Συχνά ακούμε συζητήσεις περί Παιδείας στη χώρα μας, για ανάγκη εξορθολογισμού και βελτίωσης της ποιότητάς της κ.λπ. Θα προσπαθήσουμε εδώ να δούμε κάποια ανάγλυφα προβλήματα, που από αυτά ξεκινώντας ίσως φτάσουμε ασφαλέστερα σε λύσεις, χωρίς εντυπωσιακές και δήθεν αποφασιστικές κινήσεις, απλώς ενεργοποιώντας την κοινή λογική και τη διεθνή εμπειρία.
1. Οι τελευταίες πανελλαδικές εξετάσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ της χώρας έδειξαν για ακόμα μια φορά μια ανεπίτρεπτη κατάσταση που ουδείς τολμά να θίξει. Εισήχθησαν σε ΑΕΙ απόφοιτοι Λυκείου με βαθμό 2 και 3, που σε ορισμένα μάλιστα μαθήματα παρέδωσαν λευκή κόλλα. Όλοι συζητούν για τη βάση του 10, που πρέπει ή όχι να έχουν όλοι οι εισαγόμενοι σε ΑΕΙ, ουδείς όμως συζητά για το κυρίως πρόβλημα: πώς είναι δυνατόν μαθητής να περνάει από την 2α Λυκείου στην 3η, να λαμβάνει απολυτήριο Λυκείου και ταυτόχρονα στις πανελλήνιες εξετάσεις να γράφει για 2 και 3, ενίοτε και 0; Το 10 θα πρέπει να θεωρείται ως δεδομένο για όλους, άλλωστε έχει ήδη δοθεί εντολή οι εξετάσεις να εμπεριέχουν θέματα διαβαθμισμένης δυσκολίας, ώστε όλοι να μπορούν να βαθμολογηθούν με τη βάση, λιγότεροι με μεσαίους βαθμούς, ακόμα λιγότεροι με άριστα. Θα ήταν αποδεκτό κάποιοι ελάχιστοι να γράψουν σε κάποια μαθήματα 9, ίσως και 8, δεδομένου του άγχους της στιγμής. Αλλά 2; Στις περιπτώσεις αυτές ο καθηγητής του Λυκείου υπήρξε από ανεπαρκής έως απατεώνας, καθόσον εξαπάτησε το παιδί, προβιβάζοντάς το στην 3η Λυκείου και ωθώντας το έτσι να δώσει εξετάσεις εισαγωγής σε ΑΕΙ. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Επειδή δύσκολα μπορούμε να δεχτούμε πως υπάρχουν παιδιά του Λυκείου με τέτοια εκ φύσεως αδυναμία, κατά πάσα πιθανότητα έπεσαν σε άθλιους καθηγητές που εξαπατούν τελικώς την ίδια την κοινωνία και οφείλουν να ελεγχθούν αυστηρότατα από τους λυκειάρχες τους αλλά και το αρμόδιο Υπουργείο Παιδείας.
2. Πάλι στις πανελλήνιες εξετάσεις, φαίνεται πως η κοινωνία «αναδρώντας» απαξίωσε πολλά Τμήματα ΑΕΙ, δηλαδή πολλά Τμήματα Πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Είναι σαφές πως πολλά από τα Τμήματα αυτά δεν έπρεπε να υπάρχουν ως τέτοια. Τα προγράμματα σπουδών, ιδιαιτέρως πολλών επαρχιακών Τμημάτων, έχουν διαμορφωθεί σύμφωνα με τους καθηγητές «που έχουμε» και τους μελλοντικούς καθηγητές - συγγενείς του νομάρχη και του βουλευτή της Περιφέρειας. Δεν αναφέρομαι μόνο στο μη παραγωγικό της σχετικής κρατικής επένδυσης, αναφέρομαι και στην εξαπάτηση των νέων και των οικογενειών τους. Πέραν της ποιοτικώς και ποσοτικώς ανεπαρκούς για ΑΕΙ στελέχωσης των Τμημάτων αυτών, το γνωσιολογικό περιεχόμενο και η εμβέλεια των σπουδών είναι χαμηλότατου επιπέδου και άχρηστο για την εξέλιξη των αποφοίτων τους.
3. Εδώ θα πρέπει η Πολιτεία να κατανοήσει τον ρόλο των Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων στις Περιφέρειες της χώρας, το αυτό ισχύει και για τους κατοίκους αυτών των Περιφερειών. Αντί να συντηρεί «υβριδικά» Εκπαιδευτικά Ιδρύματα μηδενικού κύρους και μηδενικής αναπτυξιακής εμβέλειας, εξαπατώντας τους νέους και τις οικογένειές τους (γιατί περί εξαπάτησης πρόκειται, υπαγόμενης στο κοινό ποινικό δίκαιο), βλάπτοντας αντί να ωφελεί στην ανάπτυξη της χώρας, ας συμβαδίσει επί τέλους με το αίτημα της «Ευρώπης 2020» και της «Ευρώπης 2050», που είναι η ενίσχυση της ανάπτυξης των Περιφερειών ως αυτοδύναμων χωρικών οντοτήτων και η ενίσχυση ή και δημιουργία παραγωγικής και ανταγωνιστικής εξειδίκευσής τους. Η εκπαίδευση έτσι στις Περιφέρειες, αφ’ ενός πρέπει να στοχεύει κυρίως στην οργανική ένταξή της σε αυτές, αφ’ ετέρου πρέπει να ανατεθεί σε αυτές, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή επιταγή περί τρόπου θεώρησης της περιφερειακής ανάπτυξης και περί τρόπου θεώρησης της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ηπείρου ως ένωσης Περιφερειών. Έτσι λοιπόν, σε πρώτη φάση, θα πρέπει τα απαξιωμένα Τμήματα των Περιφερειών που στερούνται επιστημονικής εμβέλειας και ελκυστικότητας να μετατραπούν σε διετή ή τριετή επαγγελματικά κέντρα, επικεντρωμένα στις ανάγκες και στις εξειδικεύσεις των Περιφερειών αυτών. Οι Περιφέρειες θα πρέπει να πάψουν να περιμένουν ανάπτυξη μέσω των καφετεριών τους και των ενοικιαζόμενων δωματίων. Βεβαίως και θα πρέπει να υπάρχουν και πανεπιστημιακά Τμήματα «κεντρικής» επιστημονικής εμβέλειας. Υπάρχουν τέτοια – π.χ. της Θεσσαλίας, της Κρήτης, της Πάτρας κ.λπ. – και εδώ θα πρέπει να προβληματιστούμε για τις ερευνητικές επιδόσεις τους, που είναι συχνά κατά πολύ ανώτερες από πολλά κεντρικά πανεπιστημιακά τμήματα με μεγάλη ιστορία. Μήπως γιατί αυτά έχουν εν πολλοίς καταστεί έρμαια οικογενειοκρατίας και αναξιοκρατίας;
4. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση οφείλει να λειτουργεί ως τέτοια. Δεν θα υπερβάλλουμε αν πούμε πως σήμερα η 2α και η 3η Λυκείου υπολειτουργούν σχεδόν επισήμως. Οι μαθητές στη συντριπτική τους πλειονότητα ενδιαφέρονται μόνο να εξασκηθούν να γράψουν καλά στα μαθήματα που θα τους επιτρέψουν να εισέλθουν στα ΑΕΙ της αρεσκείας τους. Τα Λύκεια για τις τάξεις αυτές δεν λειτουργούν σχεδόν καθόλου μετά τον Μάρτιο ή Απρίλιο, αφήνοντας ελεύθερους τους μαθητές να πάνε στα φροντιστήριά τους. Οι εκπαιδευτικοί συνακολούθως και αναγκαστικώς, ενδιαφέρονται περισσότερο για τη φροντιστηριακή εκγύμναση των μαθητών παρά για τη συνεισφορά τους στις γενικές γνώσεις που οφείλουν να αποκτήσουν οι νέοι της χώρας μας σπουδάζοντας στο Λύκειο.
5. Τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα πρέπει να στοχεύουν στη διαμόρφωση ολοκληρωμένων επιστημόνων, με κριτική σκέψη και ερευνητικές ικανότητες. Αμφιβάλλω για το κατά πόσο μπορούν πλέον να συμβάλουν σε κάτι τέτοιο – λίγες οι λαμπρές εξαιρέσεις – σε μεγάλο βαθμό, γιατί τα Λύκεια δεν έχουν δώσει στους μαθητές τους τις απαραίτητες γι’ αυτό βάσεις. Παρότι θέλω να πιστεύω πως οι καθηγητές που υπηρετούν στα ΑΕΙ της χώρας πασχίζουν γι’ αυτό (χωρίς όμως να τους απαλλάσσω κάθε ευθύνης), το όλο σύστημα διακρίνεται από μιαν ακαμψία που εμποδίζει τους φοιτητές να αποτινάξουν εγκαθιδρυμένες από το Λύκειο νοοτροπίες. Κυρίως δεν δίνει τη δυνατότητα στους φοιτητές να αναπτύξουν τις ιδιαίτερες κλίσεις και ικανότητές τους, ικανότητες που κατά κανόνα εμφανίζονται σταδιακά με την πάροδο του χρόνου. Ο φοιτητής στην καλύτερη περίπτωση εισέρχεται στη Σχολή που έχει επιλέξει από 16 ετών, συχνά αυτή η επιλογή είναι επιλογή των γονιών του και ακόμα συχνότερα εισέρχεται σε μια Σχολή που δεν ήταν η πρώτη του επιλογή. Εν ολίγοις, πιο συνηθισμένο είναι να βαδίζει στα τυφλά. Η Ανώτατη Εκπαίδευση οφείλει να αποκτήσει ευελιξία, να δίνει δηλαδή στους φοιτητές τη δυνατότητα να μεταπηδήσουν σε Τμήμα που τους ενδιαφέρει, π.χ. μετά το τρίτο ή και δεύτερο έτος σπουδών, χρησιμοποιώντας τις Διδακτικές Μονάδες (ΔΜ) που απέκτησαν στα μαθήματα που επιτυχώς παρακολούθησαν. Αυτό γίνεται σε όλες τις προηγμένες χώρες του κόσμου. Τα τελευταία μόλις χρόνια θεσμοθετήθηκαν στην Ελλάδα οι Διδακτικές Μονάδες των μαθημάτων, κάτι που ίσχυε εδώ και δεκαετίες σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου, για την κινητικότητα των σπουδαστών εντός του κρατικού αλλά και παγκόσμιου εκπαιδευτικού τοπίου. Γιατί εμείς δεν τις χρησιμοποιούμε γι’ αυτό;
6. Η Πολιτεία οφείλει να ξεκαθαρίσει το τοπίο στον χώρο των ΑΕΙ. Παρά του ότι θεσμικώς τα ΤΕΙ και τα Πανεπιστήμια βρίσκονται στην ίδια εκπαιδευτική βαθμίδα, είναι δηλαδή και τα δύο ΑΕΙ, συντηρείται στην κοινή γνώμη η άποψη πως βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί και οι εφημερίδες εμμένουν στη λεκτική και δήθεν ποιοτική διαφοροποίησή τους, μιλώντας για ΑΕΙ και ΤΕΙ, μάλιστα ακόμα και πρώην Υπουργός Παιδείας έκανε από Βουλής αυτήν τη διαφοροποίηση. Τα ΤΕΙ όμως είναι τετραετή Εκπαιδευτικά Ιδρύματα με προσωπικό προδιαγραφών όμοιων ή και ενίοτε απαιτητικότερων αυτών των τετραετών Πανεπιστημιακών Τμημάτων. Δεν μπορούν να μην ονομάζονται Πανεπιστήμια, αν μη τι άλλο αυτό δεν συνάδει με τα διεθνώς ισχύοντα για 4ετή Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Πόσο μάλλον τώρα που αργά ή γρήγορα θα εγκαθιδρυθούν και επισήμως – καλώς ή κακώς – Ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Τα ΤΕΙ θα ατονήσουν έως εξαφανίσεως, λόγω της συστηματικής και σχεδόν προπαγανδιστικής λεκτικής απαξίωσής τους από τα ΜΜΕ – με σοβαρή επίπτωση στις χιλιάδες των αποφοίτων τους και στις χιλιάδες των ήδη φοιτούντων – παρά του ότι η Πολιτεία έχει επενδύσει σε αυτά, με αξιόλογους καθηγητές και κτηριακές εγκαταστάσεις. Τα ΤΕΙ προφανώς και έλκουν την καταγωγή τους από τα ΚΑΤΕΕ, που πράγματι υπήρξαν η ενδιάμεση βαθμίδα μεταξύ χειρωνακτών και επιστημόνων. Όμως και οι απαιτήσεις της κοινωνίας έχουν εξελιχθεί και πρώην πρακτικές που θεραπεύονταν από αυτήν την τότε ενδιάμεση βαθμίδα, μετετράπησαν σε απαιτητικές επιστήμες. Δεν επαναπαυόμαστε πλέον με τις μαίες επιπέδου Γεωργίας Βασιλειάδου στο γνωστό κινηματογραφικό έργο, ούτε ο ηλεκτρονικός του 2000 ασχολείται με τα τρανζιστοράκια που ασχολείτο ο ηλεκτρονικός του 1950, ούτε ο πολιτικός μηχανικός ασχολείται με το χτίσιμο πέτρινων οικοδομών, όπως ο κτίστης του 1900. Γι’ αυτό και το Πολυτεχνείο από πρώην σχολή πετράδων μονοετούς ή διετούς φοίτησης έγινε σχολή μηχανικών αρχικώς τριετούς, εν συνεχεία τετραετούς και σήμερα πενταετούς φοίτησης, γι’ αυτό και τα ΚΑΤΕΕ από ενδιάμεσες σχολές διετούς και τριετούς φοίτησης έγιναν ΤΕΙ τετραετούς φοίτησης και ετέθησαν αυτοδικαίως στο επίπεδο των Πανεπιστημίων. Την ενδιάμεση εκπαιδευτική βαθμίδα, βαθμίδα που πρέπει να υπάρχει, καταλαμβάνουν σήμερα τα ΙΕΚ, που εν πολλοίς επιτελούν σημαντικό έργο. Ακόμα, τα πτυχία που δίνουν Πανεπιστήμια πενταετούς φοίτησης – Πολυτεχνεία και Γεωπονικές Σχολές – πρέπει να αναγνωριστούν ως επιπέδου Master, γιατί αυτό ισχύει διεθνώς και οφείλουμε για να συνεννοούμεθα και να συνεργαζόμαστε σε παγκόσμιο επίπεδο να αποκτήσουμε κοινή γλώσσα.
Τα παραπάνω είναι κατ’ εξοχήν επείγοντα και θεωρώ πως η θεραπεία τους θα ξεκαθαρίσει το εκπαιδευτικό τοπίο στη χώρα μας με βάση τα διεθνώς ισχύοντα και θα συμπαρασύρει στη γενικότερη αναβάθμιση της Παιδείας στη χώρα μας. Δυστυχώς όμως βλέπω το Υπουργείο Παιδείας να ασχολείται με τα ελάσσονα. Μη θέλοντας να θίξει καμία από τις παραπάνω δυσλειτουργίες του εκπαιδευτικού συστήματος, κατ’ ουσία θίγει την ίδια την κοινωνία και προσφέρει κάκιστη υπηρεσία στην ανάγκη της χώρας να αναπτυχθεί σύμφωνα με διεθνή δεδομένα και τις διεθνείς απαιτήσεις, απαιτήσεις που καθίστανται ολοένα και περισσότερο επιτακτικές. Τελευταίο δείγμα η σπουδή περί διαγραφής των «αιωνίων» φοιτητών, λες και έτσι θα διορθωθούν ως διά μαγείας όλα τα κακώς κείμενα. Όμως:
1) Το μέγιστο ποσοστό αυτών των «αιωνίων» πρόκειται περί εγκλωβισμένων σε πανεπιστημιακά τμήματα που δεν τους δίνουν τη δυνατότητα να μεταπηδήσουν σε σπουδές που πραγματικά τους ενδιαφέρουν, όπως δηλαδή γίνεται σε όλα τα ανεπτυγμένα κράτη του κόσμου.
2) Αυτοί οι «αιώνιοι» δεν κοστίζουν στον κρατικό προϋπολογισμό. Ούτε μαθήματα διδάσκονται (πώς θα ήσαν «αιώνιοι» άλλωστε), ούτε βιβλία και εκπαιδευτικές σημειώσεις δικαιούνται να λαμβάνουν δωρεάν, ούτε σιτίζονται, ούτε διαμένουν σε φοιτητικές Εστίες (στις ελάχιστες δηλ. που διαθέτουμε). Αποτελούν απλώς στατιστική ενόχληση, που θα έπρεπε κατ’ αρχάς να ενοχλεί τη συνείδηση των πολιτικών υπευθύνων, υπευθύνων γι’ αυτήν την όντως δυσλειτουργία του συστήματος, που τώρα επιλέγουν τη λύση «πονάει κεφάλι κόψει κεφάλι».
3) Συμφωνούμε με την εντατικοποίηση των σπουδών, η οποία όμως δεν επιτυγχάνεται με εγκυκλίους και φοβέρες, επιτυγχάνεται με «εντατικοποίηση» του ενδιαφέροντος των νέων. Για την έλλειψη ενδιαφέροντος ευθύνεται όμως πρωτίστως η Πολιτεία (και οι λειτουργοί της, συμπεριλαμβανομένων των καθηγητών των Ιδρυμάτων βεβαίως). Η πρότασή μας έτσι περί αυτού, είναι κατ’ αρχάς η δημιουργία λίστας φοιτητών σε κατάσταση αναστολής φοίτησης – διάρκειας 4 ή 5 ετών – με τη δυνατότητα στους φοιτητές να μπορούν μέσα σε αυτή τη διάρκεια να διακόψουν την αναστολή αυτή και να έχουν περιθώριο κάποιου χρόνου να περατώσουν τις σπουδές τους. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να τους δοθεί και η δυνατότητα να μεταπηδήσουν σε άλλο πανεπιστημιακό Τμήμα που τους ενδιαφέρει, χρησιμοποιώντας τις διδακτικές μονάδες των μαθημάτων που έχουν ήδη κατοχυρώσει. Εξυπακούεται πως αυτή η ευελιξία των πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων πρέπει να καταστεί βασικό συστατικό της όλης εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως αναφέραμε και προηγουμένως.
Όσον αφορά, τέλος, στο ζήτημα των «επαγγελματικών δικαιωμάτων», παρατηρούμε μιαν ανούσια και υποκριτική συζήτηση. Τα «επαγγελματικά δικαιώματα» δεν δίδονται από το κράτος και τα «συναρμόδια υπουργεία». Το κράτος, διά του Υπουργείου Παιδείας, απλώς οφείλει να πιστοποιεί το γνωσιολογικό περιεχόμενο των σπουδών όλων των εκπαιδευτικών τμημάτων της χώρας και την ποιότητα της εκπαίδευσης σε αυτά, είτε αυτά είναι κρατικά είτε ιδιωτικά. Μέχρις εκεί (ερώτηση: το κάνει; Και πόσο αποτελεσματικά το κάνει, ιδιαιτέρως στα ιδιωτικά εκπαιδευτικά Ιδρύματα που λίγο πολύ παγιώνονται σαν πανεπιστημιακού επιπέδου;). Τα όποια επαγγελματικά δικαιώματα, διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα, δίδονται από τα αντίστοιχα επαγγελματικά και επιστημονικά Επιμελητήρια (Επιμελητήρια των οποίων την λειτουργία οφείλει βεβαίως το κράτος να ελέγχει).
…και όπως έγραφε ο Διόδωρος Σικελιώτης: «τα μεν καλώς γραφέντα φθόνου μη μετεχέτω, τα δε αγνοηθέντα, διορθώσεως υπό των δυνατοτέρων τυγχανέτω». Φοβούμαι όμως πως από την πολιτική πρακτική λείπει ο «κοινός νους»... ιδιαιτέρως τα (πολλά) τελευταία χρόνια.
* Ο Δρ. Νικήτας Χιωτίνης είναι Αρχιτέκτων, Καθηγητής ΤΕΙ, Τμήματος Εσωτερικής Αρχιτεκτονικής και Σχεδιασμού Αντικειμένων
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου