7 Ιουν 2012

Ποιος θυμάται το ’36; Το ’73, μήπως; Ζητήματα αριστερής διακυβέρνησης και πολιτικής εξουσίας

Αλήθεια, πώς τα φέρνει καμιά φορά η ζωή! Να αναλωνόμαστε επί δεκαετίες σε συζητήσεις και οξύτατες αντιπαραθέσεις για κάποιο ζήτημα, και να το παραβλέπουμε όταν αυτό έρχεται στο προσκήνιο, ως ερώτημα που θέτει η πραγματικότητα και όχι ως υπόθεση θεωρητικής αναζήτησης.
Εν όψει των εκλογών της 17ης Ιουνίου, στην ελληνική Αριστερά και θα έλεγα, χωρίς διάθεση υπερβολής, στην Αριστερά σε ολόκληρο τον πλανήτη, τίθεται το ερώτημα της προοπτικής, στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες. Τίθεται, κατά συνέπεια, το ζήτημα της άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας από την Αριστερά και -σε άμεση σύνδεση μ’ αυτό- το ζήτημα της στρατηγικής για τη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας.
Αυτή είναι η συζήτηση που δεν γίνεται! Όσο κι αν πλευρές του ζητήματος εμπεριέχονται ούτως ή άλλως σε κείμενα κομμάτων και μετωπικών σχημάτων, σε άρθρα στελεχών της Αριστεράς και αριστερών διανοουμένων, η συζήτηση επί της ουσίας απουσιάζει.
Ποιος θυμάται το ’36; Τότε που τα Λαϊκά Μέτωπα (κομμουνιστές, σοσιαλιστές, αριστεροί δημοκράτες και ριζοσπάστες) ανέλαβαν κυβερνητικές ευθύνες στην Ισπανία και τη Γαλλία, μετά από εκλογικές νίκες, για να βρεθούν αντιμέτωπα με καταστάσεις που δεν τις προέβλεπαν οι σχεδιασμοί τους.
Στην Ισπανία η αριστερή κυβέρνηση βρέθηκε μπροστά στο στρατιωτικό κίνημα που προκάλεσε έναν τρίχρονο εμφύλιο πόλεμο, με κατάληξη την ήττα και την εγκαθίδρυση μιας σαραντάχρονης δικτατορίας. Στη Γαλλία αντιμετώπισε τις ίδιες τις λαϊκές δυνάμεις που την ανέδειξαν και τη στήριζαν, πρώτα και κύρια την εργατική τάξη, που οι κινητοποιήσεις τους επέβαλαν την υλοποίηση ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων που ξεπερνούσε τους αρχικούς σχεδιασμούς μιας κυβέρνησης που ως πρώτιστο στόχο έβαζε την αντιμετώπιση της φασιστικής απειλής.
Ποιος θυμάται το ’73; Την τραγική αποτυχία του χιλιανού «δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό» και τη συζήτηση που πυροδότησε στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, αλλά και μεταξύ των σοσιαλιστών και του συνόλου των αριστερών δυνάμεων της εποχής, σχετικά με τη στρατηγική για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, με την αξιοποίηση των κοινοβουλευτικών δυνατοτήτων και την άνοδο της Αριστεράς στην κυβερνητική εξουσία με εκλογικές διαδικασίες.
Τότε ήταν που το ισχυρότερο Κ.Κ. της Δύσης, το ιταλικό, αποτόλμησε την τομή του «ιστορικού συμβιβασμού». Για τους Ιταλούς κομμουνιστές, η ήττα της χιλιανής Αριστεράς ερμηνευόταν ως αποτέλεσμα της ίδιας της αρχικής της επιτυχίας: της ανάδειξής της σε πρώτη πολιτική δύναμη στις εκλογές με το 36,3%, που της επέτρεψε να κυβερνήσει, χωρίς όμως να έχει εξασφαλισμένη τη συναίνεση ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων, ακόμα και τμημάτων της άρχουσας τάξης και του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού. Για κάτι τέτοιο, απαιτούνταν η παραίτηση από την ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών, εκτός κι αν εξασφαλιζόταν η συνεργασία και των βασικών αστικών κομμάτων, ώστε να δημιουργηθούν σταδιακά καλύτεροι όροι για την προώθηση ενός προγράμματος κοινωνικού μετασχηματισμού.
Η ερμηνεία αυτή, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε έντονη συζήτηση, που ξεπερνούσε τη μέχρι τότε αντιπαράθεση των υποστηρικτών μιας μεταρρυθμιστικής στρατηγικής με αυτούς που τάσσονταν υπέρ ενός δρόμου επαναστατικής ρήξης. Προφανώς, στην κατεύθυνση αυτή συνέβαλε η επίδραση της γκραμσιανής αντίληψης για τη στρατηγική του πολέμου θέσεων, που ήταν αποδεκτή και από μεγάλο μέρος των θεωρητικών της τότε ιταλικής επαναστατικής Αριστεράς (κυρίως στον κύκλο του «manifesto», αλλά όχι μόνο).
Χωρίς να είναι βέβαιη η εκλογική νίκη της Αριστεράς, η πιθανότητα να αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνητικές ευθύνες τροφοδοτεί, ούτως ή άλλως, μια συζήτηση σχετικά με τους όρους άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας, που κυριαρχείται από μια τάση μονοδιάστατης προσέγγισης. Περιορίζεται στην εκτίμηση των προθέσεων της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να υλοποιήσει την πολιτική που επαγγέλλεται, στις δυνατότητες να αντιμετωπίσει τα εμπόδια που σίγουρα θα παρεμβάλουν ελληνικά και κυρίως ξένα κέντρα ισχύος, καθώς και στην αποφασιστικότητά του να αναμετρηθεί με τις παρεμβάσεις αυτές ή να υποχωρήσει, σε βαθμό αναίρεσης ακόμα και των βασικών του εξαγγελιών. Από πολλές πλευρές αμφισβητείται και το. ίδιο το πρόγραμμα, που χαρακτηρίζεται άτολμο και συμβιβαστικό.
Νομιμοποιημένα όλα αυτά και αυτονόητες οι όποιες επιφυλάξεις, όταν φυσικά δεν παίρνουν χαρακτήρα ισοπεδωτικής κριτικής και πρόβλεψης μιας βέβαιης αποτυχίας. Η οποία, εκτός από τον υποβιβασμό της ποιότητας του ενδοαριστερού διαλόγου, τροφοδοτεί άθελά της και την καταστροφολογία, που αποτελεί την αιχμή του δόρατος του πολιτικού λόγου των αστικών δυνάμεων, μέσα και έξω από τη χώρα.
Ίσως, όμως, δεν αρκεί η κριτική στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και μια αμφισβήτηση των δυνατοτήτων υλοποίησής του. Ίσως θα έπρεπε να ανοίξει με σοβαρούς όρους το ζήτημα της προοπτικής, σε μια συζήτηση στην οποία είναι αναγκαίο να συμμετάσχει τόσο το δυναμικό που εντάσσεται στον ΣΥΡΙΖΑ ή τον στηρίζει όσο και οι αριστεροί που επιμένουν σε διαφορετικές επιλογές.
Αν είναι αλήθεια πως η απόπειρα υλοποίησης και ενός ελάχιστου ακόμα απ’ αυτά που εξαγγέλλονται θα συναντήσει ισχυρές αντιστάσεις, άλλο τόσο πρέπει να θεωρήσουμε βέβαιη και τη λαϊκή κινητοποίηση. Συνέβη πάντα στην ιστορία, δεν υπάρχει κανένας λόγος να νομίσουμε πως δεν θα συμβεί και τώρα. Και είναι αυτή η εισβολή του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο που θα προσδώσει στην αντιπαράθεση χαρακτηριστικά οξύτατης πόλωσης, ανάμεσα σε ασυμβίβαστα ταξικά συμφέροντα. Άρα, το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας αργά ή γρήγορα θα τεθεί.
Δεν θα έπρεπε να απασχολήσει την Αριστερά ήδη από τώρα; Δεν θα έπρεπε ήδη από τώρα να τεθεί το ζήτημα των όρων συγκρότησης ενός λαϊκού συνασπισμού δυνάμεων που να αποτελέσει σταθερό στήριγμα μιας πολιτικής που, ανεξαρτήτως προθέσεων της ηγεσίας του πολιτικού φορέα που θα την ασκεί, θα προκαλεί οξύτατες αναταράξεις; Δεν πρέπει, ήδη από τώρα, να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της σταθερής ένταξης λαϊκών μικροαστικών στρωμάτων σ’ αυτό τον συνασπισμό κοινωνικών δυνάμεων; Θα μας ενδιέφερε, επίσης, η ουδετεροποίηση τμημάτων της μεσαίας αστικής τάξης;
Επιπλέον, δεν θα έπρεπε ήδη από τώρα να σκεφτόμαστε τον ρόλο που ενδεχομένως θα διαδραματίσει, σε στιγμές κρίσιμης αναμέτρησης, ο κατασταλτικός μηχανισμός του κράτους; Τι θα σήμαινε και με ποιους όρους θα γινόταν ο αφοπλισμός της αστυνομίας; Τι μέτρα θα μπορούσαν να ληφθούν για την ουδετεροποίηση έστω –αν όχι την κατάκτηση- μεγάλου μέρους της στελέχωσης των ενόπλων δυνάμεων; Ποια θα μπορούσαν να ήταν εκείνα τα σταθερά βήματα για την οικοδόμηση λαϊκών μορφών αυτοοργάνωσης, ικανών να αντικαταστήσουν λειτουργίες τμημάτων του κρατικού μηχανισμού που ενδεχομένως να βρεθούν στο αντίπαλο στρατόπεδο;
Συζητάμε για το ενδεχόμενο άσκησης πίεσης με την απειλή έξωσης από την Ευρωζώνη. Πολλοί από μας υποστηρίζουμε πως η απειλή θα ήταν άνευ σημασίας, αν στοχεύαμε σ’ αυτή την έξοδο ή έστω αν είχαμε επεξεργαστεί πρόγραμμα αντιμετώπισής της και πείθαμε τον λαό για τη δυνατότητα εφαρμογής του.
Πόσο παίρνουμε υπόψη το ενδεχόμενο μιας αξιοποίησης από τον αντίπαλο των ελληνο-τουρκικών αντιθέσεων, με την πρόκληση κάποιας έντασης στο Αιγαίο; Έχουμε προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο; Ο κόσμος της Αριστεράς το παίρνει υπόψη του σαν πιθανό ενδεχόμενο; Αντιλαμβανόμαστε τις συνέπειες χειρισμών που θα προκαλούσαν μια εθνική ταπείνωση, ανάλογη μ’ αυτή της Κρίσης στα Ίμια; Θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει και για τον λόγο αυτόν, η σχέση της Αριστεράς με τις ένοπλες δυνάμεις, αλλά και η απεύθυνση στον λαό με την άρθρωση ενός λόγου διεθνιστικού και συνάμα πατριωτικού-αντιιμπεριαλιστικού;
Το ερώτημα «ποιος θυμάται το ’36» τίθεται για να σκεφτούμε την αλλαγή των όρων με τη δυναμική παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα που ανέτρεψε το πρόγραμμα του γαλλικού Λαϊκού Μετώπου, στρέφοντάς το σε αριστερή κατεύθυνση. Το «ποιος θυμάται το ’73» αφορά στην αξιοποίηση των διδαγμάτων από μια τραγική ήττα και από τη θεωρητική παραγωγή που προκάλεσε.
Ας συζητήσουμε, λοιπόν!

Γιώργος Αλεξάτος

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More