23 Φεβ 2021

Η ανοξείδωτη Βρετανική μοναρχία

Μετά τη Σκωτία, τη Βόρεια Ιρλανδία και την Ουαλία, ο Βορράς της Αγγλίας είναι μάρτυρας, με τη σειρά του, ενός κινήματος υπέρ της ανεξαρτησίας. Εθνικιστικές εντάσεις, κοινοβουλευτικό χάος συνεπεία του Brexit, πλήρης αποτυχία στη μάχη ενάντια στην πανδημία: η καταιγίδα μοιάζει να παρασέρνει τα πάντα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα πάντα, εκτός από το Στέμμα, που εξακολουθεί να προσφέρει μια αίσθηση συνοχής στην πλειοψηφία των Βρετανών.

Η ανοξείδωτη βρετανική μοναρχία | Αυγή

Έχοντας περιδιαβεί τους γεμάτους αγαλλίαση δρόμους του Λονδίνου την ημέρα της στέψης της βασίλισσας το 1953, οι κοινωνιολόγοι Μάικλ Γιανγκ και Έντουαρντ Σιλς αξιολογούσαν το γεγονός ως μια «μεγαλοπρεπή πράξη εθνικής μετάληψης». Αποκτούσε πλήρως το νόημά της, έγραφαν, ως «μια εμπειρία όχι ατομική, αλλά συλλογική», η οποία συνένωνε χιλιάδες οικογένειες σε μια λαϊκή έξαψη που θύμιζε τους εορτασμούς για τη νίκη επί της ναζιστικής Γερμανίας. Ο αέρας παλλόταν από λαϊκή θέρμη. Ακόμη και οι πορτοφολάδες είχαν σταματήσει τη δουλειά και βασίλευε ένα πνεύμα αδελφοσύνης που θα προξενούσε φρίκη σε «εκείνους που διακατέχονται από την ορθολογιστική προκατάληψη των μορφωμένων ανθρώπων της εποχής μας, κυρίως εκείνους που είναι πολιτικά ριζοσπαστικοί ή φιλελεύθεροι»1.

Σήμερα, κι ενώ οι ανισότητες συνεχώς αμβλύνονται στο Ηνωμένο Βασίλειο, η μοναρχία φαίνεται πως έχει διατηρήσει τη δημοφιλία της. Σχεδόν δύο στους τρεις Βρετανούς εγκρίνουν την ύπαρξή της. Μόνο το 22% επιθυμεί την εξαφάνισή της, με πιο εχθρικούς τους Σκωτσέζους. Εκπληκτικό παράδοξο: όταν οι καιροί είναι δύσκολοι, η βασιλική οικογένεια φαίνεται πως λειτουργεί ως αντιπερισπασμός ή ως παρηγοριά. Στους βασιλικούς γάμους των δέκα τελευταίων χρόνων, πάντα βρισκόταν κάποιος περαστικός που θα διακήρυττε ότι το ηθικό του έθνους χρειαζόταν μια τόνωση. Όπως έγραφε ο Ουώλτερ Μπάτζετ το 1867 στο βιβλίο του Το Αγγλικό Σύνταγμα, ο λαός υποκλίνεται ενώπιον του «θεατρικού θεάματος της κοινωνίας», της οποίας η βασίλισσα είναι το «αποκορύφωμα».

Η λατρεία της παράδοσης

Η Ελισάβετ Β΄ οργώνει τη χώρα, φορώντας, χάριν ορατότητας, ρούχα σε χρώμα βερικοκί, βιολετί και κιτρινοπράσινο: 30% του πληθυσμού διαβεβαιώνει ότι ήδη την έχει δει είτε την έχει συναντήσει. Η ίδια θεωρεί πως το καθήκον να αναζωογονεί τον λαό εμπίπτει στις υποχρεώσεις της, ακόμη κι αν αυτή η αναζωογόνηση είναι σύντομη και περιορισμένη. «Είναι μάλλον ευχάριστο να αισθάνεσαι σαν ένα είδος σφουγγαριού», εκμυστηρευόταν το 1992 σε ένα ντοκιμαντέρ του BBC, αναφερόμενη στη σχέση της με τους υπηκόους της. To «σφουγγάρι» ήταν μεταφορικά η υπηρεσία που θεωρούσε πως όφειλε να τους παρέχει, συνδεδεμένη με την εικόνα ενός «καθημερινού» ηγεμόνα, κοντά στον λαό του2. H συγγραφέας Ζέιντι Σμιθ, σ’ ένα άρθρο για τη «Vogue», σημειώνει πως «η Κυρία Ουίνδσορ» χαίρει ευρείας εκτίμησης εξαιτίας του γούστου της, μιας επιδεικτικής αντιγραφής στοιχείων που θεωρείται πως χαρακτηρίζουν το γούστο των μικρομεσαίων τάξεων: τους σκύλους Κόργκι, τις ιπποδρομίες και την τηλεοπτική σειρά EastEnders3.

Η βασίλισσα απονέμει τις τιμές: είναι μία από τις σπάνιες εξουσίες που της απομένουν. «Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να τους ενθαρρύνεις», είχε επισημάνει και πάλι το 1992. «Ο κόσμος θα ήταν πολύ σκοτεινός χωρίς αυτό.» Οι έπαινοι συνοδεύονται από τη βασιλική υποστήριξη στις αγαθοεργίες, η οποία δηλώνει μια προτίμηση για τη φιλανθρωπία εις βάρος των κοινωνικών υπηρεσιών. Από την ένδοξη επανάσταση του 1688-1689 και μετά, η μοναρχία υποτίθεται πως είναι αποστασιοποιημένη από την πολιτική. Τα δικαιώματά της, σύμφωνα με τη διατύπωση του Μπάτζετ, περιορίζονται «στην παροχή συμβουλών, στην ενθάρρυνση και στην προειδοποίηση». Το αποτέλεσμα είναι ότι τα ζητήματα στα οποία εμπλέκεται η βασιλική οικογένεια, όσο πολιτικά κι αν είναι, πρόθυμα θεωρούνται μη πολιτικής φύσης.

Όταν λόγου χάρη ο πρίγκιπας Γουίλιαμ προασπίζει τις αγαπημένες διεκδικήσεις των μιλένιαλ (εκείνων που έχουν γεννηθεί μεταξύ των αρχών της δεκαετίας του 1980 και του τέλους της δεκαετίας του 1990) σχετικά με την ψυχική υγεία ή την κλιματική αλλαγή, οι διεκδικήσεις αυτές γίνονται μεμιάς συναινετικές και εντάσσονται στην κατηγορία των υψηλών σκοπών, όπως η έρευνα κατά του καρκίνου ή η υποστήριξη στον Ερυθρό Σταυρό. Τον Οκτώβριο του 2020, στο πλαίσιο θυελλωδών συζητήσεων σχετικά με τα κληροδοτήματα της δουλείας και της Αυτοκρατορίας, ο πρίγκηπας Χάρι, που εκείνη τη χρονιά αποστασιοποιήθηκε από τη βασιλική οικογένεια, μίλησε από την πλευρά του για την «αφύπνιση» της συνείδησής του αναφορικά με το ζήτημα του συστημικού ρατσισμού. Ο πιο μαχητικός και συναισθηματικός τρόπος με τον οποίον η μητέρα του Νταϊάνα Σπένσερ, η διάσημη Λαίδη Ντι, οραματιζόταν το πώς θα εκπληρώσει τις ανθρωπιστικές υποχρεώσεις της –επισκεπτόμενη, για παράδειγμα, κάποιο νοσοκομείο προκειμένου να σφίξει το χέρι ενός ασθενή με Aids κάτω από τα φλας των φωτογράφων– προκαλούσε αποστροφή στα μεγαλύτερης ηλικίας μέλη του Οίκου του Ουίνδσορ.

Συχνά, ο θεσμός της βασιλικής οικογένειας χρησιμοποιείται για πολιτικούς σκοπούς στο μέτωπο των πολιτιστικών πολέμων. Ο τωρινός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του ότι «είπε ψέματα στη βασίλισσα» όταν τον Αύγουστο του 2019 την κάλεσε να κηρύξει τη διάλυση του Κοινοβουλίου, προκειμένου εκείνος να έχει ελευθερία κινήσεων στις διαμάχες σχετικά με το Brexit4. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως επικεφαλής του Εργατικού Κόμματος, μεταξύ 2015 και 2020, ο Τζέρεμι Κόρμπιν κατηγορούνταν μονίμως για την έλλειψη σεβασμού προς τη βασίλισσα, εξαιτίας της άρνησής του να υποκλιθεί, να τραγουδήσει τον εθνικό ύμνο ή να παρακολουθήσει το τηλεοπτικό βασιλικό διάγγελμα των Χριστουγέννων –μια ανυπόφορη έλλειψη πατριωτισμού. Η παράξενη ασυλία που προστατεύει την οικογένεια της Ελισάβετ Β΄ ενάντια σε κάθε απόπειρα αναζήτησης ευθυνών εντάσσεται κι εκείνη στο πολιτικό πλαίσιο: ο Μπόρις Τζόνσον γέλασε με την ιδέα να συνδράμει τις αμερικανικές δικαστικές αρχές στις έρευνές τους σχετικά με τον πρίγκηπα Άντριου (ύποπτο για συνέργεια στους βιασμούς που διέπραξε ο αποβιώσας επιχειρηματίας Τζέφρι Έπσταϊν), κάτι που αποφεύγει προσεκτικά να κάνει όταν πρόκειται για τον Τζούλιαν Ασάνζ.

Ανεπιφύλακτα επικεντρωμένος στο ηρωικό νησάκι που απώθησε και νίκησε τους Γερμανούς κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο βρετανικός πατριωτικός μύθος περιπλέκεται υπό το φως διαφόρων δεσμών της βασιλικής οικογένειας με τους Ναζί, δεσμών που φαίνεται πως πηγαίνουν πέρα από μια πεποίθηση που συμμερίζονται οι δυναστικές ιεραρχίες. Οι εγκατεστημένες στη Γερμανία αδελφές του συζύγου της βασίλισσας, πρίγκηπα Φιλίππου, ήταν στενές σύμμαχοι του ναζιστικού κόμματος, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που μία εξ αυτών ονόμασε τον γιο της Αδόλφο. Αφού παραιτήθηκε από τον βασιλικό θρόνο προκειμένου να μπορέσει να παντρευτεί μια διαζευγμένη Αμερικανίδα, ο Εδουάρδος Η΄, θείος της Ελισάβετ, μετέβη στη Γερμανία το 1937, με πρόσκληση και έξοδα του Τρίτου Ράιχ. Συναντήθηκε αυτοπροσώπως με τον Φύρερ μπροστά σε ένα εργοστάσιο πυρομαχικών. Εικόνες τον δείχνουν στον πύργο του Μπαλμόραλ, στη Σκωτία, βασιλική κατοικία την οποία εκτιμά ιδιαιτέρως η οικογένειά του, να διδάσκει τον χιτλερικό χαιρετισμό στις ανηψιές του. Εγκατεστημένος αργότερα στις Μπαχάμες, προσπάθησε να πείσει τις ΗΠΑ να παραμείνουν ουδέτερες κατά τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας. Έτερος θαυμαστής του Αδόλφου Χίτλερ, ο πρώην δούκας της Σαξονίας-Κόμπουργκ, εξάδελφος του παππού της Ελισάβετ, παρευρέθηκε στην κηδεία του βασιλιά φορώντας στολή στρατηγού της οργάνωσης Sturmabteilung (SA, Τάγματα Εφόδου).

Η μακροβιότερη μονάρχης στην ιστορία της Αγγλίας ενσαρκώνει ένα είδος διαχρονικότητας. Από τη διάλυση της Αυτοκρατορίας έως το δημοψήφισμα για το Brexit (2016), περνώντας από το κίνημα του πανκ, το μόνο που άλλαξε ήταν η ηλικία της. Στις ημέρες μας, φορά συνθετικές γούνες, που είναι προτιμότερες από τις φυσικές, ωστόσο, κατά βάθος, η βασίλισσα είναι η ιστορία διατηρημένη στον πάγο. Εμφανίζεται από καιρού εις καιρόν, σε περιπτώσεις καταστροφών, προκειμένου να καθησυχάσει τον λαό της. Σε μια ομιλία που εκφώνησε τον Μάρτιο, στις αρχές του πρώτου εγκλεισμού λόγω της πανδημίας Covid-19, ανέφερε, με πρόσωπο ανέκφραστο, το πολεμικό τραγούδι της Βέρα Λιν Well Meet Again («Θα ξαναβρεθούμε»).

Η αδιάσπαστη συνέχεια αποτελεί μια πολύτιμη αξία για τους φιλομοναρχικούς. Στο πολιτικό φυλλάδιό του Reflections on the Revolution in France («Στοχασμοί για την Επανάσταση στη Γαλλία») του 1790, ο φιλόσοφος Έντμουντ Μπερκ αντιπαρέβαλε τον επαναστατικό πυρετό του στρατοπέδου των Διαφωτιστών με τις πιο μετρημένες διαθέσεις των συναδέλφων και των συμπατριωτών του. «Τέτοιες συνωμοτικές κλίκες δεν υπάρχουν στην Αγγλία», όπου το Σύνταγμα πηγάζει από την «απλότητα του εθνικού χαρακτήρα μας», διαβεβαίωνε, προσπερνώντας κάπως γρήγορα τον αναβρασμό που γνώρισε η χώρα έναν αιώνα νωρίτερα, ιδίως με την εκτέλεση του Καρόλου Α΄. «Είμαστε αποφασισμένοι να διατηρήσουμε μια σταθερή Εκκλησία, μια σταθερή μοναρχία, μια σταθερή αριστοκρατία και μια σταθερή δημοκρατία, την κάθε μία στον βαθμό που της αρμόζει. (…) Είναι το δυστύχημα (και όχι το μεγαλείο, όπως ισχυρίζονται αυτοί οι κύριοι) της εποχής μας ότι τα πάντα υποβάλλονται προς συζήτηση, ως εάν το Σύνταγμα της χώρας μας όφειλε να αποτελεί αντικείμενο διαμαχών και όχι εορτασμών.»

Η λατρεία για την παράδοση γίνεται εμφανής, για παράδειγμα, στη μονιμότητα της παράξενης νομικής έννοιας τού «βασιλικού προνομίου», δυνάμει του οποίου η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να οικειοποιηθεί εξουσίες που κατείχε άλλοτε το Στέμμα και που της επιτρέπουν να δράσει εκτός των ορίων της νομοθεσίας. Σε αυτό το πλαίσιο, όπως υπογράμμιζε ο θεωρητικός της πολιτικής Χάρολντ Τζ. Λάσκι, «το Στέμμα είναι ένα ευγενές ιερογλυφικό»5, που επιτρέπει σε πολλούς επισήμους να απεκδυθούν τις ευθύνες τους κρυμμένοι πίσω από ένα πέπλο μυστηρίου. Οι απόπειρες να αναμορφωθούν αυτά τα προνόμια απέτυχαν, στο όνομα της αρχής που υπενθύμισε το 2009 η κυβέρνηση των Νέων Εργατικών του Γκόρντον Μπράουν: «Το Σύνταγμά μας εξελίχθηκε οργανικά με την πάροδο των αιώνων, με τρόπο που δεν υπάρχει λόγος αλλαγής του εξαιτίας κάποιας απλής επιθυμίας να αλλάξει»6.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον ιστορικό Ντέιβιντ Καναντάιν, η συνέχεια μεταξύ των σημερινών τελετουργικών και εκείνων του μακρινού παρελθόντος μάλλον είναι «σε μεγάλο βαθμό απατηλή»7. Ο ιστορικός θεωρεί πως δεν είναι παρά ένα απομεινάρι των φανταχτερών παραδόσεων που αναπτύχθηκαν τον 19ο αιώνα με σκοπό να αντισταθμίσουν την εξασθένηση των εξουσιών της βασιλικής οικογένειας και τον κατατεμαχισμό της αυτοκρατορίας της. Ακολουθώντας αυτή την υπόθεση, θα πρέπει να εγκαθιδρυθούν ακόμη πιο εξεζητημένες παραδόσεις κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών εάν η μοναρχία θέλει να υπερβεί τις προκλήσεις που την περιμένουν. Ο πρίγκηπας Κάρολος, κληρονόμος του θρόνου, κατέκλυζε μέχρι πρότινος την κυβέρνηση με επιστολές σχετικές με την αρχιτεκτονική, την κλιματική αλλαγή και την κοινωνική δυστυχία, ωστόσο υστερεί οικτρά από πλευράς πολιτικής ευπρέπειας, για την οποία διακρίνεται η μητέρα του. Με ένα ποσοστό δημοφιλίας της τάξης του 47%, δεν φτάνει παρά στην έκτη θέση ανάμεσα στις βασιλικές προσωπικότητες που χαίρουν της μεγαλύτερης εκτίμησης. Ορισμένοι φοβούνται πως, με την αποχώρηση της Ελισάβετ, θα κλονιστεί ολόκληρη η μοναρχία. Άλλοι διαδίδουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εξωφρενικές θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες είναι ήδη νεκρή, αναζωπυρώνοντας έτσι τη νοσηρή εμμονή των Βρετανών με το σώμα του μονάρχη τους ως προσωποποίηση του κράτους, είτε θεωρείται πως έχει προσβληθεί από σύφιλη (Ερρίκος Η΄) είτε ότι είναι παρθένα (Ελισάβετ Α΄) είτε ότι πάσχει από ποδάγρα (βασίλισσα Άννα). «Σήμερα, δεν αποκεφαλίζουμε πια τις βασιλικές κυρίες, εξακολουθούμε ωστόσο να τις θυσιάζουμε», παρατηρεί η μυθιστοριογράφος Χίλαρι Μαντέλ αναφορικά με την εμμονή των μέσων ενημέρωσης με το σώμα της Κέιτ Μίντλετον, συζύγου του πρίγκιπα Ουίλιαμ8.

Ένα από τα πλέον κερδοφόρα εμπορικά σήματα

Και στη διεθνή σκηνή, η βρετανική μοναρχία χάνει τη λάμψη της. Πριν από μερικά χρόνια, ακούστηκαν φωνές που ζητούσαν, μετά το πέρας της βασιλείας της Ελισάβετ Β΄, η ηγεσία της Κοινοπολιτείας9 είτε να αναλαμβάνεται εκ περιτροπής από καθένα από τα μέλη της είτε από μια αναγνωρισμένη πολιτική προσωπικότητα, προτού η βασίλισσα καταφέρει να επιβάλει τον Κάρολο ως διάδοχό της. Μόνο περίπου είκοσι χώρες και επικράτειες10 θα χρειαστεί κάποια στιγμή να αντικαταστήσουν τη μορφή της στα χαρτονομίσματά τους. Περισσότερα από τα μισά κράτη της Κοινοπολιτείας –31 από τα 54– είναι δημοκρατίες αυτή τη στιγμή. Τον περασμένο Σεπτέμβριο, η νήσος Μπαρμπάντος αποφάσισε να απομακρύνει τη βασίλισσα από τη θέση του αρχηγού του κράτους. Στην Αυστραλία, το 1999 διεξήχθη ένα δημοψήφισμα γι’ αυτό το θέμα, στο οποίο οι οπαδοί της αβασίλευτης δημοκρατίας έχασαν με μικρή διαφορά. Παρόμοιας φύσης ψηφοφορία πιθανώς θα ακολουθήσει στη Νέα Ζηλανδία, αν πιστέψουμε της πρωθυπουργό Τζασίντα Άρντερν, ενώ το 44% των Καναδών δηλώνουν υπέρ ενός «διαζυγίου» με το βρετανικό Στέμμα (έναντι του 29% το οποίο επιθυμεί το αντίθετο).

Ωστόσο, η νομική και οικονομική μηχανή του Οίκου του Ουίνδσορ –την οποία ο πρίγκηπας Φίλιππος βάφτισε «Εταιρεία» («The Firm»)– είναι απόλυτα προσαρμοσμένη στους σύγχρονους καιρούς. Παραμένει ένα από τα πιο κερδοφόρα εμπορικά σήματα του κόσμου. Μετά από τη φυγή τους στο Λος Άντζελες, ο Χάρι και η σύζυγός του Μέγκαν Μαρκλ μετέτρεψαν στην κυριολεξία την πριγκηπική ιδιότητά τους σε σήμα κατατεθέν, το «Sussex Royal», το οποίο χρησιμοποιούν τόσο ως μονόγραμμα επάνω σε αδιάβροχα όσο και για την παροχή χορηγιών. Μαγεμένη από αυτήν την παραμυθένια ιστορία, η βίβλος του επιχειρηματικού κόσμου, το «Economist», αντιστρέφει την έννοια της κατηγορηματικής φράσης του Καρλ Μαρξ, σύμφωνα με την οποία ο καπιταλισμός θα καταστρέψει τα κατάλοιπα της φεουδαρχίας, προκειμένου να εκφράσει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι η βρετανική μοναρχία «ενίσχυσε τον καπιταλισμό αντί να τον υπονομεύσει»11. Η βασίλισσα αρέσκεται να παρουσιάζεται ως απολίτικη, εργατική και αφοσιωμένη. Είναι οι ίδιες ακριβώς αρετές που δεν θα απαρνούνταν το αφεντικό κάποιας νεοφυούς εταιρείας: «Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μια δουλειά και ύστερα επιστρέφουν στο σπίτι τους, ενώ, στην περίπτωσή μου, η ζωή και η δουλειά είναι απολύτως ένα», έλεγε η βασίλισσα στο BBC το 1992. «Κάποιες φορές, μετανιώνω που δεν είχα περισσότερο χρόνο για τον εαυτό μου.»

Επιπλέον, τον 20ό αιώνα, χάρη στην τηλεόραση και τους παπαράτσι, τα μέλη της βασιλικής οικογένειας έγιναν παγκόσμιες διασημότητες –τον 21ο αιώνα, το σόι έχει χωριστεί σε εκείνους που προχωρούν σε κοινότυπες αποκαλύψεις σχετικά με τους ίδιους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε εκείνους που επιμένουν να διατηρούν το μυστήριο που διασφαλίζει την εξουσία τους. Ενώ η βασίλισσα ουδέποτε παραχώρησε συνέντευξη στον Τύπο και η μοναρχία παραμένει το μόνο κρατικό σώμα που είναι στεγανό απέναντι στην ελευθερία της πληροφόρησης, το Στέμμα αναγκάστηκε να υπερβεί κατά τι την επιθυμία του για εχεμύθεια μετά τον θάνατο της πριγκίπισσας Νταϊάνα στο Παρίσι, στις 31 Αυγούστου του 1997. Όπως υπογράμμιζε ο πρώην διευθυντής της «Monde diplomatique» Ιγνάσιο Ραμονέ, το δυστύχημα στη σήραγγα Αλμά ήταν μια καίρια στιγμή στην ιστορία του Τύπου, ένα «πλανητικό ψυχόδραμα», ενδεικτικό μιας «συγκινησιακής παγκοσμιοποίησης». Η συνεχής ροή, η οποία κατέστη δυνατή από το Διαδίκτυο, η μανιακή προσήλωση στη λεπτομέρεια που επέδειξαν τα ταμπλόιντ και η ογκώδης κάλυψη από τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης συνδυάστηκαν και πυροδότησαν μια κρίση άνευ προηγουμένου: «Η Νταϊάνα εγκατέλειψε τα περιορισμένα, φολκλορικά όρια του λαϊκού για να πατήσει για τα καλά το πόδι της στις σημαντικότερες, “ευγενείς” στήλες των πολιτικών εφημερίδων». Ο θάνατός της υπήρξε «το πρώτο επεισόδιο αυτής της νέας εποχής της παγκόσμιας ενημέρωσης»12.

«Άραγε έχει καρδιά ο Οίκος του Ουίνδσορ;», «Δείξτε μας ότι μας υπολογίζετε», «Πού είναι η βασίλισσα; Πού είναι η σημαία;»: τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων13 βουίζουν από αγανάκτηση όταν το ανάκτορο του Μπάκιγχαμ παραλείπει απροκάλυπτα να υψώσει μεσίστια τη σημαία του Ηνωμένου Βασιλείου όπως θα απαιτούσε, σύμφωνα με εκείνα, η παράδοση στην περίπτωση θανάτου κάποιας βασιλικής προσωπικότητας. Εκείνον τον Σεπτέμβριο του 1997, η βασίλισσα υποχωρεί στη λαϊκή πίεση και καταδέχεται να εκδηλώσει συναισθήματα. Η έκρηξη παγκόσμιας θλίψης που προκάλεσε ο θάνατος της Λαίδης Ναϊάνα –τα δακρυσμένα πλήθη, η κηδεία την οποία παρακολούθησε ο μισός πληθυσμός της Γης, η γέφυρα Αλμά και ο δρόμος έξω από το ανάκτορο του Κένσινγκτον καλυμμένα με βουνά από λουλούδια– απαιτεί μια ανταπόκριση από την πλευρά της βασίλισσας. Στο απευθείας τηλεοπτικό διάγγελμά της, το πρώτο ύστερα από τριάντα οκτώ χρόνια, η Ελισάβετ υιοθετεί έναν προσωπικό, σχεδόν οικείο τόνο, στον οποίον δεν μας έχει συνηθίσει: «Αυτό που σας λέω αυτή τη στιγμή, ως βασίλισσα και ως γιαγιά, βγαίνει από καρδιάς», λέει, ταλαντευόμενη ελαφρώς και απαγγέλλοντας τα λόγια που γράφτηκαν για εκείνην από τον Άλιστερ Κάμπελ,spin doctor (σύμβουλο επικοινωνίας) του πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ.

Το βασιλικό ριάλιτι σόου από το οποίο τρέφονται τα ταμπλόιντ –η βουλιμική νύφη, ο μοιχός γιος, το δύστροπο νόθο παιδί– τονίζει στο μυαλό του κοινού την ανθρώπινη διάσταση του προσωπικού αυτής της μυστικής οργάνωσης. Όπως σημειώνει και πάλι ο Μπάτζετ, «μια οικογένεια στον θρόνο αποτελεί μια ενδιαφέρουσα ιδέα. (…) Μια βασιλική οικογένεια γλυκαίνει την πολιτική ζωή, ενσωματώνοντας όμορφα εποχιακά γεγονότα». Όντως, τα βάσανα της οικογενειακής ζωής προσφέρουν έναν ευπρόσδεκτο περισπασμό μπροστά στην ολοφάνερα αδιασάλευτη εξουσία που ασκεί μια φατρία, της οποίας η εξαιρετικά ξεχωριστή θέση την κάνει άτρωτη σε κάθε μορφή δημοκρατίας.

Πρωταθλήτρια της φοροαποφυγής

Ο Οίκος του Ουίνδσορ κυριαρχεί σε μια κουλτούρα χάρη στην οποία οι πιο εξευγενισμένοι ταξικοί κώδικες, από εκείνους που αφορούν τους υπηρέτες έως την εθιμοτυπία των ομιλιών, έχουν γίνει εθνική ειδικότητα. Η βιομηχανία της βασιλικής κληρονομιάς, που μετατρέπει σε χρήμα το παρελθόν και επινοεί παραδόσεις, απασχολεί περισσότερους εργαζόμενους απ’ όσους η αλιεία και εξορυκτική βιομηχανία μαζί14. Είναι πηγή ποικίλων και προσοδοφόρων πολιτιστικών προϊόντων, όπως οι ταινίες «Η Βασίλισσα»(2006) και «Ο Λόγος του Βασιλιά» (2010) ή ακόμη και η σειρά του Netflix «Το Στέμμα» (πρώτος κύκλος το 2016). Κάθε φορά, οι ηθοποιοί που ενσαρκώνουν τoν μονάρχη δέχονται μια βροχή σημαντικών βραβείων, λες και το να υποδυθούν ένα βασιλικό πρόσωπο αποτελεί κατόρθωμα μεγαλύτερο από το να ενσαρκώσουν οποιονδήποτε άλλο ανθρώπινο ον, λες και θα αποδώσουν επιπλέον νόημα σε έναν θεσμό που, με έναν λίγο ή πολύ διφορούμενο τρόπο, ήδη διαθέτει πολύ.

Κάθε χρόνο, η βασιλική οικογένεια στοιχίζει στη χώρα 67 εκατομμύρια λίρες (75 εκατομμύρια ευρώ). Ασκεί φοροαποφυγή μέσω απαλλαγών15 και διοχέτευσης χρημάτων προς υπεράκτιες εταιρείες16. Η υπογεγραμμένη εγγύηση σε μια αριστοκρατική κλίκα που ελέγχει όλα τα χρηματοδοτικά κυκλώματα έκανε το Σίτυ του Λονδίνου ακόμη πιο ελκυστικό για τους φοροφυγάδες όλου του κόσμου, συμβάλλοντας στην ιλιγγιώδη αύξηση των τιμών και των ενοικίων στη βρετανική πρωτεύουσα. Θεωρητικά, η βασίλισσα κατέχει το ένα έκτο όλων των χερσαίων περιοχών του πλανήτη. Στη διάρκεια μιας πρόσφατης κοινοβουλευτικής συζήτησης με αντικείμενο τη βιομηχανία των θαλάσσιων ανεμογεννητριών, ο Μπόρις Τζόνσον αποκάλεσε το χαρτοφυλάκιο ακινήτων της μοναρχίας, το Crown Estate, «κυρίαρχο του θαλάσσιου βυθού» (14 Οκτωβρίου 2020). Η προσωρινή αναστολή στις εξώσεις ενοικιαστών με διάταγμα της κυβέρνησης προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση της πανδημίας Covid-19 ήρθη τον Σεπτέμβριο, απειλώντας να πετάξει στον δρόμο 55.000 νοικοκυριά. Την ίδια εβδομάδα, έγινε γνωστό ότι κάθε φορολογούμενος θα κατέβαλλε στο Crown Estate μια γενναία προσαύξηση ως μερική αντιστάθμιση των 500 εκατομμυρίων στερλινών που ήταν το ύψος των καταγεγραμμένων απωλειών εσόδων λόγω της πανδημίας στη διαχείριση του χαρτοφυλακίου ακινήτων του.

Κι όμως, εν μέσω των τσακωμών που αναστάτωσαν τη χώρα τα τελευταία χρόνια, σχετικά με το Brexit και την ανεξαρτησία της Σκωτίας, θέματα τόσο στενά συνδεδεμένα με το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας της, η μοναρχία περνά απαρατήρητη.

  1. Edward Shils και Michael Young, «The meaning of the coronation», «The Sociological Review», τόμος 1, τ. 2, Λονδίνο, 1η Δεκεμβρίου 1953.
  2. Elizabeth R: A Year in the Life of the Queen, BBC, 1992.
  3. Zadie Smith, «Mrs Windsor. The reassuring domesticity of our head of state», «Vogue», Λονδίνο, Δεκέμβριος 2017.
  4. Severin Carrell και Owen Bowcott, «Did Johnson lie to the Queen? Key questions in supreme court verdict», «The Guardian», Λονδίνο, 24 Σεπτεμβρίου 2019.
  5. Harold J. Laski, «The responsibility of the State in England», «Harvard Law Review», τόμος 32, τ. 5, Κέιμπριτζ (Μασαχουσέτη), Μάρτιος 1919.
  6. «Review of the executive royal prerogative powers: Final report», Βρετανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης, Λονδίνο, Οκτώβριος 2009.
  7. David Cannadine, «The context, performance and meaning of ritual: The British monarchy and the “invention of tradition”, c. 1820-1977», σε Eric Hobsbawm και Terence Ranger (επιμ.), «The Invention of Tradition», Cambridge University Press, 1983 (στα Ελληνικά: «Η Επινόηση της Παράδοσης», Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2004).
  8. Hilary Mantel, «Royal bodies», «London Review of Books», τόμος 35, τ. 4, 21 Φεβρουαρίου 2013.
  9. Σύνολο πενήντα τεσσάρων κρατών, πρώην βρετανικών εδαφών, που συνδέθηκαν το 1949 υπό τη μορφή μιας ένωσης «ελεύθερων και ισότιμων» χωρών. Η βασίλισσα αναγνωρίζεται ως κεφαλή της Κοινοπολιτείας.
  10. Αγία Ελένη, Αγία Λουκία, Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες, Άγιος Χριστόφορος και Νέβις, Ανγκίλα, Αντίγκουα και Μπαρμπούντα, Αυστραλία, Βερμούδες, Γιβραλτάρ, Γκέρνσεϊ, Γρενάδα, Δομινίκα, Καναδάς, Κύπρος, Μονσεράτ, Μπαχάμες, Μπελίζ, Νέα Ζηλανδία, Νήσοι Κέιμαν, Νήσοι Φώκλαντ, Νήσος του Μαν, Τζέρσεϊ, Τουβαλού.
  11. «Harry, Meghan and Marx», «The Economist», Λονδίνο, 16 Ιανουαρίου 2020.
  12. Ignacio Ramonet, «Contre le mimétisme», «Le Monde diplomatique», Οκτώβριος 1998.
  13. «The Daily Mail», «The Express» και «The Sun», αντίστοιχα.
  14. Sam Wetherell και Laura Gutiιrrez, «It just won’t die», «Jacobin», Νέα Υόρκη, 19 Μαΐου 2018.
  15. John Harris, «“Essentially, the monarchy is corrupt” – will republicanism survive Harry and Meghan?», «The Guardian», 8 Μαΐου 2018.
  16. Hilary Osborne, «Revealed: Queen’s private estate invested millions of pounds offshore», «The Guardian», 5 Νοεμβρίου 2017.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More