Ο
Έντβαρντ Μουνκ αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εξπρεσιονιστές
ζωγράφους παγκοσμίως και έναν από τους διασημότερους στην ιδιαίτερη
πατρίδα του τη Νορβηγία.
Ο Μουνκ γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1863
στο Løten της Νορβηγίας και ήταν γιος του Christian Munch ενός
στρατιωτικού γιατρού, ο οποίος είχε παντρευτεί την μητέρα του Laura
Cathrine Bjølstad το 1861. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην πόλη
Kristiania που σήμερα αποτελεί το γνωστό Όσλο, την πρωτεύουσα της χώρας.
Η οικογένεια του αν και ήταν δεμένη είχε χτυπηθεί πολλές φορές από
ανθρώπινες απώλειες. Όντας ακόμα μικρός ο Μουνκ έχασε αρχικά τη μητέρα
του από φυματίωση το 1868 και λίγα χρόνια αργότερα και την αγαπημένη του
αδερφή χτυπημένη από την ίδια ασθένεια.
Ο πατέρας του μετά το θάνατο της μητέρας του
προσπάθησε να αναθρέψει μόνος του εκείνον και τα υπόλοιπα αδέρφια του
και η διαπαιδαγώγησή τους ήταν βαθιά θρησκευτική. Οι αμαρτίες δεν είχαν
θέση στο σπίτι του Μουνκ και ο πατέρας είχε περάσει υποσυνείδητα το φόβο
της τιμωρίας της ψυχής στα παιδιά του προσπαθώντας να διατηρήσει
ακέραιους τους χαρακτήρες τους. Παράλληλα, μία από τις αδερφές του Μουνκ
είχε διαγνωσθεί με διανοητική στέρηση ενώ και ο ίδιος ο Μουνκ ήταν
φιλάσθενος από μικρός.
Το 1879, ο Μουνκ ξεκινάει να παρακολουθεί
μαθήματα μηχανολογίας σε τεχνικό κολλέγιο αλλά η κακή του υγεία δεν του
επιτρέπει να τα παρακολουθήσει όπως θα ήθελε και σύντομα θα τα παρατήσει
για να ξεκινήσει η καλλιτεχνική του πορεία.
Το 1881 εγγράφεται στο βασιλικό σχολείο τέχνης
έχοντας καθηγητές τον γλύπτη Julius Middelthun και τον ζωγράφο Christian
Krohg, ενώ το 1885 λαμβάνει μια υποτροφία για σπουδές 3 εβδομάδων στο
Παρίσι. Ένα χρόνο αργότερα αρχίζει να εργάζεται επάνω στο πρώτο του
ουσιαστικά έργο το ‘The Sick Child’ εξερευνώντας τα
σκοτάδια των νεανικών του χρόνων επηρεασμένος από τον θάνατο της αδερφής
του. Στο έργο του ο Μουνκ απέφυγε τη νατουραλιστική προσέγγιση του
Hrogh και άρχισε να ενσωματώνει εξπρεσιονιστικές τάσεις. Θέματά του
πάντα στάθηκαν ο θάνατος, η ασθένεια, η ψυχική οδύνη και πως θα μπορούσε
διαφορετικά αφού ήταν αυτά που είχαν κυριαρχήσει στη ζωή του από τα
παιδικά του χρόνια.
Αν και το ‘The Sick Child’ δεν είχε αρχικά εκτιμηθεί δεόντως από τους κριτικούς εντούτοις παραμένει ένα από τα σημαντικότερα έργα του μαζί με το ‘The Day After’ και το ‘Puberty’
εκείνης της περιόδου καθώς γίνεται αντιληπτό ότι ο καλλιτέχνης θέλησε
να αποτυπώσει επάνω στον καμβά του εκείνο που έβλεπε η ψυχή του και όχι
τα μάτια του.
Το 1889 σε ηλικία 26 ετών ο Μουνκ θα κάνει την
πρώτη του αναδρομική έκθεση παρουσιάζοντας τα έργα του στο Norwegian
Students’ Association στο Όσλο. Η έκθεση στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία
καθώς επέλεξε να παρουσιάσει τους πιο φωτεινούς από τους πίνακές του
λαμβάνοντας ως ανταμοιβή ένα ταξίδι στο Παρίσι για να συνεχίσει τις
σπουδές του, όπου και θα παραμείνει για τα επόμενα τρία χρόνια.
Μετά το θάνατο του πατέρα του ο Μουνκ θα
επιστρέψει στο Παρίσι όπου θα έρθει σε επαφή με το κίνημα των
μετα-ιμπρεσιονιστών και θα εκθέσει έργα του αυτή τη φορά στο Artists’ Association
στο Βερολίνο. Η έκθεση αποδείχτηκε μια ‘καταστροφική επιτυχία’ καθώς
είχε κερδίσει το κοινό όμως οι κριτικοί κατήγγειλαν το έργο του ως
αναρχικό και διέκοψαν την έκθεση μετά την πρώτη εβδομάδα. Παρ΄όλα αυτά
όμως ο Μουνκ είχε γίνει οικείος καλλιτέχνης στη Γερμανία και τα επόμενα
χρόνια δούλεψε συνεχώς τόσο στη Γερμανία όσο και στο Παρίσι εκθέτοντας
τα έργα του.
Το 1891, ο Μουνκ θα αρχίσει
να φιλοτεχνεί το πιο γνωστό του έργο, την ‘Κραυγή’ κάνοντας διάφορες
παραλλαγές της και χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές, ενώ το 1896
ξεκίνησε να πειραματίζεται με λιθογραφίες, φωτογραφίες και ξυλογραφίες
συνεργαζόμενος με τον Auguste Clot.
Από το 1902 ο Μουνκ αντιμετωπίζει έντονες
ψυχολογικές μεταπτώσεις και η συναισθηματική του υγεία διαταράσσεται
φέρνοντας στην επιφάνεια τα παιδικά του τραύματα αλλά και τη μάχη που
έδινε με τον αλκοολισμό. Μάλιστα, ο καλλιτέχνης αποπειράθηκε να
αυτοκτονήσει ανεπιτυχώς ευτυχώς εκείνο το διάστημα και θέλοντας να
ξορκίσει τους προσωπικούς του δαίμονες στρέφεται ακόμα πιο εντατικά στη
ζωγραφική επιλέγοντας θέματα λιγότερο εσωστρεφή.
Ωστόσο, το 1908 βασανιζόμενος από μανία καταδίωξης και αρκετές παραισθήσεις, ο Μουνκ θα μπει στην κλινική του Dr. Daniel Jacobson όπου θα παραμείνει για 8 μήνες μέχρι να επανέλθει. Μετά την έξοδό του από την κλινική επιστρέφει στη Νορβηγία όπου θα συνεχίσει να ζωγραφίζει αυτή τη φορά δίνοντας έμφαση σε θέματα φύσης με πιο ζωηρά χρώματα και λιγότερο απαισιόδοξα. Τα έργα του δεν σταματούν να εκθέτονται σε όλο τον κόσμο προκαλώντας πάντα αντίθετα συναισθήματα και κριτικές, ενώ το 1916, ο Μουνχ αγοράζει το κτήμα Ekely έξω από το Όσλο στο οποίο παρέμεινε για το υπόλοιπο της ζωής του.
Ωστόσο, το 1908 βασανιζόμενος από μανία καταδίωξης και αρκετές παραισθήσεις, ο Μουνκ θα μπει στην κλινική του Dr. Daniel Jacobson όπου θα παραμείνει για 8 μήνες μέχρι να επανέλθει. Μετά την έξοδό του από την κλινική επιστρέφει στη Νορβηγία όπου θα συνεχίσει να ζωγραφίζει αυτή τη φορά δίνοντας έμφαση σε θέματα φύσης με πιο ζωηρά χρώματα και λιγότερο απαισιόδοξα. Τα έργα του δεν σταματούν να εκθέτονται σε όλο τον κόσμο προκαλώντας πάντα αντίθετα συναισθήματα και κριτικές, ενώ το 1916, ο Μουνχ αγοράζει το κτήμα Ekely έξω από το Όσλο στο οποίο παρέμεινε για το υπόλοιπο της ζωής του.
Παραμένοντας στη Νορβηγία συνεχίζει να
φιλοτεχνεί έργα για Νορβηγικά ινστιτούτα και εργοστάσια ενώ πλέον ζει
μια ήρεμη ζωή παρά το γεγονός ότι το έργο του δε σταματάει να παράγει
διαμάχες όπου παρουσιάζεται. Μάλιστα το 1937, οι Ναζί κατήγγειλαν το
έργο του ως ‘εκφυλισμένη τέχνη’ και απέσυραν τους πίνακές του από τις
γερμανικές γκαλερί.
Τρία χρόνια αργότερα ο Μουνκ θα αποφασίσει να
τελειώσει την προσωπική του συλλογή για την πόλη του Όσλο πιθανότατα
διαισθανόμενος το τέλος που πλησίαζε.
Στις 23 Ιανουαρίου του 1944, ο μεγάλος Νορβηγός
ζωγράφος θα περάσει στην αιωνιότητα σε ηλικία 81 ετών αφήνοντας πίσω
του μία από τις σημαντικότερες καλλιτεχνικές συλλογές.
Ο Μουνκ υπήρξε ένας οραματιστής καλλιτέχνης και
το έργο του δίνει την αίσθηση της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης
ψυχής. Ίσως και γι΄ αυτό οι πίνακές του να δημιουργούσαν τόσες αντίθετες
απόψεις από τους κριτικούς. Η πραγματικότητα πάντως παραμένει ότι τα
έργα του θα μείνουν πάντα ιδιαίτερα και θα δίνουν την μοναδική αίσθηση
που χαρακτηρίζει και αποπνέει το Όσλο.
http://www.capital.gr/weekend_articles.asp?id=1475661&ppg=1
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου