Μια ζωή για ένα οφσάιντ που σφυρίχτηκε
«άδικα» ή, επίσης «άδικα», δεν σφυρίχτηκε; Για ένα πέναλτι που
δόθηκε-δεν δόθηκε, πάλι και πάντα «άδικα», πετροπόλεμος, εκτόξευση
καθισμάτων και εξαπόλυση φωτοβολίδων με πιστόλι, κι όχι προς τον ουρανό
αλλά φονικά, προς τη μάζα των πολεμίων; Για κάθε γκολ που ακυρώνεται,
«άδικα» φυσικά, ντου του «δωδέκατου παίκτη μας» προς τον αγωνιστικό
χώρο, με ευγενή στόχο το λιντσάρισμα των «στημένων» διαιτητών, ή προς
την εξέδρα των αντίπαλων οπαδών, για να τους μάθουν εμπράκτως τι εστί
φίλαθλο πνεύμα; Σίγουρα δεν είναι αυτός ο κανόνας. Είναι όμως κάτι
παραπάνω –κάτι πολύ χειρότερο– από «μεμονωμένο περιστατικό», όπως
σπεύδουν να το χαρακτηρίσουν οι εμπλεκόμενοι παράγοντες για να μειώσουν
τη σημασία του και να απαλλάξουν εκ προοιμίου τους πρωταγωνιστές του,
που συχνά είναι οργανωμένοι οπαδοί, ενίοτε έμμισθοι, φανατισμένα μέλη
ιδιωτικών στρατών.
Τα οπαδικά στίφη ξεσπούν συνήθως κατά των διαιτητών, στολίζοντας με ρίμες γενετήσιου περιεχομένου όλο το γενεαλογικό τους δέντρο, παρά εναντίον των οπαδών της αντίπαλης ομάδας. Αυτό όμως δεν το χρωστάμε στην αυτοσυγκράτησή τους ή στην ευεργετική ανάμνηση των μαθημάτων Ολυμπιακής Παιδείας που έκαναν στο σχολείο. Το οφείλουμε στο γεγονός ότι όλο και σπανιότερα παίρνει κανείς το ρίσκο, κι ας λατρεύει την μπάλα, να πάει στη φωλιά του λύκου. Γιατί στον τόπο όπου γεννήθηκαν όλα τα ωραία και τα μεγάλα, όπως λέμε αυτοφενακιζόμενοι (και φαίνεται πως η φενάκη, η περούκα πες, μάκρυνε και πύκνωσε, και σκέπασε τα μάτια μας, να μη βλέπουμε)· στον τόπο λοιπόν όπου ετέχθη αρτιμελές το ευ αγωνίζεσθαι και χαριέστατη η φιλοξενία, δεν μπορούμε χρόνια τώρα να οργανώσουμε ούτε ένα παιχνιδάκι ανάμεσα σε διπλανά χωριά και να ’μαστε σίγουροι ότι, αν έρθουν «ξενομερίτες» να το παρακολουθήσουν, δεν θα πάθουν και δεν θα κάνουν τίποτα κακό. Οσα γκολ κι αν ακυρωθούν «άδικα». Οσα οφσάιντ κι αν σφυρίξει «άδικα» ο «χασάπης» ο διαιτητής.
Επειδή λοιπόν ουδέποτε είμαστε σίγουροι ότι ο αγώνας θα διεξαχθεί ομαλά, ακόμη κι αν είναι φιλικός, στην περίοδο προετοιμασίας, απαιτούμε (εμείς που καταγγέλλουμε με δριμύτητα την καταστολή και την αστυνομοκρατία) να υπάρχουν προληπτικά δύο διμοιρίες αστυνομικών σε κάθε γήπεδο. Αλλά και σε κάθε κλειστό επί μπάσκετ, βόλεϊ και χάντμπολ, και σε κάθε πισίνα επί πόλο. Απαιτούμε, δηλαδή, να προστεθούν καμιά σαρανταριά χιλιάδες αστυνομικοί στους ήδη υπάρχοντες, ώστε να καλύπτονται οι γηπεδικές ανάγκες μας, και, προς επικουρίαν, να επανιδρυθεί η Αγροφυλακή κι από κοντά τα Τάγματα Εθνικής Ασφαλείας. Κι όλα αυτά, τη στιγμή που ξηλώνεται το ραχατλίδικο Δημόσιο και γίνεται πραγματικότητα το πολύχρονο όραμα και τάμα των χουλιγκάνων του «μεταρρυθμισμού».
Χρειαζόμαστε αστυνομικούς σαν φύλακές μας κατ’ αρχάς για να έχουμε κάποιον να κατηγορήσουμε αν τύχει και «σημειωθούν έκτροπα»: «φταίει η Αστυνομία που αδράνησε» / «φταίει η Αστυνομία που έδρασε βίαια και προκάλεσε». Αλλά τους χρειαζόμαστε κυρίως για να μας προστατεύουν κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού από τον ίδιο τον εαυτό μας. Διότι, αν ο εν λόγω εαυτός νιώσει ότι «αδικείται» (πράγμα τόσο συνηθισμένο όσο η ανατολή του ήλιου στην... Ανατολή), θα βγει από τα ρούχα του. Θα γίνει έξαλλος. Και τότε, γαία πυρί μειχθήτω. Ή, νεοελληνιστί, στάχτη και μπούρμπερη. Ιδίως αν στην εκδήλωση της εξαλλοσύνης έχει συντελέσει και κάποια από τις υγρές, στερεές ή αέριες ουσίες που καταναλώνει δίχως περιορισμούς ο «ηρωικός λαός» ποικίλων ομάδων και προτού μπει στο γήπεδο και όσο βρίσκεται στις εξέδρες.
Οσα συνέβησαν την περασμένη Κυριακή στη Νέα Αλικαρνασσό της Κρήτης, στη διάρκεια του παιχνιδιού ανάμεσα στον τοπικό Ηρόδοτο και τον Εθνικό Πειραιώς, στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος της Γ΄ Εθνικής (που «αναβαθμίστηκε» διά του εξαγγλισμού, μετονομαζόμενο σε Football League 2), είναι σε επανάληψη όσα έχουν συμβεί πολλάκις μέχρι τώρα και στα μεγάλα γήπεδα και στάδια, και μια προβολή των όσων θα συμβαίνουν εσαεί αν δεν καταρρεύσει η βασιλεία της πολύπλευρης υποκρισίας. Πράγμα δύσκολο, αφού και ο φαρισαϊσμός εδώ γεννήθηκε, κι ας ήταν Εβραίοι οι Φαρισαίοι. Στο κρητικό γήπεδο λοιπόν, γύρω στο 75΄ ο διαιτητής ακύρωσε ένα γκολ του Ηροδότου. «Αδικα», τι άλλο. Ζωσμένοι το δίκιο τους, οι βάναυσα προσβληθέντες από τη διαιτητική αυθαιρεσία οπαδοί του Ηροδότου επέπεσαν επί των οπαδών του Εθνικού, πολλοί εναντίον ελαχίστων. Και τους λιάνισαν με σιδερογροθιές και άλλα σύνεργα της ψευτοπαλικαριάς. Ενας από τους αγρίως δαρέντες έπεσε σε κώμα από τις σοβαρότατες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Πεσμένος ο άνθρωπος, αιμόφυρτος, αλλά οι «αδικημένοι» λεβέντες συνέχιζαν να τον χτυπούν ανελέητα. Θα τους είχε προκαλέσει, φαίνεται. Πώς; Μα απλώς και μόνο επειδή τόλμησε να βρεθεί εκεί με δέκα φίλους του και ένα πανό. Και με την καταστροφική αυταπάτη ότι είχε πάει στο γήπεδο για να περάσει ευχάριστα δυο ώρες του κυριακάτικου απογεύματος.
Ο,τι ώριμο και συνετό ήταν να ειπωθεί για το δράμα το είπε ο πατέρας τού βαριά τραυματισμένου, με παραδειγματική νηφαλιότητα: «Ας ελπίσουμε ότι ο τραυματισμός του γιου μου θα σημάνει κάτι όχι για την πολιτεία αλλά για την κοινωνία μας». Από την πολιτεία δεν έχει να ελπίζει τίποτα – δεν του έδωσε η ίδια ποτέ αυτήν τη δυνατότητα, έτσι όπως από υπουργό σε υπουργό ενταφιάζει πολιτικάντικα τις ευθύνες της μέσα στις σελίδες των αλλεπάλληλων νομοσχεδίων περί πατάξεως του χουλιγκανισμού. Μπορεί όμως να διδαχθεί και να αναπροσανατολιστεί μια κοινωνία κερματισμένη, κονιορτοποιημένη σε άτομα που διατηρούν ακέραιη τη φιλαυτία, την επιθετική εγωπάθεια, τον καχύποπτο ναρκισσισμό τους, ακόμη κι όταν συνανήκουν σε «θύρες» οπαδών, σε εταιρικές ενώσεις, σε θρησκευτικούς συλλόγους, σε κομματικές οργανώσεις, σε εργατικά συνδικάτα, σε καλλιτεχνικούς και λογοτεχνικούς ομίλους; Καθένα από αυτά τα άτομα –που παραμένουν μονήρη ακόμη κι όταν επιδεικνύουν συντροφικότητα και μοιράζονται ώρες και ιδέες με τους άλλους– ζει και πολιτεύεται με τη σιγουριά ότι αδικείται διαρκώς από όλους. Οτι είναι ανά πάσα στιγμή εκτεθειμένος στην κακότητα όλων των υπολοίπων, που τον υποβλέπουν ακόμη κι όταν δηλώνουν φίλοι του και φέρονται σαν φίλοι του. Αυτή πρέπει να είναι η βαθύτερα ριζωμένη πεποίθησή μας. Στην ψυχή του καθενός αλλά και στη συλλογική (εθνική ή φυλετική) ψυχή μας. Για το μοτίβο της αδικίας όμως θα τα πούμε και την επόμενη Κυριακή.
Τα οπαδικά στίφη ξεσπούν συνήθως κατά των διαιτητών, στολίζοντας με ρίμες γενετήσιου περιεχομένου όλο το γενεαλογικό τους δέντρο, παρά εναντίον των οπαδών της αντίπαλης ομάδας. Αυτό όμως δεν το χρωστάμε στην αυτοσυγκράτησή τους ή στην ευεργετική ανάμνηση των μαθημάτων Ολυμπιακής Παιδείας που έκαναν στο σχολείο. Το οφείλουμε στο γεγονός ότι όλο και σπανιότερα παίρνει κανείς το ρίσκο, κι ας λατρεύει την μπάλα, να πάει στη φωλιά του λύκου. Γιατί στον τόπο όπου γεννήθηκαν όλα τα ωραία και τα μεγάλα, όπως λέμε αυτοφενακιζόμενοι (και φαίνεται πως η φενάκη, η περούκα πες, μάκρυνε και πύκνωσε, και σκέπασε τα μάτια μας, να μη βλέπουμε)· στον τόπο λοιπόν όπου ετέχθη αρτιμελές το ευ αγωνίζεσθαι και χαριέστατη η φιλοξενία, δεν μπορούμε χρόνια τώρα να οργανώσουμε ούτε ένα παιχνιδάκι ανάμεσα σε διπλανά χωριά και να ’μαστε σίγουροι ότι, αν έρθουν «ξενομερίτες» να το παρακολουθήσουν, δεν θα πάθουν και δεν θα κάνουν τίποτα κακό. Οσα γκολ κι αν ακυρωθούν «άδικα». Οσα οφσάιντ κι αν σφυρίξει «άδικα» ο «χασάπης» ο διαιτητής.
Επειδή λοιπόν ουδέποτε είμαστε σίγουροι ότι ο αγώνας θα διεξαχθεί ομαλά, ακόμη κι αν είναι φιλικός, στην περίοδο προετοιμασίας, απαιτούμε (εμείς που καταγγέλλουμε με δριμύτητα την καταστολή και την αστυνομοκρατία) να υπάρχουν προληπτικά δύο διμοιρίες αστυνομικών σε κάθε γήπεδο. Αλλά και σε κάθε κλειστό επί μπάσκετ, βόλεϊ και χάντμπολ, και σε κάθε πισίνα επί πόλο. Απαιτούμε, δηλαδή, να προστεθούν καμιά σαρανταριά χιλιάδες αστυνομικοί στους ήδη υπάρχοντες, ώστε να καλύπτονται οι γηπεδικές ανάγκες μας, και, προς επικουρίαν, να επανιδρυθεί η Αγροφυλακή κι από κοντά τα Τάγματα Εθνικής Ασφαλείας. Κι όλα αυτά, τη στιγμή που ξηλώνεται το ραχατλίδικο Δημόσιο και γίνεται πραγματικότητα το πολύχρονο όραμα και τάμα των χουλιγκάνων του «μεταρρυθμισμού».
Χρειαζόμαστε αστυνομικούς σαν φύλακές μας κατ’ αρχάς για να έχουμε κάποιον να κατηγορήσουμε αν τύχει και «σημειωθούν έκτροπα»: «φταίει η Αστυνομία που αδράνησε» / «φταίει η Αστυνομία που έδρασε βίαια και προκάλεσε». Αλλά τους χρειαζόμαστε κυρίως για να μας προστατεύουν κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού από τον ίδιο τον εαυτό μας. Διότι, αν ο εν λόγω εαυτός νιώσει ότι «αδικείται» (πράγμα τόσο συνηθισμένο όσο η ανατολή του ήλιου στην... Ανατολή), θα βγει από τα ρούχα του. Θα γίνει έξαλλος. Και τότε, γαία πυρί μειχθήτω. Ή, νεοελληνιστί, στάχτη και μπούρμπερη. Ιδίως αν στην εκδήλωση της εξαλλοσύνης έχει συντελέσει και κάποια από τις υγρές, στερεές ή αέριες ουσίες που καταναλώνει δίχως περιορισμούς ο «ηρωικός λαός» ποικίλων ομάδων και προτού μπει στο γήπεδο και όσο βρίσκεται στις εξέδρες.
Οσα συνέβησαν την περασμένη Κυριακή στη Νέα Αλικαρνασσό της Κρήτης, στη διάρκεια του παιχνιδιού ανάμεσα στον τοπικό Ηρόδοτο και τον Εθνικό Πειραιώς, στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος της Γ΄ Εθνικής (που «αναβαθμίστηκε» διά του εξαγγλισμού, μετονομαζόμενο σε Football League 2), είναι σε επανάληψη όσα έχουν συμβεί πολλάκις μέχρι τώρα και στα μεγάλα γήπεδα και στάδια, και μια προβολή των όσων θα συμβαίνουν εσαεί αν δεν καταρρεύσει η βασιλεία της πολύπλευρης υποκρισίας. Πράγμα δύσκολο, αφού και ο φαρισαϊσμός εδώ γεννήθηκε, κι ας ήταν Εβραίοι οι Φαρισαίοι. Στο κρητικό γήπεδο λοιπόν, γύρω στο 75΄ ο διαιτητής ακύρωσε ένα γκολ του Ηροδότου. «Αδικα», τι άλλο. Ζωσμένοι το δίκιο τους, οι βάναυσα προσβληθέντες από τη διαιτητική αυθαιρεσία οπαδοί του Ηροδότου επέπεσαν επί των οπαδών του Εθνικού, πολλοί εναντίον ελαχίστων. Και τους λιάνισαν με σιδερογροθιές και άλλα σύνεργα της ψευτοπαλικαριάς. Ενας από τους αγρίως δαρέντες έπεσε σε κώμα από τις σοβαρότατες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Πεσμένος ο άνθρωπος, αιμόφυρτος, αλλά οι «αδικημένοι» λεβέντες συνέχιζαν να τον χτυπούν ανελέητα. Θα τους είχε προκαλέσει, φαίνεται. Πώς; Μα απλώς και μόνο επειδή τόλμησε να βρεθεί εκεί με δέκα φίλους του και ένα πανό. Και με την καταστροφική αυταπάτη ότι είχε πάει στο γήπεδο για να περάσει ευχάριστα δυο ώρες του κυριακάτικου απογεύματος.
Ο,τι ώριμο και συνετό ήταν να ειπωθεί για το δράμα το είπε ο πατέρας τού βαριά τραυματισμένου, με παραδειγματική νηφαλιότητα: «Ας ελπίσουμε ότι ο τραυματισμός του γιου μου θα σημάνει κάτι όχι για την πολιτεία αλλά για την κοινωνία μας». Από την πολιτεία δεν έχει να ελπίζει τίποτα – δεν του έδωσε η ίδια ποτέ αυτήν τη δυνατότητα, έτσι όπως από υπουργό σε υπουργό ενταφιάζει πολιτικάντικα τις ευθύνες της μέσα στις σελίδες των αλλεπάλληλων νομοσχεδίων περί πατάξεως του χουλιγκανισμού. Μπορεί όμως να διδαχθεί και να αναπροσανατολιστεί μια κοινωνία κερματισμένη, κονιορτοποιημένη σε άτομα που διατηρούν ακέραιη τη φιλαυτία, την επιθετική εγωπάθεια, τον καχύποπτο ναρκισσισμό τους, ακόμη κι όταν συνανήκουν σε «θύρες» οπαδών, σε εταιρικές ενώσεις, σε θρησκευτικούς συλλόγους, σε κομματικές οργανώσεις, σε εργατικά συνδικάτα, σε καλλιτεχνικούς και λογοτεχνικούς ομίλους; Καθένα από αυτά τα άτομα –που παραμένουν μονήρη ακόμη κι όταν επιδεικνύουν συντροφικότητα και μοιράζονται ώρες και ιδέες με τους άλλους– ζει και πολιτεύεται με τη σιγουριά ότι αδικείται διαρκώς από όλους. Οτι είναι ανά πάσα στιγμή εκτεθειμένος στην κακότητα όλων των υπολοίπων, που τον υποβλέπουν ακόμη κι όταν δηλώνουν φίλοι του και φέρονται σαν φίλοι του. Αυτή πρέπει να είναι η βαθύτερα ριζωμένη πεποίθησή μας. Στην ψυχή του καθενός αλλά και στη συλλογική (εθνική ή φυλετική) ψυχή μας. Για το μοτίβο της αδικίας όμως θα τα πούμε και την επόμενη Κυριακή.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου