Γυναικείες φωνές ασπρόμαυρες, θηλυκές φιγούρες τόλμησαν
–στις αρχές της 10ετίας του ΄50 να σπάσουν τις συμβατικότητες
ενός αυστηρά ανδροκρατούμενου χώρου και ανέβηκαν στο πάλκο με
μόνο όπλο τη φωνή τους, συμβάλοντας αποφασιστικά στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του ρεμπέτικου τραγουδιού.
«Γεννήθηκα για να πονώ…»
Η Σωτηρία Μπέλλου διακίνησε «Ριζοσπάστη» και δε δίστασε να
βρεθεί στα οδοφράγματα του Δεκέμβρη με τ’ όπλο στο χέρι… «Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα…».
Κουβάλησαν στη φωνή τους την προσφυγιά και την εσωτερική μετανάστευση,
η Ρίτα Αμπατζή από τη Σμύρνη ως το Αιγάλεω, η Ρόζα Εσκενάζυ από
την Πόλη ως την Κόρινθο, η Στέλλα Χασκίλ από τη Θεσσαλονίκη, η
Μαρίκα Καναροπούλου από την Προύσα ως την Αθήνα, η Σοφία
Καρίβαλη από τη Σμύρνη ως την Κοκκινιά, η Αγγελίτσα
Παπάζογλου, τυφλή από το ’29 από τη Σμύρνη ως την Κοκκινιά και
αυτή, η άλλη Μαρίκα η Παπαγκίκα ήρθε από την Κω, η Ιωάννα
Γεωργακοπούλου από τη Ζαχάρω και εξέχουσα μεταξύ αυτών η Αρμένισσα Μαρίκα Νίνου, αυτή που μας τραγούδησε την ταπεινοσύνη και τη βυζαντινή παρακμή…
Φωνές που τραγούδησαν «αυστηρά», χωρίς να έχουν ανάγκη τη
«σκηνική παρουσία» για να επιβάλλουν το σεβασμό και να
κερδίσουν την εκτίμηση.
Φωνές που «ξεχάστηκαν» στ’ αυλάκια των δίσκων… Ομως είναι εδώ…
«Παίρνουν» το τελευταίο βραδινό λεωφορείο για τις λαϊκές
γειτονιές, «περιμένουν» υπομονετικά στη στάση, και καμιά φορά
το βλέμμα καρφώνεται στο νυχτερινό ουρανό, καθώς σπρώχνουν με
μια κουρασμένη κίνηση μια τούφα μαλλιά πίσω απ’ τ’ αυτί…
Φωνές που είναι εδώ… Μπορεί να μην τις βλέπουμε.
Μαρίκα Νίνου – Γεννήθηκα για να πονώ
Επανάσταση στο λαϊκό πάλκο και γενικότερα στη λαϊκή μας μουσική έφερε στις αρχές της περιόδου του 1950 η Μαρίκα Νίνου (Μαρίκα ή Ευαγγελία Νικολαΐδου).
Ο Πάνος Γεραμάνης, αναφέρει στο σημείωμα της συλλογής «Μαρίκα Νίνου – τα μεγάλα πορτρέτα» ότι γεννήθηκε 1η-Ιαν-1918 στον Καύκασο.
Ο Κώστας Χατζηδουλής στο βιβλίο του «Βασίλης Τσιτσάνης – η ζωή
μου, το έργο μου», αναφέρει ως τόπο γέννησης την
Κωνσταντινούπολη.
Ο Πάνος Σαββόπουλος, σε σημείωμά του αναφέρει ότι η Μαρίκα
Νίνου, αρμενικής καταγωγής, γεννήθηκε το 1922 πάνω στο καράβι
«Ευαγγελίστρια» που έφερνε τη μάνα της και την οικογένειά της
από τη Σμύρνη στον Πειραιά και γι αυτό και της έδωσαν το όνομα
Ευαγγελία.
Ο
πατέρας της Οβανές (Γιάννης) και η μητέρα της Γκιούλα
(Τριανταφυλλιά) Αταμιάν γλίτωσαν από τη σφαγή του 1922 και
ξεκίνησαν ξανά τη ζωή τους στην Κοκκινιά του Πειραιά- Οδός
Μεγάρων 50, όπου πέρασαν πολύ δύσκολα χρόνια.
Στο ντοκιμαντέρ Μαρίκα Νίνου –ΕΡΤ1 (Παρασκήνιο), η Νούνια Γεραμιάν, μιλά «για το κοριτσάκι που έψελνε κάθε μεγάλη εβδομάδα»
για τους συμπατριώτες της στην Αρμένικη εκκλησία τους στην
Κοκκινιά, κερδίζοντας από τότε τον θαυμασμό της κοινότητας.
Το 1939 παντρεύτηκε τον συμπατριώτη της Μεσροπιάν και το 1940
γεννιέται ο πρώτος της γιος Οβανές. Χώρισαν αργότερα και
παντρεύτηκε με τον ακροβάτη Νίνο Νικολαΐδη, η μητέρα του
οποίου, θεατρίνα κι αυτή, της κόλλησε το όνομα Μαρίκα για να
θυμίζει την Κοτοπούλη.
Έκαναν μαζί παραστάσεις ακροβατικών με το όνομα «Ντούο Νίνο» ενώ
όταν μπήκε και ο Οβανές στο σχήμα αυτό μετονομάστηκε σε «Δυόμισι
Νίνο».
Σε κάποια εμφάνισή τους στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας την ανακάλυψε ο Πέτρος Κυριακός και την γνώρισε στο Μανώλη Χιώτη. Την πρώτη ηχογράφηση την έκανε τον Ιούνη το 1948 με δύο τραγούδια του Χιώτη: «Ώρες σε κρυφοκοιτάζω» και «Θα σου πω το μυστικό μου».
Τσιτσάνης-Μαρίκα
Λέγεται ότι η Νίνου είναι η πρώτη γυναίκα που τραγούδησε όρθια στο πάλκο γύρω στο 1951.
Η πρώτη της δουλειά σε πάλκο στη «Φλορίδα» στο Πεδίο του Άρεως, του
Παναγιώτη Μελιτά, μαζί με τους Μιχάλη Γενίτσαρη,
Λεμονόπουλο, Ανέστο Αθανασίου, Βούλα Δερέμπεη, ενώ μετά ήρθαν
και οι Απόστολος Χατζηχρήστος και Γιώργος Λαύκας.
Το 1949 την βλέπει ο Τσιτσάνης και όπως λέει ο ίδιος στη βιογραφία του στον Χατζηδουλή «Την άκουσα και δεν άργησα να καταλάβω το ταλέντο της. Κατάλαβα πως με δουλειά θ’ άφηνε εποχή. Είχε μια ξεχωριστή ερμηνευτική ικανότητα, είχε το κάτι άλλο (…). Γίναμε ντουέτο και κάθε βράδυ στου «Τζίμη» γινόταν χαλασμός κόσμου (…). Η
Μαρίκα στο πάλκο ήταν ασυναγώνιστη, οι κινήσεις της ήταν κάτι
το συγκλονιστικό. Όταν τραγουδούσε είχε τέτοια
εκφραστικότητα και τέτοια μεταδοτικότητα στο κοινό, που δεν
πρόκειται να γεννηθεί άλλη (…). Το
κέφι που δημιουργούσε η Νίνου στο πάλκο έφτιαχνε μια ατμόσφαιρα
που μπορούσε να χαλάσει ο κόσμος στο μαγαζί. Αυτό ήταν έμφυτο. Ήταν γεννημένη για το πάλκο».
Η μεγάλη της επιτυχία, γίνεται αιτία να της δώσουν κι άλλοι συνθέτες σπουδαία τραγούδια, όπως ο Μητσάκης, «Στα μπουζούκια να με πας», «Βαλεντίνα», «Παλαμάκια» -ο Χιώτης, «Παράξενη κοπέλα», «Έχασα τα μάτια τα ωραία» -ο Χατζηχρήστος, «Η μικρή του καμηλιέρη», οι Ριτσιάρδης-Τραϊφόρος «Η ταμπακιέρα», ο Στέλιος Κηρομύτης «Πες μου γιατί άλλαξες», ο Γιάννης Τατασόπουλος «Το δέκα το καλό”, ο Σταύρος Τζουανάκος «Φτάνει που θα μ’ αγαπάει», ο Μιχάλης Σογιούλ «Ο μήνας έχει εννιά» κλπ. κλπ.
Ο Τσιτσάνης συνεχίζει να της γράφει τραγούδια που γίνονται μεγάλες επιτυχίες όπως …«Σεράχ», «Είμαι μια δυστυχισμένη», «Τα καβουράκια», «Ζαΐρα», «Απόψε κάνεις μπαμ», «Παίξτε μπουζούκια», «Στο Τούνεζι, στη Μπαρμπαριά», «Γεια σου καΐκι μου Άη Νικόλα», το συγκλονιστικό σε στίχους Κώστα Βίρβου, «Γεννήθηκα για να πονώ» το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα» και άλλα πολλά.
Στην Αμερική
Με
υποψία καρκίνου, πρώτο ταξίδι το ’54 – θα δουλέψει στο «Νέο
Βυζάντιο» στη Νέα Υόρκη, γυρίζει στην Ελλάδα σε άσχημη
κατάσταση, ξαναπηγαίνει στου «Τζίμη», ενώ ηχογραφεί το «Αγάπη
που έγινες δίκοπο μαχαίρι», ταξιδεύει πάλι Αμερική, όπου την
υποστήριξαν ο Κώστας Καπλάνης και η Ρένα Ντάλλια, η οποία μαζί με
την Εύα Στυλ έκαναν κάθε βράδυ έρανο μεταξύ των θαμώνων στα
κέντρα «Μπριτάνια» και «Βυζάντιο» για τα έξοδα του νοσοκομείου.
Καταβεβλημένη γυρίζει στην Ελλάδα και αναγκάζεται να δουλέψει στου «Τζίμη» για να «ξεχρεώσει» οφειλή.
Πεθαίνει στις 23 Φλεβάρη του 1957, ημέρα Σάββατο, στα 35 της μόλις χρόνια.
Για τη (διαπροσωπική) σχέση Τσιτσάνη-Νίνου (κλπ. ζητήματα «κλειδαρότρυπας» θέματα που δεν μας αφορούν σαν «Ατέχνως» -αντίθετα…) πολλά γράφηκαν, μεταξύ άλλων από τον (ολίγον; «κουτσομπόλη») Λευτέρη Παπαδόπουλο «γύρισε άρρωστη (σσ. Από την Αμερική) –ο Τσιτσάνης δεν της ξαναμίλησε. Δεν πήγε να τη δει στο νοσοκομείο. Ούτε στην κηδεία της πήγε…» (no comment)
Ο Μάνος Χατζιδάκις της αφιέρωσε το δίσκο του «Τα πέριξ» (1974), με ερμηνεύτρια τη Βούλα Σαββίδη, με τα λόγια: «Όλη η εργασία αυτή χαρίζεται στη μνήμη της ανεπανάληπτης Μαρίκας Νίνου, που δίχως να το ξέρει, με το μαχαίρι της φωνής της, χάραξε μέσα μας βαθιά τα ονόματα των θεών της ταπεινοσύνης και της βυζαντινής παρακμής».
Το πέρασμά της σύντομο και φλογερό από το πάλκο, από τη δισκογραφία και από τη ζωή.
Ο μύθος της αξεπέραστος μέχρι σήμερα.
Κάποιοι την είπαν “παράξενη” …
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου