Για μία ακόμη φορά, ο κόσμος τους διαλύθηκε. Και δεν είμαστε εμείς που τον σπάσαμε. Τώρα, πολλοί αναθυμούνται το οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα του Εθνικού Αντιστασιακού Συμβουλίου (1) ή την κατάκτηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και τα μεγάλα έργα του Νιου Ντιλ. Τότε όμως, πολλοί Γάλλοι μαχητές της αντίστασης είχαν κρατήσει τα όπλα τους και στον δρόμο ένας λαός προσδοκούσε να γίνει το βήμα «από την αντίσταση στην επανάσταση». Αυτός ήταν άλλωστε ο υπότιτλος μιας καθημερινής εφημερίδας της εποχής που ονομαζόταν «Μάχη» (Combat) (2). Όσο για τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ, κατάφερε να κάνει ένα μέρος των αφεντικών της Αμερικής να κατανοήσουν ότι ο αγαπημένος τους καπιταλισμός κινδύνευε να ανατραπεί από τις εργατικές εξεγέρσεις και το κοινωνικό χάος. Έπρεπε λοιπόν να συμφωνήσουν σε μια λύση που θα περιείχε τη σύνθεση.
Σήμερα δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο. Περιορισμένοι, υποβιβασμένοι σε παιδιά, έκπληκτοι όσο και τρομοκρατημένοι από τα τηλεοπτικά κανάλια με 24ωρη ενημερωτική κάλυψη, οι λαοί έχουν γίνει θεατές, παθητικοί και εξαφανισμένοι. Εκ των πραγμάτων, οι δρόμοι είναι αδειανοί. Δεν υπάρχουν πια ούτε «κίτρινα γιλέκα» στη Γαλλία ούτε Χιράκ στην Αλγερία ούτε διαδηλώσεις στη Βηρυτό ή τη Βαρκελώνη. Σαν παιδί φοβισμένο από το μουγκρητό της καταιγίδας, καθένας περιμένει να μάθει τη μοίρα που του επιφυλάσσει η εξουσία. Γιατί τα νοσοκομεία είναι η εξουσία, οι μάσκες, τα τεστ είναι η εξουσία, οι επιδοτήσεις που μπορεί να του επιτρέψουν να αντέξει λίγες μέρες ακόμα είναι η εξουσία (3). Το δικαίωμα να βγει ή να μην βγει έξω –ποιος; πώς; πότε; με ποιον;– είναι και πάλι και πάντα η εξουσία. Η εξουσία έχει όλες τις εξουσίες. Γιατρός και εργοδότης, είναι επίσης και ο κριτής της εφαρμογής των ποινών, που αποφασίζει για τη διάρκεια όσο και για τη σκληρότητα του περιορισμού μας. Γιατί λοιπόν να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι 37 εκατομμύρια Γάλλοι, αριθμός ρεκόρ, «δύο φορές περισσότεροι από τους θεατές του Μουντιάλ», παρακολούθησαν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στις 13 Απριλίου όταν απηύθυνε διάγγελμα σε έντεκα κανάλια ταυτόχρονα; Τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν εκείνο το βράδυ;
Η παραζάλη αυξάνεται από το γεγονός ότι η εξουσία δεν ξέρει πού πηγαίνει. Οι αποφάσεις της έχουν αυστηρό τόνο, ακόμα κι όταν είναι αντιφατικές. Οι μάσκες; Δεν χρησίμευαν σε τίποτα, ήταν σίγουρο όσο δεν είχαμε. Ξανάγιναν χρήσιμες –δηλαδή ικανές να σώζουν ζωές– από τότε που ξαναεμφανίστηκαν στην αγορά. Η «κοινωνική αποστασιοποίηση» επιβάλλεται, είναι αυτονόητο, αλλά η απόσταση ασφαλείας αυξάνεται κατά 50% όταν ένας Γάλλος πάει στο Βέλγιο ή διασχίσει τον Ρήνο και διπλασιάζεται αν καταφέρει να περάσει τον Ατλαντικό. Τελικά, σε λίγο θα μας πουν άνθρωποι ποιας ηλικίας και με ποιο σωματότυπο θα απαγορεύεται ακόμα να βγουν από το σπίτι τους. Ήταν καλύτερα κάποτε να είσαι γέρος και χοντρός παρά σήμερα «ηλικιωμένος» και «υπέρβαρος»: οι πρώτοι ήταν τουλάχιστον ελεύθεροι να πάνε όπου ήθελαν. Θα μάθουμε επίσης γιατί οι μαθητές σταμάτησαν να είναι μεταδοτικοί για τους εκπαιδευτικούς που βρίσκονται κοντά στη σύνταξη, τους οποίους όμως ακόμα συμβουλεύουμε να κρατήσουν αποστάσεις από τα εγγόνια τους.
Μια μέρα θα ξαναγίνουμε ενήλικοι. Ικανοί να κατανοήσουμε αλλά και να επιβάλλουμε άλλες επιλογές, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών και των κοινωνικών. Για την ώρα υπομένουμε χτυπήματα χωρίς να μπορούμε να τα ανταποδώσουμε: μιλάμε στο κενό και το ξέρουμε. Εξ ου και αυτό το βαρύ κλίμα, αυτή η υποβόσκουσα οργή. Ένα βαρέλι μπαρούτι στο μέσον ενός δωματίου, που περιμένει το σπίρτο. Μετά την παιδική ηλικία έρχεται η άχαρη εφηβεία…
(1) (Σ.τ.Μ.) Το Εθνικό Αντιστασιακό Συμβούλιο ήταν ο οργανισμός που διηύθυνε και συντόνιζε τα κινήματα της Γαλλικής Αντίστασης Εσωτερικού, όλων των τάσεων και πολιτικών αποχρώσεων, κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέλη του ήταν εκπρόσωποι του Τύπου, των συνδικάτων και των κομμάτων εχθρικών προς την κυβέρνηση του Βισύ.
(2) (Σ.τ.Μ.) «Combat»: Παράνομη εφημερίδα της Αντίστασης, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1941. Το 1943 διευθυντής της ανέλαβε ο Αλμπέρ Καμύ. Μετά την Απελευθέρωση, συνέχισε την κυκλοφορία της έως το 1974.
(3) Στις ΗΠΑ, το όνομα του Ντόναλντ Τραμπ θα βρίσκεται στις επιταγές των περίπου 1.200 δολαρίων κατ’ άτομο που το κράτος θα αποστείλει σε δεκάδες εκατομμύρια πολίτες.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου