Στις περισσότερες έρευνες που
διεξάγονται τις τελευταίες δεκαετίες οκτώ στους δέκα Ελληνες δηλώνουν
ότι πιστεύουν στον Θεό ενώ σε συντριπτική πλειονότητα θεωρούν την
ορθόδοξη πίστη στοιχείο της προσωπικής τους ταυτότητας. Και όμως, ενώ
όλοι σχεδόν το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου θα συρρεύσουν με τις λαμπάδες
τους στις εκκλησίες, ακριβώς μετά τα μεσάνυχτα και προτού καλά-καλά
ψαλεί το τρίτο «Χριστός Ανέστη» θα φύγουν βιαστικά για να προλάβουν τη
μαγειρίτσα τους.
Παράδοξο; Ισως όχι ακριβώς, θα σας απαντήσουν οι ειδικοί, σίγουρα όμως απεικονίζει μια σύνθετη, θα μπορούσε να πει κανείς, «ιδιοσυγκρασιακή» σχέση, αν όχι με το θείο, τουλάχιστον με τον «τύπο» της λατρείας. Ετσι κι αλλιώς οι κοινωνιολογικές έρευνες, όπως υπογραμμίζει ο Χρήστος Τσιρώνης, λέκτορας της Κοινωνικής Θεωρίας του Σύγχρονου Πολιτισμού στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, δεν μπορούν να δώσουν πολύ «εσωτερικές» απαντήσεις.
«Στις κοινωνικές επιστήμες, ή τουλάχιστον στην έρευνα της θρησκείας, εμείς μπορούμε να προσεγγίσουμε μόνο το μετρήσιμο. Μετράμε δηλαδή ό,τι μετριέται» λέει ο επιστήμονας μιλώντας στο «Βήμα». «Αρα μετράμε μόνο κοινωνικές εκδηλώσεις, κοινωνικές εκφάνσεις. Η ουσία της πίστης, ο πυρήνας της, αν θέλετε, είναι έξω από το πεδίο των κοινωνικών επιστημών. Δεν μπορώ να μετρήσω δηλαδή την πίστη ενός ανθρώπου. Μπορώ να καταγράψω πώς εκφράζει την πίστη του αυτός ο άνθρωπος».
Πρωταθλητές στη δήλωση πίστης
Στη μετρήσιμη αυτή έκφανση και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο οι Ελληνες εμφανίζουν σταθερά δείκτη θρησκευτικότητας υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το ποσοστό των πολιτών της ΕΕ που δηλώνουν ότι πιστεύουν στον Θεό είναι 52% ενώ στην Ελλάδα ανέρχεται στο 81%. Επίσης οι Ελληνες δηλώνουν ότι προσεύχονται σε υψηλότερο ποσοστό από τους άλλους Ευρωπαίους ενώ 56% δηλώνουν ότι σκέφτονται συχνά για το νόημα και τον σκοπό της ζωής σε σχέση με 35% στην υπόλοιπη ΕΕ.
Σε εθνικό επίπεδο τα ποσοστά θρησκευτικότητας εμφανίζονται σε κάποιες έρευνες υψηλότερα στις μεγαλύτερες ηλικίες και στις γυναίκες, όπως επίσης στον πληθυσμό με κατώτερο μορφωτικό επίπεδο και στις αγροτικές περιοχές. Οπως όμως επισημαίνει ο κ. Τσιρώνης, η παρατήρηση αυτή χρήζει περαιτέρω διερεύνησης εφόσον ενδέχεται να υπεισέρχονται άλλοι παράγοντες – π.χ. σε κάποιον με υψηλό μορφωτικό επίπεδο η θρησκευτικότητα ενδέχεται να είναι λιγότερο επιφανειακή ενώ στις αγροτικές περιοχές ο εκκλησιασμός μπορεί να αποτελεί κατά κάποιον τρόπο και κοινωνική επιταγή.
Στην αντιπαραβολή της θρησκευτικότητας των Ελλήνων με αυτή των άλλων πολιτών της ΕΕ εμφανίζονται ωστόσο και μερικά παράδοξα. Για παράδειγμα, αν και στη δήλωση πίστης στον Θεό οι Ελληνες υπερέχουν κατά πολύ του ευρωπαϊκού μέσου όρου, τα ποσοστά του εβδομαδιαίου εκκλησιασμού στη χώρα μας είναι χαμηλότερα από αυτά άλλων χωρών. Εδώ εμπλέκονται πολιτισμικοί παράγοντες και ιδιαιτερότητες της κάθε θρησκευτικής παράδοσης. Στην καθολική παράδοση, για παράδειγμα, ο εκκλησιασμός έχει πολύ πιο «υποχρεωτικό» χαρακτήρα ενώ στην ορθόδοξη, πέραν του εβδομαδιαίου εκκλησιασμού υπάρχουν και άλλες τελετές, όπως οι Χαιρετισμοί ή οι λειτουργίες σε μοναστήρια, ενώ η πίστη εκδηλώνεται και με πιο «προσωπικούς» τρόπους, όπως η νηστεία, τα τάματα, η προσευχή ή το να ανάψει κανείς ένα κερί.
Σαν στο σπίτι μας
Γενικώς η ορθόδοξη παράδοση χαρακτηρίζεται από λιγότερο νομικισμό και τυπολατρία από τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις – είναι, θα μπορούσε να πει κανείς, πιο «ελεύθερη» και αυτό φαίνεται να αποτυπώνεται με ποικίλους τρόπους. «Αν θα πάει κανείς, ας πούμε, σε μια εκκλησία στην Ελλάδα αυτό που θα παρατηρήσει ενδεχομένως είναι ο κόσμος να μπαίνει και να βγαίνει ή τα παιδιά να κινούνται μέσα, κάποιοι μιλάνε, είναι μια εικόνα που δεν την έχεις σε άλλες εκκλησίες» επισημαίνει ο επιστήμονας. Πού οφείλεται αυτό; «Μπορεί να ερμηνευθεί με πολλούς τρόπους» απαντά.«Πάντως διαπιστώνουμε ότι υπάρχει και μια διαφορά στη θεώρηση που έχουν οι άνθρωποι σε σχέση με την εκκλησία». Κάποιοι θεολόγοι λένε άλλωστε ότι οι ορθόδοξοι αισθάνονται ότι βρίσκονται στο σπίτι του πατέρα τους, οπότε φέρονται και με την ανάλογη ελευθερία.
Γενικώς η εικόνα της θρησκευτικότητας των Ελλήνων δεν είναι καθόλου απλή. «Ως παράδειγμα, θα σας πω το εξής» λέει ο κ. Τσιρώνης. «Ξέρουμε ότι η Ελλάδα είναι από τις λίγες, ελάχιστες χώρες παγκοσμίως όπου οι αλυσίδες πρόχειρου φαγητού έχουν οργανώσει πρόγραμμα νηστείας. Δεν υπάρχει αυτό σε άλλες χώρες. Το ερώτημα είναι, οι άνθρωποι που νηστεύουν το κάνουν ανταποκρινόμενοι σε μια βαθιά, εσωτερική πτυχή της θρησκευτικότητάς τους; Είναι ένα πολιτισμικό στοιχείο; Είναι κάτι που αντικατοπτρίζει πλήρως την πίστη; Εδώ τα πράγματα είναι αρκετά μπλεγμένα».
Οι συγκυρίες και η κρίση
Για να λυθούν αυτές οι απορίες χρειάζονται ποιοτικές, και όχι ποσοτικές αναλύσεις, και αυτές δεν είναι τόσο εκτεταμένες ώστε να δώσουν μια σαφή εικόνα ή να αναδείξουν κάποια τάση. Οι απαντήσεις άλλωστε, τόσο στις ποσοτικές όσο και στις ποιοτικές έρευνες, επηρεάζονται, όπως υπογραμμίζει ο επιστήμονας, και από τη συγκυρία – αν π.χ. οι συνεντεύξεις παίρνονται τη Μεγάλη Εβδομάδα ή σε περίοδο που έχει ξεσπάσει κάποιο σκάνδαλο.
Γενικώς πάντως τα τελευταία χρόνια έχει καταγραφεί τόσο μια σχετική αποδυνάμωση των ποσοστών θρησκευτικότητας στην Ελλάδα (σύμφωνα με την έρευνα ESS4 του 2010, 19,9% των Ελλήνων δήλωσαν ότι είναι πολύ θρήσκοι το 2009 σε σχέση με 42,9% το 2002-3 ενώ 5,9% δήλωσαν ότι δεν είναι καθόλου θρήσκοι σε σχέση με 2,2% στην αρχή της δεκαετίας) όσο και ένα φαινόμενο του «πιστεύειν χωρίς ανήκειν ή και ανήκειν χωρίς πιστεύειν», το οποίο απεικονίζει μια εξατομικευμένη προσέγγιση και μια αποσύνδεση της θρησκευτικής πίστης από τους θεσμούς (κάποιοι π.χ. αν και δηλώνουν πιστοί, λένε ότι δεν θέλουν να έχουν σχέση με τον θρησκευτικό θεσμό ή ότι δεν πιστεύουν στην Ανάσταση).
Εχουν επιφέρει τα αδιέξοδα της οικονομικής κρίσης μια μεγαλύτερη στροφή των Ελλήνων προς τον Θεό, ή έστω προς την Εκκλησία; «Αυτή τη στιγμή δεν είναι εύκολο να το πούμε» λέει ο κ. Τσιρώνης. «Υπάρχουν κάποιες προτάσεις που υποστηρίζουν ότι ναι, αλλά εγώ θεωρώ ότι είναι καλό να έχουμε έστω μια μικρή χρονική απόσταση από τα γεγονότα για να αντιληφθούμε σαφώς τι είναι αυτό που μετράμε. Δηλαδή είναι καλύτερα να έχουμε μια πιο σώφρονα στάση και να μη βιαστούμε να πούμε τι ακριβώς συμβαίνει. Αλλωστε, θεολογικά μιλώντας, το πασχάλιο μήνυμα της Σταύρωσης και της Ανάστασης δεν είναι ατομικό φύλλο πορείας αλλά μια πρόσκληση κοινωνίας με τον Θεό και τον άνθρωπο»
Παράδοξο; Ισως όχι ακριβώς, θα σας απαντήσουν οι ειδικοί, σίγουρα όμως απεικονίζει μια σύνθετη, θα μπορούσε να πει κανείς, «ιδιοσυγκρασιακή» σχέση, αν όχι με το θείο, τουλάχιστον με τον «τύπο» της λατρείας. Ετσι κι αλλιώς οι κοινωνιολογικές έρευνες, όπως υπογραμμίζει ο Χρήστος Τσιρώνης, λέκτορας της Κοινωνικής Θεωρίας του Σύγχρονου Πολιτισμού στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, δεν μπορούν να δώσουν πολύ «εσωτερικές» απαντήσεις.
«Στις κοινωνικές επιστήμες, ή τουλάχιστον στην έρευνα της θρησκείας, εμείς μπορούμε να προσεγγίσουμε μόνο το μετρήσιμο. Μετράμε δηλαδή ό,τι μετριέται» λέει ο επιστήμονας μιλώντας στο «Βήμα». «Αρα μετράμε μόνο κοινωνικές εκδηλώσεις, κοινωνικές εκφάνσεις. Η ουσία της πίστης, ο πυρήνας της, αν θέλετε, είναι έξω από το πεδίο των κοινωνικών επιστημών. Δεν μπορώ να μετρήσω δηλαδή την πίστη ενός ανθρώπου. Μπορώ να καταγράψω πώς εκφράζει την πίστη του αυτός ο άνθρωπος».
Πρωταθλητές στη δήλωση πίστης
Στη μετρήσιμη αυτή έκφανση και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο οι Ελληνες εμφανίζουν σταθερά δείκτη θρησκευτικότητας υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το ποσοστό των πολιτών της ΕΕ που δηλώνουν ότι πιστεύουν στον Θεό είναι 52% ενώ στην Ελλάδα ανέρχεται στο 81%. Επίσης οι Ελληνες δηλώνουν ότι προσεύχονται σε υψηλότερο ποσοστό από τους άλλους Ευρωπαίους ενώ 56% δηλώνουν ότι σκέφτονται συχνά για το νόημα και τον σκοπό της ζωής σε σχέση με 35% στην υπόλοιπη ΕΕ.
Σε εθνικό επίπεδο τα ποσοστά θρησκευτικότητας εμφανίζονται σε κάποιες έρευνες υψηλότερα στις μεγαλύτερες ηλικίες και στις γυναίκες, όπως επίσης στον πληθυσμό με κατώτερο μορφωτικό επίπεδο και στις αγροτικές περιοχές. Οπως όμως επισημαίνει ο κ. Τσιρώνης, η παρατήρηση αυτή χρήζει περαιτέρω διερεύνησης εφόσον ενδέχεται να υπεισέρχονται άλλοι παράγοντες – π.χ. σε κάποιον με υψηλό μορφωτικό επίπεδο η θρησκευτικότητα ενδέχεται να είναι λιγότερο επιφανειακή ενώ στις αγροτικές περιοχές ο εκκλησιασμός μπορεί να αποτελεί κατά κάποιον τρόπο και κοινωνική επιταγή.
Στην αντιπαραβολή της θρησκευτικότητας των Ελλήνων με αυτή των άλλων πολιτών της ΕΕ εμφανίζονται ωστόσο και μερικά παράδοξα. Για παράδειγμα, αν και στη δήλωση πίστης στον Θεό οι Ελληνες υπερέχουν κατά πολύ του ευρωπαϊκού μέσου όρου, τα ποσοστά του εβδομαδιαίου εκκλησιασμού στη χώρα μας είναι χαμηλότερα από αυτά άλλων χωρών. Εδώ εμπλέκονται πολιτισμικοί παράγοντες και ιδιαιτερότητες της κάθε θρησκευτικής παράδοσης. Στην καθολική παράδοση, για παράδειγμα, ο εκκλησιασμός έχει πολύ πιο «υποχρεωτικό» χαρακτήρα ενώ στην ορθόδοξη, πέραν του εβδομαδιαίου εκκλησιασμού υπάρχουν και άλλες τελετές, όπως οι Χαιρετισμοί ή οι λειτουργίες σε μοναστήρια, ενώ η πίστη εκδηλώνεται και με πιο «προσωπικούς» τρόπους, όπως η νηστεία, τα τάματα, η προσευχή ή το να ανάψει κανείς ένα κερί.
Σαν στο σπίτι μας
Γενικώς η ορθόδοξη παράδοση χαρακτηρίζεται από λιγότερο νομικισμό και τυπολατρία από τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις – είναι, θα μπορούσε να πει κανείς, πιο «ελεύθερη» και αυτό φαίνεται να αποτυπώνεται με ποικίλους τρόπους. «Αν θα πάει κανείς, ας πούμε, σε μια εκκλησία στην Ελλάδα αυτό που θα παρατηρήσει ενδεχομένως είναι ο κόσμος να μπαίνει και να βγαίνει ή τα παιδιά να κινούνται μέσα, κάποιοι μιλάνε, είναι μια εικόνα που δεν την έχεις σε άλλες εκκλησίες» επισημαίνει ο επιστήμονας. Πού οφείλεται αυτό; «Μπορεί να ερμηνευθεί με πολλούς τρόπους» απαντά.«Πάντως διαπιστώνουμε ότι υπάρχει και μια διαφορά στη θεώρηση που έχουν οι άνθρωποι σε σχέση με την εκκλησία». Κάποιοι θεολόγοι λένε άλλωστε ότι οι ορθόδοξοι αισθάνονται ότι βρίσκονται στο σπίτι του πατέρα τους, οπότε φέρονται και με την ανάλογη ελευθερία.
Γενικώς η εικόνα της θρησκευτικότητας των Ελλήνων δεν είναι καθόλου απλή. «Ως παράδειγμα, θα σας πω το εξής» λέει ο κ. Τσιρώνης. «Ξέρουμε ότι η Ελλάδα είναι από τις λίγες, ελάχιστες χώρες παγκοσμίως όπου οι αλυσίδες πρόχειρου φαγητού έχουν οργανώσει πρόγραμμα νηστείας. Δεν υπάρχει αυτό σε άλλες χώρες. Το ερώτημα είναι, οι άνθρωποι που νηστεύουν το κάνουν ανταποκρινόμενοι σε μια βαθιά, εσωτερική πτυχή της θρησκευτικότητάς τους; Είναι ένα πολιτισμικό στοιχείο; Είναι κάτι που αντικατοπτρίζει πλήρως την πίστη; Εδώ τα πράγματα είναι αρκετά μπλεγμένα».
Οι συγκυρίες και η κρίση
Για να λυθούν αυτές οι απορίες χρειάζονται ποιοτικές, και όχι ποσοτικές αναλύσεις, και αυτές δεν είναι τόσο εκτεταμένες ώστε να δώσουν μια σαφή εικόνα ή να αναδείξουν κάποια τάση. Οι απαντήσεις άλλωστε, τόσο στις ποσοτικές όσο και στις ποιοτικές έρευνες, επηρεάζονται, όπως υπογραμμίζει ο επιστήμονας, και από τη συγκυρία – αν π.χ. οι συνεντεύξεις παίρνονται τη Μεγάλη Εβδομάδα ή σε περίοδο που έχει ξεσπάσει κάποιο σκάνδαλο.
Γενικώς πάντως τα τελευταία χρόνια έχει καταγραφεί τόσο μια σχετική αποδυνάμωση των ποσοστών θρησκευτικότητας στην Ελλάδα (σύμφωνα με την έρευνα ESS4 του 2010, 19,9% των Ελλήνων δήλωσαν ότι είναι πολύ θρήσκοι το 2009 σε σχέση με 42,9% το 2002-3 ενώ 5,9% δήλωσαν ότι δεν είναι καθόλου θρήσκοι σε σχέση με 2,2% στην αρχή της δεκαετίας) όσο και ένα φαινόμενο του «πιστεύειν χωρίς ανήκειν ή και ανήκειν χωρίς πιστεύειν», το οποίο απεικονίζει μια εξατομικευμένη προσέγγιση και μια αποσύνδεση της θρησκευτικής πίστης από τους θεσμούς (κάποιοι π.χ. αν και δηλώνουν πιστοί, λένε ότι δεν θέλουν να έχουν σχέση με τον θρησκευτικό θεσμό ή ότι δεν πιστεύουν στην Ανάσταση).
Εχουν επιφέρει τα αδιέξοδα της οικονομικής κρίσης μια μεγαλύτερη στροφή των Ελλήνων προς τον Θεό, ή έστω προς την Εκκλησία; «Αυτή τη στιγμή δεν είναι εύκολο να το πούμε» λέει ο κ. Τσιρώνης. «Υπάρχουν κάποιες προτάσεις που υποστηρίζουν ότι ναι, αλλά εγώ θεωρώ ότι είναι καλό να έχουμε έστω μια μικρή χρονική απόσταση από τα γεγονότα για να αντιληφθούμε σαφώς τι είναι αυτό που μετράμε. Δηλαδή είναι καλύτερα να έχουμε μια πιο σώφρονα στάση και να μη βιαστούμε να πούμε τι ακριβώς συμβαίνει. Αλλωστε, θεολογικά μιλώντας, το πασχάλιο μήνυμα της Σταύρωσης και της Ανάστασης δεν είναι ατομικό φύλλο πορείας αλλά μια πρόσκληση κοινωνίας με τον Θεό και τον άνθρωπο»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου