Το νέο δεδομένο που προέκυψε κατά τη διάρκεια του δεύτερου δεκαημέρου του Δεκέμβρη, ήταν οι μαζικές συλλήψεις μαχητών και μαχητριών του ΕΛΑΣ, μελών των υπολοίπων εαμικών οργανώσεων, αλλά και απλών πολιτών που μέσα στη σύγχυση της σύγκρουσης θεωρήθηκαν ή ήταν συμπαθούντες προς το ΕΑΜ, στις περιοχές που εκκαθαρίζονταν και περνούσαν στον έλεγχο των βρετανικών στρατευμάτων. Καθώς οι χιλιάδες συλληφθέντες δεν μπορούσαν να κρατηθούν στις φυλακές της Αθήνας, οι οποίες ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να δεχθούν επίθεση από τον ΕΛΑΣ, ούτε να μεταφερθούν σε άλλες πόλεις, καθώς η υπόλοιπη χώρα βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ, η λύση που προκρίθηκε ήταν αυτή μιας ιδιόμορφης εξορίας. Του Μενέλαου Χαραλαμπίδη.
Στην προσπάθειά τους να μεταθέσουν την αντιμετώπιση αυτού του μεγάλου προβλήματος σε καταλληλότερο χρόνο, καθώς προείχε η σύγκρουση της Αθήνας, οι Βρετανοί μετέφεραν με πλοία τους συλληφθέντες στην πόλη Ελ Ντάμπα της Αιγύπτου.
Η απάντηση του ΕΛΑΣ σε αυτή την τακτική, ήταν οι μαζικές συλλήψεις κατοίκων στις περιοχές που είχε υπό τον έλεγχό του και η χρησιμοποίησή τους ως ομήρων σε ενδεχόμενη ανταλλαγή αιχμαλώτων. Σύμφωνα με τον καπετάνιο του Α΄ Σ.Σ. του ΕΛΑΣ, Σπύρο Κωτσάκη, στα τέλη του δεύτερου δεκαημέρου του Δεκέμβρη, η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ αποφάσισε ως αντίμετρο, την ομηρία κατοίκων της Αθήνας.[1] Κεντρικό ρόλο σε αυτή την επιχείρηση διαδραμάτισε η Εθνική Πολιτοφυλακή (πρώην ΟΠΛΑ).
Διαβάστε επίσης τα τρία προηγούμενα μέρη του αφιερώματος:
- Δεκεμβριανά: Η μεγάλη επίθεση της 18ης Δεκεμβρίου
- Δεκεμβριανά: Η έναρξη των συγκρούσεων στις 4 Δεκέμβρη
- Τα Δεκεμβριανά στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας
Αξιοποιώντας στοιχεία που είχαν συλλεχθεί από την περίοδο της Κατοχής σχετικά με τη στάση διαφόρων προσώπων απέναντι στο εαμικό αντιστασιακό κίνημα, η Πολιτοφυλακή προχώρησε σε συλλήψεις το τελευταίο δεκαήμερο του Δεκέμβρη. Όπως καταγράφεται στο σύνολο των αφηγήσεων μελών των εαμικών οργανώσεων, από τη στιγμή που οι συλλήψεις πραγματοποιήθηκαν στις συνοικίες που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ και μάλιστα σε μια τόσο προχωρημένη φάση των συγκρούσεων, οι κάτοικοι οι οποίοι είχαν κάθε μορφής δωσίλογη σχέση με τους κατακτητές ή αυτοί που εναντιώθηκαν στο ΕΑΜ κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, είχαν στη μεγάλη τους πλειοψηφία ήδη εγκαταλείψει τις συνοικίες αναζητώντας καταφύγιο σε ασφαλέστερα μέρη.
Αυτό είχε ως συνέπεια, σε πολλές περιπτώσεις, τη σύλληψη και ομηρία ανθρώπων που μπορεί να μην υποστήριζαν το ΕΑΜ, αλλά δεν είχαν στραφεί έμπρακτα εναντίον του. Ο Ζ. Ν. ανήκε στην ΟΠΛΑ Παγκρατίου από την περίοδο της Κατοχής. Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, ήταν από τους ανθρώπους στους οποίους ο επικεφαλής της Εθνικής Πολιτοφυλακής των ανατολικών συνοικιών, ανέθετε τη σύλληψη κατοίκων. Ο Ζ.Ν., στις περιπτώσεις συλλήψεων που πίστευε ότι αφορούσαν αθώους, διακινδύνευε τη ζωή του λέγοντας ψέματα στους ανώτερούς του:
«Στα Δεκεμβριανά παράγινε το κακό… Μέναμε στην επέκταση της Ερατοσθένους προς τον Προφήτη Ηλία. Εκεί είχαμε ένα διαμέρισμα και μέναμε τα παλικαράκια της Πολιτοφυλακής… Μ’ έστειλαν να πιάσω κάτι παιδάκια. Είπα δεν τα βρήκα… Κάτι ξαδέλφες μου είχανε κάτι φιλενάδες τους Αμερικάνες, στην περιοχή που είναι πάνω από το Βατραχονήσι μένανε αυτές. Με στείλανε να τις συλλάβω. Δεν τις βρήκα. Κινδύνευα να με σκοτώσουνε, αν μάθαιναν δηλαδή ότι υπάρχουν αυτές εκεί. Τι να κάνω!»[2]
Για πολλά από τα μέλη των πολιτικών οργανώσεων του ΕΑΜ, το μέτρο της ομηρίας δημιούργησε ερωτηματικά. Η Αναΐδα Τσακιρίδου-Νικηφοράκη, ήταν μέλος της ΕΠΟΝ Παγκρατίου από την Κατοχή. Όπως όλοι οι επονίτες, έτσι και αυτή κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών χρησιμοποιήθηκαν σε κάθε είδους υπηρεσίες που υποστήριζαν τη δράση των ενόπλων του ΕΛΑΣ. Από την εξασφάλιση τροφίμων για το συσσίτιο, μέχρι τη μεταφορά τραυματιών και πυρομαχικών, οι επονίτες των ανατολικών συνοικιών υπήρξαν οι αφανείς πρωταγωνιστές του Δεκέμβρη. Η Νικηφοράκη αντιλήφθηκε το μέτρο της ομηρίας, όταν σε μια μικρή ανάπαυλα των συγκρούσεων βρήκε την ευκαιρία να πάει στο σπίτι της, στην οδό Μεσολογγίου στο Παγκράτι, για να δει τη μητέρα της μετά από πολλές ημέρες απουσίας. Εκεί αντίκρισε την παρακάτω εικόνα:
«Το Δεκέμβρη πιάσανε ομήρους… Δεν είχαμε ιδέα ότι πιάσανε ομήρους. Είδα μπροστά μου μια κουστωδία από ανθρώπους, τους οποίους ήξερα γιατί οι περισσότεροι ήτανε κάτοικοι εδώ της Μεσολογγίου, και είδα και έναν ελασίτη που πήγαινε μπροστά και από πίσω αυτοί. Επειδή ήξερα ότι αυτοί δεν ήτανε ούτε στο ΕΑΜ, ούτε άνθρωποι της αριστεράς, και λέω «πού πάνε αυτοί μαζεμένοι και τους οδηγεί ένας ελασίτης;». Και τότε μου είπανε «Δεν το ξέρεις; Αυτοί είναι όμηροι». Τα έχασα.»[3]
Η γενική επίθεση της 29ης Δεκεμβρίου
Η κατάρρευση των ανατολικών συνοικιών
Η αποτυχία των συνομιλιών ανάμεσα στις αντιπροσωπίες των δύο αντιμαχόμενων πλευρών αναζωπύρωσε τις συγκρούσεις. Στις 27 και 28 Δεκεμβρίου, στην περιοχή σύνορα Άνω Ν. Σμύρνης με Δάφνη και στον Άγιο Ιωάννη λεωφόρου Βουλιαγμένης, διεξήχθησαν σφοδρές οδομαχίες. Οι επιτυχημένες επιδρομικές επιχειρήσεις δυνάμεων του ΕΛΑΣ στη Δάφνη και η απόκρουση της αντεπίθεσης των Βρετανών στην ίδια περιοχή, στις 28 Δεκεμβρίου, έφεραν μια μικρή νότα αισιοδοξίας ως προς την αντοχή της άμυνας στις ανατολικές συνοικίες.
Όμως όλα αυτά πολύ σύντομα ανατράπηκαν. Τα ξημερώματα της 29ης Δεκεμβρίου, ξεκίνησε η γενική επίθεση των βρετανικών δυνάμεων. Αν και μέχρι το μεσημέρι οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ κρατούσαν τις θέσεις τους, το απόγευμα δημιουργήθηκε ένα μεγάλο ρήγμα στην αμυντική τους γραμμή. Η διείσδυση βρετανικών δυνάμεων στη λεωφόρο Ηλιουπόλεως και Βουλιαγμένης, είχε ως αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό του 5ου και 6ου λόχου του 2ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ στο Δουργούτι και το Ν. Κόσμο και την αποκοπή του λόχου Παγκρατίου στην περιοχή του Παναθηναϊκού Σταδίου.
Σε μια απεγνωσμένη κίνηση, οι δυνάμεις αυτές κατάφεραν να διασπάσουν τον κλοιό και να αποκτήσουν επαφή με Υμηττό και Βύρωνα.[4] Το Α΄ Σ.Σ. του ΕΛΑΣ γνώριζε καλά τη δεινή θέση στην οποία είχαν περιέλθει οι δυνάμεις του στις ανατολικές συνοικίες. Όμως το νέο που διαδόθηκε και πιστοποιήθηκε λίγες ώρες αργότερα, σχετικά με την τύχη της Ιης Ταξιαρχίας, αιφνιδίασε το σύνολο των αξιωματικών του. Σύμφωνα με το Δελτίο της 29/12 που εξέδωσε το Α΄ Σ.Σ. στις 20:00 το βράδυ:
«Από πρωίας κατόπιν σφοδράς προπαρασκευής ενεργήθη επίθεσις εκ των τριών πλευρών με πεζικόν και με τανκς. Ταξιαρχία καθ’ όλην την ημέραν προ ισχυράς πιέσεως εκράτει θέσεις της. Απογευματινάς ώρας δια δύο τηλεγραφημάτων αναφέρει η Ταξιαρχία ότι εγένοντο βαθείαι διεισδύσεις αι οποίαι επέφεραν κλονισμόν ηθικού. Το ΣΣ απεφάσισε να διατάξη την Ταξιαρχίαν να εξακολουθήση την άμυναν μέχρις εσχάτων και ο ίδιος ο Επιτελάρχης μετέβη ίνα μεταδώση από τηλεφώνου την διαταγήν. Το τηλέφωνον της Ταξιαρχίας είχε διακοπή, δια του ασυρμάτου δε είχε μεταδοθεί άνευ υπογραφής ουδενός κρυπτογραφικώς το κάτωθι τηλεγράφημα: «Ταξιαρχία συμπτύσσεται Λιόπεσι λόγω ισχυράς πιέσεως ώρα 19».[5]
Έκπληκτοι οι αξιωματικοί του Α΄ Σ.Σ. συνειδητοποίησαν ότι όλες οι δυνάμεις της Ιης Ταξιαρχίας που βρίσκονταν στις ανατολικές συνοικίες, προχώρησαν στην εκκένωση των συνοικιών χωρίς σχετική διαταγή, αποχωρώντας μέσω Υμηττού προς Λιόπεσι (Παιανία). Μετά από δύο χρόνια αδιάλειπτης δράσης στις ανατολικές συνοικίες, οι μαχητές και μαχήτριες του ΕΛΑΣ τις εγκατέλειψαν.
Η τελευταία μάχη που έδωσε ο ΕΛΑΣ στην Καισαριανή, ξεκίνησε τα χαράματα της 29ης Δεκεμβρίου με σφοδρό βομβαρδισμό της συνοικίας από πυροβολικό που βρίσκονταν στο Γουδί, από τα βρετανικά πολεμικά πλοία και αεροπλάνα. Οι αξιωματικοί του Προτύπου Τάγματος προσπάθησαν απεγνωσμένα να διατηρήσουν συγκροτημένες τις δυνάμεις του. Χωρίς να έχουν καμία δυνατότητα αντιμετώπισης μιας τέτοιας κλίμακας επιχείρησης, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ υποχωρούσαν συνεχώς, αναζητώντας σημείο στήριξης μέσα στη συνοικία. Ανάμεσα στους υποχωρούντες ήταν και ο Μάνος Ιωαννίδης:
«Όπου να ’ταν έπεφτε η οβίδα. Ένα φοβερό πράγμα. Στα κεφάλια όλων μας, τα σπίτια να γκρεμίζονται, να διαλύονται. Και να ’σου τα τανκς, σταματάει ο κανονιοβολισμός και πλακώνει και η αεροπορία. Τα τμήματά μας αρχίσανε να οπισθοχωρούνε. Σουρουπώνοντας χάσαμε όλη την αριστερή Καισαριανή… Απομόνωσαν την αριστερή Καισαριανή, χάσαμε δύο λόχους και μας έμειναν οι δύο λόχοι της δεξιάς Καισαριανής… Όσοι ευρισκόμενοι δεξιά από τη λεωφόρο, κατεβαίναμε – κατεβαίναμε, φτάσαμε Φιλολάου και Φορμίωνος. Εκεί μας έρχεται μια διαταγή από την Ταξιαρχία, τελευταία γραμμή αμύνης την οποία θα κρατήσετε μέχρις εσχάτων».[6]
Η διαταγή αυτή δεν μπορούσε να υλοποιηθεί. Οι δυνάμεις της Ιης Ταξιαρχίας είχαν διαλυθεί από τη σφοδρή επίθεση του αντιπάλου. Το βράδυ της 29ης Δεκεμβρίου και ενώ οι συγκρούσεις είχαν κοπάσει, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη αξιωματικών του ΕΛΑΣ στην έδρα της Ιης Ταξιαρχίας στη Ν. Ελβετία. Εκεί λήφθηκε η απόφαση της εκκένωσης των ανατολικών συνοικιών και της ανασύνταξης των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στην Παιανία. Στις 12:00 τα μεσάνυκτα συγκεντρώθηκαν στην κεντρική πλατεία της Ν. Ελβετίας όλες οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ, μέλη πολιτικών οργανώσεων του ΕΑΜ και κάτοικοι.
Ακολούθησε πολύωρη πορεία μέσα από μονοπάτια του Υμηττού προς την κορυφή του και στη συνέχεια η κάθοδος προς την Παιανία. Το πρωί της 30ης Δεκέμβρη, το Α΄ Σ.Σ. ενημερώθηκε για την άφιξη 750 ανδρών της Ιης Ταξιαρχίας και του Τάγματος του Κρόνου στην Παιανία. Λίγες ώρες αργότερα, το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, το Α΄ Σ.Σ. διέταξε την Ιη Ταξιαρχία να συγκροτήσει μικρά αποσπάσματα για να εισέλθουν εκ νέου στις ανατολικές συνοικίες. Στη διαταγή αυτή αντέδρασε εγγράφως ο καπετάνιος του Προτύπου Τάγματος Καισαριανής, Παναγιώτης Αρώνης:
«Όταν φτάνουμε στο Λιόπεσι… έρχεται μια διαταγή απ’ το Σώμα, να επιλέξουμε παλικάρια είκοσι και να τα στείλουμε πάλι στην Καισαριανή. Εγώ θυμάμαι ότι είπα ότι αυτό είναι μια αυτοκτονία… Έλεγα όμως από κάτω «γι’ αυτό εγώ δεν θα στείλω ομάδες στην Καισαριανή, γιατί θεωρώ ότι είναι σαν να παραδίνουμε τα παιδιά στον εχθρό. Αν θέλετε να πάω εγώ, να πάω».[7]
Τελικά στις 2 Ιανουαρίου 1945, περίπου 150 άνδρες του ΕΛΑΣ χωρισμένοι σε μικρές ομάδες επιχείρησαν να εισέλθουν στην Καισαριανή, μέσω Υμηττού. Η επιχείρηση απέτυχε καθώς η περιοχή φυλάσσονταν από ισχυρές εχθρικές δυνάμεις και 30 περίπου άρματα μάχης.
Η πτώση των ανατολικών συνοικιών, επιτάχυνε τις εξελίξεις που οδήγησαν στην ήττα του ΕΛΑΣ στη μάχη της Αθήνας. Η προώθηση του αντιπάλου στο αριστερό άκρο της γραμμής άμυνας του ΕΛΑΣ, Αμπελόκηποι – Γηροκομείο Αθηνών, έθετε σε κίνδυνο τις δυνάμεις του που εξακολουθούσαν να μάχονται στην περιοχή Εξαρχείων – Γκύζη – προσφυγικών λεωφόρου Αλεξάνδρας. Ανά πάσα στιγμή οι δυνάμεις αυτές μπορούσαν να κυκλωθούν και να αποκοπούν από το κύριο σώμα του ΕΛΑΣ που είχε υποχωρήσει και ανασυνταχθεί στα βόρεια προάστια, προσπαθώντας να διατηρήσει ανοικτή τη μοναδική δίοδο εξόδου από το λεκανοπέδιο (Ν. Φιλαδέλφεια – Ν. Λιόσια – Καματερό).
Τελικά στις 5 Ιανουαρίου 1945, όλες οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ συμπτύχθηκαν στη γραμμή Μενίδι – Βαρυμπόμπη – Κουκουβάουνες – Παιανία και πέρασαν μέσω Αγίου Μερκουρίου στην περιοχή της Μαλακάσας, κίνηση που σηματοδότησε τη λήξη της μάχης της Αθήνας, γνωστής ως Δεκεμβριανά.
* Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι οικονομολόγος, διδάκτορας ιστορίας και συγγραφέας του βιβλίου «Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα», Αλεξάνδρεια, 2012.
[1] Ό.π., σελ. 210.
[2] Ζ. Ν., συνέντευξη στον γράφοντα, 20-11-2007.
[3] Αναΐδα Τσακιρίδου-Νικηφοράκη, συνέντευξη στον γράφοντα, 12-6-2007.
[4] Οι ανατολικές συνοικίες τον Δεκέμβρη του 1944. Έκδοση της 6ης Αχτίδας της Κ.Ο.Α., Αθήνα 1945,
επανέκδοση, Αθήνα, Ιστορικές Εκδόσεις 1976, σελ. 26.
[5] Παρατίθεται στο Σπύρος Κωτσάκης, ό.π., σελ. 241.
[6] Μάνος Ιωαννίδης, συνέντευξη στον γράφοντα, 7-6-2006.
[7] Παναγιώτης Αρώνης, συνέντευξη στον γράφοντα, 5-10-2010.
Ανάμεσα στους ομήρους ήταν και ο Μίμης Φωτόπουλος που έγραψε και βιβλίο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου