Συντάκτης: M. Miller R. Skidelsky
Σχεδόν πριν από 100 χρόνια , ένας νεαρός αξιωματούχος του βρετανικού υπουργείου Οικονομικών επιδίωξε να συμβουλεύσει τους Ευρωπαίους πολιτικούς πώς θα έπρεπε να χειριστούν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα εφιαλτικά εξωτερικά χρέη. Υποστήριξε ότι υπήρχε ένα όριο στην ικανότητα μιας χώρας να εξυπηρετεί το χρέος. Εκείνοι που περίμεναν περαιτέρω πληρωμές ήταν μοιραίο να απογοητευτούν. Ακόμη περισσότερο, οι προσπάθειες των πιστωτών να καταβληθούν περαιτέρω πληρωμές θα απέβαιναν επικίνδυνες πολιτικά. “Εάν υπογράψουν [οι οφειλέτες]”, έγραψε σε ένα φίλο, “δεν θα μπορούν πιθανώς να τηρήσουν κάποιους από τους όρους και το αποτέλεσμα παντού θα είναι αναταραχή και ξεσηκωμός”. Συνέστησε ένα γύρο ακύρωσης χρεών μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών , ένα σχέδιο που –με μια μονοκοντυλιά– θα εξάλειφε μεγάλο μέρος του προβλήματος. Όταν αγνοήθηκε από τις κυβερνήσεις των πιστωτών, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς παραιτήθηκε από το αξίωμά του για να γράψει το έργο Economic Consequences of the Peace (Οικονομικές Συνέπειες της Ειρήνης).
Βεβαίως, στη σημερινή Ευρώπη τα πράγματα έχουν αντιστραφεί εντελώς. Δεν είναι η Γερμανία που υποφέρει υπό το μη βιώσιμο δημόσιο χρέος, αλλά οι νότιοι εταίροι της Ευρωζώνης.
Ποια είναι η συμβουλή της Γερμανίας; Απάντηση: τα οικονομικά της λιτότητας. Οι χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος πρέπει να αυξήσουν τους φόρους και να κόψουν τις δαπάνες ανεξαρτήτως των συνεπειών στην πραγματική οικονομία. Στην Άνγκελα Μέρκελ αρέσει να επικαλείται το παράδειγμα της Σουαβής νοικοκυράς: “Μακροπρόθεσμα δεν μπορείς να ζεις πέρα από τα μέσα που διαθέτεις”. Βάση της γερμανικής θέσης είναι η πεποίθηση ότι η λύση του προβλήματος του χρέους είναι αποκλειστική ευθύνη της χώρας-οφειλέτη. Αντιθέτως, ο Κέινς θεωρούσε ότι θα έπρεπε να επωμιστούν τόσο οι πιστωτές όσο και οι οφειλέτες το καθήκον να βγάλουν τις οικονομίες από το λάκκο μέσα στον οποίον τις είχαν ρίξει από κοινού. “Αυτοί που επιμένουν με απόλυτο τρόπο στην τήρηση των συμβολαίων είναι οι πραγματικοί γονείς της επανάστασης”, έγραψε το 1923.
Τα οικονομικά αποτελέσματα αυτής της πολιτικής γίνονται όλο και πιο σαφή μέρα με τη μέρα: σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, σε αντίθεση με τις BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία , Κίνα), η Ευρώπη έχει σταματήσει να μεγεθύνεται οικονομικά – και δεν υπάρχει ελπίδα οικονομικής μεγέθυνσης σύντομα. Ούτε, προφανώς, πρόκειται να λυθεί το πρόβλημα του χρέους. Εφόσον εγγύηση για το δημόσιο χρέος είναι η ικανότητα των πολιτών να πληρώνουν φόρους , η ύφεση και η ανεργία υπονομεύουν την ικανότητα εξυπηρέτησης των χρεών και την αξιοπιστία των χωρών στις κεφαλαιαγορές, όπως φάνηκε την τρέχουσα εβδομάδα με τις ανοδικές αποδόσεις στις αγορές χρέους των νοτιο-ευρωπαϊκών χωρών.
Οι πολιτικές συνέπειες είναι, αν μη τι άλλο, ακόμη χειρότερες. Οι συνομιλίες για τη συγκρότηση κυβέρνησης στην Ελλάδα κατέρρευσαν. Δεν μας εξέπληξε αυτό το γεγονός: καμιά κυβέρνηση που υπόσχεται αμιγή λιτότητα ως λύση στη εξυπηρέτηση του χρέους δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τους ψηφοφόρους της με αυτοπεποίθηση.
Ωστόσο, η Ελλάδα αποτελεί ένα ακραίο παράδειγμα. Οι κεντρώες κυβερνήσεις σε όλη τη Μεσόγειο θεωρούνται όλο και περισσότερο από τους πολίτες τους ως ανίσχυρες. Δεν έχουν ανεξάρτητη νομισματική πολιτική, δεν έχουν την εξουσία να υποτιμήσουν το νόμισμα, δεν έχουν το δικαίωμα να επιβάλουν ελέγχους στα κεφάλαια, έχουν περιορισμένη ικανότητα να υποστηρίξουν εγχώριες επιχειρήσεις που χρεοκοπούν και τώρα παίρνουν την εντολή να σφίξουν τη δημοσιονομική πολιτική. Όταν αποτυγχάνει η μετριοπάθεια, έρχεται η ώρα που οι πολίτες στρέφονται προς εκείνους οι οποίοι τους υπόσχονται ότι θα πάρουν την εξουσία στα χέρια τους, είτε αυτοί βρίσκονται στη δεξιά είτε στην αριστερά – σε οτιδήποτε άλλο εκτός από το λιπόψυχο κέντρο. Αυτό συνέβη τη δεκαετία του 1930. Και αποτελεί ιστορική ειρωνεία που οι ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες απέφυγαν την επανάληψη της Μεγάλης Ύφεσης ύστερα από την τραπεζική κρίση να οδηγούνται τώρα σε ένα τυφλό αδιέξοδο παρόμοιο με αυτό που οδήγησε στον εξτρεμισμό μετά από εκείνη την καταστροφή. Η γερμανική ιστορική μνήμη κρατά πολύ ζωντανή την ανάμνηση του υπερπληθωρισμού του 1920-23. Αλλά πιθανώς ξεχνά πως ήταν ο αποπληθωρισμός και η Μεγάλη Ύφεση που έφεραν τον Χίτλερ στην εξουσία το 1933.
Ένα από τα μαθήματα της ιστορίας είναι ότι τα δημόσια χρέη πρέπει να τα χειριζόμαστε με τρόπους που δεν καταστρέφουν ούτε την οικονομία ούτε τις κεντρώες πολιτικές δυνάμεις. Η Ευρώπη έχει μερικούς από τους καλύτερους –και καλύτερα πληρωμένους– ειδικούς στα οικονομικά σ’ όλο τον κόσμο. Ας επιτρέψει στο ταλέντο τους να βοηθήσει τις κυβερνήσεις να απομακρύνουν την τροχοπέδη και να επινοήσουν τρόπους μείωσης του χρέους χωρίς λιτότητα.
Αν αυτό σημαίνει δαπάνες για έργα που θα χρηματοδοτηθούν εκτός ισολογισμού με αμοιβαία εγγυημένες υποχρεώσεις ή με πιο υψηλούς φόρους, ας το κάνει. Αν αυτό σημαίνει ουσιαστική αναδιάρθρωση των δημοσίων χρεών που θα μετατραπούν σε τιμαριθμοποιημένο χρέος ή σε ομόλογα οικονομικής μεγέθυνσης ή σε περιόδους χάριτος μέχρι οι χώρες να επιστρέψουν στην οικονομική μεγέθυνση, ας το κάνει. Αν απαιτείται μετατόπιση μέρους της χρηματοδότησης του χρέους στις μεγαλύτερες γενιές που οφείλουν το χρέος και αυτό το πολιτικό θέμα πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στις ευρωπαϊκές χώρες να μεγεθύνουν τις οικονομίες τους. Για μια χώρα, όμως, όπως η Ελλάδα που βρίσκεται σε τόσο απελπιστική κατάσταση, η συντεταγμένη έξοδος από το ευρώ ώστε να ξανακερδίσει την ανταγωνιστικότητά της φαίνεται η καλύτερη επιλογή. Ωστόσο, είναι προς το συμφέρον τόσο της Ελλάδας όσο και των πιστωτών της η υποτίμηση που θα ακολουθήσει να είναι ελεγχόμενη. Δεν πρέπει να προσθέσουμε νομισματικούς πολέμους στο σωρό των σημερινών προβλημάτων μας.
Των Marcus Miller και Robert Skidelsky, από τους Financial Times
Οι συγγραφείς είναι, αντίστοιχα, καθηγητής οικονομικών και επίτιμος καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Warwick
Μετάφραση Αριάδνη Αλαβάνου
http://www.tometopo.gr
http://www.ft.com
Σχεδόν πριν από 100 χρόνια , ένας νεαρός αξιωματούχος του βρετανικού υπουργείου Οικονομικών επιδίωξε να συμβουλεύσει τους Ευρωπαίους πολιτικούς πώς θα έπρεπε να χειριστούν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα εφιαλτικά εξωτερικά χρέη. Υποστήριξε ότι υπήρχε ένα όριο στην ικανότητα μιας χώρας να εξυπηρετεί το χρέος. Εκείνοι που περίμεναν περαιτέρω πληρωμές ήταν μοιραίο να απογοητευτούν. Ακόμη περισσότερο, οι προσπάθειες των πιστωτών να καταβληθούν περαιτέρω πληρωμές θα απέβαιναν επικίνδυνες πολιτικά. “Εάν υπογράψουν [οι οφειλέτες]”, έγραψε σε ένα φίλο, “δεν θα μπορούν πιθανώς να τηρήσουν κάποιους από τους όρους και το αποτέλεσμα παντού θα είναι αναταραχή και ξεσηκωμός”. Συνέστησε ένα γύρο ακύρωσης χρεών μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών , ένα σχέδιο που –με μια μονοκοντυλιά– θα εξάλειφε μεγάλο μέρος του προβλήματος. Όταν αγνοήθηκε από τις κυβερνήσεις των πιστωτών, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς παραιτήθηκε από το αξίωμά του για να γράψει το έργο Economic Consequences of the Peace (Οικονομικές Συνέπειες της Ειρήνης).
Βεβαίως, στη σημερινή Ευρώπη τα πράγματα έχουν αντιστραφεί εντελώς. Δεν είναι η Γερμανία που υποφέρει υπό το μη βιώσιμο δημόσιο χρέος, αλλά οι νότιοι εταίροι της Ευρωζώνης.
Ποια είναι η συμβουλή της Γερμανίας; Απάντηση: τα οικονομικά της λιτότητας. Οι χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος πρέπει να αυξήσουν τους φόρους και να κόψουν τις δαπάνες ανεξαρτήτως των συνεπειών στην πραγματική οικονομία. Στην Άνγκελα Μέρκελ αρέσει να επικαλείται το παράδειγμα της Σουαβής νοικοκυράς: “Μακροπρόθεσμα δεν μπορείς να ζεις πέρα από τα μέσα που διαθέτεις”. Βάση της γερμανικής θέσης είναι η πεποίθηση ότι η λύση του προβλήματος του χρέους είναι αποκλειστική ευθύνη της χώρας-οφειλέτη. Αντιθέτως, ο Κέινς θεωρούσε ότι θα έπρεπε να επωμιστούν τόσο οι πιστωτές όσο και οι οφειλέτες το καθήκον να βγάλουν τις οικονομίες από το λάκκο μέσα στον οποίον τις είχαν ρίξει από κοινού. “Αυτοί που επιμένουν με απόλυτο τρόπο στην τήρηση των συμβολαίων είναι οι πραγματικοί γονείς της επανάστασης”, έγραψε το 1923.
Τα οικονομικά αποτελέσματα αυτής της πολιτικής γίνονται όλο και πιο σαφή μέρα με τη μέρα: σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, σε αντίθεση με τις BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία , Κίνα), η Ευρώπη έχει σταματήσει να μεγεθύνεται οικονομικά – και δεν υπάρχει ελπίδα οικονομικής μεγέθυνσης σύντομα. Ούτε, προφανώς, πρόκειται να λυθεί το πρόβλημα του χρέους. Εφόσον εγγύηση για το δημόσιο χρέος είναι η ικανότητα των πολιτών να πληρώνουν φόρους , η ύφεση και η ανεργία υπονομεύουν την ικανότητα εξυπηρέτησης των χρεών και την αξιοπιστία των χωρών στις κεφαλαιαγορές, όπως φάνηκε την τρέχουσα εβδομάδα με τις ανοδικές αποδόσεις στις αγορές χρέους των νοτιο-ευρωπαϊκών χωρών.
Οι πολιτικές συνέπειες είναι, αν μη τι άλλο, ακόμη χειρότερες. Οι συνομιλίες για τη συγκρότηση κυβέρνησης στην Ελλάδα κατέρρευσαν. Δεν μας εξέπληξε αυτό το γεγονός: καμιά κυβέρνηση που υπόσχεται αμιγή λιτότητα ως λύση στη εξυπηρέτηση του χρέους δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τους ψηφοφόρους της με αυτοπεποίθηση.
Ωστόσο, η Ελλάδα αποτελεί ένα ακραίο παράδειγμα. Οι κεντρώες κυβερνήσεις σε όλη τη Μεσόγειο θεωρούνται όλο και περισσότερο από τους πολίτες τους ως ανίσχυρες. Δεν έχουν ανεξάρτητη νομισματική πολιτική, δεν έχουν την εξουσία να υποτιμήσουν το νόμισμα, δεν έχουν το δικαίωμα να επιβάλουν ελέγχους στα κεφάλαια, έχουν περιορισμένη ικανότητα να υποστηρίξουν εγχώριες επιχειρήσεις που χρεοκοπούν και τώρα παίρνουν την εντολή να σφίξουν τη δημοσιονομική πολιτική. Όταν αποτυγχάνει η μετριοπάθεια, έρχεται η ώρα που οι πολίτες στρέφονται προς εκείνους οι οποίοι τους υπόσχονται ότι θα πάρουν την εξουσία στα χέρια τους, είτε αυτοί βρίσκονται στη δεξιά είτε στην αριστερά – σε οτιδήποτε άλλο εκτός από το λιπόψυχο κέντρο. Αυτό συνέβη τη δεκαετία του 1930. Και αποτελεί ιστορική ειρωνεία που οι ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες απέφυγαν την επανάληψη της Μεγάλης Ύφεσης ύστερα από την τραπεζική κρίση να οδηγούνται τώρα σε ένα τυφλό αδιέξοδο παρόμοιο με αυτό που οδήγησε στον εξτρεμισμό μετά από εκείνη την καταστροφή. Η γερμανική ιστορική μνήμη κρατά πολύ ζωντανή την ανάμνηση του υπερπληθωρισμού του 1920-23. Αλλά πιθανώς ξεχνά πως ήταν ο αποπληθωρισμός και η Μεγάλη Ύφεση που έφεραν τον Χίτλερ στην εξουσία το 1933.
Ένα από τα μαθήματα της ιστορίας είναι ότι τα δημόσια χρέη πρέπει να τα χειριζόμαστε με τρόπους που δεν καταστρέφουν ούτε την οικονομία ούτε τις κεντρώες πολιτικές δυνάμεις. Η Ευρώπη έχει μερικούς από τους καλύτερους –και καλύτερα πληρωμένους– ειδικούς στα οικονομικά σ’ όλο τον κόσμο. Ας επιτρέψει στο ταλέντο τους να βοηθήσει τις κυβερνήσεις να απομακρύνουν την τροχοπέδη και να επινοήσουν τρόπους μείωσης του χρέους χωρίς λιτότητα.
Αν αυτό σημαίνει δαπάνες για έργα που θα χρηματοδοτηθούν εκτός ισολογισμού με αμοιβαία εγγυημένες υποχρεώσεις ή με πιο υψηλούς φόρους, ας το κάνει. Αν αυτό σημαίνει ουσιαστική αναδιάρθρωση των δημοσίων χρεών που θα μετατραπούν σε τιμαριθμοποιημένο χρέος ή σε ομόλογα οικονομικής μεγέθυνσης ή σε περιόδους χάριτος μέχρι οι χώρες να επιστρέψουν στην οικονομική μεγέθυνση, ας το κάνει. Αν απαιτείται μετατόπιση μέρους της χρηματοδότησης του χρέους στις μεγαλύτερες γενιές που οφείλουν το χρέος και αυτό το πολιτικό θέμα πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στις ευρωπαϊκές χώρες να μεγεθύνουν τις οικονομίες τους. Για μια χώρα, όμως, όπως η Ελλάδα που βρίσκεται σε τόσο απελπιστική κατάσταση, η συντεταγμένη έξοδος από το ευρώ ώστε να ξανακερδίσει την ανταγωνιστικότητά της φαίνεται η καλύτερη επιλογή. Ωστόσο, είναι προς το συμφέρον τόσο της Ελλάδας όσο και των πιστωτών της η υποτίμηση που θα ακολουθήσει να είναι ελεγχόμενη. Δεν πρέπει να προσθέσουμε νομισματικούς πολέμους στο σωρό των σημερινών προβλημάτων μας.
Των Marcus Miller και Robert Skidelsky, από τους Financial Times
Οι συγγραφείς είναι, αντίστοιχα, καθηγητής οικονομικών και επίτιμος καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Warwick
Μετάφραση Αριάδνη Αλαβάνου
http://www.tometopo.gr
http://www.ft.com
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου