Επί 27 χρόνια, δεν γνώριζα τον Νέλσον Μαντέλα (Nelson Mandela) παρά μόνον εξ ακοής. Τον είχα δει μια φορά μόνο, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν είχε έρθει στη σχολή δασκάλων όπου φοιτούσα, ως κριτής σε ένα διαγωνισμό αντιλογίας. Τον ξαναείδα το 1990.
Αλλά όταν αφέθηκε ελεύθερος, συνέβη το πιο θαυμαστό πράγμα: την ίδια ώρα που πολλά μέλη της λευκής κοινότητας τον απαξίωναν ως τρομοκράτη, εκείνος προσπάθησε να κατανοήσει τον τρόπο σκέψης τους. Οι πολιτικές του χειρονομίες αποδείχτηκαν πιο εύγλωττες από τις δηλώσεις του. Επί παραδείγματι, προσκάλεσε τιμητικά τους λευκούς δεσμοφύλακές του στην τελετή ορκωμοσίας του ως προέδρου, και ζήτησε να δειπνήσει με τον εισαγγελέα που τον είχε καταδικάσει στη δίκη της Ριβόνια.
Πόσο απίστευτης μεγαλοψυχίας ήταν οι κινήσεις αυτές! Στη δίκη του, ο συγκεκριμένος εισαγγελέας είχε επιδείξει υπερβάλλοντα ζήλο κι είχε ζητήσει να του επιβληθεί η θανατική ποινή! Ο Μαντέλα επίσης προσκάλεσε στην προεδρική κατοικία τις χήρες πολλών Αφρικάνερ πολιτικών. Η Μπέτσι Βερβόερντ (Betsie Verwoerd), που ο σύζυγός της Χέντρικ Βερβόερντ (HF Verwoerd) είχε δολοφονηθεί το 1966,δεν κατόρθωσε να ανταποκριθεί στην πρόσκληση λόγω της κλονισμένης υγείας της. Ζούσε στον Οράνγιε, έναν λευκό θύλακα, όπου ζούσαν αποκλειστικά Αφρικάνερ. Ο Μαντέλα παράτησε τα πάντα και πήγε να πιει τσάι στο σπίτι της, σε εκείνο το μέρος!
Διακρινόταν από μια απίστευτη συμπάθεια για τους ανθρώπους. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που οδήγησαν στις πρώτες ελεύθερες εκλογές, φάνηκε πως ήταν έτοιμος να κάνει απίστευτες υποχωρήσεις. Ο φύλαρχος Μπουτελέζι (Buthelezi) ζητούσε όλο και περισσότερα και κάθε φορά ο Μαντίμπα (Madiba) έλεγε: ωραία, το δέχομαι. Αναστατωνόταν αν κάποιος στο ANC υπονοούσε πως το «ινκάθα» δεν ήταν αυθεντικό απελευθερωτικό κίνημα. Έφτασε στο σημείο να πει πως διατίθετο να εμπιστευθεί στον Μπουτελέζι ένα σημαντικό υπουργικό χαρτοφυλάκιο, παρόλο που δεν είχε συζητήσει καν αυτό το ενδεχόμενο με τους συνεργάτες του. Έκανε τα πάντα προκειμένου να εξασφαλίσει πως η χώρα του θα απέφευγε ένα λουτρό αίματος.
Για τους Αφρικάνερ έλεγε: προσπαθήστε να καταλάβετε πώς νιώθουν. Επικοινώνησε μαζί τους ασπαζόμενος τις «αντιλόπες», την εθνική ομάδα ράγκμπι της Νοτίου Αφρικής, που πολλοί μαύροι ταύτιζαν με την εξουσία των Αφρικάνερ. Το ράγκμπι ήταν το άθλημα των λευκών, ιδίως των Αφρικάνερ. Το αριστοτεχνικό επικοινωνιακό χτύπημα του Μαντέλα στον τελικό του παγκοσμίου κυπέλλου ήταν όταν εμφανίστηκε στο στίβο φορώντας τη φανέλα με την αντιλόπη. Κάθε άλλος πολιτικός ηγέτης θα ριψοκινδύνευε τη γελοιοποίηση κάνοντας κάτι παρόμοιο, αλλά εκείνος θριάμβευσε. Ολόκληρο το κατάμεστο στάδιο, που ήταν κατά 99% γεμάτο λευκούς, και μάλιστα Αφρικάνερ, ξέσπασε σε ζητωκραυγές: «Νέλσον! Νέλσον!». Ήταν απίστευτο. Αλλά και ποιος θα πίστευε πως οι παραγκουπόλεις των μαύρων θα πανηγύριζαν μια νίκη στο ράγκμπι;
Φυσικά, τον είδα κι οργισμένο. Μετά τη σφαγή του Μποϊπάτονγκ το 1992, στην οποία σκοτώθηκαν 42 άτομα, το ANC απεσύρθη από τις διαπραγματεύσεις κι ο ίδιος ήταν έξαλλος. Ισχυριζόταν πως οι μυστικές υπηρεσίες είχαν προειδοποιήσει τον (πρόεδρο) Φρέντερικ Ντε Κλερκ (FW de Klerk) πως κάτι σοβαρό θα συνέβαινε, και πως υπήρχε συμπαιγνία μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και του «ινκάθα». Δεν μπορώ να γνωρίζω αν ο Ντε Κλερκ είχε πράγματι αγνοήσει εκείνες τις προειδοποιήσεις. Αλλά για τον Μαντίμπα ήταν σαφές πως για το καθεστώς οι ζωές των μαύρων δεν άξιζαν μια δεκάρα.
Μια άλλη φορά, μου αποκάλυψε πως όταν βρέθηκαν με τον Ντε Κλερκ στο Όσλο για την απονομή του βραβείου Νόμπελ ειρήνης, συνέβη κάτι που επίσης του προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση: την ώρα που μια χορωδία έψελνε το «νικόζι σικελέλ ι 'Αφρικα» τον ύμνο του αγώνα κατρά του απαρτχάιντ, ο Ντε Κλερκ φλυαρούσε ακατάπαυστα με τη γυναίκα του: δεν έδειξαν το παραμικρό ίχνος σεβασμού.
Αλλά η οργή του δεν ξεπέρασε ποτέ την υπομονή ή τη συγχωρητικότητά του. Ο κόσμος λέει, κοίτα πόσα πέτυχε τα χρόνια που κυβέρνηση! Tι απίστευτη σπατάλη εκείνα τα 27 χρόνια που έμεινε στη φυλακή! Εγώ θεωρώ πως η φυλάκισή του ήταν αναγκαία, διότι όταν φυλακίστηκε ήταν γεμάτος οργή.Ήταν ακόμα σχετικά νέος και μόλις είχε υποστεί μια κακοδικία. Δεν ήταν ακόμα ηγέτης, έτοιμος να συγχωρέσει: ήταν ο πολέμαρχος του ένοπλου βραχίονα του κόμματος, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να καταφύγει στη βία.
Η παραμονή του στη φυλακή ήταν κρίσιμη: φυσικά, οι ταλαιπωρίες γεμίζουν πικρία μερικούς ανθρώπους, αλλά εξευγενίζουν τους περισσότερους. Η φυλακή έγινε καθαρτήριο, που εξάγνισε τα πάντα μέσα του. Κανείς δεν μπορούσε να του πει: «μιλάς εκ του ασφαλούς για την ανάγκη συγχώρεσης, αλλά εσύ δεν υπέφερες. Τι ξέρεις εσύ από βάσανα;». Είκοσι επτά χρόνια στη φυλακή του είχαν δώσει τη δυνατότητα να πει: ας προσπαθήσουμε να συγχωρέσουμε.
Ένα από τα μεγαλύτερα τραύματα της ζωής του ήταν όσα συνέβησαν στη σχέση του με την Ουίνι (Winnie). Τη λάτρευε πραγματικά. Λίγο μετά την αποφυλάκισή του, τους προσκάλεσα να φάμε σαν Κόσα. Κάθονταν εκειπέρα, ερωτευμένοι σαν μαθητούδια. Το τραύμα του χωρισμού ήταν πολύ βαθύ.Ήταν πραγματικά θαυμάσιο που βρήκε την Γκράτσα (Graça). Αλλά είναι λιγάκι κρίμα που χώρισε με την Ουίνι, που είχε κι εκείνη περάσει τόσα πολλά! Αν έμεναν μαζί θα ήταν σαν θαυμάσιος επίλογος παραμυθιού: «κι έζησαν αυτοί καλά...».
Η καλύτερη απόδοση τιμής στη μνήμη του Μαντέλα είναι να φέρουμε εις πέρας επιτυχώς ό,τι εκείνος ξεκίνησε. Γνώριζε πολύ καλά πως, σε τελική ανάλυση, «ουδείς αναντικατάστατος». Πάντοτε τόνιζε πως ήταν ένα ευπειθές μέλος του ANC, και πως κανείς δεν είναι σημαντικότερος από το κίνημα. Φυσικά, υπάρχουν κι άλλες απόψεις.
Οποιοσδήποτε, οπουδήποτε στον κόσμο αναδεικνύετσι σε ηγέτη, ξέρει πως διακινδυνεύει την υστεροφημία του. Και οφείλει να αναρωτιέται: με ποιον θα συγκριθώ;
* O Desmond Tutu είναι επίτιμος επίσκοπος της αγγλικανικής εκκλησίας και ακτιβιστής υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου