Η
Χρυσή Αυγή και ο Τάκης Μπαλτάκος, ακριβώς επειδή είναι εκ γενετής και
πεποιθήσεως «αντικομμουνιστές» , επειδή δεν έχουν καμία κατάρτιση
θεωρητική-πολιτική στο τεράστιο ζήτημα «φιλελευθερισμός» ή ακόμα και
«νεοφιλελευθερισμός», γι’ αυτό είναι κι αυτοί που είναι, σε τελευταία
ανάλυση υπηρετούν την επιβολή – ιδεολογική, πολιτική και πρακτική –
της «μεταμοντέρνας κατάστασης». Που έρχεται σε αντίθεση με πολλά από
αυτά που οι ίδιοι πιστεύουν. Όπως τα πιστεύουν. Έτσι, χωρίς να έχουν
πλήρη συνείδηση, πιστεύω, με τα όσα λένε και πράττουν, ανοίγουν δρόμο,
τον στρώνουν στην κυριολεξία, για να προχωρήσουν θριαμβευτικά όλες
οι επιλογές και επιδιώξεις του ιμπεριαλισμού. Που στρέφονται
απευθείας ενάντια σε αυτά που οι ίδιοι νομίζουν ότι υπερασπίζονται.
Και σε αυτό έχουν συνοδοιπόρους – άσχετα εάν κι αυτοί δεν το
καταλαβαίνουν – την επίσημη αριστερά και τους διανοούμενους της. Κύρια
βέβαια αυτή που κάποτε ονομάζονταν «ευρωκομμουνιστική».
Ο
Μπαλτάκος και η Χρυσή Αυγή π.χ. αντιτάχθηκαν στα σχέδια που
προσπάθησε η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ να προωθήσει σχετικά με τον
«αντιρατσισμό», την ιθαγένεια κλπ. Για τα οποία, άλλωστε, έδειξε
μεγάλο και θερμό ενδιαφέρον και ο ΣΥΡΙΖΑ. Αντιτάχθηκαν βέβαια από μια
σκοπιά παρωχημένου αστικού/ μικροαστικού εθνικισμού. Ενός εθνικισμού
που δεν στρεφότανε κατά του ιμπεριαλισμού αλλά κύρια κατά του κόσμου
της εργασίας, της εργατικής τάξης, της δημοκρατίας [της αστικής και
του κοινοβουλευτισμού της]. Ενός εθνικισμού που ήτανε και είναι
βαθύτατα και ολόπλευρα αντικομμουνιστικός.
Αυτό
το είδος του αντικομμουνιστικού εθνικισμού είναι γνωστό – στους
παλιότερους ιδίως – τι έχει προσφέρει στον λαό και την πατρίδα:
Συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής [Γερμανο-ιταλικής και βουλγάρικης],
ταγματασφαλίτες, ανθρώπους έτοιμους να κάνουν εγκλήματα κατά του λαού
και του έθνους, προκειμένου να διατηρηθεί το κοινωνικό-πολιτικό
σύστημα που ενδιέφερε τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Στα
τελευταία «κατορθώματα» ανήκουν η επιβολή της δικτατορίας των γνωστών,
αντικομμουνιστών επίσης, συνταγματαρχών την 21η Απριλίου του
1967 και το πραξικόπημα κατά Μακαρίου που άνοιξε διάπλατα την πόρτα
για την τουρκική εισβολή και κατοχή της Κύπρου το 1974.
Όλα
αυτά πάντοτε στο όνομα της υπεράσπισης της πατρίδας και του έθνους.
Πρέπει να παραδεχτούμε ότι τα κατάφεραν μια χαρά. Παρουσίασαν, αυτοί
οι απόντες από την Εθνική Αντίσταση κατά των ναζί και φασιστών στη
δεκαετία του ‘ 40, οι συνεργάτες τους, τους εαυτούς τους ως πατριώτες
και αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους και πολέμησαν για τη λευτεριά της
Ελλάδας και του λαού της ως «εθνοπροδότες»!!! Και τους φυλάκισαν, τους
βασάνισαν, τους εκτέλεσαν τους ανάγκασαν να ξενιτευτούν.
Η
«εθνικοφροσύνη» έγινε το ιδεολογικο-πολιτικό έμβλημα τους και στο
όνομα της καταδιώχτηκαν οι «διεθνιστές»,«απάτριδες» και «άθεοι» της
αριστεράς, που ήθελαν ακόμα να καταστρέψουν και την οικογένεια.
Τελικά αυτή η προσκόλληση τους
στην υπεράσπιση της εθνικοφροσύνης έφερε απροσδόκητα αποτελέσματα.
Ώθησε την αριστερά εκεί που ήθελαν: να εγκαταλείψει την υπεράσπιση του
έθνους, δηλαδή ουσιαστικά να μην αξιοποιήσει τους δικούς της αγώνες
για την επιβίωση του έθνους και του λαού, στα χέρια των εθνοπροδοτών.
Σε σημείο μάλιστα να ξεχάσει ότι αυτή υπερασπίστηκε ουσιαστικά την
υπόθεση της Κύπρου – του εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα της στην Ελλάδα.
Η αριστερά έδωσε νεκρούς στη διάρκεια διαδηλώσεων συμπαράστασης του
αγώνα των Κυπρίων αδελφών για την Αυτοδιάθεση-Ένωση τους με την Ελλάδα.
Στην Κύπρο ναι η αριστερά της δεν κράτησε καθόλου καλή, επαναστατική
και αντιιμπεριαλιστική στάση. Στην Κύπρο ναι η ηγεσία του αγώνα
βρέθηκε στα χέρια της Εκκλησίας και του χίτη Γρίβα και γι αυτό τελικά
οδηγήθηκε εκεί που οδηγήθηκε. Αλλά στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν
διαφορετικά. Οι αστοί πολιτικοί ήταν αυτοί που πάντοτε απαρνήθηκαν τον
αγώνα των κυπρίων αδελφών για τη Λευτεριά τους και την Ένωση τους με
τα άλλα αδέλφια τους, την Ελλάδα. [Αυτά τα έχω γράψει εδώ πολλές φορές
και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω και να παραθέσω και τα στοιχεία
που το επιβεβαιώνουν].
Η μεταμοντέρνα αριστερά μας – κύρια η ΔΗΜΑΡ και ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή ό,τι αποτελούσε τον ενιαίο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ – από χρόνια
τώρα πρωτοστατεί στην αποδόμηση της έννοιας του Έθνους, προβάλλοντας
την ανάγκη διεξαγωγής του «ταξικού αγώνα» ενάντια στον καπιταλισμό. Οι αναφορές στον ιμπεριαλισμό περίπου απαγορεύονται. Ο «θεωρητικός» του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννης Μηλιός τόχει γράψει άλλωστε ότι εθνικισμός είναι το τελευταίο
στάδιο του «Αντιιμπεριαλισμού». Από κοντά κορυφαία ιδεολογικά στελέχη
του δεν χάνουν ευκαιρία να αμφισβητούν το Έθνος και του εθνικούς
αγώνες – ακόμα και την αντίσταση του λαού στην εισβολή του ιταλικού
φασισμού το 1940[1]
να την θεωρούν «τραγωδία» και άσκοπη θυσία του ελληνικού λαού. Το
έχουμε ξαναγράψει άλλωστε ότι ο Συνασπισμός και οι πέριξ αυτού
διανοούμενοι του τάχθηκαν ομόθυμα υπέρ του σχεδίου ΑΝΑΝ το 2004 και
εξακολουθούν να το υποστηρίζουν μέχρι σήμερα[2].
Στο
πλαίσιο των μεταμοντέρνων ιδεών τους το έθνος είναι πια ξεπερασμένο,
το ίδιο και τα σύνορα, η ιθαγένεια, ο διαχωρισμός σε νόμιμους και μη μετανάστες
κλπ κλπ. Στη θέση του «ανήκουμε στη Δύση» - σήμα κατατεθέν του
αστικού κόσμου και του Κωνσταντίνου Καραμανλή – που κάποτε ανατρίχιαζε
την αριστερά, τώρα όλοι μαζί – πλην βεβαίως του ΚΚΕ – έχουνε
υιοθετήσει το «ανήκουμε στην Ευρώπη» , δηλαδή στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πάλι
στο πλαίσιο του μεταμοντερνισμού της «αριστεράς» μας – κεντρικό ρόλο
παίζουν πια τα «ανθρώπινα δικαιώματα», με πρόσχημα την υπεράσπιση των
οποίων άλλωστε επεμβαίνει ο ιμπεριαλισμός όπου θέλει, στα οποία βέβαια
συμπεριλαμβάνονται και τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, των κάθε λογής
«μειονοτήτων» κλπ. κλπ.
Η αριστερά μας λοιπόν, άδραξε την ευκαιρία τώρα, μετά την
υπόθεση Μπαλτάκου, να περάσει και πάλι στην αντεπίθεση, μαζί βέβαια
με το ΠΑΣΟΚ, και κάποιους της ΝΔ. Επιμένει λοιπόν στο ότι ο Μπαλτάκος
ήτανε αυτός που «φρενάρισε» τα νομοσχέδια για την καταπολέμηση του
ρατσισμού, της ιθαγένειας κλπ κλπ. Γιατί ήτανε αντικομμουνιστής και
φασίστας. Γι αυτό, δείγμα της κάθαρσης από τους αντικομμουνιστικούς
και αντιδραστικούς, ακροδεξιούς θύλακες μέσα στη Ν.Δ. και το κράτος,
πρέπει να γίνει η ψήφιση αυτήν των νομοσχεδίων. Φορτώνονται όλα στον
Μπαλτάκο, τη Χρυσή Αυγή, την ακροδεξιά κλπ. – ασκείται έτσι μια
«αντιφασιστική» ιδεολογική τρομοκρατία σε ένα λαό που έτσι κι αλλιώς
αυτή τη στιγμή τάχει χαμένα – για να περάσει και ολοκληρωθεί το
μεταμοντέρνο σχέδιο του ιμπεριαλισμού.
Δεν
είναι μόνο τα μνημόνια, οι εφαρμοστικοί νόμοι, όλα όσα έχει
επισωρεύσει η κρίση και η στάση των κυβερνήσεων στο λαό και το μέλλον
της χώρας. Το ξεπούλημα του πλούτου της. Είναι και η τεράστια
ιδεολογική επίθεση που δέχεται – ο εκβιασμός και ο κυνισμός του – ο
λαός: καλείται, στο όνομα της οικονομικής βελτίωσης του, της απαλλαγής
του από τα δεσμά των δανειστών να παραδώσει όχι μόνο τον πλούτο της
χώρας, αλλά και την ιστορία του, τους αγώνες του, τον πολιτισμό του, την
καθολική κυριαρχία του. Πως; με το να γίνει κι αυτός
«πολυπολιτισμικός», ανεκτικός σε ότι εξυπηρετεί τον πλήρη ιδεολογικό
και ψυχικό αφοπλισμό του.
Γνωρίζω
πολύ καλά ότι αυτή η απελπιστικά συνοπτική αναφορά στην επίθεση που
δέχεται ο ελληνικός λαός, με αιχμή τα κάθε λογής δικαιώματα κλπ δεν
πείθει. Γι αυτό θα επανέλθω. Απλά εδώ εφιστώ την προσοχή στους
κινδύνους.
Στην σχετική
επιτροπή της Βουλής, συζητήθηκε το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Να
σημειωθεί ότι το καταψήφισαν η Χρυσή Αυγή και το ΚΚΕ. Με διαφορετικό
σκεπτικό βέβαια ο καθένας. Το προφανώς «εθνικιστικό» και
«αιματολογικό» η Χρυσή Αυγή, με
το αντι-ιμπεριαλιστικό και «αντι-ευρωπαϊκό» το ΚΚΕ. Που εξακολουθεί,
παρά τις πολλαπλές αγκυλώσεις του, την «μουμιοποίηση» του, να διαθέτει
ακόμα κάποια αντι-ιμπεριαλιστικά αντανακλαστικά. Να μην ξεχνάει π.χ.
τι είναι στην πραγματικότητα η ΕΕ: συνεταιρισμός του μεγάλου
μονοπωλιακού κεφαλαίου, των ιμπεριαλιστών. Το ΠΑΣΟΚ βέβαια έχει προ
πολλού ξεχάσει το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο». Που κάποτε το
έφερε στην εξουσία. Στην δούλεψη αυτού του συνδικάτου, τώρα,
αποσύρεται από τα πολιτικά πράγματα της χώρας.
Θα
κλείσω με κάτι πιο «θεωρητικό», που όμως, θα βοηθήσει να
ξεκαθαρίσουνε λίγο τα πράγματα. Η Χρυσή Αυγή, γενικότερα ,όμως, η
αστική σκέψη έχει κάτι κοινό με τη σκέψη της μεταμοντέρνας αριστεράς
μας – της «αντικαπιταλιστικής» και «ταξικής». Ποιο
είναι αυτό; Η έλλειψη ικανότητας να σκέπτονται διαλεκτικά. Δηλαδή να
αποδέχονται και να κατανοούν ότι όλα τα φαινόμενα διαπερνώνται από
αντιφάσεις και αντιθέσεις. Ο πρόεδρος Μάο είχε γράψει για την «Ενότητα
και πάλη των αντιθέτων». Δηλαδή είχε επιβεβαιώσει και αυτός αυτό που
είχανε πει οι Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν αλλά και μεγάλοι αστοί φιλόσοφοι. Αλλά
τα βρίσκουμε και στους αρχαίους μας.
Η
αστική σκέψη – από πολλά χρόνια πια – δεν θέλει να αναγνωρίσει την
«πάλη», την αντίθεση, στις ιδέες, τη φύση, την κοινωνία. Θέλει όλα να
υπάρχουν ειρηνικά, αρμονικά. Προπαντός η κοινωνία. Δεν μπορεί να
σκεφτεί, ανατριχιάζει, ότι και η κοινωνική εξέλιξη καθορίζεται από την
ταξική πάλη. Παρόλο ότι πρώτοι αστοί ιστορικοί την ανακάλυψαν [3].
Η αστική τάξη έχει πάψει προ πολλού να είναι επαναστατική. Τώρα πια
είναι κάτι παραπάνω από 100% αντεπαναστατική. Είναι αντιδραστική. Δεν
μπορεί να δεχτεί ότι υπάρχουν τάξεις και ταξική πάλη. Διαφορετικά
συμφέροντα. Πρέπει να γίνει γι αυτό αποδεκτό ή και να επιβληθεί η ιδέα
και η πρακτική, της ύπαρξης ενός κοινού κοινωνικού συμφέροντος. Και
βέβαια δεν μπορεί να παρουσιάσει το δικό της ως τέτοιο. Το παρουσιάζει
λοιπόν ως «εθνικό» συμφέρον. Γιατί το έθνος είναι μια ιστορική
πραγματικότητα. Αφορά τον λαό και τον συγκινεί. Ο φασισμός δεν έχει την
πολυτέλεια να επεξεργαστεί ιδεολογικά το «κοινό» συμφέρον και να το
παρουσιάσει πιο εκλεπτυσμένα στις υπόλοιπες τάξεις – ιδίως τις
υποτελείς. Αναγνωρίζει ως κοινό συμφέρον το «εθνικό». Δεν μπορεί να
δεχτεί ότι και το έθνος διαπερνάται από ταξικές αντιθέσεις. Ότι η
πορεία του εξαρτάται από την έκβαση της ταξικής πάλης που συμβαίνει
μέσα στο ίδιο.
Έγραφα «Στο
πλαίσιο των εθνών διεξάγεται βέβαια η ταξική πάλη, και όπου το
προλεταριάτο είναι αναπτυγμένο αριθμητικά και πολιτικά καλείται να
βάλει τη σφραγίδα του στην τελική εθνική ενότητα και το χαρακτήρα που
αυτή θα πάρει. Άλλωστε, είναι πια γνωστό ότι όχι μόνο η έγερση των
εθνικισμών υπακούει σε κοινωνικούς όρους, αλλά και το ιστορικό αίτημα
της εθνικής ολοκλήρωσης και της δημιουργίας εθνικού κράτους
προϋποθέτει και υποδηλώνει κάποια εθνική ομοφωνία μόνο σ’ ένα πολύ
γενικό και αφηρημένο επίπεδο. Πρακτικά και συγκεκριμένα συνεπάγεται
άφευκτα διαμάχη και σύγκρουση. Γιατί θέτει αναγκαστικά και πιεστικά το
ερώτημα: Με ποια μορφή και με ποια στρατηγική σε τελευταία ανάλυση,
από ποιον ιστορικό φορέα θα αναληφθεί (και θα ελεγχθεί) η πραγμάτωση
του αιτήματος. Το κρίσιμο αυτό ερώτημα παραπέμπει αυτονόητα σε
ταξικούς ανταγωνισμούς, που νομοτελειακά οξύνονται καθώς η πορεία προς
την εθνική και κρατική ολοκλήρωση απαιτεί τη συντριβή των κάθε λογής
αντιστάσεων «δια πυρός και σιδήρου». Όμοια με κεφαλή Ιανού, η άλλη όψη
της εθνικής ολοκλήρωσης είναι μοιραία η εμφύλια σύγκρουση. Γι’ αυτό
και αποτελεί κλασικό λάθος να διαχωρίζουμε και να απομονώνουμε τα
κοινωνικά ζητήματα από το εθνικό. Ακριβώς από την έκβαση της εμφύλιας
αναμέτρησης εξαρτάται η συγκεκριμένη μορφή εθνικής ολοκλήρωσης και
προπαντός κράτους που θα προκύψει τελικά και τελεσίδικα.
Όχι
μόνο το ελληνικό έθνος-κράτος γεννήθηκε και ολοκληρώθηκε μέσα από
εμφύλιους αγώνες και εθνικούς διχασμούς, και φυσικά –να μην το
ξεχνάμε– από εξωτερικές επεμβάσεις στο πλευρό των εκάστοτε πρόθυμων
γι’ αυτό κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, αλλά η εθνογένεση όλων των
σύγχρονων ευρωπαϊκών κρατών ήταν αποτέλεσμα σκληρών εμφύλιων ή
αποσχιστικών αγώνων: Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία κ.λπ., όπως και
οι ΗΠΑ.»[4]
Από
την πλευρά της αριστεράς το ίδιο διαπιστώνουμε. Βλέπει μόνο την
αντίθεση. Δεν βλέπει την ενότητα. Όπως πολύ σωστά το έθεσε ο γάλλος
μαρξιστής Ανρύ Λεφέβρ:
«Οι
τάξεις που πολώνονται, με την πάλη και τη σύγκρουση, δεν παύουν να
συγκροτούν μια ενότητα. Η ενότητα αυτή παίρνει ένα όνομα (η
“κοινωνία”), ένα ιδιαίτερο όνομα (το έθνος), ή μια ειδική ονομασία
(καταμερισμός των συμπληρωματικών εργασιών στις μονάδες παραγωγής. Οι
συγκρούσεις μάς επιτρέπουν να δώσουμε έμφαση στην ενότητα. Αντίστοιχα,
μόλις έχουμε υπογραμμίσει την ενότητα, πρέπει να φωτίσουμε τη
συγκρουσιακή ουσία της». [5]
Η
ενότητα και η πάλη των αντιθέτων είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε
τη σχέση έθνους και ταξικής πάλης. Η αστική λογική δεν είναι
διαλεκτική. Έτσι, είτε μόνο ενότητα βλέπει (έθνος) και ξορκίζει την
ταξική πάλη, είτε, στην «προοδευτική» εκδοχή της, μόνο αντίθεση
(ταξική πάλη). Το κοινό σημείο, η κοινή βάση δεξιάς και μεταμοντέρνας αριστεράς είναι
η άρνηση τους να κατανοήσουν την αρχή της ενότητας και πάλης των
αντιθέτων. Η μεν δεξιά αναγνωρίζει μόνο το εθνικό συμφέρον η δε
«αριστερά» μας μόνο το ταξικό. Κάθε μια πετάει αυτό που τις περισσεύει
στα σκουπίδια.
Η αντιδιαλεκτική αυτή θεωρητική και πολιτική «πρακτική» ζημιώνει τελικά την αριστερά.
Γιατί αυτή χαρίζει το «εθνικό» στη δεξιά, δηλαδή αφήνει τις άλλες
τάξεις χωρίς πυξίδα και οδηγό. Αυτή δεν κατορθώνει να υψωθεί σε
ηγέτιδα τάξη του έθνους[6]. Η αστική τάξη είναι ήδη ηγέτιδα τάξη του έθνους.
Επαναλαμβάνουμε
ότι μένουν μια σειρά ανοικτά ακόμα ζητήματα, για να καταλάβουμε γιατί
η αριστερά μας σήμερα ουσιαστικά – και πέρα από τις ρητορείες – είναι
ιδεολογικά υποταγμένη στην κυρίαρχη ιδεολογία. Γι αυτό θα
επανέλθουμε.
[1] Του Νάσου Θεοδωρίδη «8η Οκτωβρίου: Ο πόλεμος που τελικά δεν ήταν "τρικούβερτο γλέντι"» ΑΥΓΗ: 27/10/2009
[2] Βλ. άρθρα μου στον ΟΙΣΤΡΟ 21 και 26 Μαρτίου
[3] Μαρξ στον Βαϊντενμάγιερ – Λονδίνο 5 Μάρτη 1852:
«Όσο
για μένα, δε μου ανήκει η τιμή ότι εγώ ανακάλυψα την ύπαρξη των
τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία, ούτε ότι εγώ ανακάλυψα την πάλη ανάμεσα
τους. Πολύ πριν από μένα αστοί ιστορικοί είχαν περιγράψει την ιστορική
εξέλιξη αυτής της πάλης των τάξεων και αστοί οικονομολόγοι την οικονομική ανατομία των τάξεων» [βλ. Διαλεχτά Έργα Μαρξ – Ένγκελς τ. 2, σελ. 530, εκδ. ΚΕ-ΚΚΕ ]
[4] ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ Γ. ΡΙΖΑ «Το εθνικό ζήτημα, η Αριστερά και η Δεξιά σήμερα» Τεύχος Νο 15 (80) Μάρτιος 2006
[6] Καρλ Μαρξ «η
πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, αν όχι στο
περιεχόμενο, στη μορφή είναι καταρχήν εθνική. Φυσικά, το προλεταριάτο
κάθε χώρας πρέπει να ξεμπερδέψει πριν απ’ όλα με τη δική του αστική
τάξη».[Κομμουνιστικό Μανιφέστο]
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου