Σε ένα από τα γνωστότερα δημοτικά
τραγούδια, του Ολυμπου και του Κίσσαβου, ένα από εκείνα που γοήτευσαν
τον Γκαίτε και τον έπεισαν να μεταφράσει μερικά, τα δύο βουνά μαλώνουν·
μόνο τον Ολυμπο ακούμε, ωστόσο, να παινεύεται για τις κορφές και τις
βρύσες του, αλλά κυρίως για τους κλέφτες του, και να χλευάζει τον
τουρκοπατημένο Κίσσαβο. Αντίθετα, στα τραγούδια που έπλασε ο δημοτικός
ποιητής του ’40 για να εμψυχώσει τους πολεμιστές, τα βουνά δεν μαλώνουν
αλλά συνομιλούν συγκινημένα και συνεργάζονται. Ο λαϊκός ποιητής υιοθετεί
τα μοτίβα των κλέφτικων, με τη δίκαιη σιγουριά πως είναι κληρονομιά
του, κτήμα κοινό. Και ή τα προσαρμόζει γεωγραφικά ή τα μεταλλάσσει
φρόνιμα. Κι αυτό «σ’ εποχή όπου η λειτουργία της γέννησης του δημοτικού
τραγουδιού παρουσιάζει πλήθος αναστολές», όπως λέει ο Κ.Θ. Δημαράς στην
«Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας»· σε εποχή δηλαδή που ο προφορικός
πολιτισμός υποχωρούσε και αποσυντονιζόταν.
Σε ένα από τα δημοτικά του ’40, πλασμένο από την πάντα καίρια μούσα της Ηπείρου, ο γερο-Σμόλικας ρωτάει την Πίνδο, στον ταιριαστό δεκαπεντασύλλαβο: «Βουνό μου, σταυραδέρφι μου και γκαρδιακέ μου φίλε, / πού πήγαν οι λεβέντες μας, πού πήγαν οι αϊτοί μας / κι αφήσανε τον Ιταλό τον τόπο να οργώνει;» Πριν αποκριθεί η Πίνδος, ο τόπος όλος και η μνήμη που τον πυκνοκατοικεί δίνουν τη δική τους απάντηση: «Το λόγο δεν απόσωσεν, το λόγο δεν απόειπε / κι αναταράχτηκεν η γης, αντάριασαν οι λόγγοι / κι ένα στοιχειό πετάχτηκε ψηλά στη Δρακολίμνη. / Είχε σταυρό στα κέρατα, φεγγάρι στα καπούλια / κι απάνω από τη ράχη του φλάμπουρο ανεμίζει». Και σκορπίζει τους έντρομους Ιταλούς. Ενα στοιχειό που η λαϊκή πίστη θα μπορούσε να του δώσει το σχήμα και το όνομα του Αϊ-Γιώργη ή της Παναγίας ή, πολύ παλιά, στον Μαραθώνα, του Θησέα και του φαντάσματός του.
Αντίθετα με τη μεταφυσική λύση αυτού του τραγουδιού, ένα άλλο ηπειρώτικο προκρίνει τον ρεαλισμό, περιγράφοντας λιτά την κινητοποίηση προς ενίσχυση του μετώπου· συνομιλητής της Πίνδου είναι τώρα ο Ολυμπος. Αντλώ και αυτό το τραγούδι από τη β΄ έκδοση της μελέτης του Τάκη Αδάμου «Το λαϊκό τραγούδι της Αντίστασης» (Καστανιώτης, 1977). Πολλά τραγούδια και του ’40 αποθησαύρισε ο Ν. Α. Κεφαλληνιάδης στο βιβλίο «Η λαϊκή μούσα στους εθνικούς πολέμους μας (Ντοκουμέντα): Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913, Μικρασιατική Καταστροφή 1922, Αλβανικό έπος 1940, Κατοχή - Αντίσταση - Απελευθέρωση 1941-1944» (Φιλιππότης, 1992). Ας πάμε στις πρώτες μέρες του πολέμου: «Ποιος είδε τέτοιο θάμασμα, παράξενο μεγάλο, / να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις ψηλές ραχούλες. / Γυρίζει ο γερο-Ολυμπος κι αναρωτάει την Πίνδο: / “Βουνό μου, γιατί θύμωσες και στέκεις βουρκωμένο; / Μήνα χαλάζι σε βαρεί, μήνα βροχή σε δέρνει;” / “Ούτε χαλάζι με βαρεί κι ούτε βροχή με δέρνει, / μόν’ με βαρούν οι Ιταλοί με μπόμπες και με όλμους. / Μαύρα πουλιά σκεπάσανε τον όμορφο ουρανό μου, / θερίζουνε τις ράχες μου, καίνε τα έλατά μου”. / “Ρίξε, βουνό, τις μπόρες σου, ρίξε τις αστραπές σου, / κι εγώ σου στέλνω τους αϊτούς, τσολιάδες και φαντάρους, / να καθαρίσουν τις πλαγιές, να διώξουν τους φασίστες, // που μόλυναν τον τόπο μας, τα όμορφα χωριά μας”».
Δεν υπάρχει λόγος εδώ για φιλολογικού τύπου παρατηρήσεις, πόσο δημοτικός π.χ. είναι ο δημοτικός ποιητής. Πόλεμο έχουμε. Και το ποίημα θα γίνει τραγούδι περνώντας στο στόμα των πολεμιστών (μαζί με τα επώνυμα δημιουργήματα), για να δουλευτεί και να τελειοποιηθεί· έτσι γινόταν πάντα. Εύκολα βέβαια θα κατανοούσαν οι φαντάροι τις πληροφορίες του τραγουδιού. Οτι δηλαδή, όπως σημειώνει ο Αδάμου, «όταν ο τραγουδιστής βάζει στο στόμα του γερο-Ολυμπου την υπόσχεση να στείλει βοήθεια στην Πίνδο, εκφράζει μια πραγματικότητα. Τα ελαφρά τμήματα προκάλυψης της Ηπείρου στον τομέα αυτόν, που υποχώρησαν προς τον Γράμμο – Σμόλικα, ενισχύθηκαν με τμήματα που ήρθαν από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία και αντιμετώπισαν νικηφόρα τον εχθρό».
Από τα τραγούδια του ’40 δεν θα μπορούσε να λείπει ένα από τα κύρια μοτίβα των τραγουδιών του ’21 – το βαλτετσιώτικο μοτίβο του λιμασμένου κόρακα. Το τραγούδι του κόρακα διακλαδίστηκε σε αρκετές παραλλαγές, ηπειρώτικες, μακεδονικές και ρουμελιώτικες (στη μεσολογγίτικη, οι νεκροί στο Τεπελένι «έχουν τους όλμους συντροφιά, προσκέφαλο μια πέτρα / και γι’ απανωσκεπάσματα τους πάγους και τα χιόνια»). Στο βιβλίο του «Εμείς οι Ελληνες: Μορφές παραδοσιακής ευαισθησίας του λαϊκού πολιτισμού» (β΄ έκδ. 1984) ο λαογράφος Κώστας Ρωμαίος εξετάζει την παραλλαγή των Γρεβενών: «Τι έχεις, βρες μαύρε κόρακα, και σκούζεις και φωνάζεις; / Μήνα διψάς για αίματα, γι’ ανθρώπινα κουφάρια; / Εβγα πάνω στο Ελμπασάν, Μοράβα, Τεπελένι, / να ιδείς ελληνικά κορμιά, θαμμένα αράδα αράδα. / Εβγα ψηλά στο Σμόλικα κι απάν’ στη Σαμαρίνα, / να ιδείς κορμιά ιταλικά, γιομίσαν οι χαράδρες». Ο Ρωμαίος πιστεύει πως το τραγούδι ήταν αρχικά τετράστιχο, οι δύο πρώτοι στίχοι συν οι δύο τελευταίοι. Πιστεύει δηλαδή ότι το δίστιχο που τιμά τους Ελληνες νεκρούς παρεμβλήθηκε αργότερα, όταν «οι κακουχίες, το αφόρητο ψύχος και οι μάχες που δεν σταμάτησαν ποτέ, προκαλούσαν μεγάλες απώλειες» στον στρατό μας, καθηλωμένο στο Τεπελένι. Μολαταύτα, στην εξάστιχη μορφή του, και έτσι όπως προκαταβάλλεται ο ελληνικός πόνος, το τραγούδι από θούριο τρέπεται σε μοιρολόι – και δικαιώνεται ηθικά και ποιητικά.
Στενεύει ο χώρος, προλαβαίνω πάντως να παραθέσω ένα ναξιώτικο τραγούδι από το βιβλίο του Νίκου Βλ. Σφυρόερα «Απεραθίτικα πολεμικά τραγούδια (1940-1944)» (έκδ. «Ναξιακού Μέλλοντος», 1945), που το πέτυχα σε παλαιοβιβλιοπωλείο. Τα «κοτσάκια», με το ιδιότυπο κόψιμο της λέξης στο τέλος ορισμένων στίχων, ξαναπιάνουν το θέμα του Μόσκοβου, επιμένοντας στην «ισοσύνη»: «Κατεβαίνουσιν οι Ρούσοι / κι όλοι ίσοι θα γενούσι. / Κατεβαίνουσι εκείνοι / π’ αγαπούν την ισοσύνη. / Κι άμαν έρθουσιν οι Ρούσοι, / ίσοι και φτωχοί και πλούσοι. / Κι άμαν έρθουσιν οι Ρώσοι, / η λαλά μου [γιαγιά] θα ζυμώσει. / Φέρε τσι, Χριστέ μο’, κείνοι / π’ αγαπούν την ισοσύνη. / Γλήορα φέρε τσι, Χριστέ, / κι ας είναι και κομμουνισταί. / Φέρε τσι, Χριστέ, τσι μπορσε- / βίκοι και τον κόσμο σώσε. / Φέρε μας, Χριστέ μας, όσο / γλήορα μπορείς το Ρώσο. / Την εικόνα σου, βρε Στάλι, / θα την κάμομε μεγάλη. / Και τον αρχηγό τω Ρώσω / θενά τονε κορνιζώσω». Αλλά η μούσα δεν λειτούργησε μονόπαντα. Απόδειξη: «Ηρθαν οι Αγγλοαμερι- / κάνοι στου χωριού τα μέρη. / Ηρθαν οι Εγγλέζοι στο νη- / σί και η σκλαβιά τελειώνει». Αλλη φορά, άλλα.
Σε ένα από τα δημοτικά του ’40, πλασμένο από την πάντα καίρια μούσα της Ηπείρου, ο γερο-Σμόλικας ρωτάει την Πίνδο, στον ταιριαστό δεκαπεντασύλλαβο: «Βουνό μου, σταυραδέρφι μου και γκαρδιακέ μου φίλε, / πού πήγαν οι λεβέντες μας, πού πήγαν οι αϊτοί μας / κι αφήσανε τον Ιταλό τον τόπο να οργώνει;» Πριν αποκριθεί η Πίνδος, ο τόπος όλος και η μνήμη που τον πυκνοκατοικεί δίνουν τη δική τους απάντηση: «Το λόγο δεν απόσωσεν, το λόγο δεν απόειπε / κι αναταράχτηκεν η γης, αντάριασαν οι λόγγοι / κι ένα στοιχειό πετάχτηκε ψηλά στη Δρακολίμνη. / Είχε σταυρό στα κέρατα, φεγγάρι στα καπούλια / κι απάνω από τη ράχη του φλάμπουρο ανεμίζει». Και σκορπίζει τους έντρομους Ιταλούς. Ενα στοιχειό που η λαϊκή πίστη θα μπορούσε να του δώσει το σχήμα και το όνομα του Αϊ-Γιώργη ή της Παναγίας ή, πολύ παλιά, στον Μαραθώνα, του Θησέα και του φαντάσματός του.
Αντίθετα με τη μεταφυσική λύση αυτού του τραγουδιού, ένα άλλο ηπειρώτικο προκρίνει τον ρεαλισμό, περιγράφοντας λιτά την κινητοποίηση προς ενίσχυση του μετώπου· συνομιλητής της Πίνδου είναι τώρα ο Ολυμπος. Αντλώ και αυτό το τραγούδι από τη β΄ έκδοση της μελέτης του Τάκη Αδάμου «Το λαϊκό τραγούδι της Αντίστασης» (Καστανιώτης, 1977). Πολλά τραγούδια και του ’40 αποθησαύρισε ο Ν. Α. Κεφαλληνιάδης στο βιβλίο «Η λαϊκή μούσα στους εθνικούς πολέμους μας (Ντοκουμέντα): Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913, Μικρασιατική Καταστροφή 1922, Αλβανικό έπος 1940, Κατοχή - Αντίσταση - Απελευθέρωση 1941-1944» (Φιλιππότης, 1992). Ας πάμε στις πρώτες μέρες του πολέμου: «Ποιος είδε τέτοιο θάμασμα, παράξενο μεγάλο, / να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις ψηλές ραχούλες. / Γυρίζει ο γερο-Ολυμπος κι αναρωτάει την Πίνδο: / “Βουνό μου, γιατί θύμωσες και στέκεις βουρκωμένο; / Μήνα χαλάζι σε βαρεί, μήνα βροχή σε δέρνει;” / “Ούτε χαλάζι με βαρεί κι ούτε βροχή με δέρνει, / μόν’ με βαρούν οι Ιταλοί με μπόμπες και με όλμους. / Μαύρα πουλιά σκεπάσανε τον όμορφο ουρανό μου, / θερίζουνε τις ράχες μου, καίνε τα έλατά μου”. / “Ρίξε, βουνό, τις μπόρες σου, ρίξε τις αστραπές σου, / κι εγώ σου στέλνω τους αϊτούς, τσολιάδες και φαντάρους, / να καθαρίσουν τις πλαγιές, να διώξουν τους φασίστες, // που μόλυναν τον τόπο μας, τα όμορφα χωριά μας”».
Δεν υπάρχει λόγος εδώ για φιλολογικού τύπου παρατηρήσεις, πόσο δημοτικός π.χ. είναι ο δημοτικός ποιητής. Πόλεμο έχουμε. Και το ποίημα θα γίνει τραγούδι περνώντας στο στόμα των πολεμιστών (μαζί με τα επώνυμα δημιουργήματα), για να δουλευτεί και να τελειοποιηθεί· έτσι γινόταν πάντα. Εύκολα βέβαια θα κατανοούσαν οι φαντάροι τις πληροφορίες του τραγουδιού. Οτι δηλαδή, όπως σημειώνει ο Αδάμου, «όταν ο τραγουδιστής βάζει στο στόμα του γερο-Ολυμπου την υπόσχεση να στείλει βοήθεια στην Πίνδο, εκφράζει μια πραγματικότητα. Τα ελαφρά τμήματα προκάλυψης της Ηπείρου στον τομέα αυτόν, που υποχώρησαν προς τον Γράμμο – Σμόλικα, ενισχύθηκαν με τμήματα που ήρθαν από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία και αντιμετώπισαν νικηφόρα τον εχθρό».
Από τα τραγούδια του ’40 δεν θα μπορούσε να λείπει ένα από τα κύρια μοτίβα των τραγουδιών του ’21 – το βαλτετσιώτικο μοτίβο του λιμασμένου κόρακα. Το τραγούδι του κόρακα διακλαδίστηκε σε αρκετές παραλλαγές, ηπειρώτικες, μακεδονικές και ρουμελιώτικες (στη μεσολογγίτικη, οι νεκροί στο Τεπελένι «έχουν τους όλμους συντροφιά, προσκέφαλο μια πέτρα / και γι’ απανωσκεπάσματα τους πάγους και τα χιόνια»). Στο βιβλίο του «Εμείς οι Ελληνες: Μορφές παραδοσιακής ευαισθησίας του λαϊκού πολιτισμού» (β΄ έκδ. 1984) ο λαογράφος Κώστας Ρωμαίος εξετάζει την παραλλαγή των Γρεβενών: «Τι έχεις, βρες μαύρε κόρακα, και σκούζεις και φωνάζεις; / Μήνα διψάς για αίματα, γι’ ανθρώπινα κουφάρια; / Εβγα πάνω στο Ελμπασάν, Μοράβα, Τεπελένι, / να ιδείς ελληνικά κορμιά, θαμμένα αράδα αράδα. / Εβγα ψηλά στο Σμόλικα κι απάν’ στη Σαμαρίνα, / να ιδείς κορμιά ιταλικά, γιομίσαν οι χαράδρες». Ο Ρωμαίος πιστεύει πως το τραγούδι ήταν αρχικά τετράστιχο, οι δύο πρώτοι στίχοι συν οι δύο τελευταίοι. Πιστεύει δηλαδή ότι το δίστιχο που τιμά τους Ελληνες νεκρούς παρεμβλήθηκε αργότερα, όταν «οι κακουχίες, το αφόρητο ψύχος και οι μάχες που δεν σταμάτησαν ποτέ, προκαλούσαν μεγάλες απώλειες» στον στρατό μας, καθηλωμένο στο Τεπελένι. Μολαταύτα, στην εξάστιχη μορφή του, και έτσι όπως προκαταβάλλεται ο ελληνικός πόνος, το τραγούδι από θούριο τρέπεται σε μοιρολόι – και δικαιώνεται ηθικά και ποιητικά.
Στενεύει ο χώρος, προλαβαίνω πάντως να παραθέσω ένα ναξιώτικο τραγούδι από το βιβλίο του Νίκου Βλ. Σφυρόερα «Απεραθίτικα πολεμικά τραγούδια (1940-1944)» (έκδ. «Ναξιακού Μέλλοντος», 1945), που το πέτυχα σε παλαιοβιβλιοπωλείο. Τα «κοτσάκια», με το ιδιότυπο κόψιμο της λέξης στο τέλος ορισμένων στίχων, ξαναπιάνουν το θέμα του Μόσκοβου, επιμένοντας στην «ισοσύνη»: «Κατεβαίνουσιν οι Ρούσοι / κι όλοι ίσοι θα γενούσι. / Κατεβαίνουσι εκείνοι / π’ αγαπούν την ισοσύνη. / Κι άμαν έρθουσιν οι Ρούσοι, / ίσοι και φτωχοί και πλούσοι. / Κι άμαν έρθουσιν οι Ρώσοι, / η λαλά μου [γιαγιά] θα ζυμώσει. / Φέρε τσι, Χριστέ μο’, κείνοι / π’ αγαπούν την ισοσύνη. / Γλήορα φέρε τσι, Χριστέ, / κι ας είναι και κομμουνισταί. / Φέρε τσι, Χριστέ, τσι μπορσε- / βίκοι και τον κόσμο σώσε. / Φέρε μας, Χριστέ μας, όσο / γλήορα μπορείς το Ρώσο. / Την εικόνα σου, βρε Στάλι, / θα την κάμομε μεγάλη. / Και τον αρχηγό τω Ρώσω / θενά τονε κορνιζώσω». Αλλά η μούσα δεν λειτούργησε μονόπαντα. Απόδειξη: «Ηρθαν οι Αγγλοαμερι- / κάνοι στου χωριού τα μέρη. / Ηρθαν οι Εγγλέζοι στο νη- / σί και η σκλαβιά τελειώνει». Αλλη φορά, άλλα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου