Του Απόστολου Φωτιάδη από το apostolisfotiadis.wordpress.com
Υπάρχει μια διάχυτη απογοήτευση τον τελευταίο καιρό σε χώρους
δορυφορικά του Σύριζα για τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται το
πλησίασμα του προς την εξουσία. Υπάρχουν μομφές για την κλίση που
διαμορφώνεται προς το εύκολο και επικοινωνιακό πολιτικό παιχνίδι και την
ταυτόχρονη έλλειψη εμβάθυνσης σε στρατηγικές και προγραμματικές θέσεις.
Πιο απλά στο προσκήνιο μένουν συχνά θέματα όπως το μέλλον του
Τατσόπουλου στο κόμμα, θα μείνει ή θα φύγει, και τι θα κάνει, θα λέει
γραμμή ή όχι.
Είναι διακριτό για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι πολλά από τα
καυτά και δύσκολα θέματα, όπως π.χ. οι θέσεις του κόμματος για την
αναπτυξιακή και οικονομική πολιτική, τα διαχειρίζονται άνθρωποι που δεν
έχουν ξαναβρεθεί σε τόσο απαιτητικές θέσεις, όχι μόνο πολιτικά αλλά και
«επικοινωνιακά». Χωρίς να αμφιβάλει κανείς για τις ικανότητες τους, το
να μην δέχονται να μιλήσουν σε δημοσιογράφους (όπως αρκετοί συνάδελφοι
επιβεβαιώνουν) που θέλουν να μάθουν για το πώς δουλεύουν οι ομάδες
εργασίας και η επιτροπή προγραμματικής πολιτικής τους πάει λίγο πίσω.
Βεβαίως υπάρχουν και εδώ κάποια ελαφρυντικά που πρέπει να αναγνωριστούν.
Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους ζουν υπό το φόβο της μονταζιέρας, που
και υπαρκτός και πολύ νοσηρός είναι. Έχουν μάλιστα προειδοποιηθεί από
ψηλά στο κόμμα να μετράνε τι λένε, και πού το λένε. Ωστόσο πολιτική που
δεν επικοινωνείται απτά και με τρόπο που να γίνεται κατανοητή, στις
μέρες μας είναι μη πολιτική. Όσο δύσκολο και εάν είναι, το πώς ο Σύριζα
επικοινωνεί την δουλειά του με τον κόσμο που τον παρακολουθεί, παραμένει
ένα στοίχημα ανάμεσα στα άλλα.
Το έτσι και αλλιώς χαμένο στοίχημα τις μικροπολιτικής…
Στις 20 του Οκτώβρη η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
κυκλοφόρησε μια αναλυτική έκθεση σημείων για τον μεταναστευτικό κώδικα
που συγκεντρώνει σε ένα νομικό πλαίσιο ό,τι αφορά την διαχείριση της
μετανάστευσης στη χώρα. Εκτός από το συμμάζεμα άρθρων και τροπολογιών
που βρίσκονταν διάσπαρτα στο νομικό λαβύρινθο, ο κώδικας ρυθμίζει μια
σειρά από διοικητικά θέματα που φαίνονται βαρετά και προσφέρουν μικρό
άμεσο πολιτικό όφελος άλλα αφορούν την τύχη και την ταλαιπωρία χιλιάδων
ανθρώπων. Ανεξάρτητα από τον εάν ο κώδικας κινείται σε θετική κατεύθυνση
ή όχι, οι θέσεις του Σύριζα για τον κώδικα δεν κινήθηκαν πουθενά. Εκτός
από μια γενική καταγγελία για το ότι ο κώδικας τίποτα καινούργιο δεν
έχει να προσφέρει, δεν φάνηκε, δημοσίως τουλάχιστον, να ασχολείται
κανείς εντατικά με το θέμα, και σε μια θεματική αιχμής για το κόμμα όπως
το μεταναστευτικό.
Όπως λέει και ο Δημήτρης Χριστόπουλος, μέλος της Ένωσης, υπάρχει μια
«κρίση αξιολόγησης στο εσωτερικό του Σύριζα που ακολουθείται από μια
πολιτική νοοτροπία ότι κάποια θέματα τα αφήνουμε γιατί είτε δεν είναι
δημοφιλή, είτε συχνά γιατί είναι δυσκολότερα. Το χειρότερο είναι ότι δεν
παίρνουν ούτε από τα έτοιμα» λέει ο κ. Χριστόπουλος εξηγώντας τη
διστακτικότητα του Σύριζα να χρησιμοποιήσει γνώσεις και εμπειρία που η
Ένωση προσέφερε στο θέμα της ιθαγένειας ώστε να διεμβολίσουν τις θέσεις
εταίρων της κυβέρνησης όταν το θέμα ήταν επίκαιρο. «Σε μεγάλο βαθμό ήταν
αποφυγή ενός θέματος που άπτεται των εθνικών θεμάτων και έχει μεγάλο
πολιτικό κόστος σε κοινό που ο Σύριζα αποβλέπει, ενώ αντίθετα δεν θα
αποδώσει μεγάλα οφέλη αφού τον κόσμο που τον αφορά ο Σύριζα θεωρεί ότι
τον έχει». Ακόμα και σε περιπτώσεις όπως το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο,
όπου ο Σύριζα παρουσίασε ένα εξαιρετικά καλά οργανωμένο νομικό πλαίσιο, ο
δυϊσμός μεταξύ στρατηγικής και μικροπολιτικής παραμένει για αυτούς που
κοιτάζουν στις λεπτομέρειες. «Ναι μεν το θέμα ήταν ουσίας και το
αποτέλεσμα ενθαρρυντικό, αλλά δεν αποφεύγει κανείς να προσέξει ότι τα
αντανακλαστικά του Σύριζα ενεργοποιήθηκαν σε αντιδιαστολή με τις
πρωτοβουλία του Ρουπακιώτη που αρχικά φάνηκε να κερδίζει τις εντυπώσεις
στο ακροατήριο που αναφέρονταν από κοινού Σύριζα και ΔΗΜΑΡ. Με λίγα
λόγια ο Σύριζα έπρεπε να κατεβάσει καλύτερο νομοσχέδιο για να μην χάσει
στο θέμα και το έκανε».
Προκύπτει ένα ερώτημα εδώ μήπως υπάρχει μεγάλη σύγχυση για το πού
πέφτει το βάρος της δουλειάς όσον άφορα τα στελέχη πρώτης γραμμής. Αυτό
διακρίνεται αρκετές φορές στην προχειρότητα και τα λάθη με τα οποία
είναι γραμμένες επερωτήσεις του κόμματος. Ίσως να οφείλεται και στο ότι
προεξοφλείται ότι οι περισσότερες από αυτές δεν θα απαντηθούν ποτέ αφού η
κυβέρνηση δεν ασχολείται με τον κοινοβουλευτικό έλεγχο έτσι και αλλιώς.
Το μεγάλο άλμα προς την εξουσία…
Ο κόσμος της πολιτικής έχει τις δικές του ιδιορρυθμίες. Πολλές από
τις οποίες αφορούν πρωτόκολλα και τύπους που δεν οφείλει κανείς να
γνωρίζει, οφείλει όμως να μαθαίνει γρήγορα εάν θέλει την εξουσία. Γιατί
αλλιώς εκτίθεται. Με αυτή την λογική γνωστός προοδευτικός αρθρογράφος
εξηγούσε πόσο απροετοίμαστος φαίνεται ο Σύριζα σαν κόμμα όταν κανονίζει
να βρεθεί ο αρχηγός κόμματος με τον Ρώσο ΥΠΕΞ Λαβροφ στην Αθήνα σε
κτίριο της ρωσικής πρεσβείας. «Δεν πας εσύ, αυτοί έρχονται» λέει
εννοώντας ότι στο άχαρο παιχνίδι τις διπλωματίας πολλά εξαρτώνται από
συμβολισμούς, εντυπώσεις, και στενά περιθώρια ελιγμών. Με αφορμή αυτό
προέκυψε ένας άλλος συνειρμός για το πώς η Ελλάδα διαπραγματεύτηκε το
πρώτο μνημόνιο, ουσιαστικά χωρίς επαρκή διαπραγματευτική ισχύ και με την
εκπρόσωπο της Μόνιμης Ελληνικής Αντιπροσωπείας σε μια από τις πρώτες
συναντήσεις στις Βρυξέλλες να κάθεται το τραπέζι από την μεριά των
πιστωτών της χώρας. Δεν είναι να απορεί κανείς γιατί επακολούθησε ένας
διαπραγματευτικός όλεθρος. Και οφείλει να ανησυχεί κανείς ότι όταν έρθει
η σειρά του Σύριζα δεν διακρίνεται κάποιος γίγαντας της διπλωματίας να
αναλάβει. Αντιθέτως, όσον αφορά τη λειτουργία του κράτους και τις
διεθνείς σχέσεις οι προσωπικότητες που έχουν προβληθεί ως αρμόδιες δεν
έχουν ιδιαίτερη εμπειρία. Αν σκεφτεί κανείς ότι σε πέντε ημέρες οι
Κύπριοι γονάτισαν κάτω από την πίεση των Ευρωπαίων και υπαναχώρησαν με
τραγικές συνέπειες, πώς άραγε θα συγκροτήσει ο Σύριζα μέτωπο για να
σπάσει ένα πιθανό μέτωπο υπέρ της λιτότητας με ΕΚΤ, Βρυξέλες, Βερολίνο
απέναντί του; Πάντως όχι κάνοντας παράπονα στους ανταποκριτές Γερμανικών
εφημερίδων επειδή έπαιξαν με φάουλ τον αρχηγό.
Το θέλω… και το είναι…
Πάντα υπάρχει διάσταση ανάμεσα στην πραγματική ικανότητα πολιτικών
δυνάμεων να εφαρμόσουν τις πολιτικές τους, ακόμα και εάν αυτές δεν
αντιστοιχούν στις προγραμματικές τους δηλώσεις, και στην βεβαιότητα με
την οποία επιχειρηματολογούν ότι μπορούν να το κάνουν. Αυτός είναι από
τους βασικούς λόγους για τους οποίους οι πολιτικοί και οι πολιτικές
ενίοτε αποτυγχάνουν.
Εάν το επίκαιρο και μικροπολιτικό είναι σήμερα μια πρόκληση ενάντια στην
ουσία της στρατηγικής του Σύριζα, τότε η διαχείριση της τραγικής
κατάστασης που θα παραλάβει παίρνοντας την εξουσία θα απαιτεί από μόνη
της τέτοια προσπάθεια που το πραγματικό επίδικο, η αλλαγή κοινωνικού
παραδείγματος θα απομείνει ευσεβής πόθος.
Απαντώντας σε κάποια σχετικά ερωτήματα ο κ. Δραγασάκης σε μια συνάντηση
στο γραφείο του πριν μερικές μέρες σημείωσε πως κάθε κριτική πρέπει να
λαμβάνει υπόψιν της ότι ο Σύριζα κινείται από το καλοκαίρι του 2012 σε
αχαρτογράφητη περιοχή. «Έχουμε περάσει από το ‘ποια είναι η θέση μας’
στο ‘τι’ και στο ‘πώς’ το κάνουμε, και με ποιες δυνάμεις. Εκεί που
λέγαμε ότι θα κάνουμε μια επιτροπή π.χ. για το ασφαλιστικό, που σήμαινε
να συναντηθούν μερικοί ανθρώποι να το κουβεντιάσουν, τώρα απαιτείται
παραγωγή γνώσης. Αυτό προϋποθέτει διαπιστώσεις, αναλύσεις, διεθνή
εμπειρία, πληροφορίες, και εάν μας φαινόταν απλό, αποδείχθηκε δύσκολο».
Με πολύ συνειδητό τρόπο ο ίδιος λέει ότι ο βαθμός δυσκολίας πολλαπλασιάζεται υπό της σημερινές συνθήκες. «Ένα βασικό πρόβλημα είναι ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε πραγματικά ποτέ προγραμματικός διάλογος. Τώρα πια το μόνο θέμα είναι εάν θα κάνουμε αυτό που λέει η Τρόικα. Στον αντίποδα αυτού εμείς σκεφτήκαμε να μαζέψουμε κόσμο ανεξαρτήτως κομματικής προσέγγισης και να μοχλεύσουμε αυτή τη διαδικασία». Αυτό εξηγεί ο ίδιος αποτυπώνεται και στις δομές που έχουν προκύψει ως ομάδες εργασίας, επιτροπές ελέγχου κοινοβουλευτικού έργου και το βασικό όργανο παραγωγής πολιτικής, την Επιτροπή Προγράμματος. «Από τον Μάρτιο εγκαινιάσαμε μια διαδικασία όπου η στρατηγική μας θα μεταφράζεται σε μεσοπρόθεσμα μέτρα. Υπάρχουν κενά, τι λέμε για παράδειγμα για το δημογραφικό ή την επαναβιομηχάνιση» και συνοψίζει λέγοντας, «εάν κανείς κοιτάξει πίσω έχουν γίνει τεράστια βήματα, εάν γυρίσει να κοιτάξει μπροστά είναι σα να έχουμε κάνει μερικά μικρά βηματάκια. Ξέρουμε όμως που πρέπει να πάμε, η έξοδος από την κρίση είναι πια συνυφασμένη με την έξοδο από το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα».
Με πολύ συνειδητό τρόπο ο ίδιος λέει ότι ο βαθμός δυσκολίας πολλαπλασιάζεται υπό της σημερινές συνθήκες. «Ένα βασικό πρόβλημα είναι ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε πραγματικά ποτέ προγραμματικός διάλογος. Τώρα πια το μόνο θέμα είναι εάν θα κάνουμε αυτό που λέει η Τρόικα. Στον αντίποδα αυτού εμείς σκεφτήκαμε να μαζέψουμε κόσμο ανεξαρτήτως κομματικής προσέγγισης και να μοχλεύσουμε αυτή τη διαδικασία». Αυτό εξηγεί ο ίδιος αποτυπώνεται και στις δομές που έχουν προκύψει ως ομάδες εργασίας, επιτροπές ελέγχου κοινοβουλευτικού έργου και το βασικό όργανο παραγωγής πολιτικής, την Επιτροπή Προγράμματος. «Από τον Μάρτιο εγκαινιάσαμε μια διαδικασία όπου η στρατηγική μας θα μεταφράζεται σε μεσοπρόθεσμα μέτρα. Υπάρχουν κενά, τι λέμε για παράδειγμα για το δημογραφικό ή την επαναβιομηχάνιση» και συνοψίζει λέγοντας, «εάν κανείς κοιτάξει πίσω έχουν γίνει τεράστια βήματα, εάν γυρίσει να κοιτάξει μπροστά είναι σα να έχουμε κάνει μερικά μικρά βηματάκια. Ξέρουμε όμως που πρέπει να πάμε, η έξοδος από την κρίση είναι πια συνυφασμένη με την έξοδο από το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα».
«Αίμα, δάκρυα και ιδρώτα»
Η πύκνωση του πολιτικού χρόνου προεξοφλεί ότι το στοίχημα του Σύριζα θα
πρέπει θα παιχτεί μακριά από τις ιδανικές συνθήκες και χωρίς αυτός να
επιλέξει το πότε. Αυτό το γνωρίζουν οι άνθρωποι του και το
αντιμετωπίζουν με ρεαλισμό. Όποιος παρακολουθεί λεπτομέρειες για την
εξέλιξη των αληθινών οικονομικών μεγεθών ή την διεθνή πολιτική σύγκρουση
γύρο από τις πολιτικές λιτότητας έχει τον τελευταίο μήνα περισσότερο ή
λιγότερο παραδεχτεί ότι το παιχνίδι για την Ελλάδα έχει χαθεί. Όπως λέει
με ιδιόμορφο τρόπο και ο κ. Χριστόπουλος «η κρίση έχει κατά κάποιο
τρόπο τελειώσει. Είμαστε πια σε μια μορφή μετάβασης στη νέα συνθήκη τα
χαρακτηριστικά της οποίας θα προκύψουν από την σημερινή εικόνα της
κοινωνίας». Με άλλα λόγια, και εκεί είναι και το κεντρικό θέμα για την
ηγεσία του Σύριζα, υπάρχει ένα έλλειμμα ρεαλισμού ανάμεσα στο να
γνωρίζεις ότι ζεις και θα κυβερνήσεις μέσα στα συντρίμμια, αλλά να
πολιτεύεσαι σαν αιωρούμενος μέσα σε πολιτικό κενό μιλώντας για
«επαναφορά» και λέγοντας τις λιγότερο αιχμηρές ατάκες για το κάθε
δεδομένο ακροατήριο. Το να μην μπορείς να πεις στο κόσμο την αλήθεια,
όταν όλα γύρω σου την φωνάζουν, είναι μια πολιτική συνθήκη ξεπερασμένη
από την οποία ο Σύριζα οφείλει να απεμπλακεί. Στη βάση της η λογική ότι
ένα κόμμα δεν συνδυάζει αυτά που θέλει με αυτά που μπορούν να γίνουν για
να μην αποξενώσει κανένα εν δυνάμει κοινό του δεν διαφέρει σε ουσία
(διαφέρει βέβαια σε νοσηρότητα) από το success story που ενώ όλα
καταρρέουν τα στελέχη της ΝΔ-ΠΑΣΟΚ διαπιστώνουν κάθε βράδυ, τηλεοπτικά,
ότι τα πράγματα πηγαίνουν καλύτερα.
Μάζι με όλα τα άλλα είναι και αυτή η συμπεριφορά ένα κατάλοιπο του
πολιτικού παρελθόντος της τρίτης Ελληνικής δημοκρατίας, η οποία ανέδειξε
κυρίως ηγέτες νάνους. «Νομίζουν ότι ο κόσμος δεν θέλει να το ακούσει
και ότι δεν μπορούν να του το πουν, αλλά ο κόσμος είναι έτοιμος για
αυτό, γιατί αυτή είναι η ζωή του σήμερα» θα πει ο κ. Χριστόπουλος. Η
ιστορια λέει ότι γίνεται και αλλιώς. Όταν ο Τσώρτσιλ έγινε πρωθυπουργός,
παραμονές της εισβολής του Ράιχ την Γαλλία, και υπό μεγάλη αμφισβήτηση
για την επιλογή ως αντικαταστάτη του Τσάμπερλειν, το ερώτημα ήταν εάν
είχε δική του εναλλακτική πρόταση. Η απάντηση ήταν «Δεν έχω τίποτα άλλο
να προσφέρω εκτός από αίμα, σκληρή δουλειά, δάκρυα και ιδρώτα. Μπροστά
μας έχουμε μια από τις πιο λυπητερές δοκιμασίες. Μπροστά μας έχουμε
αμέτρητους μήνες αγώνα και ταλαιπωρίας».
Υ.Γ. Βέβαια μια ανάλογη διατύπωση από τον Τσίπρα θα έπρεπε να παιχθεί με
επικοινωνιακή μαεστρία, γιατί καιροφυλακτεί και η μονταζιέρα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου