Είναι τόσο κλονισμένη άραγε η εθνική
μας αυτοπεποίθηση που για να στυλωθεί έχει ανάγκη ν’ ακούσει διάσημους
ξένους -του μουσικού, του αθλητικού ή του πολιτικού θεάματος- να
συλλαβίζουν αντί χαιρετισμού πέντε ή και δεκαπέντε ελληνικές λέξεις;
Είναι τόσο δυνατά αναβολικά το «Ευκαριστώ, Ελληνες» και το «Γεια σου,
Ελλάντα»; Και είναι τόσο πληγωμένη η αυτοεκτίμηση και η περηφάνια μας
που για να συνέλθουν κάπως χρειάζεται να δούμε την ελληνική σημαία να
περιτυλίγει το σώμα μιας ξακουστής τραγουδίστριας, η οποία ταυτίζει τη
σκηνική παρουσία της, αν όχι την ίδια την καλλιτεχνική της υπόσταση, με
τη γύμνια της και την καλά σχεδιασμένη επίδειξή της;
Φαίνεται πως είναι. Οχι για όλο τον πληθυσμό βέβαια, αλλά για μια μερίδα του. Ενα πολύ μεγάλο κοινωνικό τμήμα («οπισθοδρομικό» θα το αποκαλούσαν οι λαϊφστυλίστες και οι ομοϊδεάτες τους) είναι, ευτυχώς, «βαθιά νυχτωμένο»: Δεν ξέρει τίποτα για τη λέιντι Γκάγκα, ξέρει κάτι ελάχιστα για τη λαίδη Αντζελα, από τα ράδια και τα πανηγύρια, και θυμάται επίσης κάτι λίγα για τη λέιντι Ντι, την επαρχιακή μας «Νταγιάνα». Δεν θα πάει λοιπόν από το πρωί στην Καλογρέζα, για να εξασφαλίσει τη θέση που θα του επιτρέψει όχι ν’ ακούει καλύτερα την άδουσα αλλά να τη βλέπει. Και δεν θα ουρλιάξει από ευτυχία και περηφάνια ακούγοντας την καλλιτέχνιδα να λέει (αυθόρμητα ή με μια σκηνοθετημένη δημαγωγική διάθεση που την περιφέρει από χώρα σε χώρα) πως η Ελλάδα θα αντέξει, όπως άντεξε ο Παρθενώνας. Δεν θα βγάλει σέλφι στο Καλλιπλάστικο ή Καλατράβειο για να ενημερώσει πάραυτα συγγενείς και φίλους ότι συναριθμείται στους τυχερούς και εκλεκτούς: σ’ αυτούς που «ήταν εκεί», αυτόπτες μάρτυρες, που κάποια στιγμή, δεν μπορεί, θα ζητήσουν τη γνώμη τους και τα φιλοπερίεργα κανάλια. Ούτε θα χάσει έπειτα ώρες επί ωρών στο Ιντερνετ, μαχόμενος υπέρ λαίδης, με αντιπάλους τους χλευαστές της.
Υποθέτω πως, ακόμα κι αν βρισκόμαστε σε μηδενιστική φάση και απαξιώνουμε τα πάντα με συνοπτικές διαδικασίες, έχουμε ή μπορούμε να βρούμε σοβαρότερους λόγους από τα δοξαστικά οποιασδήποτε διάσημης λαίδης για να εκτιμούμε τον τόπο μας και να τον πονούμε. Οχι για να ξαναπιάσουμε τα γνωστά τροπάρια, πως είναι ο ομορφότερος του κόσμου και τα συναφή αποκοιμιστικά, αλλά για να μην τον μεταχειριζόμαστε απλώς σαν υποδοχέα των πάσης φύσεως απορριμμάτων μας. Για να νιώθουμε κομμάτι του, και όχι άπληστος χρήστης του ή εξωτερικός παρατηρητής του.
Να νιώθουμε δηλαδή πως η μοίρα του, η ώς τώρα πορεία του και αυτή που του μέλλεται, εξαρτήθηκε και εξαρτάται και από μας. Από τον καθέναν προσωπικά, μικρόν ή μεγάλο. Λιγουλάκι; Σε μια αναλογία που δεν επιτρέπει πολλές προσδοκίες; Εστω. Αλλα ας πολεμήσουμε για να μεγαλώσουμε το «λιγουλάκι» που μας πέφτει, να του δώσουμε νόημα. Οχι να το απορρίπτουμε και αυτό. Γιατί τότε από την περιφρόνησή μας για τον τόπο μας, καταλήγουμε σε μια καταθλιπτική αυτοπεριφρόνηση.
Φαίνεται πως είναι. Οχι για όλο τον πληθυσμό βέβαια, αλλά για μια μερίδα του. Ενα πολύ μεγάλο κοινωνικό τμήμα («οπισθοδρομικό» θα το αποκαλούσαν οι λαϊφστυλίστες και οι ομοϊδεάτες τους) είναι, ευτυχώς, «βαθιά νυχτωμένο»: Δεν ξέρει τίποτα για τη λέιντι Γκάγκα, ξέρει κάτι ελάχιστα για τη λαίδη Αντζελα, από τα ράδια και τα πανηγύρια, και θυμάται επίσης κάτι λίγα για τη λέιντι Ντι, την επαρχιακή μας «Νταγιάνα». Δεν θα πάει λοιπόν από το πρωί στην Καλογρέζα, για να εξασφαλίσει τη θέση που θα του επιτρέψει όχι ν’ ακούει καλύτερα την άδουσα αλλά να τη βλέπει. Και δεν θα ουρλιάξει από ευτυχία και περηφάνια ακούγοντας την καλλιτέχνιδα να λέει (αυθόρμητα ή με μια σκηνοθετημένη δημαγωγική διάθεση που την περιφέρει από χώρα σε χώρα) πως η Ελλάδα θα αντέξει, όπως άντεξε ο Παρθενώνας. Δεν θα βγάλει σέλφι στο Καλλιπλάστικο ή Καλατράβειο για να ενημερώσει πάραυτα συγγενείς και φίλους ότι συναριθμείται στους τυχερούς και εκλεκτούς: σ’ αυτούς που «ήταν εκεί», αυτόπτες μάρτυρες, που κάποια στιγμή, δεν μπορεί, θα ζητήσουν τη γνώμη τους και τα φιλοπερίεργα κανάλια. Ούτε θα χάσει έπειτα ώρες επί ωρών στο Ιντερνετ, μαχόμενος υπέρ λαίδης, με αντιπάλους τους χλευαστές της.
Υποθέτω πως, ακόμα κι αν βρισκόμαστε σε μηδενιστική φάση και απαξιώνουμε τα πάντα με συνοπτικές διαδικασίες, έχουμε ή μπορούμε να βρούμε σοβαρότερους λόγους από τα δοξαστικά οποιασδήποτε διάσημης λαίδης για να εκτιμούμε τον τόπο μας και να τον πονούμε. Οχι για να ξαναπιάσουμε τα γνωστά τροπάρια, πως είναι ο ομορφότερος του κόσμου και τα συναφή αποκοιμιστικά, αλλά για να μην τον μεταχειριζόμαστε απλώς σαν υποδοχέα των πάσης φύσεως απορριμμάτων μας. Για να νιώθουμε κομμάτι του, και όχι άπληστος χρήστης του ή εξωτερικός παρατηρητής του.
Να νιώθουμε δηλαδή πως η μοίρα του, η ώς τώρα πορεία του και αυτή που του μέλλεται, εξαρτήθηκε και εξαρτάται και από μας. Από τον καθέναν προσωπικά, μικρόν ή μεγάλο. Λιγουλάκι; Σε μια αναλογία που δεν επιτρέπει πολλές προσδοκίες; Εστω. Αλλα ας πολεμήσουμε για να μεγαλώσουμε το «λιγουλάκι» που μας πέφτει, να του δώσουμε νόημα. Οχι να το απορρίπτουμε και αυτό. Γιατί τότε από την περιφρόνησή μας για τον τόπο μας, καταλήγουμε σε μια καταθλιπτική αυτοπεριφρόνηση.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου