Στις
25 Μαΐου 1911 ξεκίνησε η αγροτική Μεξικανική Επανάσταση με ηγέτη τον
Εμιλιάνο Ζαπάτα, ο οποίος μαζί με τους Φρανσίσκο Μαντέρο, Πάσκουαλ
Ορόζκο και Πάντσο Βίγια ανέτρεψαν το δικτάτορα της χώρας Πορφίριο Ντίαζ.
Ο μεγαλύτερος επαναστάτης του Μεξικό αναδείχθηκε σε σπουδαία ηγετική
προσωπικότητα των ανταρτών της Επανάστασης, που μαχόταν εναντίον του
στρατηγού Ντίαζ. Οργάνωσε και διοικούσε σημαντική επαναστατική δύναμη,
ονομαζόμενη «Απελευθερωτικός Στρατός του Νότου».
Γεννήθηκε στις 8 Αυγούστου του 1879 στο χωριό Ανενκουίλκο της μεξικανικής πολιτείας Μορέλος. Γόνος ευκατάστατου κτηνοτρόφου, έμεινε ορφανός στα 16 του χρόνια και εργάστηκε ως εκπαιδευτής αλόγων.
Κατά την περίοδο διακυβέρνησης του Μεξικό από τον δικτάτορα Πορφίριο Ντίαζ, το 85% της γης ανήκε στο 2% του πληθυσμού. Ο Ζαπάτα ανέπτυξε από νωρίς αντιπολιτευτική δράση και το 1909 εξελέγη πρόεδρος μιας τοπικής ομάδας για τη διεκδίκηση της καλλιεργήσιμης γης, που είχε κατασχεθεί προς όφελος των μεγαλογαιοκτημόνων. Εξαιτίας της δράση του, κλήθηκε στο στρατό, όπου υπηρέτησε για επτά μήνες.
Τον Νοέμβριο του 1910 η εξαθλίωση των αγροτών οδήγησε σε μια μεγάλη αγροτική εξέγερση στη χώρα, υπό τον Φρανσίσκο Μαντέρο, πολιτικό αντίπαλο του Πορφίριο Ντίαζ. Ο Ζαπάτα τάχθηκε στο πλευρό του, πήρε τα όπλα και με σύνθημα «γη κι ελευθερία» ηγήθηκε των επαναστατημένων αγροτών, καταλαμβάνοντας όλο και περισσότερα εδάφη.
Όταν αντιλήφθηκε ότι το αίτημα για μεταρρυθμίσεις είχε εγκαταλειφθεί από τον Μαδέρο, συνεταξε το δικό του αγροτικό πρόγραμμα, γνωστό ως Σχέδιο Αγιάλα. Με αυτό απαιτούσε την κατάσχεση της γης απ’ όλους τους ξένους και του 1/3 των εδαφών των φεουδαρχών, καθώς και την επιστροφή των εδαφών που είχαν κατασχεθεί από τους ντόπιους. Σύμφωνα με το Σχέδιο Αγιάλα, όλες οι κατασχεθείσες εκτάσεις θα αποτελούσαν κοινοκτημοσύνη των ινδιάνικων κοινοτήτων.
Στο πλευρό του συγκεντρώνονταν όλο και περισσότεροι αγρότες, ενώ τις απόψεις του ενστερνίστηκαν και πολλοί διανοούμενοι , οι οποίοι συνέδεσαν τις θεωρίες του με αυτές του Καρλ Μαρξ. Μετά την καταστολή της εξέγερσης του Μαδέρο, το Φεβρουάριο του 1913, ο Ζαπάτα ένωσε τις δυνάμεις του με αυτές του Πάντσο Βίγια στο βορρά και του Πασκουάλ Ορόζκο με τους οποίους συνέχισε τον αγώνα ακόμα κι όταν έπεσε η δικτατορία του Ντίαζ. Με τον Βίλα κατέλαβαν τρεις φορές την πόλη του Μεξικό, αλλά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.
Στις 10 Απριλίου του 1919 ο Ζαπάτα έπεσε θύμα ενέδρας. Εκτελέστηκε εν ψυχρώ από τις κυβερνητικές δυνάμεις, κατά τη συνάντησή του με έναν στρατηγό που υποτίθεται ότι ήθελε να προσχωρήσει στην επανάσταση.
πηγή: tvxs.gr
Πρόκειται για τη δεύτερη συνθετική απόπειρα του Γιάννη Γλέζου πάνω σε ποιήματα ποιητών λατινογενούς προέλευσης κι έτσι μετά τα “12 τραγούδια του F.G. Lorca” που κυκλοφόρησαν το 1969, τον Δεκέμβριο του 1971 κυκλοφορεί στα δισκοπωλεία ο «Εμιλιάνο Ζαπάτα» σε ποίηση του Χιλιανού Πάμπλο Νερούντα.
Όπως και στην περίπτωση του Λόρκα, την απόδοση στα ελληνικά έκανε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος κι ερμηνευτής ήταν ο Γιάννης Πουλόπουλος, αυτή τη φορά μόνος του καθώς στον προηγούμενο δίσκο υπήρχε η συμμετοχή της Έλενας Κυρανά.
Την εποχή που ηχογραφήθηκε ο δίσκος, η Ελλάδα σκεπαζόταν από τα μαύρα φτερά της χούντας των συνταγματαρχών κι επομένως το κάθε τραγούδι ήταν απαραίτητο να περνά από λογοκρισία. Μόλις λοιπόν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος ολοκλήρωσε την απόδοσή τους στα ελληνικά, εστάλησαν στην εν λόγω επιτροπή η οποία φυσικά τα απέρριψε χωρίς δεύτερη κουβέντα, αφού το περιεχόμενό τους ήταν άκρως «ενοχλητικό» για το καθεστώς.
Ωστόσο, ο τότε διευθυντής της “LYRA” Αλέκος Πατσιφάς έστειλε επιστολή στον τότε υφυπουργό Προεδρίας Βύρωνα Σταματόπουλο, επισημαίνοντάς του ότι ο Νερούντα ήταν πρέσβης της Χιλής στο Παρίσι, είχε ενημερωθεί για την έκδοση του δίσκου και παράλληλα ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, οπότε πιθανή απαγόρευσή του θα δημιουργούσε σοβαρό πλήγμα στο δικτατορικό καθεστώς της χώρας μας. Έτσι, δόθηκε η άδεια και το άλμπουμ κυκλοφόρησε, χωρίς πάντως να γνωρίσει την επιτυχία που είχαν τα τραγούδια του Λόρκα με τους ίδιους συντελεστές…
Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι η αξία του είναι μικρότερη. Ο Πουλόπουλος και πάλι δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας, αποδεικνύοντας την ευρεία γκάμα του κι ότι δεν ήταν απλώς και μόνον ο τραγουδιστής των μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη με το σκυφτό κεφάλι και την κιθάρα στα χέρια. Οι μελωδίες του Γλέζου είναι εξαιρετικές, όπως βεβαίως και η ελληνική απόδοση των ποιημάτων από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο.
Εκτός από το «αφιέρωμα» στον Ζαπάτα, υπάρχουν και δύο ερωτικά κομμάτια που ωστόσο «δένουν» με το υπόλοιπο ύφος του δίσκου. Την ενορχήστρωση και τη διεύθυνση ορχήστρας επιμελήθηκε ο Νίκος Μαμαγκάκης (όπως και στα τραγούδια του Λόρκα), το εξώφυλλο είναι του σπουδαίου χαράκτη Τάσσου, ενώ στο εσώφυλλο υπάρχουν πληροφορίες για τον Ζαπάτα και για τις συλλογές ποιημάτων του Νερούντα από τις οποίες επελέγησαν τα κομμάτια.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε στ’ ελληνικά -για πρώτη φορά- το βιβλίο του Αντόλφο Τζίλι «Η Μεξικάνικη Επανάσταση 1910-1920». Ο πρωτότυπος τίτλος του είναι La revolucion interrumpida, η επανάσταση που διακόπηκε, που έμεινε στα μισά του δρόμου.
Ο Αντόλφο Τζίλι είναι σήμερα καθηγητής στο πανεπιστήμιο UNAM της Πόλης του Μεξικού. Ηταν από τους πρωταγωνιστές του «Μεξικάνικου ’68», φυλακίστηκε για χρόνια για την δράση του. Το βιβλίο αυτό πρωτογράφτηκε το 1971 και αποτελεί μια δημιουργική εφαρμογή της θεωρίας της Διαρκούς Επανάστασης του Λ. Τρότσκι. Εκδόθηκε ξανά το 1994 και σε αυτό το κείμενο βασίζεται η ελληνική μετάφραση.
πηγή: sek-ist.gr
Γεννήθηκε στις 8 Αυγούστου του 1879 στο χωριό Ανενκουίλκο της μεξικανικής πολιτείας Μορέλος. Γόνος ευκατάστατου κτηνοτρόφου, έμεινε ορφανός στα 16 του χρόνια και εργάστηκε ως εκπαιδευτής αλόγων.
Κατά την περίοδο διακυβέρνησης του Μεξικό από τον δικτάτορα Πορφίριο Ντίαζ, το 85% της γης ανήκε στο 2% του πληθυσμού. Ο Ζαπάτα ανέπτυξε από νωρίς αντιπολιτευτική δράση και το 1909 εξελέγη πρόεδρος μιας τοπικής ομάδας για τη διεκδίκηση της καλλιεργήσιμης γης, που είχε κατασχεθεί προς όφελος των μεγαλογαιοκτημόνων. Εξαιτίας της δράση του, κλήθηκε στο στρατό, όπου υπηρέτησε για επτά μήνες.
Τον Νοέμβριο του 1910 η εξαθλίωση των αγροτών οδήγησε σε μια μεγάλη αγροτική εξέγερση στη χώρα, υπό τον Φρανσίσκο Μαντέρο, πολιτικό αντίπαλο του Πορφίριο Ντίαζ. Ο Ζαπάτα τάχθηκε στο πλευρό του, πήρε τα όπλα και με σύνθημα «γη κι ελευθερία» ηγήθηκε των επαναστατημένων αγροτών, καταλαμβάνοντας όλο και περισσότερα εδάφη.
Όταν αντιλήφθηκε ότι το αίτημα για μεταρρυθμίσεις είχε εγκαταλειφθεί από τον Μαδέρο, συνεταξε το δικό του αγροτικό πρόγραμμα, γνωστό ως Σχέδιο Αγιάλα. Με αυτό απαιτούσε την κατάσχεση της γης απ’ όλους τους ξένους και του 1/3 των εδαφών των φεουδαρχών, καθώς και την επιστροφή των εδαφών που είχαν κατασχεθεί από τους ντόπιους. Σύμφωνα με το Σχέδιο Αγιάλα, όλες οι κατασχεθείσες εκτάσεις θα αποτελούσαν κοινοκτημοσύνη των ινδιάνικων κοινοτήτων.
Στο πλευρό του συγκεντρώνονταν όλο και περισσότεροι αγρότες, ενώ τις απόψεις του ενστερνίστηκαν και πολλοί διανοούμενοι , οι οποίοι συνέδεσαν τις θεωρίες του με αυτές του Καρλ Μαρξ. Μετά την καταστολή της εξέγερσης του Μαδέρο, το Φεβρουάριο του 1913, ο Ζαπάτα ένωσε τις δυνάμεις του με αυτές του Πάντσο Βίγια στο βορρά και του Πασκουάλ Ορόζκο με τους οποίους συνέχισε τον αγώνα ακόμα κι όταν έπεσε η δικτατορία του Ντίαζ. Με τον Βίλα κατέλαβαν τρεις φορές την πόλη του Μεξικό, αλλά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.
Στις 10 Απριλίου του 1919 ο Ζαπάτα έπεσε θύμα ενέδρας. Εκτελέστηκε εν ψυχρώ από τις κυβερνητικές δυνάμεις, κατά τη συνάντησή του με έναν στρατηγό που υποτίθεται ότι ήθελε να προσχωρήσει στην επανάσταση.
Πρόκειται
για μία σπουδαία φυσιογνωμία του Μεξικό. Από τους εχθρούς του
χαρακτηρίστηκε ως ακραίος μηδενιστής με μοναδικό σκοπό της δράσης του τη
ληστεία. Ωστόσο, για το λαό ενσαρκώνει το σωτήρα και ήρωα της
επανάστασης. Έγινε θρύλος ενώ ζούσε ακόμη. Αναρίθμητες ιστορίες και
τραγούδια γι’ αυτόν λέγονται ακόμη και σήμερα, ενώ ο τάφος του είναι ένα
από τα πιο σεβάσμια μνημεία για τους ιθαγενείς του Νότιου Μεξικό.
Πρόκειται για τη δεύτερη συνθετική απόπειρα του Γιάννη Γλέζου πάνω σε ποιήματα ποιητών λατινογενούς προέλευσης κι έτσι μετά τα “12 τραγούδια του F.G. Lorca” που κυκλοφόρησαν το 1969, τον Δεκέμβριο του 1971 κυκλοφορεί στα δισκοπωλεία ο «Εμιλιάνο Ζαπάτα» σε ποίηση του Χιλιανού Πάμπλο Νερούντα.
Όπως και στην περίπτωση του Λόρκα, την απόδοση στα ελληνικά έκανε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος κι ερμηνευτής ήταν ο Γιάννης Πουλόπουλος, αυτή τη φορά μόνος του καθώς στον προηγούμενο δίσκο υπήρχε η συμμετοχή της Έλενας Κυρανά.
Την εποχή που ηχογραφήθηκε ο δίσκος, η Ελλάδα σκεπαζόταν από τα μαύρα φτερά της χούντας των συνταγματαρχών κι επομένως το κάθε τραγούδι ήταν απαραίτητο να περνά από λογοκρισία. Μόλις λοιπόν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος ολοκλήρωσε την απόδοσή τους στα ελληνικά, εστάλησαν στην εν λόγω επιτροπή η οποία φυσικά τα απέρριψε χωρίς δεύτερη κουβέντα, αφού το περιεχόμενό τους ήταν άκρως «ενοχλητικό» για το καθεστώς.
Ωστόσο, ο τότε διευθυντής της “LYRA” Αλέκος Πατσιφάς έστειλε επιστολή στον τότε υφυπουργό Προεδρίας Βύρωνα Σταματόπουλο, επισημαίνοντάς του ότι ο Νερούντα ήταν πρέσβης της Χιλής στο Παρίσι, είχε ενημερωθεί για την έκδοση του δίσκου και παράλληλα ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, οπότε πιθανή απαγόρευσή του θα δημιουργούσε σοβαρό πλήγμα στο δικτατορικό καθεστώς της χώρας μας. Έτσι, δόθηκε η άδεια και το άλμπουμ κυκλοφόρησε, χωρίς πάντως να γνωρίσει την επιτυχία που είχαν τα τραγούδια του Λόρκα με τους ίδιους συντελεστές…
Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι η αξία του είναι μικρότερη. Ο Πουλόπουλος και πάλι δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας, αποδεικνύοντας την ευρεία γκάμα του κι ότι δεν ήταν απλώς και μόνον ο τραγουδιστής των μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη με το σκυφτό κεφάλι και την κιθάρα στα χέρια. Οι μελωδίες του Γλέζου είναι εξαιρετικές, όπως βεβαίως και η ελληνική απόδοση των ποιημάτων από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο.
Εκτός από το «αφιέρωμα» στον Ζαπάτα, υπάρχουν και δύο ερωτικά κομμάτια που ωστόσο «δένουν» με το υπόλοιπο ύφος του δίσκου. Την ενορχήστρωση και τη διεύθυνση ορχήστρας επιμελήθηκε ο Νίκος Μαμαγκάκης (όπως και στα τραγούδια του Λόρκα), το εξώφυλλο είναι του σπουδαίου χαράκτη Τάσσου, ενώ στο εσώφυλλο υπάρχουν πληροφορίες για τον Ζαπάτα και για τις συλλογές ποιημάτων του Νερούντα από τις οποίες επελέγησαν τα κομμάτια.
πηγή: vinylmaniac.madblog.gr
Aγροτική Μεξικανική ΕπανάστασηΠρόσφατα κυκλοφόρησε στ’ ελληνικά -για πρώτη φορά- το βιβλίο του Αντόλφο Τζίλι «Η Μεξικάνικη Επανάσταση 1910-1920». Ο πρωτότυπος τίτλος του είναι La revolucion interrumpida, η επανάσταση που διακόπηκε, που έμεινε στα μισά του δρόμου.
Είναι ένα πολύτιμο βιβλίο.
Η
Μεξικάνικη Επανάσταση έφτιαξε το σύγχρονο Μεξικό. Και οι απόηχοί της
είναι αισθητοί και σήμερα στους αγώνες και τα κινήματα. Οι Ζαπατίστας
έχουν πάρει τ’ όνομά τους από τον Εμιλιάνο Ζαπάτα, τον πιο ριζοσπαστικό
από τους αγρότες ηγέτες που ξεπήδησαν εκείνα τα χρόνια.
Ο Αντόλφο Τζίλι είναι σήμερα καθηγητής στο πανεπιστήμιο UNAM της Πόλης του Μεξικού. Ηταν από τους πρωταγωνιστές του «Μεξικάνικου ’68», φυλακίστηκε για χρόνια για την δράση του. Το βιβλίο αυτό πρωτογράφτηκε το 1971 και αποτελεί μια δημιουργική εφαρμογή της θεωρίας της Διαρκούς Επανάστασης του Λ. Τρότσκι. Εκδόθηκε ξανά το 1994 και σε αυτό το κείμενο βασίζεται η ελληνική μετάφραση.
Στο
Μεξικό του 1910, το 81% της γης ήταν ιδιοκτησία των λατιφούντιων, με μια
χούφτα μεγάλων γαιοκτημόνων να ορίζουν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων.
Τη χώρα την κυβερνούσε ο Πορφύριο Ντιάζ, που εκλεγόταν «πρόεδρος» επί 30
συναπτά έτη, με στημένες εκλογές.
Τα
λατιφούντια άρπαζαν την γη των χωριών επί δεκαετίες και μετέτρεπαν τους
χωρικούς σε κολλίγους, εργάτες γης ή περιπλανώμενους εργάτες που
έβρισκαν δουλειές είτε στη πόλη είτε στην ύπαιθρο. Για τις κοινότητες
των Ινδιάνων, το άρπαγμα της γης -και των δασών, των ποταμών- σήμαινε
κυριολεκτικά πολέμους εξόντωσης ολόκληρων κοινοτήτων και φυλών.
Αυτές
οι εικόνες θυμίζουν φεουδαρχία, αλλά το Μεξικό δεν ήταν φεουδαρχική
χώρα, είχε μπει για τα καλά στο δρόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Αλλά με έναν ιδιαίτερο τρόπο: συναντούσε κανείς τις πιο προχωρημένες
μορφές καπιταλιστικής οργάνωσης, μεγάλους σιδηρόδρομους, εργοστάσια
ηλεκτρικού, πετρελαιοπηγές, συνδυασμένα και αξεδιάλυτα δεμένες με τις
μορφές της «πρωταρχικής καπιταλιστικής συσσώρευσης» που περιέγραφε ο
Μαρξ για την αυγή του καπιταλισμού. Τα ίδια τα λατιφούντια ήταν
τεράστιες επιχειρήσεις που παρήγαγαν προϊόντα για την εθνική και κυρίως
για την παγκόσμια αγορά. Στην Πολιτεία Μορέλος, το λίκνο της
Ζαπατιστικής εξέγερσης, οι γαιοκτήμονες είχαν φτιάξει 24 σύγχρονα
εργοστάσια ζάχαρης.
Η
παγκόσμια κρίση του 1907 χτύπησε σκληρά την μεξικάνικη οικονομία και
άρχισε ένα κύμα απεργιών στις πόλεις. Η δυσαρέσκεια των αγροτών που
υπέβοσκε άρχισε να κοχλάζει. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ένα κομμάτι της
άρχουσας τάξης αποφάσισε ότι «μερικά πράγματα πρέπει να αλλάξουν για να
μείνουν ίδια τα πράγματα». Το σημείο που εκφράστηκε αυτή η διαφωνία ήταν
οι εκλογές του 1910.
Ανατροπή
Ενας
γόνος μια πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων-βιομηχάνων, ο Φρανσίσκο
Μαδέρο, έβαλε υποψηφιότητα ενάντια στον Ντίαζ. Και φυσικά οι εκλογές
ήταν στημένες όπως συνήθως, ο Μαδέρο φυλακίστηκε και βρήκε καταφύγιο
στις ΗΠΑ. Από κει αποφάσισε να οργανώσει την ένοπλη ανατροπή του Ντιάζ.
Τον Φλεβάρη μπήκε στο Μεξικό επικεφαλής μιας μικρής ένοπλης δύναμης.
Μέσα σε λίγους μήνες ο Ντιάζ παραιτήθηκε και ο Μαδέρο έγινε πρόεδρος
μετά από κανονικές εκλογές τον Νοέμβρη.
Το
ρήγμα στους κόλπους της άρχουσας τάξης είχε ανοίξει τους «ασκούς του
Αιόλου», την αγροτική εξέγερση. Δυο μορφές την συμβολίζουν: ο Φρανσίσκο
«Πάντσο» Βίγια στο βορρά και ο Εμιλιάνο Ζαπάτα στο νότο.
Ο Ζαπάτα ήταν ηγέτης του χωριού του στην πολιτεία Μορέλος. Τον είχαν εκλέξει οι συγχωριανοί του για να υπερασπίζει
την κοινοτική γη, τα «εχίδος», από την αρπακτικότητα των λατιφουντίων.
Το κίνημα του Μαδέρο πρόσφερε τη δυνατότητα να περάσουν στην επίθεση.
«Στις 29 Μαρτίου 1911, οι επαναστάτες έριξαν μια από τις ατμομηχανές του
λατιφουντίου της Τσιναμένα πάνω στις πύλες…Ο Εμιλιάνο Ζαπάτα και οι
άντρες του εισέβαλαν στον περίβολο, πήραν στην κατοχή τους 40 τουφέκια
Σάβατζ όλα τα πυρομοχικά και τα άλογα του λατιφουντίου…Μέσα σε λίγες
βδομάδες η φάλαγγα του Ζαπάτα διέθετε πάνω από 1.000 άνδρες» γράφει ο
Τζίλι. Ηταν οι απαρχές του «Απελευθερωτικού Στρατού του Νότου». Στο
βορρά, ο Πάντσο Βίγια, πρώην γελαδάρης, λαθρέμπορος και ληστής, μπήκε
επικεφαλής της εξέγερσης.
Οταν ο
Μαδέρο πήρε την εξουσία, η αστική τάξη έβγαλε ένα στεναγμό ανακούφισης.
Δημοκρατία; Βεβαίως, με το σταγονόμετρο, όμως, γιατί οι «μάζες είναι
αμόρφωτες». Γη; Κάποτε θα γίνει «κάποια» διανομή. Αυτό ήταν το πρόγραμμα
του Μαδέρο. Αλλά στον νότο ο Ζαπάτα δεν είχε καταθέσει τα όπλα. Και οι
ένοπλοι αγρότες άρχισαν να μοιράζουν τη γη: οι επιτροπές των χωριών το
έκαναν χωρίς περίπλοκες νομικές διαδικασίες. Η περιουσία όλων των εχθρών
της Επανάστασης πρέπει να εθνικοποιηθεί, αυτό ήταν το πρόγραμμα του
κινήματος του Ζαπάτα -και δεν υπήρχε ούτε ένας γαιοκτήμονας, πλούσιος
που να μην ήταν εχθρός.
Οι
«καθώς πρέπει» εφημερίδες λυσσομανούσαν για τον «Αττίλα του νότου» και
τα «τρωγλοδυτικά λεφούσια» του. Και όταν ο Μαδέρο αποδείχτηκε ανίκανος
να καταπνίξει την αγροτική εξέγερση, ανατράπηκε από έναν στρατηγό του,
τον Ουέρτα, τον Φλεβάρη του 1912. Ετσι ξεκίνησε η δεύτερη, ακόμα πιο
ριζοσπαστική φάση της Μεξικάνικης Επανάστασης.
Ο
«Απελευθερωτικός Στρατός του Νότου» γιγαντώθηκε. Και στο βορρά,
σχηματίστηκε η πιο θρυλική επαναστατική στρατιωτική δύναμη που μόνο ο
«Κόκκινος Στρατός» του Τρότσκι θα την ξεπερνούσε: η «Μεραρχία του Βορρά»
του Πάντσο Βίγια. «Πάνω στα τρένα ή στα άλογα, συνοδευόμενοι από τις
γυναίκες τους, που όταν χρειαστεί επίσης αρπάζουν τα τουφέκια, και οι
γυναίκες κουβαλώντας μαζί τα μικρά παιδιά τους οι στρατιώτες της
Μεραρχίας του Βορρά ενσαρκώνουν την ασυγκράτητη δύναμη της Επανάστασης».
Η
επανάσταση έφτασε στο απόγειό της στο δεύτερο μισό του 1914. Στις 22
Ιούνη, η Μεραρχία του Βορρά τσάκισε χωρίς έλεος τους «Ομοσπονδιακούς»
του Ουέρτα στην μάχη της Σακατέκας, μια πόλη που δέσποζε στο δρόμο προς
την πρωτεύουσα. Οι δυνάμεις του Ζαπάτα κινούνταν προς την ίδια
κατεύθυνση από το νότο.
Το
καθεστώς του Ουέρτα έπεσε τον Αύγουστο. Αλλά την εξουσία δεν την πήραν
οι στρατοί του Βίγια και του Ζαπάτα. Τυπικά, ο αρχηγός της
«Συνταγματικής» κυβέρνησης που πολεμούσε τον σφετεριστή Ουέρτα, ήταν ο
Β. Καράνσα. Η πτέρυγα του Καράνσα αντιπροσώπευε την νέα αστική τάξη που
αναδυόταν από τα συντρίμια της παλιάς ολιγαρχίας. Δεν ήθελε μια
μασκαρεμένη συνέχεια του παλιού καθεστώτος. Αλλά ήταν αποφασισμένη να
μην αφήσει την κοινωνική αλλαγή να πραγματοποιηθεί «από τα κάτω».
Η
επανάσταση συνεχίστηκε, σα μια σύγκρουση ανάμεσα στη ριζοσπαστική της
πτέρυγα, με πιο συγκροτημένο το ρεύμα του Ζαπάτα, και τους
«Καρανσικούς». Τον Δεκέμβρη, η Μεραρχία του Βορρά και ο «Απελευθερωτικός
Στρατός του Νότου» κατέλαβαν την Πόλη του Μεξικού και εγκατέστησαν την
κυβέρνηση της «Συντακτικής Συνέλευσης» που είχε συγκλιθεί τον Αύγουστο.
Μια κυβέρνηση-σκιά. Γιατί όπως γράφει ο Τζίλι:
«Στην
πραγματικότητα η εξουσία είναι κενή. Διότι δεν αρκεί να τη χάσει η
ολιγαρχία και η αστική τάξη να μην έχει δυνάμεις να τη διατηρήσει.
Κάποιος πρέπει να την πάρει. Η άσκηση της εξουσίας απαιτεί ένα
πρόγραμμα. Η εφαρμογή ενός προγράμματος απαιτεί μια πολιτική. Η άσκηση
της πολιτικής απαιτεί ένα κόμμα. Τίποτα απ’ αυτά δεν είχαν οι αγρότες,
ούτε μπορούσαν να έχουν».
Οι
Καρανσικοί νίκησαν. Το Σύνταγμα του 1917 -που ψήφισε η κυβέρνηση του
Καράνσα τον Γενάρη- ήταν το πιο προχωρημένο της εποχής: δεν πρόβλεπε
μόνο τον αναδασμό της γης, αλλά και μια σειρά εργατικά δικαιώματα, όπως
τον συνδικαλισμό, τις συλλογικές συμβάσεις, το οχτάωρο, τις πληρωμένες
άδειες. Ηταν ένα ριζοσπαστικό κείμενο που στόχο είχε να κερδίσει την
υποστήριξη των εργατών και των αγροτών. Και τα κατάφερε, λόγω της
αδυναμίας των αγροτικών ηγεσιών αλλά και της στάσης των συνδικαλιστών
ηγετών που τάχθηκαν με τον Καράνσα.
Η
διαφορά ήταν πώς όλα αυτά τα ωραία αφήνονταν στα χέρια της κυβέρνησης,
του κρατικού μηχανισμού -και σε μεγάλο βαθμό έμειναν κενό γράμμα.
Από το
1914 μέχρι του 1919 ο Πάντσο Βίγια και ο Ζαπάτα πολέμησαν απελπισμένα
τις δυνάμεις των «Συνταγματικών». Στην Πολιτεία Μορέλος, ιδιαίτερα, το
κίνημα έφτασε στα μεγαλύτερη ύψη: η γη καλλιεργούνταν συλλογικά από τους
αγρότες, τα εργοστάσια ζάχαρης είχαν γίνει «εθνικά» δηλαδή
λειτουργούσαν χωρίς αφεντικά και οι αγροτικές πολιτοφυλακές υπεράσπιζαν
αυτές τις κατακτήσεις. Αλλά η «Κομμούνα της Μορέλος» ήταν απομονωμένη.
Στο βορρά ο Βίγια είχε καταφύγει στον ανταρτοπόλεμο.
Ο
Ζαπάτα δολοφονήθηκε το 1919 και ο Βίγια το 1923. Το Μεξικό δεν θα ήταν
ποτέ το ίδιο όπως πριν το 1910. Στη δεκαετία του ’30, ο πρόεδρος
Καρντένας θα μοίραζε τη γη και θα εθνικοποιούσε τα πετρέλαια προκαλώντας
την λύσσα της Αμερικής και της Βρετανίας (παρεμπιπτόντως, ήταν η μόνη
κυβέρνηση που έδωσε άσυλο στον Τρότσκι). Αλλά όσο και ριζοσπαστικές, για
την εποχή, και αν ήταν αυτές οι αλλαγές, στην ουσία αντιπροσώπευαν τα συμφέροντα της αστικής τάξης που έβλεπε στο κράτος το δρόμο για την ανάπτυξη του Μεξικού.
Ο Τζον
Ρηντ στο «Επαναστατημένο Μεξικό» καταγράφει τις ελπίδες ενός αξιωματικού
του Βίγια: «Οταν κερδίσουμε την επανάσταση θα είναι μια κυβέρνηση για
ανθρώπους όχι για τους πλούσιους. Προχωράμε πάνω στη γη των ανθρώπων.
Προηγουμένως ανήκε στους πλούσιους τώρα ανήκει σε μένα και τους
συντρόφους». Οι ελπίδες των μαχητών του Βίγια και του Ζαπάτα δεν
πραγματοποιήθηκαν. Ογδόντα χρόνια μετά, ένα νέο επαναστατικό κίνημα
μεγαλώνει ξανά στη Λατινική Αμερική, που μπορεί να φτάσει στη νίκη, να
δώσει την εξουσία και τον πλούτο της κοινωνίας στους εργάτες. Να
προχωρήσει δηλαδή παραπέρα από κει που «διακόπηκε» η Μεξικάνικη
Επανάσταση.
Λ.Μ.πηγή: sek-ist.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου