λογοτεχνία.
1 . Υπάρχει μια περιγραφή η οποία σέρνεται σε σχοινοτενείς περιόδους λόγου και το νόημά της μοιάζει τελικά να χάνεται. Είναι σ’ εκείνο το σημείο που ο έφηβος βοσκός κατεβάζει τα γίδια του στη θάλασσα «δια να αρμυρίσουν».
Και περιγράφει τον αιγιαλόν «ανάμεσα στους βράχους»· όπου «το κύμα [διεισδύον] εσχημάτιζε γλαφυρούς κόλπους και αγκαλίτσες» και «οι βράχοι αλλού εκυρτώνοντο [..] και αλλού εκοιλαίνοντο [..], και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους, το νερό εισεχώρει μέσα στην ξηρά μορμορίζον, χορεύον με ατάκτους φλοίσβους και αφρούς [..] που αναπηδά [..] και λαχταρεί να χορεύσει ». Και ο ήρωας συνεχίζει «είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την ελιμπίστηκα, κι ελαχτάρησα να πέσω [μέσα της] και να κολυμβήσω»…
Δεν θα ήταν έξω από τα ειωθότα και τα δεδομένα του Συμβολισμού να δει κανείς την ανωτέρω φυσική περιγραφή σαν μια αλληγορία, μια παραλληλία εικόνων που παραπέμπουν συνειρμικά στην κίνηση των ανθρώπινων σωμάτων.
Με γλωσσικά μέσα την υποβλητική έκφραση, τη μουσική χρήση της γλώσσας, συνδηλώσεις, μεταφορές και παρομοιώσεις, όλα στοιχεία του Ρομαντισμού και του Συμβολισμού που εκείνο τον καιρό βρισκότανε στο φόρτε του, ( το διήγημα δημοσιεύθηκε το 1900), θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για ένα πρώτο -- εντελώς ανώδυνο —προανάκρουσμα της ερωτικής πράξης. (1)
Θαρρώ ότι σ’ αυτό το χωρίο περιγράφεται εσκεμμένα η ερωτική λειτουργία, η προσέγγιση και η έλξη δύο ‘ζωντανών’ οργανισμών, η διείσδυση του νερού στις εσοχές της ξηράς-- σαν να επρόκειτο για καμπυλότητες γυναικείου σώματος, στήθη και δαιδαλώδεις κοιλότητες, ερωτικούς ψιθυρισμούς και κινήσεις χορευτικές τού κορμιού. Που ωστόσο επεκτείνεται στην εσώτερη λαχτάρα, στο ερωτικό σκίρτημα και την έλξη των σωμάτων. Με κορύφωση την άμεση αναφορά στην δική του «libido» που υποβάλλεται ευθέως με τη χρήση του ρήματος ελιμπίστηκα· τη δική του λαχτάρα να πέσει μέσα της και να κολυμπήσει.
Αν, λέω, καταφέρει κανείς να ερμηνεύσει το απόσπασμα με αυτή την οπτική, ως συμβολική μετάθεση της ερωτικής πράξης, τότε το κείμενο απογειώνεται και κεντρίζει το ενδιαφέρον του σύγχρονου αναγνώστη. (Είπα «αν καταφέρει» γιατί η γλωσσική ερμηνεία απαιτείται να υπηρετήσει το ήθος του Παπαδιαμαντικού λόγου, κι αυτό δεν είναι ούτε αυτονόητο ούτε εύκολο).
Πάντως, ως εδώ, συντελείται η πρώτη φάση μιας μύησης : Τα εξωτερικά ερεθίσματα, ο χώρος, η πρόκληση, όλα τα στοιχεία που προοιωνίζονται εξελίξεις στο πεδίο του έρωτα, ανελκύονται προσεκτικά από τον χώρο της Φύσης και εναποτίθενται στο χώρο ενός υποσυνειδήτου. Δεν μπορεί να γνωρίζει ο αναγνώστης τι υπολανθάνει ακριβώς, αλλά υποψιάζεται ότι το περιβάλλον «σημαίνει» και το αισθάνεται ότι η δυναμική του χώρου «δηλοί», δεν είναι κενά περιγραφική.
2. Οι υποψίες τού αναγνώστη επιτείνονται λίγες γραμμές πιο κάτω. Όταν αρχίζει να έρχεται, σχεδόν, το σούρουπο. Το σκοτάδι, το πέπλο της νύχτας καλύπτοντας ντροπές κι εφηβικές αναστολές, αποτελεί τον καταλληλότερο χρόνο για τη μύηση στον έρωτα. Η αλουργίδα του δύοντος ηλίου μοιάζει με χαλί οπού πάνω του θα περπατήσει σε λίγο ο μυούμενος έφηβος.
Ακολουθεί η αποκαλυπτική περιγραφή του άντρου. Όπου, συμβολικά, θα επισυμβεί, θαρρείς, η τελετουργική μύηση του έφηβου στα κρεβάτια του έρωτα. Στρωμένα με κοχύλια και αρώματα και διεγερτικούς καλλωπισμούς από Νύφες και θαλάσσιες θεότητες, μοιάζει με τόπο ενός παγανιστικού ηδονισμού. Ένα νοητό μονοπάτι που έφτανε όλως τυχαίως (;) ως την πόρτα της καλής του θα τον οδηγήσει στο άντρο του έρωτά του· (η έκπτωση, η αμαρτία της χριστιανικής αντίληψης μπορούν προς το παρόν να περιμένουν) :
«Την ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ο ήλιος, και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμον [..] έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ηλίου , που είχε βασιλέψει[..]. Ήτον η ουρά της λαμπράς αλουργίδος [..] ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε, καθώς λέγουν, η μάνα του, δια να καθίση να δειπνήση .
Δεξιάν [..] εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένο με κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο πως το είχον ευτρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι [..]»
Οι εντυπώσεις που σχηματίζονται στον αναγνώστη, η περιγραφή της οπτικής εμπειρίας είναι τόσο ισχυρή και έντονη που είναι αδύνατον να μην αναχθεί ο νους σε μιαν αντίστοιχη ερωτική πραγματικότητα. (2) και (3).
Εξάλλου, ο καθαρεύων λόγος της περιγραφής – σχεδόν εκκλησιαστικός-- αλλά κυρίως το σκηνικό του (θαλάσσιου) άντρου, παραπέμποντας σε μυθολογικά στοιχεία υποβάλλουν την ιδέα ενός χώρου ιερατικού σάμπως να μπαίνει κανείς στο κατώφλι μιας εκκλησιάς. Το ‘βέβηλο’ εξαγιώνεται, το ανίερο γίνεται ξάφνου ιερό και το αισθητικό συνταιριάζεται με το αισθησιακό.
Ίσως, ό, τι δεν μπόρεσε να πει ο Παπαδιαμάντης εξαιτίας των συντηρητικών ηθών της εποχής, το δίνει με λόγο αλληγορικό. Και η περιγραφή αποκαλύπτει το κρύφιο νόημά της αλλά και τη λειτουργικότητά της στο λογοτεχνικό λόγο.
3. «Ώσπου, τελικά, «επέταξα αμέσως το υποκάμισόν μου και έπεσα εις την θάλασσαν[..]. Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην εν με το κύμα, ως να μετείχον της φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους […]. Δεν θα μου έκανε ποτέ καρδιά να έβγω[..] δεν θα εχόρταινα ποτέ[..]»
Η γύμνωση, οι εντυπώσεις από τη εμπειρία του ‘ερωτικού βιώματος’, από τη ένωση, τη διείσδυση και καταβύθιση στο υγρό στοιχείο, το αλμυρό και το δροσώδες, καταγράφονται με δέος. Χρησιμοποιούνται δύο ρήματα δηλωτικά της βαθιάς αίσθησης καθώς και της αποτύπωσης του γεγονότος, δια παντός, στη φαντασία τού αφηγητή : α) ησθανόμην ( που συμπληρώνεται από δύο αντικείμενα δηλωτικά της ερωτικής απόλαυσης : μαγεία άφατον – γλύκαν), και β) εφανταζόμην (συμπληρώνεται με δύο παρομοιαστικές ταυτίσεις : ως να ήμην έν.. - ως να μετείχον της φύσεως αυτού).
Όλες οι λέξεις που αναφέρονται στο υγρό στοιχείο, η υφή και οι γεύσεις της θάλασσας «της υγράς, αλμυράς και δροσώδους» είναι ταυτόσημες με τους χυμούς και τον κόλπον του γυναικείου σώματος. Η δε αίσθηση της ένωσης του ήρωα με το υγρό στοιχείο ανταποκρίνεται πλήρως στην αντίστοιχη αίσθηση που αποκομίζουν δυο κορμιά εξημμένα από το ερωτικό τους πάθος αλλά και την ψυχική τους ένωση.
Ο λόγος του Παπαδιαμάντη, ειρήσθω εν παρόδω, ακούγεται κατασταλαγμένος. Ένα είδος ομολογίας από αφηγητή απομακρυσμένο πλέον από το γεγονός εκείνο. Αλλά με αφομοιωμένη γνώση και συνείδηση που φαίνεται ότι επέφερε την ολοκλήρωσή του. Όπως κι αν ερμηνεύεται αυτό.
Μια συμπαντική, θαρρείς, αίσθηση – που σέρνεται με αργούς ρυθμούς των τριών ασύνδετων σχημάτων τού αποσπάσματος, αλλεπάλληλων, σε μια έκταση τεσσάρων τυπογραφικών γραμμών – αντανακλά αφενός μεν την αντίληψη του συγγραφέα περί Φύσεως και αφ’ ετέρου τη γνωστή στο εκκλησιαστικό μυστήριο του γάμου ρήση για την ένωση των δύο σωμάτων σε σάρκα μία.
4. «[..] εβυθίσθην, ήρπασα την κόρην εις τας αγκάλας μου, και ανήλθον. Καθώς την είχα περιβάλλει με τον αριστερόν βραχίονα, μου εφάνη ότι ησθάνθην ασθενή την χλιαράν πνοήν της εις την παρειάν μου. Είχα φθάσει εγκαίρως, δόξα τω Θεώ…»
Η στιγμή της διάσωσης είναι θαυμαστά μελετημένη: ως προς τη χρήση της γλώσσας και τον λογικό μηχανισμό που τη διέπει, αλλά και ως προς την κειμενική στρατηγική που ακολουθείται.
Ολόκληρο το είναι του ήρωα—και μαζί η αγωνία του αναγνώστη—εστιάζεται στην σωτηρία της κόρης. Και μόνο μια υποδόρια, εντελώς φευγαλέα και σχεδόν ασύνειδη αίσθηση επαφής αφήνεται στον αναγνώστη με την ‘χλιαράν —πλην ασθενή--- πνοή εις την παρειάν του’. Μιλώ για κάποιο ψυχανέμισμα (ούτε καν υποψία) τού αναγνώστη. Δεν θα μπορούσε, ίσως, να διανοηθεί κανείς ότι σε μια τόσο δραματική στιγμή, ο νεαρός βοσκός θα είχε ιδιοτελείς βλέψεις. Η σωτηρία της κόρης δεν αφήνει κανένα περιθώριο για άλλες σκέψεις.
Όμως υποβάλλεται εσκεμμένα η ιδέα ‘της ζεστής ανάσας στην παρειά του έφηβου’. Την οποία βεβαίως καταγράφει προκειμένου να την αντικρούσει αμέσως παρακάτω ‘σε περίπτωση που κατηγορηθεί από κακόβουλους’.
Κι όταν έχει διασφαλίσει την βεβαιότητα τού αναγνώστη του, (την εδραιώνει με τη χρήση των λέξεων : δεν παρείχε σημεία ζωής ολοφάνερα.. / την ετίναξα δια να δυνηθή να αναπνεύση.. ) χρησιμοποιεί εκ του ασφαλούς πλέον τη διφορούμενη και πάλι αλλά τολμηρή διατύπωση:
«Ησθάνθην ότι προσεκολλάτο το πλάσμα επάνω μου». Θα ήταν αδύνατον να διατυπωθεί έτσι το γεγονός της σωτηρίας, αν δεν είχαν ήδη προηγηθεί οι εξισορροπιστικές φράσεις που αποτρέπουν τον αναγνώστη να σκεφτεί οτιδήποτε μεμπτόν.
Είναι τόσο έντονα δηλωτική αυτή η προσκόλληση του πλάσματος επάνω του, -- ο παρατατικός ‘προσεκολλάτο’ μάλιστα παρατείνει τη διάρκεια του χρόνου καθιστώντας την προσκόλληση όχι στιγμιαία αλλά ως έχουσα ολόκληρη πορεία ζωής από τούδε και στο εξής-- ώστε σπεύδει και πάλι να απαλύνει τις υποψίες. Κι αυτή τη φορά το διατυπώνει καθαρά ( κανείς ιδιοτελής λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα μου) .
Προκειμένου δε να απομακρυνθεί εντελώς η σκέψη του αναγνώστη από οτιδήποτε άπτεται της ερωτικής επιθυμίας, εμπλέκει – παραδόξως, νομίζω και μάλλον αμήχανα -- τα περί χρηματικής αμοιβής (‘ Η καρδία μου ήτο πλήρης αυτοθυσίας και αφιλοκερδείας. Ποτέ δεν θα εζήτουν αμοιβήν’). Ωστόσο, η εικόνα ενός πλάσματος που προσκολλάται επάνω του έχει μείνει χαραγμένη στον νου τού αφηγητή, κι έχει καταγραφεί στη συνείδηση του αναγνώστη.
*
Τελειώνοντας, θα πρέπει να επισημάνουμε ξανά τη γενική παρατήρηση ότι αν αποσπασθεί ο αναγνώστης από την εικόνα του νερού και της θάλασσας, θα καταφέρει να συγκροτήσει το σκηνικό της (πρώτης, ίσως) ερωτικής εμπειρίας του ήρωα. Θα ανιχνεύσει τη λαχτάρα τού έφηβου, τον λυσιμελή του πόθο. Κι ακόμα, όλες τις ερωτικές εικόνες που τον τρέφουν, αλλά κι αυτές που εστιάζει πάνω τους· την αγωνία της σωματικής απόλαυσης, τη γνώση του έρωτα.
Η συγκεκριμένη αλληγορία φέρνει στο προσκήνιο την προσδοκία ενός σώματος που δονείται από την ερωτική απόλαυση ο δε νους καθηλώνεται ( και τώρα και για πάντα) στο τορνευτό κορμί της ερωμένης.
Μέσα απ’ το λόγο αναδύεται η ένταση τής ένωσης, ιχνηλατείται η γλυκύτητα και υπολανθάνει η εναγώνια επιθυμία ενός έφηβου –σχεδόν παιδιού -- να διοχετεύσει τη σεξουαλική του ορμή, να πραγματώσει τον ερωτικό του εαυτό, να απελευθερώσει τις ζωικές και ψυχικές του δυνάμεις.
Μπορεί να δει ο αναγνώστης τον κυματισμό της θάλασσας και τον χορό των σωμάτων, ένα κορμί νεανικό που πλαντάζει όπως τα κύματα της, ένα σώμα που βυθίζεται ολόκληρο εντός της. Τον πόθο και τον πυρετό του. Την καθαρότητα της φλόγας και την ένταση του καύματος απ’ το οποίο πυρπολείται. (Η αμηχανία τού αγοριού είναι ένα άλλο, τεράστιο κεφάλαιο, ηθικής και αισθητικής σημασίας που θα μπορούσε να κάνει κανείς ολόκληρη διατριβή).
Πρόκειται, θαρρείς, για μια μέθεξη σε κάτι υπερβατικό. Που ωστόσο είναι ιερό μαζί γι’ αυτόν και βέβηλο. Εξού και η αμφιθυμία των αισθημάτων του, τώρα και αργότερα.
Άραγε είναι δυνατόν να προσεγγίσει κανείς αυτήν τη διάσταση της παπαδιαμαντικής ερωτικής ζωής; Μάλλον όχι. Πολύ περισσότερο, ο σημερινός άνθρωπος – ο ψυχικά αποξηραμένος. Γι’ αυτόν ο έρωτας είναι εξουσία, επιβολή πάνω στον άλλον, προβολή της δύναμης.
Το Όνειρο στο κύμα όμως δίνει τη δυνατότητα να μιλήσει κανείς για τη χαμένη αυτή ποιητική οπτική τού (σωματικού εννοώ κι όχι κανενός παλτωνικού) έρωτα. Οι τολμηρές αλληγορίες του Παπαδιαμάντη μπορούν να δώσουνε το έναυσμα. Όσες φορές το αποτόλμησα μέσα στην τάξη-- γιατί το κείμενο διδάσκεται στο μάθημα της Λογοτεχνίας-- είδα με έκπληξη ότι η δίψα των παιδιών ήταν τεράστια.-
Κώστας Λογαράς
(Οδός Πανός, τεύχος 164, Oκτώβριος-Δεκέμβριος 2014)
---
(1) Ο Ιωάννου μιλώντας για τον Παπαδιάμαντη στο δοκίμιο «Επιζωγραφισμένης εικόνας αποκατάσταση», παρατηρεί εύστοχα ότι «η μουσικότητα των κειμένων που διατρέχονται από ενθουσιαστικό ερωτισμό είναι πλατιά μουσικότητα και εξυπηρετείται από μακροπερίοδο λόγο» -- Ο της Φύσεως έρως , Κέδρος, 1985 )
(2) «Οι περιγραφές του [Π.] της φύσεως, επειδή περιέχουν γνώση και συμμετοχή, προσφέρουν ολοένα και κάτι, που δεν μπορεί να το προσέξει ένα κοινό μάτι», (Γ. Ιωάννου, ό. π. σελ. 47).
(3) Και ο Ελύτης θα παρατηρήσει ότι ο Π. « εμβαθύνει τη φυσιολατρία τόσο που την ανατρέπει. Κι εκείνο που ο αφελής αναγνώστης εκλαμβάνει σαν μια απλή περιγραφή, δεν είναι στο βάθος παρά μια συμβίωση παρατεταμένη με όλων των λογιών τους ήχους και τα χρώματα, με όλα τα σήματα της ομιλίας της ακατάπαυστης των στοιχείων που πασχίζει να μεταφέρει στη γλώσσα των αισθημάτων ώσπου, κι από αυτά στο τέλος, ν’ ανασύρει ένα ήθος, το δικό του προσωπικό ήθος» (Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη σ. 41, Ερμείας)
---
Ο Κώστας Λογαράς γεννήθηκε στην Πάτρα το 1950. Σπούδασε Φιλολογία. Έχει γράψει ποίηση και πεζά. Έδωσε τέσσερις ποιητικές συλλογές μέχρι το 1984 και έκτοτε γράφει διηγήματα, μυθιστορήματα, δοκίμια. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά.
Το 1988 το λιμπρέτο του "Σπίτια της μνήμης σπίτια της σιωπής" παρουσιάστηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου. Το θεατρικό του έργο "Η τελευταία μάσκα - fallimento" παρουσιάστηκε από τη θεατρική ομάδα ΑΤΤΙΣ σε σκηνοθεσία Θόδωρου Τερζόπουλου (Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης - Πάτρα 2006).
--
(Φωτογραφία από την έκθεση μαυρόασπρων, αναλογικών φωτογραφιών του Γεράσιμου Νεόφυτου στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης)
Τα ερωτικά διλήμματα λχ του νεαρού βοσκού στον Παπαδιαμάντη δεν λένε τίποτα στον σύγχρονο αναγνώστη – κυρίως τον έφηβο αναγνώστη-- τον ξεσκολισμένο από τα τηλεοπτικά του γεννοφάσκια μ’ αυτά τα θέματα. Ούτε καν μπορεί να γίνει κατανοητή η αιτία των τύψεων τού ήρωα για την ερωτική έλξη που ένιωσε.
Για ποιο τάχατες λόγο βασανίζεται ο αφηγητής; Και είναι αρκετή η μνήμη ενός ερωτικού σώματος, (ή η επιθυμία που άλλωστε δεν πραγματώθηκε ποτέ) να επιφέρει το υπερβολικό τίμημα της διά βίου οδύνης ; Το αίτιο δεν δικαιολογεί επ’ ουδενί τέτοιο αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, υποσκάπτεται το «εικός και αναγκαίο» της λογοτεχνικής σύμβασης.
*
Κι όμως, αν ανασηκώσει κανείς τη φλούδα στο συγκεκριμένο λογοτεχνικό κείμενο, αν κοιτάξει περισσότερο υποψιασμένος τη γλωσσική διατύπωση, τις εικόνες, τους συμβολισμούς και τις αλληγορίες, θα ανακαλύψει εντυπωσιακές ερωτικές περιγραφές : εκστασιακές, καθότι υπαινικτικές. Κάτω από τον γλωσσικό μανδύα υπολανθάνει η ελκυστική αβεβαιότητα (είναι; δεν είναι;) που κάνει ακόμα πιο έντονη την ερωτική περιγραφή.
Εντοπίζονται τέσσερεις τολμηρές, ερωτικές σκηνές που μπορούν να προκαλέσουν ποικιλοτρόπως το αισθητικό και διανοητικό ενδιαφέρον τού σύγχρονου αναγνώστη. Συμβάλλοντας, έτσι, στη διαφοροποίηση της τρέχουσας αντίληψης περί έρωτος – πράγμα που μπορεί να το καταφέρνει η σπουδαία/ αξιόλογη λογοτεχνία.
1 . Υπάρχει μια περιγραφή η οποία σέρνεται σε σχοινοτενείς περιόδους λόγου και το νόημά της μοιάζει τελικά να χάνεται. Είναι σ’ εκείνο το σημείο που ο έφηβος βοσκός κατεβάζει τα γίδια του στη θάλασσα «δια να αρμυρίσουν».
Και περιγράφει τον αιγιαλόν «ανάμεσα στους βράχους»· όπου «το κύμα [διεισδύον] εσχημάτιζε γλαφυρούς κόλπους και αγκαλίτσες» και «οι βράχοι αλλού εκυρτώνοντο [..] και αλλού εκοιλαίνοντο [..], και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους, το νερό εισεχώρει μέσα στην ξηρά μορμορίζον, χορεύον με ατάκτους φλοίσβους και αφρούς [..] που αναπηδά [..] και λαχταρεί να χορεύσει ». Και ο ήρωας συνεχίζει «είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την ελιμπίστηκα, κι ελαχτάρησα να πέσω [μέσα της] και να κολυμβήσω»…
Δεν θα ήταν έξω από τα ειωθότα και τα δεδομένα του Συμβολισμού να δει κανείς την ανωτέρω φυσική περιγραφή σαν μια αλληγορία, μια παραλληλία εικόνων που παραπέμπουν συνειρμικά στην κίνηση των ανθρώπινων σωμάτων.
Με γλωσσικά μέσα την υποβλητική έκφραση, τη μουσική χρήση της γλώσσας, συνδηλώσεις, μεταφορές και παρομοιώσεις, όλα στοιχεία του Ρομαντισμού και του Συμβολισμού που εκείνο τον καιρό βρισκότανε στο φόρτε του, ( το διήγημα δημοσιεύθηκε το 1900), θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για ένα πρώτο -- εντελώς ανώδυνο —προανάκρουσμα της ερωτικής πράξης. (1)
Θαρρώ ότι σ’ αυτό το χωρίο περιγράφεται εσκεμμένα η ερωτική λειτουργία, η προσέγγιση και η έλξη δύο ‘ζωντανών’ οργανισμών, η διείσδυση του νερού στις εσοχές της ξηράς-- σαν να επρόκειτο για καμπυλότητες γυναικείου σώματος, στήθη και δαιδαλώδεις κοιλότητες, ερωτικούς ψιθυρισμούς και κινήσεις χορευτικές τού κορμιού. Που ωστόσο επεκτείνεται στην εσώτερη λαχτάρα, στο ερωτικό σκίρτημα και την έλξη των σωμάτων. Με κορύφωση την άμεση αναφορά στην δική του «libido» που υποβάλλεται ευθέως με τη χρήση του ρήματος ελιμπίστηκα· τη δική του λαχτάρα να πέσει μέσα της και να κολυμπήσει.
Αν, λέω, καταφέρει κανείς να ερμηνεύσει το απόσπασμα με αυτή την οπτική, ως συμβολική μετάθεση της ερωτικής πράξης, τότε το κείμενο απογειώνεται και κεντρίζει το ενδιαφέρον του σύγχρονου αναγνώστη. (Είπα «αν καταφέρει» γιατί η γλωσσική ερμηνεία απαιτείται να υπηρετήσει το ήθος του Παπαδιαμαντικού λόγου, κι αυτό δεν είναι ούτε αυτονόητο ούτε εύκολο).
Πάντως, ως εδώ, συντελείται η πρώτη φάση μιας μύησης : Τα εξωτερικά ερεθίσματα, ο χώρος, η πρόκληση, όλα τα στοιχεία που προοιωνίζονται εξελίξεις στο πεδίο του έρωτα, ανελκύονται προσεκτικά από τον χώρο της Φύσης και εναποτίθενται στο χώρο ενός υποσυνειδήτου. Δεν μπορεί να γνωρίζει ο αναγνώστης τι υπολανθάνει ακριβώς, αλλά υποψιάζεται ότι το περιβάλλον «σημαίνει» και το αισθάνεται ότι η δυναμική του χώρου «δηλοί», δεν είναι κενά περιγραφική.
2. Οι υποψίες τού αναγνώστη επιτείνονται λίγες γραμμές πιο κάτω. Όταν αρχίζει να έρχεται, σχεδόν, το σούρουπο. Το σκοτάδι, το πέπλο της νύχτας καλύπτοντας ντροπές κι εφηβικές αναστολές, αποτελεί τον καταλληλότερο χρόνο για τη μύηση στον έρωτα. Η αλουργίδα του δύοντος ηλίου μοιάζει με χαλί οπού πάνω του θα περπατήσει σε λίγο ο μυούμενος έφηβος.
Ακολουθεί η αποκαλυπτική περιγραφή του άντρου. Όπου, συμβολικά, θα επισυμβεί, θαρρείς, η τελετουργική μύηση του έφηβου στα κρεβάτια του έρωτα. Στρωμένα με κοχύλια και αρώματα και διεγερτικούς καλλωπισμούς από Νύφες και θαλάσσιες θεότητες, μοιάζει με τόπο ενός παγανιστικού ηδονισμού. Ένα νοητό μονοπάτι που έφτανε όλως τυχαίως (;) ως την πόρτα της καλής του θα τον οδηγήσει στο άντρο του έρωτά του· (η έκπτωση, η αμαρτία της χριστιανικής αντίληψης μπορούν προς το παρόν να περιμένουν) :
«Την ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ο ήλιος, και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμον [..] έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ηλίου , που είχε βασιλέψει[..]. Ήτον η ουρά της λαμπράς αλουργίδος [..] ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε, καθώς λέγουν, η μάνα του, δια να καθίση να δειπνήση .
Δεξιάν [..] εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένο με κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο πως το είχον ευτρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι [..]»
Οι εντυπώσεις που σχηματίζονται στον αναγνώστη, η περιγραφή της οπτικής εμπειρίας είναι τόσο ισχυρή και έντονη που είναι αδύνατον να μην αναχθεί ο νους σε μιαν αντίστοιχη ερωτική πραγματικότητα. (2) και (3).
Εξάλλου, ο καθαρεύων λόγος της περιγραφής – σχεδόν εκκλησιαστικός-- αλλά κυρίως το σκηνικό του (θαλάσσιου) άντρου, παραπέμποντας σε μυθολογικά στοιχεία υποβάλλουν την ιδέα ενός χώρου ιερατικού σάμπως να μπαίνει κανείς στο κατώφλι μιας εκκλησιάς. Το ‘βέβηλο’ εξαγιώνεται, το ανίερο γίνεται ξάφνου ιερό και το αισθητικό συνταιριάζεται με το αισθησιακό.
Ίσως, ό, τι δεν μπόρεσε να πει ο Παπαδιαμάντης εξαιτίας των συντηρητικών ηθών της εποχής, το δίνει με λόγο αλληγορικό. Και η περιγραφή αποκαλύπτει το κρύφιο νόημά της αλλά και τη λειτουργικότητά της στο λογοτεχνικό λόγο.
3. «Ώσπου, τελικά, «επέταξα αμέσως το υποκάμισόν μου και έπεσα εις την θάλασσαν[..]. Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην εν με το κύμα, ως να μετείχον της φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους […]. Δεν θα μου έκανε ποτέ καρδιά να έβγω[..] δεν θα εχόρταινα ποτέ[..]»
Η γύμνωση, οι εντυπώσεις από τη εμπειρία του ‘ερωτικού βιώματος’, από τη ένωση, τη διείσδυση και καταβύθιση στο υγρό στοιχείο, το αλμυρό και το δροσώδες, καταγράφονται με δέος. Χρησιμοποιούνται δύο ρήματα δηλωτικά της βαθιάς αίσθησης καθώς και της αποτύπωσης του γεγονότος, δια παντός, στη φαντασία τού αφηγητή : α) ησθανόμην ( που συμπληρώνεται από δύο αντικείμενα δηλωτικά της ερωτικής απόλαυσης : μαγεία άφατον – γλύκαν), και β) εφανταζόμην (συμπληρώνεται με δύο παρομοιαστικές ταυτίσεις : ως να ήμην έν.. - ως να μετείχον της φύσεως αυτού).
Όλες οι λέξεις που αναφέρονται στο υγρό στοιχείο, η υφή και οι γεύσεις της θάλασσας «της υγράς, αλμυράς και δροσώδους» είναι ταυτόσημες με τους χυμούς και τον κόλπον του γυναικείου σώματος. Η δε αίσθηση της ένωσης του ήρωα με το υγρό στοιχείο ανταποκρίνεται πλήρως στην αντίστοιχη αίσθηση που αποκομίζουν δυο κορμιά εξημμένα από το ερωτικό τους πάθος αλλά και την ψυχική τους ένωση.
Ο λόγος του Παπαδιαμάντη, ειρήσθω εν παρόδω, ακούγεται κατασταλαγμένος. Ένα είδος ομολογίας από αφηγητή απομακρυσμένο πλέον από το γεγονός εκείνο. Αλλά με αφομοιωμένη γνώση και συνείδηση που φαίνεται ότι επέφερε την ολοκλήρωσή του. Όπως κι αν ερμηνεύεται αυτό.
Μια συμπαντική, θαρρείς, αίσθηση – που σέρνεται με αργούς ρυθμούς των τριών ασύνδετων σχημάτων τού αποσπάσματος, αλλεπάλληλων, σε μια έκταση τεσσάρων τυπογραφικών γραμμών – αντανακλά αφενός μεν την αντίληψη του συγγραφέα περί Φύσεως και αφ’ ετέρου τη γνωστή στο εκκλησιαστικό μυστήριο του γάμου ρήση για την ένωση των δύο σωμάτων σε σάρκα μία.
4. «[..] εβυθίσθην, ήρπασα την κόρην εις τας αγκάλας μου, και ανήλθον. Καθώς την είχα περιβάλλει με τον αριστερόν βραχίονα, μου εφάνη ότι ησθάνθην ασθενή την χλιαράν πνοήν της εις την παρειάν μου. Είχα φθάσει εγκαίρως, δόξα τω Θεώ…»
Η στιγμή της διάσωσης είναι θαυμαστά μελετημένη: ως προς τη χρήση της γλώσσας και τον λογικό μηχανισμό που τη διέπει, αλλά και ως προς την κειμενική στρατηγική που ακολουθείται.
Ολόκληρο το είναι του ήρωα—και μαζί η αγωνία του αναγνώστη—εστιάζεται στην σωτηρία της κόρης. Και μόνο μια υποδόρια, εντελώς φευγαλέα και σχεδόν ασύνειδη αίσθηση επαφής αφήνεται στον αναγνώστη με την ‘χλιαράν —πλην ασθενή--- πνοή εις την παρειάν του’. Μιλώ για κάποιο ψυχανέμισμα (ούτε καν υποψία) τού αναγνώστη. Δεν θα μπορούσε, ίσως, να διανοηθεί κανείς ότι σε μια τόσο δραματική στιγμή, ο νεαρός βοσκός θα είχε ιδιοτελείς βλέψεις. Η σωτηρία της κόρης δεν αφήνει κανένα περιθώριο για άλλες σκέψεις.
Όμως υποβάλλεται εσκεμμένα η ιδέα ‘της ζεστής ανάσας στην παρειά του έφηβου’. Την οποία βεβαίως καταγράφει προκειμένου να την αντικρούσει αμέσως παρακάτω ‘σε περίπτωση που κατηγορηθεί από κακόβουλους’.
Κι όταν έχει διασφαλίσει την βεβαιότητα τού αναγνώστη του, (την εδραιώνει με τη χρήση των λέξεων : δεν παρείχε σημεία ζωής ολοφάνερα.. / την ετίναξα δια να δυνηθή να αναπνεύση.. ) χρησιμοποιεί εκ του ασφαλούς πλέον τη διφορούμενη και πάλι αλλά τολμηρή διατύπωση:
«Ησθάνθην ότι προσεκολλάτο το πλάσμα επάνω μου». Θα ήταν αδύνατον να διατυπωθεί έτσι το γεγονός της σωτηρίας, αν δεν είχαν ήδη προηγηθεί οι εξισορροπιστικές φράσεις που αποτρέπουν τον αναγνώστη να σκεφτεί οτιδήποτε μεμπτόν.
Είναι τόσο έντονα δηλωτική αυτή η προσκόλληση του πλάσματος επάνω του, -- ο παρατατικός ‘προσεκολλάτο’ μάλιστα παρατείνει τη διάρκεια του χρόνου καθιστώντας την προσκόλληση όχι στιγμιαία αλλά ως έχουσα ολόκληρη πορεία ζωής από τούδε και στο εξής-- ώστε σπεύδει και πάλι να απαλύνει τις υποψίες. Κι αυτή τη φορά το διατυπώνει καθαρά ( κανείς ιδιοτελής λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα μου) .
Προκειμένου δε να απομακρυνθεί εντελώς η σκέψη του αναγνώστη από οτιδήποτε άπτεται της ερωτικής επιθυμίας, εμπλέκει – παραδόξως, νομίζω και μάλλον αμήχανα -- τα περί χρηματικής αμοιβής (‘ Η καρδία μου ήτο πλήρης αυτοθυσίας και αφιλοκερδείας. Ποτέ δεν θα εζήτουν αμοιβήν’). Ωστόσο, η εικόνα ενός πλάσματος που προσκολλάται επάνω του έχει μείνει χαραγμένη στον νου τού αφηγητή, κι έχει καταγραφεί στη συνείδηση του αναγνώστη.
*
Τελειώνοντας, θα πρέπει να επισημάνουμε ξανά τη γενική παρατήρηση ότι αν αποσπασθεί ο αναγνώστης από την εικόνα του νερού και της θάλασσας, θα καταφέρει να συγκροτήσει το σκηνικό της (πρώτης, ίσως) ερωτικής εμπειρίας του ήρωα. Θα ανιχνεύσει τη λαχτάρα τού έφηβου, τον λυσιμελή του πόθο. Κι ακόμα, όλες τις ερωτικές εικόνες που τον τρέφουν, αλλά κι αυτές που εστιάζει πάνω τους· την αγωνία της σωματικής απόλαυσης, τη γνώση του έρωτα.
Η συγκεκριμένη αλληγορία φέρνει στο προσκήνιο την προσδοκία ενός σώματος που δονείται από την ερωτική απόλαυση ο δε νους καθηλώνεται ( και τώρα και για πάντα) στο τορνευτό κορμί της ερωμένης.
Μέσα απ’ το λόγο αναδύεται η ένταση τής ένωσης, ιχνηλατείται η γλυκύτητα και υπολανθάνει η εναγώνια επιθυμία ενός έφηβου –σχεδόν παιδιού -- να διοχετεύσει τη σεξουαλική του ορμή, να πραγματώσει τον ερωτικό του εαυτό, να απελευθερώσει τις ζωικές και ψυχικές του δυνάμεις.
Μπορεί να δει ο αναγνώστης τον κυματισμό της θάλασσας και τον χορό των σωμάτων, ένα κορμί νεανικό που πλαντάζει όπως τα κύματα της, ένα σώμα που βυθίζεται ολόκληρο εντός της. Τον πόθο και τον πυρετό του. Την καθαρότητα της φλόγας και την ένταση του καύματος απ’ το οποίο πυρπολείται. (Η αμηχανία τού αγοριού είναι ένα άλλο, τεράστιο κεφάλαιο, ηθικής και αισθητικής σημασίας που θα μπορούσε να κάνει κανείς ολόκληρη διατριβή).
Πρόκειται, θαρρείς, για μια μέθεξη σε κάτι υπερβατικό. Που ωστόσο είναι ιερό μαζί γι’ αυτόν και βέβηλο. Εξού και η αμφιθυμία των αισθημάτων του, τώρα και αργότερα.
Άραγε είναι δυνατόν να προσεγγίσει κανείς αυτήν τη διάσταση της παπαδιαμαντικής ερωτικής ζωής; Μάλλον όχι. Πολύ περισσότερο, ο σημερινός άνθρωπος – ο ψυχικά αποξηραμένος. Γι’ αυτόν ο έρωτας είναι εξουσία, επιβολή πάνω στον άλλον, προβολή της δύναμης.
Το Όνειρο στο κύμα όμως δίνει τη δυνατότητα να μιλήσει κανείς για τη χαμένη αυτή ποιητική οπτική τού (σωματικού εννοώ κι όχι κανενός παλτωνικού) έρωτα. Οι τολμηρές αλληγορίες του Παπαδιαμάντη μπορούν να δώσουνε το έναυσμα. Όσες φορές το αποτόλμησα μέσα στην τάξη-- γιατί το κείμενο διδάσκεται στο μάθημα της Λογοτεχνίας-- είδα με έκπληξη ότι η δίψα των παιδιών ήταν τεράστια.-
Κώστας Λογαράς
(Οδός Πανός, τεύχος 164, Oκτώβριος-Δεκέμβριος 2014)
---
(1) Ο Ιωάννου μιλώντας για τον Παπαδιάμαντη στο δοκίμιο «Επιζωγραφισμένης εικόνας αποκατάσταση», παρατηρεί εύστοχα ότι «η μουσικότητα των κειμένων που διατρέχονται από ενθουσιαστικό ερωτισμό είναι πλατιά μουσικότητα και εξυπηρετείται από μακροπερίοδο λόγο» -- Ο της Φύσεως έρως , Κέδρος, 1985 )
(2) «Οι περιγραφές του [Π.] της φύσεως, επειδή περιέχουν γνώση και συμμετοχή, προσφέρουν ολοένα και κάτι, που δεν μπορεί να το προσέξει ένα κοινό μάτι», (Γ. Ιωάννου, ό. π. σελ. 47).
(3) Και ο Ελύτης θα παρατηρήσει ότι ο Π. « εμβαθύνει τη φυσιολατρία τόσο που την ανατρέπει. Κι εκείνο που ο αφελής αναγνώστης εκλαμβάνει σαν μια απλή περιγραφή, δεν είναι στο βάθος παρά μια συμβίωση παρατεταμένη με όλων των λογιών τους ήχους και τα χρώματα, με όλα τα σήματα της ομιλίας της ακατάπαυστης των στοιχείων που πασχίζει να μεταφέρει στη γλώσσα των αισθημάτων ώσπου, κι από αυτά στο τέλος, ν’ ανασύρει ένα ήθος, το δικό του προσωπικό ήθος» (Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη σ. 41, Ερμείας)
---
Ο Κώστας Λογαράς γεννήθηκε στην Πάτρα το 1950. Σπούδασε Φιλολογία. Έχει γράψει ποίηση και πεζά. Έδωσε τέσσερις ποιητικές συλλογές μέχρι το 1984 και έκτοτε γράφει διηγήματα, μυθιστορήματα, δοκίμια. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά.
Το 1988 το λιμπρέτο του "Σπίτια της μνήμης σπίτια της σιωπής" παρουσιάστηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου. Το θεατρικό του έργο "Η τελευταία μάσκα - fallimento" παρουσιάστηκε από τη θεατρική ομάδα ΑΤΤΙΣ σε σκηνοθεσία Θόδωρου Τερζόπουλου (Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης - Πάτρα 2006).
--
(Φωτογραφία από την έκθεση μαυρόασπρων, αναλογικών φωτογραφιών του Γεράσιμου Νεόφυτου στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου