Η πρόσφατη επανεκλογή του γενικού γραμματέα του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (ΟΑK) Λουίς Αλμάγρο παρατείνει το ψυχροπολεμικό κλίμα που έχει επικρατήσει στη Λατινική Αμερική τα τελευταία χρόνια. Από την πρώτη εκλογή του ως επικεφαλής του οργανισμού, το 2015, ο Ουρουγουανός πρώην υπουργός Εξωτερικών επιδιώκει με κάθε τρόπο να αναβιώσει την αμερικανική ηγεμονία στην περιοχή.
Ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών (OAK), ο οποίος ιδρύθηκε το 1948 στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, αποτελεί ένα από τα εργαλεία γεωπολιτικής προβολής της Ουάσιγκτον στην Λατινική Αμερική και στην Καραϊβική, τα κράτη της οποίας εντάχθηκαν στον οργανισμό, το ένα μετά το άλλο, μόλις απέκτησαν την ανεξαρτησία τους από τη δεκαετία του 1960 μέχρι τη δεκαετία του 1980. Ο Καναδάς έγινε μέλος του OAK μόλις το 1990 και συνήθως περιορίζεται στην παρουσίαση μιας μετριοπαθούς εκδοχής της γραμμής που προωθεί ο Λευκός Οίκος.
Παρ’ όλο που η Αριστερά, στην γραμμή που χάραξε ο Φιδέλ Κάστρο, αντιμετωπίζει τον οργανισμό ως το «υπουργείο Αποικιών των Ηνωμένων Πολιτειών»1, οι ελίτ της περιοχής τον σέβονται ως κάτι περίπου ιερό. Ο πρέσβης μιας χώρας της Λατινικής Αμερικής ή της Καραϊβικής στον OAK είναι από τους σημαντικότερους διπλωμάτες στη χώρα του. Όσο για τον Γενικό Γραμματέα του οργανισμού, ασκεί σημαντική επιρροή στον πολιτικό διάλογο στο εσωτερικό των κρατών-μελών –εκτός από τις ΗΠΑ, όπου είναι άγνωστος όσο και ο ίδιος ο οργανισμός, ακόμη και μεταξύ των πολιτικών ελίτ.
Ωστόσο, το Μόνιμο Συμβούλιο του ΟΑΚ εδρεύει σε ένα επιβλητικό κτίριο από μάρμαρο –δωρεά του Άντριου Κάρνεγκι, του μεγάλου βαρώνου της σιδηρουργίας, προς την τότε Παναμερικανική Ένωση (πρόγονο του ΟΑΚ)– λίγες εκατοντάδες μέτρα από τον Λευκό Οίκο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, οι Ηνωμένες Πολιτείες επανασχεδιάζουν το παγκόσμιο σύστημα πολυμερούς συνεργασίας: έτσι, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών θα έχει την έδρα του στη Νέα Υόρκη, ο ΟΑΚ στην Ουάσιγκτον. Οι ΗΠΑ επιθυμούν να διαμορφώσουν μια αποκεντρωμένη ηγεμονία, αλλά όχι σε σημείο ώστε να παραχωρήσουν την έδρα του οργανισμού σε κάποια περιφερειακή χώρα.
«Μην είστε ανόητος»
Στην αρχή, ο ΟΑΚ παίζει δευτερεύοντα ρόλο, στο περιθώριο μηχανισμών που είναι επικεντρωμένοι στην ασφάλεια, όπως ο Διαμερικανικός Οργανισμός Άμυνας (OID), ο οποίος ιδρύθηκε το 1942, και η Διαμερικανική Συνθήκη Αμοιβαίας Βοήθειας (γνωστή και με το όνομα «Σύμφωνο του Ρίο») του 1947. Το σύμφωνο αποτελεί μήνυμα προς τη Σοβιετική Ένωση: προβλέπει ότι επίθεση εναντίον οποιασδήποτε χώρας της αμερικανικής ηπείρου θα θεωρηθεί επίθεση προς όλες τις χώρες που το υπογράφουν.
Σταδιακά, ωστόσο, προτεραιότητα αποκτά η ανάπτυξη της «πολυμερούς διαμερικανικής συνεργασίας». Είναι ώρα να γίνει γνωστή σε ολόκληρο τον κόσμο η συναίνεση μεταξύ της Ουάσιγκτον και των λατινοαμερικανικών ελίτ στην κοινή απόρριψη του κομμουνισμού. Η Κούβα αποβάλλεται από τον ΟΑΚ το 1962, με απόφαση που υπογραμμίζει ότι «η προσχώρηση οποιουδήποτε κράτους-μέλους του ΟΑΚ στον μαρξισμό-λενινισμό είναι ασύμβατη με το διαμερικανικό σύστημα»2. Αντίθετα, καμία λατινοαμερικανική στρατιωτική δικτατορία δεν θα αποβληθεί από τον οργανισμό, παρά τις πολύ καλά τεκμηριωμένες καταγγελίες από τη Διαμερικανική Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (CIDH) για φρικαλεότητες που διέπραξαν αρκετές κυβερνήσεις κατά τη δεκαετία του 1970.
Συμβαίνει, ωστόσο, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής να συγκροτούν πλειοψηφίες στο Μόνιμο Συμβούλιο του οργανισμού προκειμένου να αντιταχθούν στις θέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών –όπως κατά τις θαλάσσιες διενέξεις ΗΠΑ-Περού και ΗΠΑ-Ισημερινού στα τέλη της δεκαετίας του 1960, κατά τον πόλεμο στις Μαλβίνες (νησιά Φόκλαντς) το 1982 ή κατά την αμερικανική επέμβαση στον Παναμά, το 1989-1990. Αλλά, ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές, η Ουάσιγκτον αγνοεί τις αποφάσεις των κρατών-μελών του οργανισμού και δρα μονομερώς.
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου βυθίζει τον ΟΑΚ σε υπαρξιακή κρίση. Το κύμα εκδημοκρατισμού της δεκαετίας του 1980 τον απελευθερώνει από την υποχρέωση σιωπής απέναντι στις δικτατορίες της περιοχής που του είχε επιβάλει η αμερικανική κηδεμονία. Όταν το σοβιετικό στρατόπεδο καταρρέει, ο οργανισμός επικεντρώνεται στην υπεράσπιση των κανόνων και των αξιών της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο ΟΑΚ αναβαπτίζεται, εστιάζοντας στον ρόλο του παρατηρητή εκλογικών διαδικασιών, με στόχο την εγγύηση της αξιοπιστίας τους. Η αποστολή αυτή, η οποία είχε ξεκινήσει στην Κόστα Ρίκα το 1962, θα αποτελέσει έναν από τους πυλώνες του οργανισμού στη νέα φάση. Ωστόσο, ένα τέτοιο φύλλο πορείας δεν αρκεί για να φέρει τον ΟΑΚ στο προσκήνιο. Εκείνη την εποχή, η Ουάσιγκτον επιδιώκει κυρίως να επιβάλει τη συναίνεσή της και τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής που κάτι τέτοιο συνεπάγεται. Στο συγκεκριμένο πεδίο, την προσοχή των Λατινοαμερικανών συγκεντρώνουν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η Παγκόσμια Τράπεζα και η Διαμερικανική Τράπεζα Επενδύσεων (BID).
Ο ΟΑΚ δεν κατορθώνει να επιβληθεί ούτε ως επιδιαιτητής των διενέξεων ανάμεσα στις διάφορες χώρες της περιοχής, ιδιαίτερα όσον αφορά τα κατάλοιπα μετα-αποικιακών συνοριακών διαφορών. Η θέση του ΟΑΚ δεν μετρά το 1984 κατά την επίλυση της διένεξης του Μπιγκλ μεταξύ Χιλής και Αργεντινής ή το 1998 κατά τη διαπραγμάτευση της ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ Ισημερινού και Περού.
Τη δεκαετία του 2000, με τον ερχομό της Αριστεράς στην εξουσία σε αρκετές χώρες της Λατινικής Αμερικής, περιορίζεται κάπως ο έλεγχος που ασκούν οι ΗΠΑ στο διαμερικανικό σύστημα. Το 2005, για πρώτη φορά στην ιστορία του ΟΑΚ, εκλέγεται –και, το 2010, επανεκλέγεται– Γενικός Γραμματέας χωρίς την υποστήριξη της Ουάσιγκτον. Το 2009, με απόφαση της γενικής συνέλευσης των υπουργών Εξωτερικών, κηρύσσεται άκυρη η αποβολή της Κούβας από τον οργανισμό. Η Αβάνα αναγνωρίζει τη χειρονομία, ταυτόχρονα όμως αποκλείει οποιοδήποτε ενδεχόμενο επιστροφής της στον οργανισμό.
Την ίδια χρονιά, το πραξικόπημα εναντίον του προέδρου της Ονδούρας Μανουέλ Σελάγια προκαλεί την αναστολή της συμμετοχής της χώρας στον ΟΑΚ –κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί. Μόνο η συμφωνία του 2011 που προβλέπει την επιστροφή του Σελάγια στην Τεγουσιγάλπα θα επιτρέψει στην Ονδούρα να συμμετάσχει ξανά στον οργανισμό. Οι προοδευτικές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής επωφελούνται από τη σχετικά συμπαγή παρουσία τους για να χειραφετηθούν από ορισμένες πτυχές του διαμερικανικού συστήματος. Έτσι, μετά την καταγγελία του συμφώνου του Ρίο από το Μεξικό το 2001, ακολουθούν, μεταξύ 2012 και 2014, η Νικαράγουα, η Βολιβία, η Βενεζουέλα και ο Ισημερινός.
Η λατινοαμερικανική Αριστερά, επιδιώκοντας να πάψει ο ΟΑΚ να αποτελεί εργαλείο της Ουάσιγκτον στη μάχη της κατά των κυβερνήσεων με αντι-ιμπεριαλιστικό προσανατολισμό, ποντάρει στη σύνδεση με την Καραϊβική. Κυρίως μέσω της υποστήριξης που παρέχει η Βενεζουέλα στο σύνολο των μικρών αυτών χωρών, τροφοδοτώντας τις με φθηνό πετρέλαιο κατά την περίοδο της μεγάλης ανόδου της τιμής του. Μια πλειοψηφία 14 ψήφων από τις χώρες της Κοινότητας της Καραϊβικής (CARICOM) στον ΟΑΚ συμβάλει στην απόκρουση των επιθέσεων των ΗΠΑ σε βάρος της Βενεζουέλας και των αριστερών κυβερνήσεων της Λατινικής Αμερικής.
Ωστόσο, παρά τα θετικά βήματα, η καχυποψία απέναντι στον ΟΑΚ συνεχίζει να υποβόσκει στο στρατόπεδο των προοδευτικών της Λατινικής Αμερικής, που γνωρίζουν ότι οι μεταβολές του συσχετισμού δυνάμεων στο Μόνιμο Συμβούλιο του ΟΑΚ δεν αλλάζουν τα δομικά χαρακτηριστικά του και την υποταγή του στην Ουάσιγκτον. Ο ΟΑΚ, με κύριο χρηματοδότη τις Ηνωμένες Πολιτείες (καλύπτουν το 60% του ετήσιου προϋπολογισμού και το 100% του προϋπολογισμού ορισμένων οργάνων), διαθέτει μια γραφειοκρατία κυρίως λατινοαμερικανικής προέλευσης, η οποία όμως εδρεύει στην Ουάσιγκτον και επιδεικνύει τυφλή αφοσίωση στον οργανισμό. Ο οργανισμός, με τη σειρά του, ανταμείβει τους υπαλλήλους του, προσδίδοντάς τους επαγγελματικό κύρος.
Έτσι, οι αριστερές κυβερνήσεις αποφασίζουν να προωθήσουν ένα νέο περιφερειακό εγχείρημα. Η μοναδική πολιτική συγκυρία το 2008 ευνοεί την ίδρυση της Ένωσης Κρατών της Νότιας Αμερικής (UNASUR). Η UNASUR αποτελεί ένα φιλόδοξο στοίχημα. Προβλέπει, μεταξύ άλλων, πολιτική, οικονομική και αμυντική ολοκλήρωση, η οποία υπερβαίνει κατά πολύ τόσο τους στόχους άλλων μηχανισμών περιφερειακής ολοκλήρωσης όσο και το πεδίο δράσης του ΟΑΚ, ιδιαίτερα –αλλά όχι μόνο– στους τομείς της οικονομίας και της ανάπτυξης. Η UNASUR θα παρέμβει ιδιαίτερα σε εσωτερικές πολιτικές κρίσεις, όπως το 2008 στη Βολιβία, το 2010 στον Ισημερινό και, αργότερα, το 2012 στην Παραγουάη, αλλά και σε διεθνείς διενέξεις, όπως το 2010 μεταξύ Βενεζουέλας και Κολομβίας. Ο ΟΑΚ θα αποκλειστεί από όλες αυτές τις διαδικασίες μεσολάβησης και παρέμβασης.
Στη συνέχεια, γεννιέται η Κοινότητα Κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής (CELAC), δηλαδή οι χώρες του δυτικού ημισφαιρίου, αλλά με την προσθήκη της Κούβας και χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά. Το μόρφωμα αυτό παγιώνεται και έτσι δημιουργείται ένα φόρουμ, οπωσδήποτε λιγότερο θεσμοποιημένο από την UNASUR και χωρίς ιδρυτική συνθήκη, αλλά προσανατολισμένο στον πολιτικό συντονισμό μεταξύ των χωρών της περιοχής και στις διεθνείς συνομιλίες. Θα υπάρξουν, άλλωστε, πολλές συνδιασκέψεις CELAC-Ευρωπαϊκής Ένωσης, CELAC-Κίνας, CELAC-Ρωσίας, CELAC-Ινδίας.
Το 2015, ο Λουίς Αλμάγρο, πολιτικός φίλος του πρόεδρου της Ουρουγουάης Χοσέ «Πέπε» Μουχίκα, μιας μορφής της λατινοαμερικανικής Αριστεράς, εκλέγεται στη θέση του γενικού γραμματέα του ΟΑΚ. Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ουρουγουάης, ο οποίος θα προταθεί από τον Μουχίκα και θα υποστηριχθεί από τις αριστερές κυβερνήσεις της περιοχής, υπόσχεται να συνεχίσει την ανεξάρτητη πορεία του προκατόχου του Χοσέ Μιγέλ Ινσούλσα. Όμως, το προοδευτικό κύμα εξαντλείται. Και ο Αλμάγρο προσαρμόζεται: αναδεικνύεται ταχύτατα σε καθοδηγητή μιας Δεξιάς που βρίσκεται σε ανασύνθεση και ενορχηστρώνει την επιστροφή του ΟΑΚ κάτω από τον απόλυτο έλεγχο των Ηνωμένων Πολιτειών… και, σύντομα, κάποιου Ντόναλντ Τραμπ.
Πολύ γρήγορα, το ενδιαφέρον του Αλμάγρο στρέφεται στη Βενεζουέλα. Παρέχοντας μαχητική υποστήριξη στην αντιπολίτευση, αντιτίθεται σε οποιαδήποτε προσπάθεια διαπραγμάτευσης. Στον πρώην πρωθυπουργό της Ισπανίας Χοσέ Λουίς Ροδρίγεθ Θαπατέρο, ο οποίος για τη Βενεζουέλα υποστηρίζει μια πολιτική λύση κατόπιν διαπραγματεύσεων, ο Αλμάγρο απαντά: «Μην είστε ανόητος»3. Ο Ουρουγουανός –όπως και η Ουάσιγκτον– έχει αποφασίσει ότι η μόνη δυνατή λύση συνδέεται με την αλλαγή καθεστώτος. Χαιρετίζει τις οικονομικές κυρώσεις που επιβάλλουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Όταν η προεδρία Τραμπ διευκρινίζει ότι «όλες οι επιλογές βρίσκονται στο τραπέζι», υπονοώντας ότι υπάρχει ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης, ο Αλμάγρο εγκρίνει την απειλή και προβάλλει το επιχείρημα μιας ανθρωπιστικής επέμβασης, γεγονός που τρομάζει ακόμα και λατινοαμερικανικές κυβερνήσεις της ομάδας της Λίμα, μιας συμμαχίας που είχε συγκροτηθεί με στόχο ακριβώς την απομόνωση της κυβέρνησης του Νικολάς Μαδούρο.
Ωστόσο, ο ενθουσιασμός του γενικού γραμματέα του ΟΑΚ για την υπεράσπιση της «δημοκρατίας» δεν φθάνει μέχρι τη Βραζιλία. Δεν τον συγκινεί ούτε η καθαίρεση της προέδρου Ντίλμα Ρούσεφ, αλλά ούτε και η φυλάκιση, χωρίς αποδείξεις, του Λουίς Ινάσιο «Λούλα» ντα Σίλβα, λόγω της οποίας ο πρώην πρόεδρος αποκλείεται από τις προεδρικές εκλογές του 2018. Οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την κυβέρνηση του Ζοβενέλ Μοΐζ στην Αϊτή, κατά τις διαδηλώσεις του 2018-2019, δεν προκαλούν την αντίδραση του Αλμάγρο. Όταν ο Αλμάγρο επισκέπτεται τον Ισημερινό, στα τέλη Οκτωβρίου του 2019, μετά τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις στη σύγχρονη ιστορία της χώρας και ένα πρωτόγνωρο κύμα καταστολής, συγχαίρει τον πρόεδρο Λενίν Μορένο για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε την κρίση, χωρίς να αναφέρει ότι η καταστολή προκάλεσε σημαντικό αριθμό θυμάτων. Κατά τον Αλμάγρο, ο Χιλιανός πρόεδρος Σεμπαστιάν Πινιέρα –υπεύθυνος και αυτός ενός κύματος βίαιης καταστολής σε βάρος των κοινωνικών κινημάτων– «υπερασπίστηκε αποτελεσματικά τη δημόσια τάξη, λαμβάνοντας ταυτόχρονα και ειδικά μέτρα για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων»4. Όσο για την Κολομβία, ο Αλμάγρο δεν λέει ούτε λέξη για τις καθημερινές εξαφανίσεις συνδικαλιστών ή για την εγκατάλειψη της ειρηνευτικής διαδικασίας από την πλευρά της κυβέρνησης: ανησυχεί για τη βία των διαδηλωτών που απορρίπτουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του προέδρου Ιβάν Ντούκε.
Επιστροφή στη δεκαετία του 1950
Στη Βολιβία όμως είναι που ο Αλμάγρο καταφέρνει το καίριο χτύπημά του. Τον Οκτώβριο του 2019, διεξάγονται προεδρικές εκλογές. Ο απερχόμενος πρόεδρος Έβο Μοράλες κερδίζει τις εκλογές από τον πρώτο γύρο με ποσοστό 47,08% έναντι του κύριου αντιπάλου του Κάρλος Μέσα, ο οποίος υπολείπεται κατά περισσότερες από 10 ποσοστιαίες μονάδες (36,51%). Σύμφωνα με το σύνταγμα της Βολιβίας, όταν ένας υποψήφιος αποσπά ποσοστό μεγαλύτερο του 40% και η διαφορά του με τον δεύτερο υποψήφιο υπερβαίνει τις 10 ποσοστιαίες μονάδες, τότε εκλέγεται πρόεδρος από τον πρώτο γύρο. Όμως, το κλιμάκιο εκλογικών παρατηρητών του ΟΑΚ δυναμιτίζει τη διαδικασία με την ανακοίνωση των πρώτων αποτελεσμάτων, κάνοντας λόγο για «ανεξήγητη αλλαγή τάσης» (ανακοινωθέν της 21ης Οκτωβρίου 2019) κατά την καταμέτρηση των ψηφοδελτίων. Στην πραγματικότητα, όπως έχουν δείξει από τότε αρκετές στατιστικές μελέτες, η «αλλαγή τάσης» οφείλεται στην καθυστέρηση ενσωμάτωσης των αποτελεσμάτων από ορισμένες γεωγραφικές ζώνες που υποστηρίζουν συντριπτικά τον Μοράλες.
Τι σημασία έχει; Τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης αρχίζουν τις κραυγές περί νοθείας, η αντιπολίτευση ριζοσπαστικοποιείται, ο Μοράλες υποχρεώνεται να εγκαταλείψει τη χώρα κάτω από τις απειλές του στρατού. Ο ΟΑΚ δεν θα καταφέρει ποτέ να στοιχειοθετήσει τις κατηγορίες περί νοθείας, γεγονός που αποκαλύπτεται, μεταξύ άλλων, από ογκώδη έκθεση του Center for Economic and Policy Research (CEPR), με έδρα την Ουάσιγκτον5. Μερικές εβδομάδες μετά τα γεγονότα, η ντε φάκτο κυβέρνηση της Γιανίν Άνιες ανακοινώνει την υποστήριξή της στην προοπτική επανεκλογής του Αλμάγρο, ενός ανθρώπου που, σύμφωνα με τη νέα υπουργό Εξωτερικών της Βολιβίας Κάρεν Λόνγκαρικ, «έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην υπεράσπιση της δημοκρατίας στην περιοχή»6.
Η επανεκλογή Αλμάγρο σηματοδοτεί την οριστική επιστροφή σε έναν ΟΑΚ στην υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Εάν ο οργανισμός επεδίωκε να αναβαπτιστεί και να αντλήσει νομιμοποίηση ως εγγυητής της δημοκρατίας, το στοίχημά του απέτυχε. Με επικεφαλής τον Αλμάγρο, ο οργανισμός έχει γίνει ξανά συνώνυμο του «μονροϊσμού» –ο όρος παραπέμπει στο δόγμα του Αμερικανού προέδρου Τζέιμς Μόνροε, στα τέλη του 19ου αιώνα, σύμφωνα με το οποίο η Λατινική Αμερική αποτελεί την «πίσω αυλή» των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου η Ουάσιγκτον δεν θα ανεχθεί καμία εξωτερική ανάμειξη. Τον Ιανουάριο του 2020, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο θα χαιρετίσει την εξέλιξη ως «επιστροφή του ΟΑΚ στο πνεύμα των δεκαετιών του 1950 και του 1960».
- Ομιλία στις 4 Φεβρουαρίου 1962.
- 6η απόφαση της 8ης Διάσκεψης των υπουργών Εξωτερικών του ΟΑΚ στην Πούντα ντελ Έστε (Ουρουγουάη), 22-31 Ιανουαρίου 1962.
- EFE, Ουάσινγκτον, 21 Σεπτεμβρίου 2018.
- EFE, Σαντιάγο, Χιλή, 9 Ιανουαρίου 2020.
- Jake Johnston και David Rosnick, «Observing the observers: The OAS in the 2019 Bolivian elections», Center for Economic and Policy Research, Ουάσιγκτον, 10 Μαρτίου 2020.
- Alejandra Arredondo, «Bolivia apoya reelección de Almagro en la OEA», 23 Ιανουαρίου 2020.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου