Μερος Α΄
Του Θεόδωρου Παπαηλία, Καθηγητή ΤΕΙ Πειραιά
1. Εισαγωγή
Στο σύνολο των άρθρων, που έχουν δημοσιευθεί (πολλές χιλιάδες) στον ελληνικό και διεθνή Τύπο, ή στα βιβλία που εκδόθηκαν ή στους λόγους και στις συνεντεύξεις των ημεδαπών και αλλοδαπών επισήμων τονίζεται ως κύρια αιτία για την ελληνική οικονομική κατάρρευση είτε το φαύλο πολιτικό σύστημα ή (και) το κλεπτοκρατικό υπόδειγμα κ.λπ. που κυριάρχησε στη χώρα. Το παρόν άρθρο υποστηρίζει ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν τις παραμέτρους των εξισώσεων και όχι τους αγνώστους του συστήματος.
Πιο συγκεκριμένα: Η συζήτηση στρέφεται στα αίτια της πτώχευσης. Αντιθέτως, όπως θα σημειωθεί, το ορθό είναι να εξηγηθεί για ποιους λόγους αυτή δεν συνέβη νωρίτερα. Με την οικονομική πολιτική που ασκήθηκε, και η οποία ήταν σχεδόν μονόδρομος (προαναγγελθείσα τραγωδία), η πτώχευση παρέμενε προ των πυλών για 50 έτη.
2. Γενικά:
Το θεωρητικό ζήτημα
Έχει επικρατήσει, ίσως αποτελεί παλαιόθεν δόγμα της ανθρώπινης κοσμοθεωρίας, η άποψη, που απλώς ενίοτε αμφισβητείται, όπως στην περίοδο μετά τον Διαφωτισμό, ότι μέσω της γενικής βούλησης μπορεί να επιβληθεί σε χρόνο μηδέν, ή έστω σύντομα, οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή.
Μολονότι μια τέτοια άποψη αμφισβητήθηκε ήδη στα μέσα του 19ου αιώνα από τον Μαρξ, μέσω της οικονομικής αντίληψης της Ιστορίας, εντούτοις στα γηρατειά του φάνηκε και ο ίδιος να κάμπτεται και αντιφάσκοντας με τη βασική του συμβολή(1) στην κοινωνιολογία να αποδέχεται την κυριαρχούσα άποψη. Έτσι, ο Λένιν, στηριζόμενος σε ύστερες σκέψεις του Μαρξ, υπεστήριξε ότι είναι δυνατόν το άλμα, το πέρασμα από ένα σύστημα παραγωγής σε ένα άλλο (αν το επιδιώκει η πρωτοπορία, το κόμμα), χωρίς τα ενδιάμεσα στάδια.
Τοιουτοτρόπως προέκυψε η σταλινική διακυβέρνηση, η πολιτιστική επανάσταση του Μάο, το πείραμα των ερυθρών Χμερ κ.λπ. ως συνέπεια των παρόμοιων διδαχών.
Η κυρίαρχη αυτή άποψη (ο Popper θα είναι ο σημαντικός αντίπαλος στον 20ό αιώνα) γαλούχησε όπως ήταν επόμενο τους οικονομολόγους όλων των ιδεολογικών ρευμάτων (τόσο τους ριζοσπάστες όσο και τους ορθοδόξους). Άρα, οι πατριάρχες της οικονομικής της ανάπτυξης (από τον Rosenstein Rodan μέχρι τον Lewis, από τον Nurkse μέχρι τον Baran)( 2) θεώρησαν ότι υπάρχουν στην οικονομία οιονεί μηχανισμοί τέτοιοι(3) που, μέσω της συσσώρευσης επενδύσεων, θα δημιουργείτο η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.
Το μόνο που κατ’ ουσίαν εύρισκε να προτείνει ο Dobb ή ο Lange, για παράδειγμα, ήταν το είδος του μοντέλου ανάπτυξης: μέσω του μηχανισμού της αγοράς ή μέσω του κρατικού σχεδιασμού (κατά το σοβιετικό πρότυπο). Τελικώς, απεδείχθη ότι αυτά αποτελούσαν χονδροειδείς αντιλήψεις, που σε πολλές περιπτώσεις επέφεραν πόνο, ανήκουστη φτώχεια, πολέμους και μικρή οικονομική και «κοινωνική» εξέλιξη.
Τουτέστιν η οικονομική ανάπτυξη δεν επιτυγχάνεται μόνο με την αύξηση των επενδύσεων, οι οποίες αποτελούν την αναγκαία αλλά όχι την ικανή συνθήκη, ούτε η κοινωνική μετάλλαξη επιτυγχάνεται μέσω πολιτικής βούλησης.
3. Το ελληνικό αναπτυξιακό μοντέλο
Μολονότι η Ελλάς υπήρξε για ποικίλους λόγους η πλέον προηγμένη χώρα των Βαλκανίων(4), αλλά και της ευρύτερης περιοχής (Μέση Ανατολή, Βόρειος Αφρική), και παρ’ όλο που απέκτησε την ανεξαρτησία της νωρίτερα σχεδόν από τις άλλες περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας ή του αραβικού κόσμου, εντούτοις δεν κατάφερε να εκσυγχρονισθεί (5).
Αρχικά υπεστηρίχθη ότι για την καθυστέρηση ευθύνετο το μικρό μέγεθος του κράτους και οι μακροχρόνιες οθωμανικές επιρροές. Ακολούθως, όταν οι λόγοι αυτοί εύκολα θα μπορούσαν να αμφισβητηθούν, έγινε επίκληση στο πολιτειακό πρόβλημα και ο διχασμός (βασιλικών και βενιζελικών) θεωρήθηκε ως αιτία των δεινών. Αργότερα τα αίτια εντοπίσθηκαν στο παλάτι και στην ξενοκρατία, που είχε ως απόρροια τον εμφύλιο και τα παρεπόμενα.
Ωστόσο, όλα αυτά αποτελούσαν το περίγραμμα, σχημάτιζαν δηλαδή το πίσω μέρος της εικόνας, αλλά όχι την ίδια την εικόνα. Μια χώρα με χαμηλή συσσώρευση κεφαλαίου, καθυστερημένες υποδομές (δρόμοι, λιμάνια, εγγειοβελτιωτικό δίκτυο κ.λπ.), εν πολλοίς γεωργοκτηνοτροφική, με υψηλό αριθμό αναλφαβήτων και ανυπαρξία σχεδόν επιχειρηματιών, με τη βεμπεριανή έννοια του όρου, ήταν εξαιρετικά δύσκολο (κάποιοι θα χρησιμοποιούσαν τη λέξη αδύνατο) να προχωρήσει σε βιομηχανίες εξαγωγικού προσανατολισμού, που δρομολογούνται – κατά τεκμήριο – κάτω από σύνθετες προϋποθέσεις.
Αν λείπουν λόγου χάριν τα κεφάλαια, έρχεται αρωγός το τραπεζικό σύστημα να στηρίξει καινοτόμους επιχειρηματίες και ειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Όλα αυτά όμως ευρίσκονταν σε εξαιρετική σπάνιν στην Ελλάδα στο διάστημα από την απελευθέρωση μέχρι σχεδόν πρόσφατα. Οι οικονομολόγοι παραβλέπουν το γεγονός ότι στη Δυτική Ευρώπη η βιομηχανία (και η βιομηχανική επανάσταση) αναπτύχθηκε ως συνέχεια της βιοτεχνίας και η τελευταία ως κατάληξη της χειροτεχνίας.
Μετά τον 14ο-15ο αιώνα είχαν αρχίσει να τίθενται οι βάσεις της μεγάλης ώθησης, του μετασχηματισμού. Στην Αγγλία η πρωταρχική συσσώρευση ξεκίνησε με τις περιφράξεις (16ος αιών), ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη με την παροχή προνομίων και συγκέντρωσης πλούτου από πλείστες αιτίες. Η κατάτμηση της Ευρώπης σε κράτη, δουκάτα, ελεύθερες πόλεις κ.λπ. επέτεινε τον ανταγωνισμό, επιτρέποντας σε έναν σχετικά ομοιογενή χώρο αλλεπάλληλες εφευρέσεις και τη διάχυσή των.
Τοιουτοτρόπως, οι μηχανισμοί απογείωσης και η επώαση κατάλληλου θεσμικού πλαισίου ήταν αδύνατον να επιτευχθούν στην Ελλάδα σε λίγες δεκαετίες (το όποιο χρήμα – από τη ναυτιλία ή το εμπόριο – δεν δημιουργεί αυτομάτως οικονομικό πλαίσιο για συσσώρευση και άρα με τη σειρά του κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, που θα το επηρεάσουν περαιτέρω). Σε ακόμη χειρότερη κατάσταση, λόγω πολιτιστικής υστέρησης (ιδεολογίας) και κοινωνικής οργάνωσης, σε σχέση με την Ελλάδα, βρέθηκαν οι χώρες νοτίως του Ρίο Γκράντε και οι όμορες της Βαλκανικής, της Άπω Ανατολής, της Αφρικής κ.λπ.
Συνεπώς, η μόνη λύση που προέκυπτε μετά το 1920 ή το 1950 ήταν η ενίσχυση της μικρής βιομηχανίας μέσα σε θάλασσα βιοτεχνιών και χειροτεχνιών, συστήματος ενός επιπέδου πιο πάνω από την οικιακή οικονομία της οθωμανικής περιόδου. Κατ’ αυτήν τη λογική το υπόδειγμα ανάπτυξης μέσω υποκατάστασης εισαγωγών κυριάρχησε. Τελωνειακοί δασμοί επεβλήθησαν, η σταθεροποίηση του νομίσματος έπειτα από δέκα περίπου έτη από την απελευθέρωση της γερμανικής κατοχής επετεύχθη (1953) και με όχημα την αντιπαροχή και την οικοδομή ξεκίνησε η ανάπτυξη.
Η έλλειψη πόρων, για τη χρηματοδότηση του αστικού τομέα, καλύφθηκε μέσω της λεηλασίας των ασφαλιστικών ταμείων, τα οποία ατόκως υποχρεούντο να καταθέτουν στην Τράπεζα της Ελλάδος τα αποθέματά τους και κυρίως μέσω της διπλής αναπτυξιακής σύνθλιψης του αγροτικού τομέα (μεταφορά πόρων από τη γεωργία μέσω της χειροτέρευσης των όρων εμπορίου)( 6). Αποτέλεσμα ήταν η εκτεταμένη αγροτική έξοδος (1,6 εκατ. χωρικοί στο διάστημα 1951-71 εγκατέλειψαν την ύπαιθρο σε σύνολο 3 εκατ.).
Τα προϊόντα της βιομηχανικής, ή ακριβέστερα μάλλον της βιοτεχνικής, παραγωγής κυκλοφορούσαν κατά τεκμήριο στην ελληνική αγορά και τμήμα αυτών στη Μέση Ανατολή κ.λπ., σε χώρες δηλαδή που οικονομικά και κοινωνικά ευρίσκονταν πίσω από την Ελλάδα. Το σύστημα θα είχε οδηγηθεί σε αδιέξοδο, αν δεν είχε μεσολαβήσει στη δεκαετία 1960 η εκτεταμένη μετανάστευση. Ήδη στο διάστημα 1958-62 είχε αρχίσει στα δυτικά, και όχι μόνον, προάστια η δημιουργία τε-νεκεδουπόλεων. Ήταν η μετανάστευση που τις εξαφάνισε και δεν δημιούργησε φαβέλες.
Όταν όμως παρ’ όλα αυτά στα μέσα της δεκαετίας 1960 η εργατική τάξη απαίτησε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης (οι μισθοί κυμαίνονταν σε εξευτελιστικά επίπεδα), η πολιτική κρίση ξέσπασε και η δικτατορία (1967-74) πρόβαλε όχι τυχαία. Παρά τα μέτρα, που ελήφθησαν στην επόμενη επταετία (1974-81), η λαϊκή δυσαρέσκεια παρέμενε τέτοια που το σοσιαλιστικό κόμμα θριάμβευσε (1981) και το Κέντρο και η Δεξιά υπέστησαν βαριά ήττα.
Αφού λοιπόν δεν ήταν δυνατόν, ως εικός, να δημιουργηθεί μεγάλος αριθμός θέσεων απασχόλησης από το υπόδειγμα ανάπτυξης μέσω υποκατάστασης εισαγωγών στις δεκαετίες 1950 και ’60, αναγκάσθηκαν να μεταναστεύσουν ένα (1) εκατ. άτομα. Μολαταύτα το σύστημα αδυνατούσε να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, με απόρροια να ανέλθει ο αριθμός των αυτοαπασχολουμένων.
Σε καμιά αναπτυγμένη χώρα, και αυτό κάτι δείχνει, δεν ανέρχεται ο αριθμός των αυτοαπασχολουμένων στο 1/3 περίπου του εργατικού δυναμικού. Αν προσθέσουμε τους γεωργούς και αυτούς που απασχολούν 1-5 άτομα ως εργατοϋπαλλήλους, τότε πλέον του 95% των Ελλήνων εργάζονται ως αγρότες, ως αυτοαπασχολούμενοι, ή σε επιχειρήσεις (στο χονδρεμπόριο, το λιανεμπόριο, σε χειροτεχνίες ή βιοτεχνίες) με κάτω των πέντε ατόμων προσωπικό. Συνεπώς, η μορφολογία της ελληνικής αγοράς εργασίας δεν προσιδιάζει με αυτήν των χωρών της Δύσης και ιδιαίτερα του Βορρά.
Άρα, προδιαγεγραμμένα σχεδόν (αναπόφευκτα, θα έλεγε κάποιος αιτιοκράτης), στη δεκαετία 1980 το σοσιαλιστικό κόμμα ή έπρεπε να προχωρήσει σε σοβιετοποίηση της οικονομίας, κάτι που και ιδεολογικά το μεγαλύτερο μέρος των στελεχών και οπαδών δεν το ήθελε, ή έπρεπε να κινηθεί υπό τη σκέπη του κρατισμού. Ενώ λοιπόν στην ίδια δεκαετία το κράτος στη Δύση αποδομείτο (1979 Θάτσερ, 1980 Ρήγκαν) στην Ελλάδα, με χρονική υστέρηση δεκαετιών, αντιστρόφως ενισχύετο, με μια πρακτική συνηθισμένη στις σχέσεις Ανατολής – Δύσης(7). Τοιουτοτρόπως, ενισχύθηκε η τάση: «όλοι στο Δημόσιο».
Αφού λοιπόν ο ιδιωτικός τομέας δεν προσέφερε θέσεις εργασίας και δεδομένου ότι δεν υπήρχαν πλέον δυνατότητες εκτεταμένης μετανάστευσης, όπως στο διάστημα 1950-70, το πλεονάζον εργατικό δυναμικό (που δεν αυτοαπασχολείτο) οδηγήθηκε στο κράτος (Δημόσιο και ΔΕΚΟ) με συνέπεια πλέον του ενός (1) εκατ. να απασχολούνται στον στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα(8). Αποτέλεσμα αυτού ήταν η αύξηση του χρέους, το οποίο από 35% το 1974 πλησίασε το 100% το 1989. Η χρεοκοπία θα είχε επέλθει, αν, στο μεταξύ, με τα σταθεροποιητικά μέτρα των ετών 1985-87, δεν βελτιώνετο η κατάσταση.
Ωστόσο, η μακρά προεκλογική περίοδος 1987-89 και η συγκυβέρνηση της Δεξιάς με την Αριστερά και αργότερα η Οικουμενική οδήγησαν αισίως το 1990 το χρέος στο άνω του 100% του ΑΕΠ. Τα μετέπειτα προγράμματα λιτότητας, με κύριο αυτό που χαράχτηκε μετά το Μάαστριχτ, και η προσπάθεια εισόδου της Ελλάδος στην ΟΝΕ, συγκράτησαν το χρέος με τάσεις ελάττωσής του. Αυτό φάνηκε να μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ, διότι το τελευταίο ανήρχετο ταχύτερα από την άνοδο του χρέους.
Η εποχή του ευρώ
Η είσοδος της Ελλάδος στην ΟΝΕ και κυρίως στο ευρώ (2002) διέλυσε την οικονομία. Εάν η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ το 1981 υπέσκαψε τη βιομηχανία και αποσάθρωσε τον αγροτικό τομέα, η συμμετοχή στο ευρώ συνέτριψε όλη την οικονομία. Το διαρκώς ανατιμώμενο ευρώ (αρχικά η σχέση ήταν περίπου 1 ευρώ προς 1 δολ., για να φθάσει 1:1,40 και πλέον) είχε ως απόρροια τα ελληνικά προϊόντα να καθίστανται διεθνώς συνεχώς ακριβότερα(9). Όθεν η κρίση της ελληνικής οικονομίας, που απεφεύχθη τις δεκαετίες 1960, 1970, 1980, ήταν μάλλον απίθανο να αποτραπεί σε εκείνη του 2000.
Τα αίτια συνεπώς για το μοιραίο πηγάζουν από το εξαιρετικά χαμηλό παραγωγικό δυναμικό. Μέρος των επιχειρηματιών το 1970 ήσαν βοσκοί ή αγρότες το 1960, χωρίς, εξ αντικειμένου, να διαθέτουν δυνατότητες να οδηγήσουν το σκάφος στα βαθιά. Ο Alexander στη μελέτη του ΚΕΠΕ στη δεκαετία 1960 σημείωνε το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και την έλλειψη επιχειρηματικής παιδείας του Έλληνα επιχειρηματία, ο οποίος στερείτο ορίζοντα πέραν της γειτονιάς του ή της περιοχής του.
Ταυτοχρόνως, υπήρχε εργατικό δυναμικό χωρίς βιομηχανική συνείδηση και τραπεζικό σύστημα με «πατροπαράδοτη» αντίληψη, που αδυνατούσε να προχωρήσει σε μακροχρόνιους σχεδιασμούς. Έτσι, εύκολα και γρήγορα τα χαμηλής, συνήθως, ποιότητος εμπορεύματα έχασαν τις αγορές, όταν «φθηνότερες» χώρες (Βορείου Αφρικής, Τουρκία κ.λπ.) εισήλθαν στο προσκήνιο (παράδειγμα: κλωστοϋφαντουργία, ένδυση, υπόδηση). Η χαμηλή δυναμικότητα αντανακλάται στο εμπορικό ισοζύγιο.
♦ Στη δεκαετία 1950 το έλλειμμα του ισοζυγίου εξισορροπείτο από την αμερικανική βοήθεια αρχικά. Ακολούθως, εξ αιτίας της δρακόντειας λιτότητας, οι ξένες επενδύσεις και άρα οι εισροές κεφαλαίου που σημειώθηκαν μετά το 1955 κάλυπταν το χάσμα.
♦ Στη δεκαετία 1960 η τάση αυτή της εισροής ξένου κεφαλαίου συνεχίσθηκε στηρίζοντας αποφασιστικά το ισοζύγιο και απομακρύνοντας την πτώχευση. Παράλληλα, δυο ακόμη αστάθμητοι παράγοντες εμφανίσθηκαν. Τα μεταναστευτικά εμβάσματα και το ναυτιλιακό συνάλλαγμα (λόγω ανόδου της ναυτιλίας).
♦ Στη δεκαετία 1970 οι δύο αυτές εξωγενείς μεταβλητές διατήρησαν τον αέρα στα ιστία της οικονομίας.
♦ Στις επόμενες δυο δεκαετίες (1980, ’90) οι εισροές από την ΕΟΚ (επιδοτήσεις κ.ο.κ.) και η ταχεία ανάπτυξη του τουρισμού απέτρεψαν τη στάση πληρωμών.
♦ Στη δεκαετία 2000 τα χαμηλά επιτόκια και η ανάπτυξη λόγω Ολυμπιακών Αγώνων απομάκρυναν το ζήτημα. Ταυτόχρονα στη δεκαπενταετία 1990-2005 η αθρόα εισροή αλλοδαπών με χαμηλά ημερομίσθια προσέφεραν βοήθεια στηρίζοντας τις όποιες δραστηριότητες.
Όμως, μετά το 2007 όλοι οι από μηχανής θεοί εξαντλήθηκαν. Συνεπώς και η από πεντηκονταετίας αναμενόμενη πτώχευση κτύπησε την πόρτα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο Schumpeter τόνιζε ότι όλοι θα πρέπει να είναι μαρξιστές, αφού η οικονομική αντίληψη της Ιστορίας εξηγεί επαρκέστερα από κάθε άλλη το γίγνεσθαι.
2. Μια κάποια εξαίρεση απετέλεσε ο Myrdal («Economy Theory and Underdeveloped Regions»).
3. Όπως στις ανεπτυγμένες οικονομίες υφίστανται αυτόματοι σταθεροποιητές.
4. Θα απαιτούσε μακρά επιχειρηματολογία για να εξηγηθούν οι λόγοι.
5. Την έννοια του εκσυγχρονισμού την ταυτίζουν οι πάντες σχεδόν με τον εκδυτικισμό, τουτέστιν με την αποδοχή ως τρόπου οργάνωσης και ζην του δυτικού ορθολογισμού. Λαμβάνεται σχεδόν ως αξίωμα πλέον η υπόθεση ότι το επίπεδο ανάπτυξης κάθε χώρας μετριέται με βάση τα δυτικά πρότυπα. Αυτό αποτελεί αντικείμενο αμφισβήτησης από πολλούς.
6. Αναλυτικά: Παπαηλίας Θ. (2006) «Παραδόσεις Πολιτικής Οικονομίας», Σταμούλης, σελ. 311-318.
7. Τον 14ο-15ο αιώνα στη Δύση η δουλοπαροικία καταργείτο και ο εμπορικός καπιταλισμός ανεδύετο. Αντιστρόφως, τότε επικρατούσε η δουλοπαροικία στην Ανατολή. Αντίστοιχα, ενώ η Ελλάς το 1453 εισήρχετο στον Μεσαίωνα, η Δύση απομακρύνετο από αυτόν και ενεφανίζετο ο Ανθρωπισμός, η Αναγέννηση κ.λπ.
8. Συνεπώς, η μορφολογία της αγοράς εργασίας το 2010 ήταν: 1 εκατ. αυτοαπασχολούμενοι, 1 εκατ. υπάλληλοι στον στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, 0,6 εκατ. αγρότες και οι λοιποί απασχολούντο σε χειροτεχνίες ή βιοτεχνίες. Οι εργαζόμενοι σε αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί βιομηχανία ήταν ασήμαντο ποσοστό.
9. Το ίδιο συμβαίνει και με τα γερμανικά λόγου χάριν. Όμως η ενοποίηση των Γερμανιών έδωσε τη δικαιολογία, ώστε οι μισθοί, στην ενωμένη χώρα, σε διάστημα εικοσαετίας (1991-2011) να ανέλθουν ολίγο. Περαιτέρω, μεγάλος όγκος των γερμανικών εξαγωγών κατευθύνεται εντός της ευρωζώνης, με συνέπεια να μην επηρεάζονται ιδιαίτερα έντονα από την πορεία του ευρώ. Από το άλλο μέρος, λόγω της υψηλής ποιότητος των προϊόντων της, η χώρα αυτή καταφέρνει να εξάγει και σε άλλες περιοχές (εκτός ευρωζώνης) – έστω και αν είναι ακριβότερη από τις ανταγωνίστριες – εξαιτίας του ονόματος (σήμα κατατεθέν) των εμπορευμάτων της και του μιμητισμού – επίδειξης (demonstration effect ). Ο Κινέζος ή ο Ρώσος ολιγάρχης ή τα μεσαία στρώματα των αναπτυσσομένων κρατών στρέφονται «πάντα» στα επώνυμα – ακριβά – προϊόντα. Το ότι είναι ακριβά, αλλά ταυτόχρονα ποιοτικά, τα κάνει και γι’ αυτόν τον λόγο ελκυστικότερα (από το αν ήταν φθηνότερα).
Πηγή: topontiki.gr
Του Θεόδωρου Παπαηλία, Καθηγητή ΤΕΙ Πειραιά
1. Εισαγωγή
Στο σύνολο των άρθρων, που έχουν δημοσιευθεί (πολλές χιλιάδες) στον ελληνικό και διεθνή Τύπο, ή στα βιβλία που εκδόθηκαν ή στους λόγους και στις συνεντεύξεις των ημεδαπών και αλλοδαπών επισήμων τονίζεται ως κύρια αιτία για την ελληνική οικονομική κατάρρευση είτε το φαύλο πολιτικό σύστημα ή (και) το κλεπτοκρατικό υπόδειγμα κ.λπ. που κυριάρχησε στη χώρα. Το παρόν άρθρο υποστηρίζει ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν τις παραμέτρους των εξισώσεων και όχι τους αγνώστους του συστήματος.
Πιο συγκεκριμένα: Η συζήτηση στρέφεται στα αίτια της πτώχευσης. Αντιθέτως, όπως θα σημειωθεί, το ορθό είναι να εξηγηθεί για ποιους λόγους αυτή δεν συνέβη νωρίτερα. Με την οικονομική πολιτική που ασκήθηκε, και η οποία ήταν σχεδόν μονόδρομος (προαναγγελθείσα τραγωδία), η πτώχευση παρέμενε προ των πυλών για 50 έτη.
2. Γενικά:
Το θεωρητικό ζήτημα
Έχει επικρατήσει, ίσως αποτελεί παλαιόθεν δόγμα της ανθρώπινης κοσμοθεωρίας, η άποψη, που απλώς ενίοτε αμφισβητείται, όπως στην περίοδο μετά τον Διαφωτισμό, ότι μέσω της γενικής βούλησης μπορεί να επιβληθεί σε χρόνο μηδέν, ή έστω σύντομα, οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή.
Μολονότι μια τέτοια άποψη αμφισβητήθηκε ήδη στα μέσα του 19ου αιώνα από τον Μαρξ, μέσω της οικονομικής αντίληψης της Ιστορίας, εντούτοις στα γηρατειά του φάνηκε και ο ίδιος να κάμπτεται και αντιφάσκοντας με τη βασική του συμβολή(1) στην κοινωνιολογία να αποδέχεται την κυριαρχούσα άποψη. Έτσι, ο Λένιν, στηριζόμενος σε ύστερες σκέψεις του Μαρξ, υπεστήριξε ότι είναι δυνατόν το άλμα, το πέρασμα από ένα σύστημα παραγωγής σε ένα άλλο (αν το επιδιώκει η πρωτοπορία, το κόμμα), χωρίς τα ενδιάμεσα στάδια.
Τοιουτοτρόπως προέκυψε η σταλινική διακυβέρνηση, η πολιτιστική επανάσταση του Μάο, το πείραμα των ερυθρών Χμερ κ.λπ. ως συνέπεια των παρόμοιων διδαχών.
Η κυρίαρχη αυτή άποψη (ο Popper θα είναι ο σημαντικός αντίπαλος στον 20ό αιώνα) γαλούχησε όπως ήταν επόμενο τους οικονομολόγους όλων των ιδεολογικών ρευμάτων (τόσο τους ριζοσπάστες όσο και τους ορθοδόξους). Άρα, οι πατριάρχες της οικονομικής της ανάπτυξης (από τον Rosenstein Rodan μέχρι τον Lewis, από τον Nurkse μέχρι τον Baran)( 2) θεώρησαν ότι υπάρχουν στην οικονομία οιονεί μηχανισμοί τέτοιοι(3) που, μέσω της συσσώρευσης επενδύσεων, θα δημιουργείτο η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.
Το μόνο που κατ’ ουσίαν εύρισκε να προτείνει ο Dobb ή ο Lange, για παράδειγμα, ήταν το είδος του μοντέλου ανάπτυξης: μέσω του μηχανισμού της αγοράς ή μέσω του κρατικού σχεδιασμού (κατά το σοβιετικό πρότυπο). Τελικώς, απεδείχθη ότι αυτά αποτελούσαν χονδροειδείς αντιλήψεις, που σε πολλές περιπτώσεις επέφεραν πόνο, ανήκουστη φτώχεια, πολέμους και μικρή οικονομική και «κοινωνική» εξέλιξη.
Τουτέστιν η οικονομική ανάπτυξη δεν επιτυγχάνεται μόνο με την αύξηση των επενδύσεων, οι οποίες αποτελούν την αναγκαία αλλά όχι την ικανή συνθήκη, ούτε η κοινωνική μετάλλαξη επιτυγχάνεται μέσω πολιτικής βούλησης.
3. Το ελληνικό αναπτυξιακό μοντέλο
Μολονότι η Ελλάς υπήρξε για ποικίλους λόγους η πλέον προηγμένη χώρα των Βαλκανίων(4), αλλά και της ευρύτερης περιοχής (Μέση Ανατολή, Βόρειος Αφρική), και παρ’ όλο που απέκτησε την ανεξαρτησία της νωρίτερα σχεδόν από τις άλλες περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας ή του αραβικού κόσμου, εντούτοις δεν κατάφερε να εκσυγχρονισθεί (5).
Αρχικά υπεστηρίχθη ότι για την καθυστέρηση ευθύνετο το μικρό μέγεθος του κράτους και οι μακροχρόνιες οθωμανικές επιρροές. Ακολούθως, όταν οι λόγοι αυτοί εύκολα θα μπορούσαν να αμφισβητηθούν, έγινε επίκληση στο πολιτειακό πρόβλημα και ο διχασμός (βασιλικών και βενιζελικών) θεωρήθηκε ως αιτία των δεινών. Αργότερα τα αίτια εντοπίσθηκαν στο παλάτι και στην ξενοκρατία, που είχε ως απόρροια τον εμφύλιο και τα παρεπόμενα.
Ωστόσο, όλα αυτά αποτελούσαν το περίγραμμα, σχημάτιζαν δηλαδή το πίσω μέρος της εικόνας, αλλά όχι την ίδια την εικόνα. Μια χώρα με χαμηλή συσσώρευση κεφαλαίου, καθυστερημένες υποδομές (δρόμοι, λιμάνια, εγγειοβελτιωτικό δίκτυο κ.λπ.), εν πολλοίς γεωργοκτηνοτροφική, με υψηλό αριθμό αναλφαβήτων και ανυπαρξία σχεδόν επιχειρηματιών, με τη βεμπεριανή έννοια του όρου, ήταν εξαιρετικά δύσκολο (κάποιοι θα χρησιμοποιούσαν τη λέξη αδύνατο) να προχωρήσει σε βιομηχανίες εξαγωγικού προσανατολισμού, που δρομολογούνται – κατά τεκμήριο – κάτω από σύνθετες προϋποθέσεις.
Αν λείπουν λόγου χάριν τα κεφάλαια, έρχεται αρωγός το τραπεζικό σύστημα να στηρίξει καινοτόμους επιχειρηματίες και ειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Όλα αυτά όμως ευρίσκονταν σε εξαιρετική σπάνιν στην Ελλάδα στο διάστημα από την απελευθέρωση μέχρι σχεδόν πρόσφατα. Οι οικονομολόγοι παραβλέπουν το γεγονός ότι στη Δυτική Ευρώπη η βιομηχανία (και η βιομηχανική επανάσταση) αναπτύχθηκε ως συνέχεια της βιοτεχνίας και η τελευταία ως κατάληξη της χειροτεχνίας.
Μετά τον 14ο-15ο αιώνα είχαν αρχίσει να τίθενται οι βάσεις της μεγάλης ώθησης, του μετασχηματισμού. Στην Αγγλία η πρωταρχική συσσώρευση ξεκίνησε με τις περιφράξεις (16ος αιών), ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη με την παροχή προνομίων και συγκέντρωσης πλούτου από πλείστες αιτίες. Η κατάτμηση της Ευρώπης σε κράτη, δουκάτα, ελεύθερες πόλεις κ.λπ. επέτεινε τον ανταγωνισμό, επιτρέποντας σε έναν σχετικά ομοιογενή χώρο αλλεπάλληλες εφευρέσεις και τη διάχυσή των.
Τοιουτοτρόπως, οι μηχανισμοί απογείωσης και η επώαση κατάλληλου θεσμικού πλαισίου ήταν αδύνατον να επιτευχθούν στην Ελλάδα σε λίγες δεκαετίες (το όποιο χρήμα – από τη ναυτιλία ή το εμπόριο – δεν δημιουργεί αυτομάτως οικονομικό πλαίσιο για συσσώρευση και άρα με τη σειρά του κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, που θα το επηρεάσουν περαιτέρω). Σε ακόμη χειρότερη κατάσταση, λόγω πολιτιστικής υστέρησης (ιδεολογίας) και κοινωνικής οργάνωσης, σε σχέση με την Ελλάδα, βρέθηκαν οι χώρες νοτίως του Ρίο Γκράντε και οι όμορες της Βαλκανικής, της Άπω Ανατολής, της Αφρικής κ.λπ.
Συνεπώς, η μόνη λύση που προέκυπτε μετά το 1920 ή το 1950 ήταν η ενίσχυση της μικρής βιομηχανίας μέσα σε θάλασσα βιοτεχνιών και χειροτεχνιών, συστήματος ενός επιπέδου πιο πάνω από την οικιακή οικονομία της οθωμανικής περιόδου. Κατ’ αυτήν τη λογική το υπόδειγμα ανάπτυξης μέσω υποκατάστασης εισαγωγών κυριάρχησε. Τελωνειακοί δασμοί επεβλήθησαν, η σταθεροποίηση του νομίσματος έπειτα από δέκα περίπου έτη από την απελευθέρωση της γερμανικής κατοχής επετεύχθη (1953) και με όχημα την αντιπαροχή και την οικοδομή ξεκίνησε η ανάπτυξη.
Η έλλειψη πόρων, για τη χρηματοδότηση του αστικού τομέα, καλύφθηκε μέσω της λεηλασίας των ασφαλιστικών ταμείων, τα οποία ατόκως υποχρεούντο να καταθέτουν στην Τράπεζα της Ελλάδος τα αποθέματά τους και κυρίως μέσω της διπλής αναπτυξιακής σύνθλιψης του αγροτικού τομέα (μεταφορά πόρων από τη γεωργία μέσω της χειροτέρευσης των όρων εμπορίου)( 6). Αποτέλεσμα ήταν η εκτεταμένη αγροτική έξοδος (1,6 εκατ. χωρικοί στο διάστημα 1951-71 εγκατέλειψαν την ύπαιθρο σε σύνολο 3 εκατ.).
Τα προϊόντα της βιομηχανικής, ή ακριβέστερα μάλλον της βιοτεχνικής, παραγωγής κυκλοφορούσαν κατά τεκμήριο στην ελληνική αγορά και τμήμα αυτών στη Μέση Ανατολή κ.λπ., σε χώρες δηλαδή που οικονομικά και κοινωνικά ευρίσκονταν πίσω από την Ελλάδα. Το σύστημα θα είχε οδηγηθεί σε αδιέξοδο, αν δεν είχε μεσολαβήσει στη δεκαετία 1960 η εκτεταμένη μετανάστευση. Ήδη στο διάστημα 1958-62 είχε αρχίσει στα δυτικά, και όχι μόνον, προάστια η δημιουργία τε-νεκεδουπόλεων. Ήταν η μετανάστευση που τις εξαφάνισε και δεν δημιούργησε φαβέλες.
Όταν όμως παρ’ όλα αυτά στα μέσα της δεκαετίας 1960 η εργατική τάξη απαίτησε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης (οι μισθοί κυμαίνονταν σε εξευτελιστικά επίπεδα), η πολιτική κρίση ξέσπασε και η δικτατορία (1967-74) πρόβαλε όχι τυχαία. Παρά τα μέτρα, που ελήφθησαν στην επόμενη επταετία (1974-81), η λαϊκή δυσαρέσκεια παρέμενε τέτοια που το σοσιαλιστικό κόμμα θριάμβευσε (1981) και το Κέντρο και η Δεξιά υπέστησαν βαριά ήττα.
Αφού λοιπόν δεν ήταν δυνατόν, ως εικός, να δημιουργηθεί μεγάλος αριθμός θέσεων απασχόλησης από το υπόδειγμα ανάπτυξης μέσω υποκατάστασης εισαγωγών στις δεκαετίες 1950 και ’60, αναγκάσθηκαν να μεταναστεύσουν ένα (1) εκατ. άτομα. Μολαταύτα το σύστημα αδυνατούσε να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, με απόρροια να ανέλθει ο αριθμός των αυτοαπασχολουμένων.
Σε καμιά αναπτυγμένη χώρα, και αυτό κάτι δείχνει, δεν ανέρχεται ο αριθμός των αυτοαπασχολουμένων στο 1/3 περίπου του εργατικού δυναμικού. Αν προσθέσουμε τους γεωργούς και αυτούς που απασχολούν 1-5 άτομα ως εργατοϋπαλλήλους, τότε πλέον του 95% των Ελλήνων εργάζονται ως αγρότες, ως αυτοαπασχολούμενοι, ή σε επιχειρήσεις (στο χονδρεμπόριο, το λιανεμπόριο, σε χειροτεχνίες ή βιοτεχνίες) με κάτω των πέντε ατόμων προσωπικό. Συνεπώς, η μορφολογία της ελληνικής αγοράς εργασίας δεν προσιδιάζει με αυτήν των χωρών της Δύσης και ιδιαίτερα του Βορρά.
Άρα, προδιαγεγραμμένα σχεδόν (αναπόφευκτα, θα έλεγε κάποιος αιτιοκράτης), στη δεκαετία 1980 το σοσιαλιστικό κόμμα ή έπρεπε να προχωρήσει σε σοβιετοποίηση της οικονομίας, κάτι που και ιδεολογικά το μεγαλύτερο μέρος των στελεχών και οπαδών δεν το ήθελε, ή έπρεπε να κινηθεί υπό τη σκέπη του κρατισμού. Ενώ λοιπόν στην ίδια δεκαετία το κράτος στη Δύση αποδομείτο (1979 Θάτσερ, 1980 Ρήγκαν) στην Ελλάδα, με χρονική υστέρηση δεκαετιών, αντιστρόφως ενισχύετο, με μια πρακτική συνηθισμένη στις σχέσεις Ανατολής – Δύσης(7). Τοιουτοτρόπως, ενισχύθηκε η τάση: «όλοι στο Δημόσιο».
Αφού λοιπόν ο ιδιωτικός τομέας δεν προσέφερε θέσεις εργασίας και δεδομένου ότι δεν υπήρχαν πλέον δυνατότητες εκτεταμένης μετανάστευσης, όπως στο διάστημα 1950-70, το πλεονάζον εργατικό δυναμικό (που δεν αυτοαπασχολείτο) οδηγήθηκε στο κράτος (Δημόσιο και ΔΕΚΟ) με συνέπεια πλέον του ενός (1) εκατ. να απασχολούνται στον στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα(8). Αποτέλεσμα αυτού ήταν η αύξηση του χρέους, το οποίο από 35% το 1974 πλησίασε το 100% το 1989. Η χρεοκοπία θα είχε επέλθει, αν, στο μεταξύ, με τα σταθεροποιητικά μέτρα των ετών 1985-87, δεν βελτιώνετο η κατάσταση.
Ωστόσο, η μακρά προεκλογική περίοδος 1987-89 και η συγκυβέρνηση της Δεξιάς με την Αριστερά και αργότερα η Οικουμενική οδήγησαν αισίως το 1990 το χρέος στο άνω του 100% του ΑΕΠ. Τα μετέπειτα προγράμματα λιτότητας, με κύριο αυτό που χαράχτηκε μετά το Μάαστριχτ, και η προσπάθεια εισόδου της Ελλάδος στην ΟΝΕ, συγκράτησαν το χρέος με τάσεις ελάττωσής του. Αυτό φάνηκε να μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ, διότι το τελευταίο ανήρχετο ταχύτερα από την άνοδο του χρέους.
Η εποχή του ευρώ
Η είσοδος της Ελλάδος στην ΟΝΕ και κυρίως στο ευρώ (2002) διέλυσε την οικονομία. Εάν η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ το 1981 υπέσκαψε τη βιομηχανία και αποσάθρωσε τον αγροτικό τομέα, η συμμετοχή στο ευρώ συνέτριψε όλη την οικονομία. Το διαρκώς ανατιμώμενο ευρώ (αρχικά η σχέση ήταν περίπου 1 ευρώ προς 1 δολ., για να φθάσει 1:1,40 και πλέον) είχε ως απόρροια τα ελληνικά προϊόντα να καθίστανται διεθνώς συνεχώς ακριβότερα(9). Όθεν η κρίση της ελληνικής οικονομίας, που απεφεύχθη τις δεκαετίες 1960, 1970, 1980, ήταν μάλλον απίθανο να αποτραπεί σε εκείνη του 2000.
Τα αίτια συνεπώς για το μοιραίο πηγάζουν από το εξαιρετικά χαμηλό παραγωγικό δυναμικό. Μέρος των επιχειρηματιών το 1970 ήσαν βοσκοί ή αγρότες το 1960, χωρίς, εξ αντικειμένου, να διαθέτουν δυνατότητες να οδηγήσουν το σκάφος στα βαθιά. Ο Alexander στη μελέτη του ΚΕΠΕ στη δεκαετία 1960 σημείωνε το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και την έλλειψη επιχειρηματικής παιδείας του Έλληνα επιχειρηματία, ο οποίος στερείτο ορίζοντα πέραν της γειτονιάς του ή της περιοχής του.
Ταυτοχρόνως, υπήρχε εργατικό δυναμικό χωρίς βιομηχανική συνείδηση και τραπεζικό σύστημα με «πατροπαράδοτη» αντίληψη, που αδυνατούσε να προχωρήσει σε μακροχρόνιους σχεδιασμούς. Έτσι, εύκολα και γρήγορα τα χαμηλής, συνήθως, ποιότητος εμπορεύματα έχασαν τις αγορές, όταν «φθηνότερες» χώρες (Βορείου Αφρικής, Τουρκία κ.λπ.) εισήλθαν στο προσκήνιο (παράδειγμα: κλωστοϋφαντουργία, ένδυση, υπόδηση). Η χαμηλή δυναμικότητα αντανακλάται στο εμπορικό ισοζύγιο.
♦ Στη δεκαετία 1950 το έλλειμμα του ισοζυγίου εξισορροπείτο από την αμερικανική βοήθεια αρχικά. Ακολούθως, εξ αιτίας της δρακόντειας λιτότητας, οι ξένες επενδύσεις και άρα οι εισροές κεφαλαίου που σημειώθηκαν μετά το 1955 κάλυπταν το χάσμα.
♦ Στη δεκαετία 1960 η τάση αυτή της εισροής ξένου κεφαλαίου συνεχίσθηκε στηρίζοντας αποφασιστικά το ισοζύγιο και απομακρύνοντας την πτώχευση. Παράλληλα, δυο ακόμη αστάθμητοι παράγοντες εμφανίσθηκαν. Τα μεταναστευτικά εμβάσματα και το ναυτιλιακό συνάλλαγμα (λόγω ανόδου της ναυτιλίας).
♦ Στη δεκαετία 1970 οι δύο αυτές εξωγενείς μεταβλητές διατήρησαν τον αέρα στα ιστία της οικονομίας.
♦ Στις επόμενες δυο δεκαετίες (1980, ’90) οι εισροές από την ΕΟΚ (επιδοτήσεις κ.ο.κ.) και η ταχεία ανάπτυξη του τουρισμού απέτρεψαν τη στάση πληρωμών.
♦ Στη δεκαετία 2000 τα χαμηλά επιτόκια και η ανάπτυξη λόγω Ολυμπιακών Αγώνων απομάκρυναν το ζήτημα. Ταυτόχρονα στη δεκαπενταετία 1990-2005 η αθρόα εισροή αλλοδαπών με χαμηλά ημερομίσθια προσέφεραν βοήθεια στηρίζοντας τις όποιες δραστηριότητες.
Όμως, μετά το 2007 όλοι οι από μηχανής θεοί εξαντλήθηκαν. Συνεπώς και η από πεντηκονταετίας αναμενόμενη πτώχευση κτύπησε την πόρτα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο Schumpeter τόνιζε ότι όλοι θα πρέπει να είναι μαρξιστές, αφού η οικονομική αντίληψη της Ιστορίας εξηγεί επαρκέστερα από κάθε άλλη το γίγνεσθαι.
2. Μια κάποια εξαίρεση απετέλεσε ο Myrdal («Economy Theory and Underdeveloped Regions»).
3. Όπως στις ανεπτυγμένες οικονομίες υφίστανται αυτόματοι σταθεροποιητές.
4. Θα απαιτούσε μακρά επιχειρηματολογία για να εξηγηθούν οι λόγοι.
5. Την έννοια του εκσυγχρονισμού την ταυτίζουν οι πάντες σχεδόν με τον εκδυτικισμό, τουτέστιν με την αποδοχή ως τρόπου οργάνωσης και ζην του δυτικού ορθολογισμού. Λαμβάνεται σχεδόν ως αξίωμα πλέον η υπόθεση ότι το επίπεδο ανάπτυξης κάθε χώρας μετριέται με βάση τα δυτικά πρότυπα. Αυτό αποτελεί αντικείμενο αμφισβήτησης από πολλούς.
6. Αναλυτικά: Παπαηλίας Θ. (2006) «Παραδόσεις Πολιτικής Οικονομίας», Σταμούλης, σελ. 311-318.
7. Τον 14ο-15ο αιώνα στη Δύση η δουλοπαροικία καταργείτο και ο εμπορικός καπιταλισμός ανεδύετο. Αντιστρόφως, τότε επικρατούσε η δουλοπαροικία στην Ανατολή. Αντίστοιχα, ενώ η Ελλάς το 1453 εισήρχετο στον Μεσαίωνα, η Δύση απομακρύνετο από αυτόν και ενεφανίζετο ο Ανθρωπισμός, η Αναγέννηση κ.λπ.
8. Συνεπώς, η μορφολογία της αγοράς εργασίας το 2010 ήταν: 1 εκατ. αυτοαπασχολούμενοι, 1 εκατ. υπάλληλοι στον στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, 0,6 εκατ. αγρότες και οι λοιποί απασχολούντο σε χειροτεχνίες ή βιοτεχνίες. Οι εργαζόμενοι σε αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί βιομηχανία ήταν ασήμαντο ποσοστό.
9. Το ίδιο συμβαίνει και με τα γερμανικά λόγου χάριν. Όμως η ενοποίηση των Γερμανιών έδωσε τη δικαιολογία, ώστε οι μισθοί, στην ενωμένη χώρα, σε διάστημα εικοσαετίας (1991-2011) να ανέλθουν ολίγο. Περαιτέρω, μεγάλος όγκος των γερμανικών εξαγωγών κατευθύνεται εντός της ευρωζώνης, με συνέπεια να μην επηρεάζονται ιδιαίτερα έντονα από την πορεία του ευρώ. Από το άλλο μέρος, λόγω της υψηλής ποιότητος των προϊόντων της, η χώρα αυτή καταφέρνει να εξάγει και σε άλλες περιοχές (εκτός ευρωζώνης) – έστω και αν είναι ακριβότερη από τις ανταγωνίστριες – εξαιτίας του ονόματος (σήμα κατατεθέν) των εμπορευμάτων της και του μιμητισμού – επίδειξης (demonstration effect ). Ο Κινέζος ή ο Ρώσος ολιγάρχης ή τα μεσαία στρώματα των αναπτυσσομένων κρατών στρέφονται «πάντα» στα επώνυμα – ακριβά – προϊόντα. Το ότι είναι ακριβά, αλλά ταυτόχρονα ποιοτικά, τα κάνει και γι’ αυτόν τον λόγο ελκυστικότερα (από το αν ήταν φθηνότερα).
Πηγή: topontiki.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου