Από τα "Επίκαιρα" 5/1/2012
Σοκ και δέος προκάλεσε η ανακοίνωση του ιάπωνα πρωθυπουργού Γιοσιχίκο Νόντα αμέσως μετά τη συνάντησή του με τον κινέζο ομόλογό του, Γουέν Γιαμπάο, ότι οι δύο χώρες παύουν στο εξής στις διμερείς εμπορικές τους ανταλλαγές να χρησιμοποιούν το δολάριο και όλες οι συναλλαγές θα γίνονται με τη βοήθεια των εθνικών νομισμάτων τους. Μέχρι τώρα κάθε συναλλαγή μεταξύ εταιρειών των δύο χωρών περιελάμβανε την αγορά δολαρίων με την οποία γινόταν η πληρωμή, προσθέτοντας όπως είναι ευνόητο σημαντικό κόστος για τους συναλλασσόμενους, ενώ για τις ΗΠΑ, αντίθετα, απρόσμενα κέρδη τόσο οικονομικά όσο και γεωπολιτικά. Ο εξοβελισμός του δολαρίου από τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας δεν ήταν και η μοναδική ανακοίνωση που σημάδεψε την επίσκεψη του ιάπωνα πρωθυπουργού στο Πεκίνο. Οι δύο ηγέτες ταυτόχρονα ανακοίνωσαν και άλλα μέτρα που από κοινού συγκλίνουν στην στενότερη οικονομική συνεργασία των δύο οικονομικών γιγάντων της Ασίας.
Έγινε γνωστό για παράδειγμα ότι η Ιαπωνική Τράπεζα για τη Διεθνή Συνεργασία θα εκδώσει στην Κίνα ομόλογα σε γιουάν, κίνηση χωρίς προηγούμενο καθώς σε καμία άλλη κυβέρνηση δεν έχει δώσει το Πεκίνο το δικαίωμα να εκμεταλλευτεί την εγχώρια αγορά κεφαλαίων. Ακόμη ανακοινώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι το Τόκιο θα αγοράσει κρατικά ομόλογα της Κίνας. Πρόκειται για μια σειρά από καλά στοχευμένες κινήσεις που ως ζητούμενο έχουν να αυξήσουν το βαθμό ολοκλήρωσης των δύο οικονομιών καθώς οι ίδιες οι κυβερνήσεις με αυτό τον τρόπο υποκινούν τον ιδιωτικό τομέα να προβεί σε αντίστοιχες συνεργασίες.Η συγκεκριμένη εξέλιξη λύνει ένα κρίσιμο ερώτημα που ταλανίζει όχι μόνο τους οικονομικούς παράγοντες αλλά και τις πολιτικές ελίτ του δυτικού κόσμου: Κατά πόσο η κινέζικη ηγεσία ιεραρχεί την οικονομική διείσδυση στην ευρω-αμερικανική αγορά ή, αντίθετα, δίνει προτεραιότητα στην επικράτησή της στην Ασία. Οι πρωτοβουλίες που ανακοινώθηκαν από το Πεκίνο δίνουν μια κατηγορηματική απάντηση: Το Πεκίνο ακολουθεί μια πολιτική που στηρίζεται σε γερά θεμέλια, επιλέγοντας πρώτα να εξαντλήσει τα περιθώρια και τις ανεκμετάλλευτες δυνατότητες που παρέχει η ίδια η Ασία και σε δεύτερο χρόνο θα εισβάλει οικονομικά στις αγορές των ΗΠΑ και της ΕΕ.
Προφανώς, η συγκεκριμένη ιεράρχηση δεν αποκλείει την πρόσφατη απόφαση του Πεκίνου να δώσει 3,5 δις. δολάρια για να αγοράσει την ενεργειακή εταιρεία της Πορτογαλίας που έβγαλε στο σφυρί η κυβέρνηση του Πάσος Κοέλιο. Επίσης είναι συμβατή με την πρόθεσή του να δανειοδοτήσει το ΔΝΤ ώστε ο μισητός οργανισμός να έχει την απαραίτητη επάρκεια κεφαλαίων αν τυχόν και χρειαστεί να στηρίξει την Ιταλία και την Ισπανία σε περίπτωση που αποκλειστούν από τις αγορές ομολόγων. Εξηγεί όμως πολύ καλά γιατί οι χρόνιες προσδοκίες ειδικά των Ευρωπαίων να επωφεληθούν από τα μυθικά συναλλαγματικά αποθέματα του Πεκίνου ύψους 3,2 τρις. δολ. σταθερά αποτυγχάνουν, κι αυτό παρότι η ΕΕ αποτελεί τη νούμερο ένα εξαγωγική αγορά της Κίνας. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις της Κίνας αντίθετα στην ΕΕ είναι εντελώς αναντίστοιχες. Με βάση κινέζικους υπολογισμούς ανήλθαν σε 12 δις. δολάρια και με βάση ευρωπαϊκούς ήταν ακόμη μικρότερες, μόλις 8 δις. δολάρια, ποσά που αντιστοιχούν στο εντυπωσιακά χαμηλό ποσοστό του 0,2% του συνόλου των άμεσων ξένων επενδύσεων στη γηραιά ήπειρο.
Η στενότερη οικονομική συνεργασία Ιαπωνίας και Κίνας
απαντά στην προσπάθεια των ΗΠΑ να διεισδύσουν στην Ασία
Η πραγματικότητα βέβαια είναι πως η Κίνα δεν γυρίζει την πλάτη της στην Ευρώπη από δική της και μόνο επιλογή, ιεραρχώντας την Ασία (αλλά και την Αφρική!). Σημαντικό μέρος ευθύνης σε αυτή την απόφαση έχουν και οι περιορισμοί που έχει θέσει η ίδια η ΕΕ, οι οποίοι κατά μεγάλο μέρος είναι επιβεβλημένοι με κοινωνικά κριτήρια, αποτελώντας για παράδειγμα το τίμημα που πληρώνει η Κίνα για την ανυπαρξία εργατικής νομοθεσίας και τις παραβιάσεις των πιο στοιχειωδών πολιτικών ελευθεριών. Τα περιοριστικά αυτά μέτρα πρόκειται σύντομα να αρθούν στο πλαίσιο σχετικών διαπραγματεύσεων που διεξάγονται μεταξύ Βρυξελλών και Πεκίνου κι ως απόρροια του έρωτα που νιώθει η ΕΕ με το όχι και τόσο κρυφό μυστικό της κινέζικης επιτυχίας.
Η απόφαση ωστόσο της Ιαπωνίας και της Κίνας να συσφίξουν τις οικονομικές σχέσεις τους, παραμερίζοντας με ασυνήθιστη αποφασιστικότητα χρόνιες αντιθέσεις, συνιστά επίσης μια επιθετική απάντηση στην προσπάθεια των ΗΠΑ να διεισδύσουν στην ανατολική Ασία και την Άπω Ανατολή. Η επίμονη προσπάθεια ειδικότερα της Ουάσινγκτον να κρατάει ανοιχτό το μέτωπο του 38ου παράλληλου που χωρίζει τη Βόρεια από τη Νότια Κορέα ισοδυναμεί με ωρολογιακή βόμβα για την περιοχή και πολύ περισσότερο για την ικανότητα της Ιαπωνίας και της Κίνας να ελέγχουν τα του οίκους τους. Ο εξοβελισμός επομένως του δολαρίου από τις μεταξύ τους οικονομικές συναλλαγές θα μπορούσε να συνοδεύεται από τις δύο ασιατικές πολιτικές ηγεσίες και από την ευχή να είναι μόνο η αρχή για να χαρακτηριστεί όλη η περιοχή του Ειρηνικού ως απαγορευμένη ζώνη για την Ουάσινγκτον.
Εξοβελισμός του δολαρίου
Το σχέδιο επομένως υποκατάστασης του δολαρίου από το γουάν και το γιεν συνιστά μια επιθετική κίνηση των δύο χωρών. Δεν είναι όμως μόνο αυτή η πραγματικότητα όσο κι αν υποστηρίζεται από πλήθος ενδείξεων που υπογραμμίζουν την οικονομική ευρωστία των δύο χωρών, όπως για παράδειγμα η απόφαση της Ιαπωνίας να ξεκινήσει τις εξαγωγές όπλων, τερματίζοντας μια απαγόρευση που ίσχυε από το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ή η απόφαση της Κίνας να αναπτύξει στην επόμενη πενταετία ένα φιλόδοξο διαστημικό πρόγραμμα που θα περιλαμβάνει ακόμη και επανδρωμένες αποστολές στο διάστημα και επίσης την ανάπτυξη ενός δικού της συστήματος γεωγραφικού προσδιορισμού (GPS). Υπάρχει ταυτόχρονα και η άλλη όψη. Για την ακρίβεια, πλήθος από ανησυχητικά σημάδια τόσο για την Κίνα όσο και για την Ιαπωνία ότι εισέρχονται σε μια περίοδο μειωμένων προσδοκιών και οικονομικής συρρίκνωσης. Στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου για παράδειγμα το εμπορικό έλλειμμα το Νοέμβρη του 2011 έφθασε σε επίπεδα ρεκόρ από το 1979 που ξεκίνησαν να δημοσιεύονται σχετικά στοιχεία ως αποτέλεσμα τριών αιτιών: της πτώσης των εξαγωγών (λόγω της ύφεσης στην Ευρώπη και σε άλλες χώρες), της ανόδου των εισαγωγών (και ειδικότερα καυσίμων λόγω της καταστροφής στο πυρηνικό εργοστάσιο της Φουκουσίμα τον Μάρτιο του 2011) και της ανατίμησης του εθνικού τους νομίσματος, του γιεν (που κάνει ακριβότερες τις εξαγωγές και φθηνότερες τις εισαγωγές). Σε αυτό το πλαίσιο η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας ανακοίνωσε την επιδείνωση των οικονομικών επιδόσεων της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη.
Για την Κίνα οι προοπτικές είναι πολύ χειρότερες, σε πλήρη αντίθεση με τις μεγαλεπήβολες προοπτικές που διατυπώνονταν έναν χρόνο πριν όταν η οικονομία της «έτρεχε» με ρυθμό 9% ετησίως. Οι προβλέψεις είναι τόσο δυσοίωνες ώστε το ερώτημα εστιάζεται στο κατά πόσο η «προσγείωση» θα είναι ομαλή ή απότομη κι όχι αν θα υπάρξει «προσγείωση». Σε αυτό το συμπέρασμα συνηγορεί η επιβράδυνση των ρυθμών μεγέθυνσης, η πτώση της παραγωγής σε κρίσιμους κλάδους όπως ο χάλυβας, η μείωση των εξαγωγών, η φούσκα στην αγορά ακινήτων, η κρίση χρέους που παρατηρείται στην περιφερειακή και τοπική διακυβέρνηση, οι κλυδωνισμοί που δέχονται οι τράπεζες της, σειρά σκανδάλων απάτης με επίκεντρο πολυεθνικές της που δημιουργούν αμφιβολίες για την πραγματική ευρωστία τους κ.α.
Κατ’ άλλους όμως η αδιαμφισβήτητη κόπωση που εμφανίζει η Κίνα αποτελεί συνάρτηση της εξάντλησης ενός μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης και προσέλκυσης επενδύσεων που στηρίχθηκε στην βάρβαρη εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας που ως συνδικαλιστική έκφραση είχε ένα σώμα τεχνοκρατών διορισμένων από την κυβέρνηση. Ανέφερε για παράδειγμα στέλεχος της τράπεζας Barclays στους Financial Times της προηγούμενης Πέμπτης 29 Δεκεμβρίου: «Το αποκαλούμενο μοντέλο της φθηνής εργασίας έχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα και δεν δουλεύει πλέον άλλο. Η ψυχολογία των εργατών έχει αλλάξει σημαντικά», δήλωνε ο τραπεζίτης στο ρεπορτάζ της βρετανικής εφημερίδας με αφορμή μια μεγάλη απεργία στο κινέζικο εργοστάσιο της κορεάτικης εταιρείας παραγωγής προϊόντων υψηλής τεχνολογίας LG, όπου συμμετείχαν 8.000 εργάτες. «Πέντε ή δέκα χρόνια πριν αυτά τα άτομα ένιωθαν απλώς τυχερά να βρουν μια δουλειά γιατί υπήρχε υπερπροσφορά εργασίας. Τώρα όμως συμβαίνει το αντίθετο. Υπάρχει έλλειψη εργατικών χρειών, έτσι οι εργάτες έχουν μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη»!
Η επίδειξη δύναμης στο εξωτερικό έρχεται επομένως, κατά ένα τουλάχιστον μέρος, να καλύψει τα ρήγματα που δημιουργούν οι κοινωνικές εντάσεις και η οικονομική κρίση στο εσωτερικό.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου